Η Νύχτα δεν γράφεται. Η Νύχτα είναι πέραν της γλώσσας. Είναι αυτό που ακόμη κι όταν συλληφθεί, παραμένει αθέατο και αδιάθετο. Κάτι που διαβάλλει τη γλώσσα, εκτρέποντάς την στο σημείο μηδέν της, στη καταγωγική της σιωπή. Μια σιωπή που δεν σιωπά όμως τη γλώσσα, αλλά τη διεγείρει, εγκαταλείποντάς την στο κατώφλι της αναμονής της. Η Νύχτα είναι αυτό το κατώφλι της γλώσσας, της αβυσσαλέας σιωπής του κόσμου. Ένα ασυμφιλίωτο σκότος που ενοικεί εντός μας και δεν διαγαύζεται. Ο άνθρωπος δεν είναι το ον της ημερήσιας καθημερινότητας, αλλά οι φοβερές του σκιαμαχίες, το μερίδιο της νύχτας που διασώζει απ’ το αυτοκτονημένο αστέρι της συμπαντικής του καταγωγής. Είναι αυτός ο κλονισμός που υπέστη και που δονεί ακόμη το Είναι του, το φυλλοκάρδι της ύπαρξής του. Η Νύχτα αυτή δεν έχει να κάνει με τις διαβαθμίσεις της φωτεινότητας ή σκοτεινότητας, αλλά με το αποσυρόμενο ίχνος, με το σβήσιμο, με το συσκοτισμένο παλίμψηστο των εγγραφών. Με ό,τι αντιστέκεται και δεν νοηματοδοτείται. «Ο άνθρωπος δεν ανήκει στον εαυτό του», θα πει ο Jan Patočka, «και το νόημά του δεν είναι το Νόημα, το ανθρώπινο νόημα φθάνει στα όριά του όταν προσεγγίζει την όχθη της Νύχτας». Και πάλι αυτή η νυχτερινή αποκάλυψη να μην απαντά σε κανένα ερώτημα παρά να επαυξάνει συνεχώς τον ορίζοντα αυτού του ερωτήματος. Μία επίμονη εσωτερική εργασία, αυτή η εργασία της Νύχτας, που αληθεύει το ερώτημα και τη μυστική του προσδοκία. Στη νύχτα αυτού του ερωτήματος, οι λέξεις διεγείρονται στην αναμορφωτική του σκοπιά, αναλαμβάνοντας το αλλιώς είναιτους. Γίνονται λέξεις υποκείμενα, απορφανισμένα σημαίνοντα, που διασαλεύουν την ονοματοθεσία του κόσμου, την αντικειμενικότροπη αλήθειά του. Ιχνογραφούν πάνω στην επιφάνεια των πραγμάτων, φωτίζοντάς τα δραματικά, σκιαγραφώντας τα στην επικράτεια της μέρας. Η σκιά των πραγμάτων που γίνεται μιαν άλλη γλώσσα μέσα στη γλώσσα, η αντεστραμμένη γλώσσα του κόσμου, η ακρώρειά του, μία ακρώρεια του Είναι, αυτή η νυκτερινή του εμπειρία. Κι ενώ η Νύχτα δεν διαγράφει ένα αντικειμενικό περιβάλλον, εμείς βρισκόμαστε ήδη στην τοπολογία της. Αυτό το κατώφλι της γλώσσας που εκβάλλει στο σύνορο του κόσμου και από ’κει στο ακρωνύμιό του, στην ύστατη διάνοιξή του. Σαν η ποιητική γλώσσα να περισώζει την αδυναμία, όλη την αδυναμία του κόσμου.
Σ’ αυτό το θέατρο σκιών, οι μορφές αποκαλύπτονται στις σκιαγραφήσεις τους. Στο φως που διαπλάθει, σκιάζοντας, το αντικείμενο. Οι μορφές έτσι, αν και θεωρούνται μορφές της ημέρας, εκδηλώνονται εκεί όπου η μέρα υποχωρεί, στη διαφορά της σκιερής πλευράς των πραγμάτων. Ακριβώς σ’ αυτό το όριο – πάλιν εδώ ένα σύνορο - που περιγράφει τις μορφές. Η εκστατική τους όμως αποκάλυψη λαμβάνει χώρα πέραν αυτού του ορίου, προς την ενδοχώρα της σκιάς, στο πιο σκιερό της μέρος, στη Νύχτα της. Γιατί η Νύχτα είναι αυτό: η σκιά της μέρας, η σκιά των πραγμάτων. Αυτή η βαλπούργια νύχτα που ενσαρκώνει τις μορφές στο ακατάληπτο της μυστικής τους εμπειρίας. Βέβαια πάντα θα υπάρχει ένας οφθαλμός κι ένας νους, αλλά ένας διανοιγόμενος οφθαλμός κι ένας διαρρηγμένος νους. Όπως ακριβώς το λέει κι ο Schelling: «υπέρνοο μεν, νοητό δε». Εδώ που εντοπίζεται και η γενναιοδωρία της Τέχνης, η μεσιτεία της στο αόρατο, μια μυστική εργασία μέσα στη νύχτα, απ’ όπου ανασύρονται οι μορφές, όχι στο φως της ημέρας, αλλά στην ακτινοβολία της νύχτας, στη φασματική της φαντασμαγορία. Το Πράγμα έτσι εγγράφεται στη σκιά του, αφιερώνεται στη κρυπτικότητα των μορφικών του συγκινήσεων. Αυτές οι σκιές των πραγμάτων στα τοιχώματα του Πλατωνικού σπηλαίου, σκιές που αποδίδουν τον αρνητικό αντίκτυπο του κόσμου, την απομακρυσμένη του εγγύτητα. Κοιλότητεςπου υποδέχθηκαν και τις πρώτες ιχνογραφήσεις του κόσμου μας. Τόποι απόσυρσης, που εμπεριέχουν ένα αρχέγονο σκότος, μαζί και τις μυθικές του εκλάμψεις. Η τέχνη εκκινεί απ’ αυτή τη περιοχή του σπηλαίου. Μια οριακή γλώσσα, αυτή η ίδια η βουβότητά της, όπως θα πει ο Adorno, η μη φυσικότητα των μορφών της, η υποχώρησή της στη σιωπή, στα πιο σκιερά κοιλώματα. Η αισθητική διάσταση είναι η ελάχιστη διαφάνεια αυτών των μορφών, το ελάχιστο παρόν τους, μια ιστορία που ο Πλάτωνας θα εξορίσει πέραν του κόσμου. Τα ονόματα έτσι μόλις κι εισακούονται, τα σχήματα μόλις και ορώνται. Αυτό το ασύλληπτο της Ιδέας που διακινδυνεύει μέσα στη γλώσσα τη σύλληψή του, το ελάχιστο ίχνος του. Γιατί πάντα θα υπάρχει κάτι που δεν θα εισακούεται, κάτι που δεν θα θεωρείται, κι αυτό το κάτι θα ’ναι η προσμονή του ανθρώπου.
Οι σκιασμένες περιοχές είναι και περιοχές των σκιών. Τόποι που προκαλούν φόβο στο μόλις ακουστό και στο μόλις ορατό. Τόποι όπου οι μορφές υπομένουν την αναμονή τους. Στοιχειωμένα περιβάλλοντα απόκοσμων φανερώσεων. Γιατί αυτό που θεωρείται στην περιοχή της σκιάς, είναι αυτό που ενοικεί χθόνια το περιβάλλον της μέρας και αναγεννάται την ώρα όπου το φως υποχωρεί: κάτω από τις φυλλωσιές, ή στο λυκόφως της μέρας, ακόμη πιο αποφασιστικά την ώρα του μεσονυκτίου. Ακριβώς την ώρα αυτή! Όπου τα πράγματα αρχίζουνε να ομιλούν, να εκ-δηλώνονται, να εμψυχώνονται από μια φωνή που έρχεται απ’ Έξω, απ’ αυτό το Έξω που τα συνέχει και τα δι-εγείρει. Είναι η ώρα που αρχίζουν και οι φωνές να συγχέονται μεταξύ τους και να κατακλύζουν το τοπίο. Η ώρα όπου διανοίγονται οι οφθαλμοί και οξύνεται η ακοή, και εντοπίζονται σκεπτομορφές πίσω από τρεμάμενες φυλλωσιές, θροΐσματαπου δεν είναι του ανέμου, σούρσιμο ξεραμένων φύλλων χάμω στο έδαφος που δεν το διέσχισε κανείς. Όλα οπτασίες νυχτερινών υπνοβασιών. Ό,τι κομίζει η Νύχτα στον κόσμο. Εικόνες! Τι άλλο; Όταν όλο το περιβάλλον γίνεται μια υποφωτισμένη επιφάνεια προβολών. Αυτή η εξαντλητική όραση του Ταξιδιώτη του Caspar David Friedrich, τα ομιχλώδη τοπία του, ηυγρασία των ενοράσεών του. Μια νυχτερινή, κοσμική γλωσσοδιάρροια, όπου τα πάντα ομιλούν, ενώ τη μέρα σιωπούν. Αυτή η μυστική κειμενικότητα της Νύχτας. Λέξεις που διατίθενται για να μεταδώσουν το αμετάδοτο και να εκφέρουν το άρρητο. Ο αντίλαλος των φοβερών πραγμάτων. Μια εργασία του λυκαυγές. Η φωνή ανήκει πάντα στο λυκόφως. Νυχτερινά ακούσματα που σε εξαντλούν με τη φλυαρία τους, όπως αυτά που απόκαμαν και τον Rilke, τις ώρες του μεσονυκτίου, στον Πύργο του Ντουίνο. Του υπαγόρευαν συνεχώς. Λέξεις! Τι άλλο;
Υπάρχει μια επίδραση εδώ, που είναι αυτή η επίδραση της Νύχτας. Μια θρησκευτική, φιλοσοφική και αισθητική άποψη του κόσμου που διαβάζει αυτόν στα σινιάλα των ενοράσεών του. Ένας συμβολικός λόγος που υπαγορεύει, απ’ το υπερώο των πραγμάτων, ένα νόημα που είναι πριν απ’ το νόημα. Λέξεις που υπομένουν τις αντιστοιχίες τους, τις αποστάσεις και τις αποσπάσεις τους. Αιωρήσεις, μεταξύ ουρανού και γης, που καθυποβάλλουν το υποκείμενό τους σε μια υπεριστορική στάση. Ένας εξ’ αποκαλύψεως Λόγος που συλλαμβάνεται ασύλληπτος. Και γι’ αυτό ένας λόγος ανίσχυρος μέσα στον κόσμο του νοήματος, αδιανόητος και περιθωριακός. Ένας λόγος που εισακούεται μόλις υπό το φως της πανσελήνου. Ψιθυρισμοί της Νύχτας, πλάνες της ακοής, που δεν συγκροτούν ένα σύστημα λόγου, μια στέρεη αντί-κειμενικότητα, αλλά τη πλάνη όλων αυτών, την τελείωσή τους σε μια μορφή που θα μπορούσαμε και να την ονομάσουμε καταγωγική. Το πεδίο μιας έκφρασης ποιητικής, με την ευρείαέννοια του όρου, όπως μας υπέδειξε και ο λόγος περί κατασκευής του Heidegger. Το καλλιτεχνικό, έτσι, έργο είναι η διαλεκτική εκδήλωση αυτής της μορφής, ο τρόπος της να διαφαίνεται μέσα στον κόσμο. Άλλος τρόπος απ’ το Αισθητικό δεν υπάρχει. Στη σφαίρα αυτής της μορφής κάθε τέχνη αναλίσκεται στην εξεικόνισή της. Κι όσο πιο αφηρημένη είναι αυτή η τέχνη τόσο πιο πειστικό δείχνει και το αναπαραστατικό της αποτέλεσμα. Αυτή η πρωτοκαθεδρία της μουσικής στο ρομαντικό κόσμο, η εμβέλειά της στα βύθια του ψυχισμού. Δεν έχουμε να κάνουμε τόσο με την κρυπτικότητα της μορφής στις φυλλωσιές του μυστικού της νοήματος, όσο με την εσωτερικότητά της. Μια εσωτερικότητα που χαρακτηρίζει και τη συγκρότησή της. Όσο αποσύρεται στη βυθιότητά της, τόσο εκδηλώνει και το άρρητο του ονόματός της, που ’ναι και το πρωταρχικό όνομα του κόσμου, η αρχαϊκή του μορφή, όπως διατείνεται κι ο Heideggerστην Καταγωγή του έργου τέχνης. Εντοπίζουμε έτσι το ανθιστάμενο σημείο αυτής της μορφής, τη μυστική έδρα της καταγωγής της, και πάλι την αδιαθεσία της μόνο.
Στην έκθεσή Schattenentblösster,ο Παντελής Χανδρής επικεντρώνει τις μορφοπλαστικές του αναζητήσεις πάνω σ’ αυτό ακριβώς το σκιερό ιχνογράφημα των πραγμάτων. Δι-εγείρει το ίχνος τους από τη φασματική του δι-αφάνεια στο παράδοξο μιας τρισδιάστατης στερέωσης. Μια σκοτεινή, μυθοπλαστική αφήγηση όπου οι μορφές δεν εξέρχονται στο φως της κατανοησιμότητάς τους, αλλά στο σκοτάδι της πλήρωσής τους. Ιχνογραφήσεις που μαρτυρούν την αλήθεια των καταγωγικών και απωλεσμένων τους αντικειμένων αλλά και τη δική τους διαφυγή. Υπάρχει εδώ μία απώλεια διπλή. Από τη μια, η απώλεια του πράγματος που εγκαταλείπει τη σκιά του, και απ’ την άλλη, αυτή της σκιάς που εκτρέπεται στη γλωσσική της διαστροφή. Η τέχνη είναι αυτό το ιχνογράφημα του κόσμου, το αποτύπωμα μιας εκλειπούσας στιγμής του. Μια απώλεια που έχει πάντα και μια διάσταση σωματική, αυτό το σημείο της τομής του τραύματος, η λύση μίας συνέχειας υλικής, κι αυτός ο αρνητικός της αντίκτυπος στο πεδίο του ψυχισμού και στη γλώσσα του έργου. Όταν η σκιά αποκαθαίρεται και αντικειμενοποιείται, καθίσταται μια καθαρή μαρτυρία μαζί και μια αδύνατη εκπλήρωση. Οριοθετείται και προσδιορίζεται σε σχέση με αυτό που ορίζει την περιοχή της και γίνεται κι ο τόπος της έλλειψής της. Μια φαντασματική τυπολογία που επαναδιαπραγματεύεται διαρκώς όχι μόνο τους όρους της ύπαρξής της, αλλά και τις διατυπώσεις της ακολουθίας της. Υπάρχουν έτσι έργα στην έκθεση αυτή, που δεν αντικειμενοποιούν μόνο τη σκιά του πράγματος, τον τόπο και τον τύπο δηλαδή της έλλειψης του αντικειμένου τους, αλλά και έργα όπου η σκιά ορίζει τη δική της σκιά, την προβολική της εκτόνωση. Έχουμε έτσι το ίχνος του ίχνους, την υπερδιέγερσή του, το πράγμα που θεωρείται στις μανιακές του αποκρύψεις, στις παιγνιώδεις διαφυγές του, στις μετατοπίσεις του, στη χαρτογράφηση των ιχνών του. Αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και τον αντικειμενοποιούμε στο πεδίο της κατανοήσής μας απ’ αυτή την αδιαφάνεια της θέσης του. Αυτές οι φυλλωσιές που προείπαμε, και που θα τις συναντήσουμε και στο χώρο της έκθεσης, που πάντα κάτι αποκρύπτουν και πάντα κάτι φανερώνουν. Όταν ο Χανδρής αντικειμενοποιεί το χώρο της σκιάς, στην πραγματικότητα μεταθέτει το σκιασμένο περιβάλλον πέραν της αντικειμενοποίησής του. Γιατί αυτό που μόλις αντικειμενοποιείται στο χώρο του φυσικού, αλλά και στο χώρο του νοητού, εγγράφει αυτόματα και τη σκιά του στο Έξω που το περιβάλλει. Στο Έξω που ’ναι η σκιά των πραγμάτων, ο χώρος που δεξιώνεται τις σκιές. Όσο κι αν εκκοσμικεύεται αυτό το Έξω, όσο κι αν διαγαύζεται νοητικά, τόσο η διαδοχή των σκιών του θα διευρύνει και την εξωτερικότητά του. Μια συνθήκη - η νοητική συνθήκη - που το μόνο που καταφέρνει, εν τέλει, είναι αυτή τη διεύρυνση των σκιών. Σκιές που βαθαίνουν καταλαμβάνοντας το χώρο του Πραγματικού. Είναι η αποτυχία του αντικειμενοποιημένου περιβάλλοντος που διαγράφει και τον ορίζοντα της υπέρβασής του. Η τυπολογική του κατακρήμνιση που τον διανοίγει και στην μυστικότητά του, στη σκιώδη αλήθειά του. Οι σκιές εμπεριέχουν το μυστικό του κόσμου, το διαφυλάττουν, το διασώζουν. Το διασώζουν όμως στο φως της ημέρας, στο φως που σκιάζει αλλά και βαθαίνει το ανάγλυφο του κόσμου. Το έργο της Τέχνης είναι έργο μιας τυφλότητας, αλλά αυτής της τυφλότητας της μέρας. Αν η Τέχνη δεν ήταν μια εργασία της μέρας θα ήταν μια ακόμη δεισιδαιμονία, μια φτηνή μεταφυσική.
Το ίχνος του ίχνους λοιπόν και το μυστικό του μυστικού. Κρυμμένοι πίσω απ’ τις φυλλωσιές; Ή μπροστά απ’ αυτές; Κι απ’ τις δύο μεριές! Και στην απόκρυψη και στην χαμηλόφωνη φανέρωση του μυστικού. Σε μία κάθετη σύνθεση με σκοτεινές φυλλωσιές ο Χανδρής ενθέτει «οκτώ εκλειπτικές πανσελήνους», οκτώ διανοιγόμενους οφθαλμούς που σε κοιτούν μέσα από τη σκιασμένη πλευρά των φύλλων. Η νύχτα που αντικατοπτρίζει το δικό σου σκοτάδι κι αντίστροφα. Αυτές οι σκιασμένες φυλλωσιές, που σε άλλα έργα θα είναι ορχιδέες διαρρηγμένων σωμάτων, συγκροτούν και συγκρατούν αυτή την εσωτερική όραση του κόσμου, την ενορατική και διορατική του πλευρά. Μια οφθαλμική διάνοιξη που σε εγγράφει στη σύλληψή της. Μια παθητική, αποσβολωτική ενατένιση. Αυτή η ίδια η εσωτερικότητα της γλώσσας. Σ’ αυτόν τον διακτινισμό των βλεμμάτων, του παθητικού και του ενεργητικού οφθαλμού, αυτό που εντοπίζεται είναι ο ορίζοντας των πιο μύχιων προσδοκιών μας. Το βλέμμα που με αντικατοπτρίζει μέσα απ’ τις σκιές είναι το βλέμμα της Νύχτας, το αδιερμήνευτο σινιάλο της. Είναι μια figuraπου αναλαμβάνει την εικόνα μου και την ενσαρκώνει στο βλέμμα του Άλλου. Μια μεταστοιχείωση που διαχέει την υπαρξιακή μου αγωνία σε όλο το ανάγλυφο του Πραγματικού. Σε κάποιες φυλλωσιές του Χανδρή, που δεν έχει καταλάβει ακόμη η Νύχτα, διαβάζουμε ιχνογραφήσεις τοπίων αποτυπωμένες πάνω τους. Ένας κόσμος που μόλις κι αχνοφαίνεται ή ακριβέστερα αυτή η τελευταία εικόνα του κόσμου, όπως διαχέεται αργά στο περιβάλλον της Νύχτας. Είμαι εγώ αυτή η αποσυρόμενη εικόνα, οι φευγαλέοι μου αντικατοπτρισμοί. Δικοί μου όλοι!
Η σκιασμένη «φύση» του Χανδρή δεν αναγνωρίζεται στο φυσικό της ανάφορο, αν και αναγνωρίσιμο αυτό, αλλά στην εσωτερικότητά της. Μια εσωτερικότητα που καθυποβάλλει τις διακρίσεις σε μια πνοή, που τις δοκιμάζει και τις εμψυχώνει μαζί. Η φύση δεν είναι ούτως ή άλλως φυσική, είναι εδώ όμως που αναλαμβάνει και την ποητική της διάσταση, που ’ναι αυτή η διάσταση του ονείρου. Ο κόσμος που από-καλύπτεται στην ονειροπόλησή του, στη σύμβολο-ποίηση των μορφών του, και στην εναρκτήρια λέξη αυτού του κείμενου: στη Νύχτα.
Παντελής Χανδρής,« », 05.05 – 10.06. 2017