Quantcast
Channel: λεξήματα
Viewing all articles
Browse latest Browse all 155

Το ρίζωμα της νοσταλγίας

$
0
0

     Ο εκτοπισμένος, ο μετανάστης κι ο πρόσφυγας, ο άπατρις, ο εξόριστος, και άλλοι πολλοί, χαρακτήρες ενός επιδεινούμενου νομαδισμού, μιας εκρίζωσης, μιας περιπλάνησης, μιας καθ’ οδόν ζωής, που γίνεται και ο τόπος, ο αδύνατος τόπος, μιας νοσταλγημένης καταγωγής. Εγκαταλείπουμε, περιπλανιόμαστε, νοσταλγούμε. Κι αυτός ο κύκλος ξανά και ξανά. Ένα ακατανίκητο πένθος, που δεν ησυχάζει. Ο περιπλανώμενος άνθρωπος, ο άνθρωπος της νοσταλγίας, μια ύπαρξη καθηλωμένη στις καταγωγικές της οπτασίες, στο πρωτάκουστο ηχοτοπίο τους. Ηχοτοπίο μιας γλώσσας που μας ανήκει και δεν μας ανήκει. Είναι έτσι ο τόπος, πάντα ο τόπος της καταγωγής, κάτι που φέρουμε εντός μας και δεν έχουμε. Ακόμη και όταν εγκαταβιούμε σ’ αυτόν, κάποιες πτυχές του θα ’χουν για πάντα χαθεί και γι’ αυτό απείρως νοσταλγηθεί. Ανήκουμε και δεν ανήκουμε. Αυτό το διττό σχήμα της νοσταλγίας που καθιερώνει το ψυχισμό του ανθρώπου στα απωλεσμένα και μόλις ανευρεθέντα του σημεία. Σημεία όλα μιας καταγωγής όπου προστρέχουμε και εντοπίζουμε τα ίχνη της, τα ίχνη μιας μοναδικής μας απώλειας. 

     Ο τόπος της καταγωγής είναι και ο τόπος της αναχώρησης πάντα, ακόμη κι αν αυτή δεν λάβει χώρα ποτέ, και γι αυτό και ο τόπος της επιστροφής, μιας αδύνατης όμως επιστροφής. Γιατί επιστρέφουμε πάντα, αλλά πού; Ο Οδυσσέας για παράδειγμα δεν αναγνωρίζεται στην επιστροφή του αλλά στη περιπλάνησή του. Ο Οδυσσέας είναι η οδύσσειά του. Κι όταν εν τέλει επιστρέφει στον τόπο του, «για μια νύχτα μόνο», επιστρέφει ως ένας ξένος, σ’ έναν τόπο που δεν αναγνωρίζει και δεν τον αναγνωρίζει κανείς. Μια απογοήτευση που θα φιλοτεχνήσει και την εκ νέου του αναχώρηση. Γιατί αυτό που αναζητούμε στις επιστροφές μας δεν είναι ο τόπος, αλλά το είδωλο των ονειροπολήσεών μας, την απωλεσμένη του αύρα, που δεν είναι η αύρα της υλικότητάς του, αλλά του εφήμερου, σχεσιακού του περιβάλλοντος και εν χρόνω. Είναι έτσι ο νοσταλγημένος τόπος, ο νοσταλγημένος χρόνος. Αυτό που μας διέφυγε, κι όχι αυτό που απέμεινε πίσω μας. Είναι το ψυχικό φορτίο της παιδικής μας ηλικίας, οι πρώτοι μας φόβοι, τα πρώτα σκιρτήματα της επιθυμίας, οι προσδοκίες μας, οι πρώτες μας θανατοληψίες. Το απροσδιόριστο που φέρουμε εντός μας και όχι το εντοπισμένο στο χάρτη. Ο γενέθλιος τόπος της επιστροφής είναι αναγνωρισμένος μακρόθεν και μ’ έναν τρόπο εσωτερικό. Όσο τον πλησιάζεις τόσο αναγνωρίζεις και την ανοικειότητά του. Πάλιν αυτό το παράδειγμα του Οδυσσέα που αναγνωρίζει το νησί του απ’ το καράβι που τον φέρνει και όταν πατά το πόδι του στην αμμουδιά όλα του φαίνονται ξένα. Η ανοικειότητα του πραγματικού που είναι μια εργασία του φαντασιακού, της ονειροπόλησης, του φασματικού ορίζοντα που αυτή μας εγείρει και μας περιθάλπει. Όπου διανοίγεται κι ένας άλλος χρόνος, που ’ναι κι ο χρόνος της επιστροφής. Επιστρέφουμε μέσα στον χρόνο αλλά και σε μια άλλη στιγμή του χρόνου. Μια στιγμή που διασύρει το χρόνο, τον διαβάλει, τον εκτρέπει πέραν του χρόνου, στην αιώνια στιγμή της ονειροπόλησής του. Μια στιγμή που διαστέλλεται και διαρκεί πάνω στο ίχνος των πραγμάτων. Πόσο να διήρκησε άραγε αυτή η νύχτα του Οδυσσέα με την Πηνελόπη; Πόσο την επέκτειναν οι διηγήσεις του; Αυτές οι λέξεις που μνημονεύουν τα πράγματα, οι βαθιές χαράξεις τους πάνω στη μαλακή επιφάνεια του ψυχισμού. Λέξεις, που είναι λέξεις πολλών γλωσσών. Αυτό το παράδειγμα του Αινεία, που μας υπενθυμίζει η Cassin, όταν του απαγορεύθηκε η ελληνική γλώσσα στον τόπο της λατινικής του εξορίας. «Ο Οδυσσέας του Ομήρου και ο Οδυσσέας του Τζόυς. Η Οδύσσεια είναι πάντα μια Οδύσσεια γλωσσική», έλεγε ο Κουνέλλης. Μια γλωσσική μετατόπιση, απ’ την οικεία γλώσσα στη γλώσσα του άλλου, απ’ τις ειπωμένες στις ανείπωτες λέξεις. Η μετοχή στη νέα γλώσσα που θωρακίζει τον πλάνη στη νέα του γη και του διανοίγει την υπόσχεση, αλλά όχι και την πόρτα, της φιλοξενίας. Αυτή η εκπληκτική γλωσσομάθεια του μετανάστη, η διαθεσιμότητά του στο ήθος του άλλου. Η νέα γλώσσα του εκτοπισμένου που είναι η γλώσσα ενός διεστραμμένου επαναπατρισμού, η ανάληψη μιας ταυτότητας. Και απέναντι στη γλώσσα που αναλαμβάνουμε υπάρχει πάντα και μια γλώσσα που αντιστέκεται, αυτή που μας έχει αναλάβει προ πάντων. Μια εγγεγραμμένη γλώσσα, η μητρική μας γλώσσα, που ’ναι η αληθινή και μοναδική μας πατριδογνωσία. Αλλά και μια γλώσσα τώρα εν εξορία, μια γλώσσα μεταξύ των γλωσσών, όπου υπομένει την γλωσσαλγία της, την κατάδική της νοσταλγία. Μια γλώσσα που μας ανήκει βεβαίως αλλά και «δεν μας ανήκει», όπως τονίζει ο Derrida, και ακριβώς επειδή δεν μας ανήκει μας επιτρέπει να διαβιούμε εντός της, στην αδυνατότητα του μη ανήκειν. Σ’ αυτή την αδυνατότητα που ο εκτοπισμένος μεριμνά τις καταγωγές του, σε όλους τους δυνατούς, και αδύνατους μαζί, μετασχηματισμούς τους. 

     Αλλά το ερώτημα του ξένου θα είναι πάντα ένα δύσκολο ερώτημα, στην πραγματικότητα ένα σκάνδαλο, που καμιά κοσμοπολιτική δεν θα μπορέσει να το απαντήσει. Ένα ερώτημα που θέτει επειγόντως και το ζήτημα της φιλοξενίας. Ο Άλλος υπάρχει ενώπιόν μου, κυριολεκτικά έξω απ’ το κατώφλι μου. Έχοντας όμως πρώτα εξοριστεί απ’ το δικό του κατώφλι. Μια ζωή από κατώφλι σε κατώφλι, για να θυμηθούμε εδώ τον εβραίο ποιητή Paul Celan, αυτόν τον μεγάλο ξένο, που δρασκέλισε πολλά κατώφλια, και το κατώφλι της δικής του γλώσσας, της γλώσσας των πατέρων του, χάριν της γερμανικής, της γλώσσας του άλλου, του απόλυτα άλλου στη δική του περίπτωση. Αλλά «η ουσία της γλώσσας», όπως θα πει ο Levinas, «είναι η φιλία και η φιλοξενία». Η μετοχή του ξένου στην γλώσσα του άλλου, αλλά και η δεξίωση της ίδιας της γλώσσας, η διαθεσιμότητά της να δεχθεί το ιδίωμα του ξένου, την εκφορά του, τη μετάνοιά του. Η πραγματικότητα της φιλοξενίας λαμβάνει χώρα στην ανοικτότητα της γλώσσας, στην ανοικειότητά της, αλλά και στη γλώσσα όμως του φιλοξενούντος. Η άνευ όρων, απροϋπόθετη φιλοξενία, αυτή των ανοικτών θυρών, που δεν ρωτά τίποτα και δεν περιμένει απάντηση σε καμία γλώσσα, είναι μια συνθήκη που εγγράφεται στην ποιητική της, όπως θα πει ο Derrida, δηλαδή στην ίδια την αδυνατότητά της. Η ανοικειότητα του ξένου, της γλώσσας, και η ποιητική της υπέρβασής της, αυτή η ίδια η χειρονομία της φιλίας.
     Στην έκθεση expats, δυο καλλιτέχνιδες, η Δέσποινα Μεϊμάρογλου και η Ελένη Μυλωνά, εκθέτουν τις διαφορετικές τους εμπειρίες πάνω στην απώλεια του γενέθλιου τόπου και του μνημονικού φάσματος που αυτή μας εγείρει. 


Το 2009, η Δέσποινα Μεϊμάρογλου, επιστρέφει, μετά από πολλά χρόνια, στην Αl-Miniaτης Άνω Αιγύπτου, για να επισκεφθεί το πατρικό της σπίτι. Μια επιστροφή σ’ ένα ίχνος που καθηλώνει κι απογοητεύει το είναι της. Όχι γιατί δεν το εντοπίζει, ή γιατί ανήκει πλέον σε άλλους ενοίκους, αλλά για την απωλεσμένη του εμπειρία, την εμπειρία εκείνων των χρόνων, των χρόνων της νεότητάς της. Δεν είναι ο τόπος, δεν ήταν ποτέ, ήταν η εμπειρία του μόνο. Μια εμπειρία που δεν έχει να κάνει τόσο με τον τόπο, με την υλικότητά του, που σίγουρα κάποιο ρόλο παίζει κι αυτή, όσο με τις προσδοκίες που αυτό το περιβάλλον, με την ευρύτερη έννοιά του, εμπνέει. Επιστρέφοντας, και μετά από χρόνια, πλάθει με πηλό το ομοίωμα του σπιτιού. Πλάθει το σπίτι της ψυχής της, Soul house,αυτό που φιλοτεχνούσαν και έπαιρναν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι στον τάφο τους ώστε επιστρέφοντας η ψυχή τους στον κόσμο να μπορεί, με αυτό το ανάγλυφο, να εντοπίσει εύκολα το πρωτότυπο ανάφορό του. Ένα αγκυροβόλι λοιπόν της μνήμης. Με τη βοήθεια του καθηγητή και φίλου της WaelSabour, η Μεϊμάρογλου καταγράφει το σύγχρονο περιβάλλον της πόλης και του πατρικού της σπιτιού. Μια χαρτογράφηση που θα γίνει και το υλικό των αναπλάσεών της. Γύρω απ’ το ομοίωμα αυτό της νοσταλγίας μια σειρά προβολών και αντικειμένων εγκαταλείπονται στις φασματικές τους αποκαλύψεις. Στη πρώτη προβολή μανιασμένα κύματα τσακίζουν ένα πλοίο στα βράχια μιας προκυμαίας. Μια εικόνα που ρυθμοποιεί την αφήγηση όλης της εγκατάστασης. Ένα δοκιμαζόμενο πλεούμενο, μέσα στο ρου της ιστορίας. Το παρελθόν που εξαντλείται μέσα στη σύγχρονη, ταραχώδη ζωή. Στη “Συνάντηση”, στη δεύτερη προβολή αυτής της εγκατάστασης, η ανθρώπινη ιστορία ενθυλακώνεται στις βαθιές της πτυχώσεις. Σε μια σκηνή που δεν είναι μόνο της πόλης και των ανθρώπων της, αλλά κι αυτή του μοναδικού ανθρώπου, που δείχνει, μέσα στον ίλιγγο της συγκίνησής του, να δραπετεύει απ'τη σφαίρα του ιστορικού, αλλά, εν τέλει, να αποδεικνύεται ότι είναι κι αυτός που τη διασώζει. Η ιστορία μιας συνάντησης και της υπόσχεσης που δόθηκε για μια κοινή ζωή, μεταξύ δύο ανθρώπων, της Πηνελόπης και του Απόστολου, γονέων της καλλιτέχνιδος. Αφηγήσεις αναμνήσεων που μένουν μετέωρες, αδύναμες, όπως και το καράβι που το τσακίζουν τα κύματα. Τώρα και σ'αυτά τα κύματα της λήθης. Η μνήμη του ανθρώπου, η προσωπική του μνήμη, που γίνεται κάποια στιγμή και η αδαπάνητη σιωπή του. Μια αγωνιακή σιωπή, που διαχέει την ευωδία της σ'αυτό που ήταν και δεν θα ναι ποτέ. «Αχ, ο Απόστολος...». Ακούγεται κάποια στιγμή μέσα στο βίντεο. Η εικόνα του σ'εκείνη την αφετηρία του τραμ της Αλεξάνδρειας το 1942. Η πρώτη συνάντηση. Μία ανάμνηση που επανέρχεται. Ξανά και ξανά. Που ανά-μένει την τελική της εκφορά, την πιο αδύναμη σιωπή της. Κρυπτωνυμίες όλα. Αλληγορίες του πραγματικού. Η προσωπική ιστορία του ανθρώπου, οι κατάδικές του συγκινήσεις, διαχέονται μέσα στους δρόμους της πόλης, μέσα στην κίνηση των άλλων, αλλά δεν συγχωνεύονται. Χρωματίζονται απ'τη δημόσια σφαίρα αλλά μορφοποιούνται και εξεικονίζονται στις κρύπτες τους. Μοιάζουν να είναι έτσι συγκινήσεις πέραν του κόσμου. Ερημικές εκδοχές. Μεταμορφώσεις της μοναξιάς. Αλλά στο τέλος είναι πάντα η πόλη, οι δρόμοι της, η αφετηρία εκείνου του τραμ, η φευγαλέα οπτασία απ'το παράθυρο, η υπόσχεση που δόθηκε στα καφενεία της. Τα ίχνη που αφήνουν οι ιστορίες των ανθρώπων πάνω στο ανάγλυφο της πόλης και στα ντουβάρια που κατοίκησαν. Ίχνη του χρόνου που δεν διαγράφονται, αλλά προστίθενται μόνο, συσσωρεύονται, συμβολοποιούνται. Εγέρσεις όλα ενός ερειπιώνα που εκθέτει τα σημεία του, τα βιωμένα του ίχνη. Εγέρσεις, αναμονές μόνο. Το έργο κορυφώνεται με μια ακόμη προβολή. Η καλλιτέχνης επεξεργάζεται τη λήψη του WaelSabourνα κατεβαίνει το κλιμακοστάσιο του πατρικού της σπιτιού. Στην εκδοχή της καλλιτέχνιδος αυτή η κάθοδος ανακτά έναν αργό, υπνωτιστικό ρυθμό, πρόκειται για μια Νέκυια. Και λίγο πριν το ξέφωτο της εισόδου μια παιδική απαγγελία ν’ ακούγεται. Αν επιστρέφεις κάπου, δεν μπορεί, εν τέλει, παρά να επιστρέφεις εκεί: στη καταγωγική σιωπή των λέξεών σου. Το Soul house της Μεϊμάρογλου, είναι ο τόπος μιας αδύνατης επιστροφής, η καταγωγική αφετηρία όλων των δυνατών και αδύνατων αναπαραστάσεων, το πρώτο φως που θα ιχνογραφήσει τη σκιά του. Γιατί ο γενέθλιος τόπος δεν θα λάβει χώρα ποτέ ξανά. Αυτό ήταν, αυτό εξ αρχής, ένας τόπος απώλειας, ο τόπος, εν τέλει, του θανάτου. 


     Στην περίπτωση της Ελένης Μυλωνά, υπάρχουν δυο ειδών νοσταλγίες. Η νοσταλγία του Ίδιου και η νοσταλγία του Άλλου. Το Ίδιον που ιχνογραφείται μέσα στο βίωμα του Άλλου. Ο Οδυσσέας που επιστρέφει κι ο Οδυσσέας που ξαναφεύγει. Ένα υποκείμενο εκτεθειμένο στην ανοικτότητά του, στην οδύσσεια της περιπλάνησής του σε όλο και πιο απομακρυσμένες ακτές, στην ίδια την απροσδιοριστία του αγνώστου. Μια μετακίνηση που τανύζει το υποκείμενο της και στο μετεωρισμό των επιστροφών του. Αυτό το πτερωτό πόδι του Ερμή, ένα έργο της Ελένης Μυλωνά που ανοίγει, νοηματοδοτώντας, και την έκθεση. Ο πτηνοπέδιλος Ερμής, ο θεός των μεταβάσεων, των ταξιδιών, της κίνησης των πληθυσμών και της δρασκέλισης των συνόρων.Ένα έργο από πέτρα και φτερά που σχολιάζει αυτήν ακριβώς την αεικινησία του ανθρώπου και τα εφήμερα ίχνη της περιπλάνησής του. Στην προκειμένη περίπτωση όμως δεν έχουμε το αέρινο πέλμα του Θεού με το ελαφρύ του ίχνος, όπως ακροπατά, πάνω στη γη, αλλά ένα χοντρό, ακατέργαστο πέλμα που μαρτυρά και το βαρύ οικολογικό απότυπωμα των διαρκών και πολλαπλών μετακινήσεων της καλλιτέχνιδος. Σ’ ένα άλλο έργο της Ελένης Μυλωνά στο χώρο της έκθεσης, στο AveMaria, μια βιντεοεγκατάσταση τριών προβολών, αποκαλύπτεται, μέσα από μια συνειρμική ακολουθία εικόνων, αυτή ακριβώς η παλινδρομική της κίνηση στους τόπους της νοσταλγίας. Το οίκαδεπου δεν είναι πια ένα ρίζωμα, αλλά μια μετεγκατάσταση, ένα μεταστατικό παρόν που επιτελεί διαρκώς τον εαυτό του. Σ’ αυτή την διάρκεια δεν υπάρχει χωροχρονικό περιθώριο για μελαγχολία, αν και οι μνημοτεχνικές της εγέρσεις πάντα καραδοκούν. Ο ξένος τόπος οικειώνεται και γίνεται αυτός ο τόπος της επιστροφής. Όπου γης και πατρίς. Μια κοσμοπολίτικη αντίληψη που διαθέτει την ιδέα του καταγωγικού τόπου στις αναστοχαστικές του θεωρήσεις και διανοίξεις. Το υποκείμενο αυτού του διεγερμένου παρόντος αναγεννάται κάθε φορά, κι αφιερώνεται στις νέες ριζώσεις του, στις νέες γλωσσικές του εκφορές. Στο AveMaria, υπάρχουν εκλάμψεις και των δύο αυτών σκηνών του κόσμου. Από τη μία η Αίγινα, το καταφύγιο της Μυλωνά όταν βρίσκεται Ελλάδα, και απ’ την άλλη η Νέα Υόρκη, που ’ναι και ο τόπος της διαμονής και εργασίας της. Όλη η προβολή είναι μια διαδοχή εικόνων απ’ αυτές τις αδύνατες διαμονές, από τόπους που δεν μας χωρούν, στην πραγματικότητα αυτός ο χρόνος από τον έναν τόπο στον άλλον. Η θάλασσα της Αίγινας από την πλώρη ενός καραβιού, οι γλάροι, κι αμέσως μετά σκηνές απ’ την νευρώδη κυκλοφορία των επιβατών στο μετρό της Νέας Υόρκης, και πάλιν η Αίγινα υπό βροχήν, αυτή η υγρασία των αναμνήσεων, εμβόλιμα στιγμιότυπα από δελτία ειδήσεων για τους βομβαρδισμούς στο Ιράκ, ένας φλεγόμενος σταυρός των Ku Klux Klan, κι ένα νυχτερινό ακρογιάλι μες τους αντικατοπτρισμούς του, κι ύστερα πάλι στο μετρό της Νέας Υόρκης, όπου στους διαδρόμους του ακούγεται το AveMariaαπ’ τις χορδές ενός κινέζου μετανάστη και σε μια άλλη γωνιά του χώρου το ίδιο τραγούδι απ’ τη φωνή ενός νεαρού Ιταλού τενόρου, κι αμέσως μετά το κουφάρι ενός ζώου να το χτυπάνε τα κύματα σε μια ερημική ακτή της Αίγινας παραμονές των βομβαρδισμών στο Ιράκ, το θλιβερό προανάκρουσμα μιας τραγωδίας που έμελε να ’χει πλανητικές διαστάσεις, και πάλιν η θάλασσα, αυτή πάντα, η οδύσσεια όλων αυτών των εικόνων. Το Ave Maria της Ελένης Μυλωνά είναι μια ακολουθία πραγματικοτήτων, τόσο ανόμοιων μεταξύ τους που ανακτούν όμως την ενότητα τους μέσα στο βίωμα του ανθρώπου. Μια σειρά αντιφάσεων που εκθέτουν τις διαφορές του κόσμου μας, αλλά και συγκροτούν τη συλλογική του μνήμη. Το σύγχρονο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης, με την μιντιακή αισθητική του και την πολιτισμική της ηγεμονία, εδραιώνει τη κοινοχρησία μιας απεδαφικοποιημένης προσδοκίας. Το υποκείμενο της παγκοσμιοποίησης, της κυριαρχίας του Webκαι του πολιτισμικού σχετικισμού του, δεν αναφέρεται σε γενεαλογικές και γεωγραφικές καταγωγές, αλλά σε μια εν δυνάμει, υπερβατική έξοδο από κάθε διαφορά, από κάθε εξαίρεση. Είναι στις ρηγματώσεις αυτής ακριβώς της υπεσχημένης απεδαφικοποίησης που εκδηλώνονται σήμερα και οι πιο ακραίες αμφισβητήσεις αυτού του τεχνικοποιημένου ορίζοντα. Αλλά η καταγωγική γη, ο τόπος της μητρικής γλώσσας, αυτή η ακτή της Αίγινας, θα διασπείρει πάντα το παράσιτο μιας μελαγχολικής αναδρομής. Στιγμές ενός αντιπαραγωγικού χρόνου που δεν διατίθεται στον τόπο του εαυτού, αλλά στον τόπο της έκ-στασής μας, στο κατώφλι της εξόδου μας, ακριβώς την ώρα της αναχώρησής μας, απ’ το πρώτο κιόλας λεπτό. 

        Ο γενέθλιος τόπος είναι κι ο τόπος του κατάδικού μου θανάτου. Αυτό το μικρό κοιμητήρι, στη μέση ενός κατάφυτου ελαιώνα, που το θρόισμα του αληθεύει τις σιωπές των δικών μου ανθρώπων. Ανήκω εκεί που ακόμη δεν ανήκω. Όπου, και όταν εγώ, θα μπορώ να (μην) επιστρέφω.


EX-PATS, Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, 5 Μαίου – 30 Ιουλίου 2017, Πλ. Αγίων Ασωμάτων 5, Θησείο, Αθήνα.
Φωτογραφίες: Andrey Tarkovsky, Nostalgia / Despina Meimaroglou, Reconstruction of Paradise, 1995 – 2017 / Eleni Mylonas, Ave Maria, Video-still, 2016.

Viewing all articles
Browse latest Browse all 155

Trending Articles