Το παρακάτω κείμενο, είναι γραμμένο από μια πλευρά, που δεν θα ναι πάντα η πλευρά του Κάλας, και αναφέρεται κυρίως στον Κάλας των Εστιών της πυρκαγιάς, που θεωρώ ότι είναι και το σημαντικότερο κείμενό του, παρόλο που σε πολλά σημεία του αισθάνομαι να με χωρίζει μιαν άβυσσος.
Εν αρχή όμως κάποιοι στίχοι του Κάλας, ή του Σπιέρου, ή μήπως του Ράντου, “τρία πρόσωπα σε ένα μόνο!”, όπου και θα επιχειρήσω στη συνέχεια να εκθέσω, ή μήπως να διασύρω, μέσα στη σκοτία των δικών μου αναφορών. Ο πρώτος στίχος είναι απ'το ποίημα Ενθάδε κείται η καρδιά, το τελευταίο απ'τα δεκάξι γαλλικά του ποιήματα, που έγραψε καθ οδόν προς το Παρίσι, σε μια φυγή που έδειχνε ότι δεν θα χε επιστροφή, αν και η λέξη “επιστροφή” απαντάται συχνά, σχεδόν σε κάθε ποίημα αυτής της μικρής συλλογής. “Δεν θα ζήσετε αποτυπώματα τέτοιων μεταμορφώσεων / Τίποτα πλέον απ'ό,τι φτιάχνουν τα χέρια δεν αφήνει ίχνη”. Μεταμορφώσεις λοιπόν, αποτυπώματα, αδύνατα ίχνη. Σ'αυτά τα δεκάξι ποιήματα υπάρχουν επίσης καθρέπτες, αντανακλάσεις που επιστρέφουν την εικόνα τους, κι αδύνατες ομοιώσεις. Υπάρχει κι ένα χαρτί “που μένει λευκό ουδέτερο ξερό όπως το διάστημα”. Και πάλι καθρέπτες, και πάλιν αντανακλάσεις, αυτή η σημειολογική υπεροχή της εικόνας στην ποίηση και στη θεωρία του Κάλας. “Όλοι οι καθρέπτες διψούν”, αλλά όπου καθρέπτες εμείς διαβάζουμε απώλεια. Γιατί η ορατότητα του καθρέπτη, η αορατότητά του για την ακρίβεια, μας διανοίγει στην έλλειψή μας, σε μια σκιά που δεν σταματά να γράφει τα ίχνη μας, αυτά τα ίχνη, που όπως λέει κι ο Κάλας, δεν μένουν. Είναι η λέξη λοιπόν που ονομάζει το πράγμα, και κατονομάζοντάς το, γίνεται η εικόνα του, η ανάμνησή του, το ηχοτοπίο της απώλειάς του. Η λέξη που εδραιώνει την εικόνα του κόσμου, γινόμενη το σχήμα του, ένα ακόμη σχήμα της επιθυμίας.
Μια εικόνα λοιπόν που ξεπερνά την πραγματικότητά της, αναλαμβάνοντας την συμβολική της αντιστοιχία. Εδώ ακριβώς που αναλαμβάνει το ρόλο της και η “ψυχανάλυση της τέχνης”, όπου η εμπλοκή της πραγματικότητας, γίνεται ένα ακαταμάχητο πεδίο επιθυμίας και απόλαυσης. Μιας επιθυμίας, που για τον Κάλας βέβαια, είναι πάντα εντός του κόσμου, καθώς αναλαμβάνει την πραγματικότητά της, την υλικότητα των αντικειμένων της, τη διαστροφή τους, τη μεταβλητότητά τους. Σ'αυτή την τελετουργία της μεταγραφής το Πραγματικό βέβαια πάντα θα υπερέχει και η υλική του αντίσταση θα μας μπλοκάρει στο καθεστώς της διαφωράς του, όπως θα έλεγε οDerridaμετά τον Lacan. Η “ψυχανάλυση του αντικειμένου”, συνίσταται λοιπόν στην εκτροπή αυτής της υπερέχουσας υλικότητας στο πεδίο των συναισθημάτων. Εκεί που δι-εγείρεται ο άνθρωπος, που συν-κινείται και εκπλήσσεται. Μια ψυχική συγκίνηση που εξαντλεί τις μορφές στην ποιητική της εργασία. Στην ποιητική μιας ενεργούς απορίας, που διαπλάθει και τον επαναστατικό ορίζοντα του ανθρώπου. Η πραγματική αναμέτρηση του ανθρώπου είναι αυτή με τη δεσπόζουσα υλικότητα του κόσμου, με την βιαιότητα της αλήθειάς του. Μια διαφωρά που αληθεύει την επιθυμία, δοκιμάζοντάς την. Η υλικότητα είναι το Άλλο του συναισθήματος, αλλά και το σχήμα της εκδήλωσής του, ο τόπος λοιπόν της επιθυμίας. Όσο περισσότερο ανθίσταται το πραγματικό της υλικότητάς του κόσμου, τόσο αναγκαία καθίσταται και η συμβολοποίησή του, η ριζοσπαστικοποίηση της επιθυμίας του. Είναι η βιαιότητα αυτής ακριβώς της διαφωράς που εκκινεί το συναίσθημα, και επαναστατικοποιεί την εκ-φορά του. Μια διαφωρά που δεν ικανοποιεί την επιθυμία αλλά την εξάπτει, την διεγείρει. Η ποιητική και καλλιτεχνική εργασία δεν κάνει τίποτε άλλο απ'το να ρυθμοποιεί αυτές τις αναδυόμενες ροές εικόνων που ιχνογραφούν τον κόσμο και εμπνέουν την επιθυμία του. Ένα αρχείο εικόνων που διατίθεται στην αφήγησή του. Μία συνειρμική ακολουθία που υπαινίσσεται το βάθος της επιθυμίας και την αδύνατη οικειοποίηση του Άλλου. Η αρχή της ηδονής, και η αρχή της πραγματικότητας, και η μεταξύ τους διαλεκτική, δυνατή ή αδύνατη κάθε φορά, όταν το εμπόδιο υπερισχύει, κι όταν το εμπόδιο τιθασεύεται, όταν η επιθυμία υπερέχει, κι όταν η επιθυμία υποχωρεί, κι όλα αυτά ξανά και ξανά. Βρισκόμαστε όμως ήδη, για τον Κάλας, στο χώρο του ασυνειδήτου, εκεί που εκδηλώνεται το ορμέμφυτο του συναισθήματος και η βιαιότητα της ορμής του. Μια εκ-δήλωση που δεν δηλώνεται αλλά είναι, που δεν χαρτογραφείται στην επικράτεια του λόγου αλλά ενεργεί. Στη ριζοσπαστικότητα αυτής της απαίτησης, η επιθυμία θεωρείται ανίκητη, λέει ο Κάλας, και διαγράφει την επαναστατική της προοπτική, διαστρέφοντας τη φύση του αντικειμένου και μορφοποιώντας, πάνω στην αδρή του υλικότητα, μια δυνατότητα συγκίνησης. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, πλήρωσης ή διάψευσης, η συγκίνηση αυτή είναι και η ζωική κίνηση του υποκειμένου της επιθυμίας, η ενέργειά του και το μοναδικό του πεπρωμένο. “Να είμαστε πιστοί στην επιθυμίας μας”, θα πει ο Λακάν, μια επιθυμία όμως που ναι πάντα η επιθυμία του Άλλου, όπως πάλιν αυτός μας θα μας πει, αυτός που υπήρξε δυστυχώς ένα αμνημόνευτο όνομα μέσα στο έργο του Κάλας.
Για τον Κάλας η τέχνη είναι αυτή η πίστη στον πυρετό της επιθυμίας. Δεν είναι τόσο μια συναισθηματική καθήλωση πάνω στο καθεστώς των πραγμάτων, όσο μια εκτροπή του αντικείμενου κόσμου, η συγκίνηση και η μετατόπιση των νοημάτων του. Μια βία πάνω στην πραγματικότητα της ζωής, σ'αυτά τα αντικείμενα της επιθυμίας. “Η τέχνη”, θα πει ο Κάλας, “προσφέρει τον τρελό ως παράδειγμα”, προσφέρει δηλαδή την άλλη γλώσσα που ενοικεί μέσα στην γλώσσα του κόσμου, για την ακρίβεια την ίδια τη γλώσσα, τη διαστροφή της, την ενεργητικότητά της. Μια γλώσσα, κυριολεκτικά στα όρια του νοήματος και της κριτικής της κατανόησης, όπου ο Κάλας θα υπερασπιστεί, και μάλιστα με μια αγωνιστική διάθεση, απέναντι στις ψυχολογικές, και στις μαρξιστικές της, κυρίως, παρανοήσεις. Μια γλώσσα αποδεσμευμένη απ'τις διελκυστίνδες μιας ορθολογιστικής ρητορείας, που εγκαταλείπεται τώρα στον λεκτικό της σπαραγμό. “Το έργο της νύχτας”, λέει ο Κάλας, “είναι η εργασία του καλλιτέχνη”. Αυτή η γλωσσική ακρώρεια λοιπόν της νύχτας, η νυχτερινή εμπειρία του Μπλανσό, που δεν είναι μια ονειροπόληση του κόσμου, αλλά η αναμνημόνευση του ονείρου του, μια εργασία που λαμβάνει χώρα μέσα στη μέρα, μέσα στη σκιά της μέρας, στο περιθώριό της, και όπου η νύχτα γίνεται έργο της. Η νύχτα ένα έργο της μέρας. Η εικόνα έτσι του αντικειμένου της τέχνης δεν ταυτίζεται, στη σκέψη του Κάλας, με τις φαντασματογραφίες του ονείρου, αλλά ούτε όμως και με την εικόνα της υλικότητάς του, είναι το ενδιάμεσο αυτών των δύο πραγματικοτήτων. Ένα ενδιάμεσο που διανοίγει και το ελάχιστο περιθώριο της συγκίνησής μας, μια συγκίνηση που όπως είπαμε, χαρακτηρίζει, στη σκέψη του Κάλας, την ίδια την πραγματικότητα του έργου. Οι αντιλήψεις του για το έργο, μέσα σ'αυτό το “Νέο Αισθητικό Πνεύμα”, περιγράφουν ένα μοναχικό συμβάν, ένα έργο πέραν του δημιουργού του, και γι αυτό ένα καθαρό ίχνος, που συγκινεί και εξάπτει. Ροές εικόνων, που συναρθρώνονται, συγκροτώντας, σε μια υπέρ ορθολογιστικήκίνηση, τη γλώσσα του έργου. Αυτές οι πρωτότυπες εννοιολογήσεις του Κάλας που εγγράφουν και το μοναδικό του ίχνος μέσα στην αισθητική θεωρία.
Η μορφολογία, είναι για τον Κάλας μια σκέψη πάντα επί του πραγματικού. Η μορφή των πραγμάτων που δεν εκδηλώνεται στο μεταφυσικό τους στερέωμα, αλλά στη γενετική αντίδραση της φύσης τους, στη διαλεκτική μιας δυναμικής που αναπτύσσεται ανάμεσα στην ύλη και στο περιβάλλον. Μια διαλεκτική που γίνεται και η δυναμική των μορφών, ο επιδραστικός τους αντίκτυπος πάνω στον ανθρώπινο ψυχισμό. Ο άνθρωπος, μόνο ως μέρος αυτής της εξέλιξης μπορεί να εξασκεί την όρασή του και την επιθυμία του. “Να κοιτάζουμε, να κοιτάζουμε πολύ και για πάντα”, θα πει ο Κάλας. Να κοιτάζουμε μέσα στον κόσμο, μέσα στην αναμνημόνευση του κόσμου. Ο άνθρωπος, ως απαύγασμα αυτής της γενετικής εξέλιξης, εντοπίζει τα σημεία ενός ιστορικού πεπρωμένου που εγγράφουν και εγγράφονται στην απειρία μιας συμπαντικής γνώσης. Η αισθητική δεξίωση των πραγμάτων, σ'αυτή τη διάνοιξη, εξαντλεί τα όριά της. Τα πράγματα, ως αντί-κείμενα του κόσμου, αναδύονται και πέραν της πραγμότητάς τους, πέραν της φυσικής τους παρουσίας. Εκτίθενται στις μνημοτεχνικές μας εγέρσεις και στις μελαγχολικές μας ανακλήσεις, απ'όπου και η αλήθεια της εικόνας τους, όταν αυτή επιζεί πέραν του καταγωγικού της αιτίου, της υλικότητας που την εικονίζει. Τα αντικείμενα εκδηλώνονται στη μορφή τους, και η μορφή τους γίνεται εικόνα, που με τη σειρά της εγγράφει το ίχνος τους, στη μαλακή επιφάνεια του ψυχισμού, μια επιφάνεια αυτή προβολών. Είναι το ίχνος που διασώζει το πράγμα, η εικόνα του, η απολεσμένη και ανευρεθείσα, αλλιώς είναιπραγματικότητά του. Οι φροϋδικές αναλύσεις πάνω στις εικόνες του ασυνειδήτου που αναδύονται, καταμαρτυρώντας, μια εν υπνώσει, αλλά πάντα ενεργούσα, καταγωγική εμπειρία, είναι σημαίνουσας σημασίας, στη θεώρηση του Κάλας. Το ψυχικό ίχνος που εγγράφεται στο συμβολικό του αποτύπωμα, στην υπεροχή της κοινωνίας του, στη διάρκεια μιας γλωσσικής σταθεράς που διατάσσει τον κόσμο και τις πραγματικότητές του. Ο Κάλας αναγνωρίζει το κοινωνικοπολιτικό νόημα του συμβόλου, το συνδετικό του χαρακτήρα, αλλά και τη διαφορά που κομίζει στο έμβιο περιβάλλον. Αναγνωρίζει τη γλωσσική του εκτροπή στην ποιητική μεταφορά του. Ένα ιδίωμα που εντάσσεται μέσα στην επικράτεια του λόγου, δεν εξέχει απ'την διαλεκτική της γλώσσας, απ'τη συνέχειά της, αλλά μετουσιώνεται μέσα σ'αυτή, μέσα στη δοκιμασία του πραγματικού, στην επιθυμία της πραγμάτωσής του. Η επιθυμία, στον Κάλας, δεν είναι ουτοπική, έχει ένα πρόταγμα πραγματικού, εντοπίζει τα σημεία της μέσα στην πραγματικότητα του λόγου, τα προκαλεί και τα διαστρέφει γλωσσικά. Κι αυτό είναι μια θέση, εν τέλει, επί του Πολιτικού. Μια θέση που διαφοροποιεί τον Κάλας, ως προς την χρήση της ψυχαναλυτικής θεωρίας και γνώσης, απ'αυτό που ο ίδιος θα ονομάσει υποκειμενίστικη κριτική. Γι'αυτόν το σύμβολο στην τέχνη δεν μαρτυρά κάτι για την ατομική περίπτωση του δημιουργού, αλλά έχει μια “αξία αφεαυτού”, μία σημασία καθολική. Είναι μάλιστα αυτή η “συμβολική αξία των μορφών” που καθιερώνει και τα αντικείμενα μέσα στην επικράτεια του λόγου. Όπου και η δεξίωσή τους, η συναισθηματική τους κατανόηση. “Το αντικείμενο δεν είναι δεδομένο των αισθήσεων”, λέει ο Κάλας, “αλλά δεδομένο των αισθημάτων”. Το αισθητηριακό όργανο που προσλαμβάνει είναι η γλώσσα, αυτός ο αντίκτυπος των πραγμάτων στον συναισθηματικό μας πυρήνα, η μορφική τους συγκίνηση, το αποτύπωμά τους. Ο αντικείμενος έτσι κόσμος ενσωματώνεται, ενοικεί εντός μας. Μια εσωτερίκευση που προκαλεί, αυτό που ο Κάλας θα ονομάσει ωραία: “θερμική αίσθηση”. Μια εσωτερική δηλαδή κατανόηση που διασαλεύει τα όρια της αντικειμενικότητας, αλλά και το βάθος του υποκειμενισμού, την οριακότητα αυτών των καταστάσεων, και τον μεταξύ τους συσχετισμό.
Πιστός στην ιδέα της αντικειμενικότητας, θα σταθεί κριτικά απέναντι σε κάθε υποκειμενισμό που θα την υπονομεύσει. Έτσι ο ελεύθερος στίχος στην ποίηση, ο ισχνός ήρωας του ψυχολογικού μυθιστορήματος, οι αισθητικές εκλεπτύνσεις του Proustκαι του Joyce, οι ντανταϊστικές αποδομήσεις και οι φουτουριστικές εξάρσεις, αντιμετωπίζονται απ'τον Κάλας ως αισθητικά ατοπήματα και στρεβλές χειρονομίες. “Πλαστές ενέργειες”, που υπονομεύουν την αντικειμενικότητα του έργου, αποδίδοντάς του ένα άμορφο μεταφυσικό σχήμα. Δημιουργίες, παραφράζοντας λίγο τον Κάλας, χωρίς αντικείμενο. Απέναντι λοιπόν στην μαλλαρμεϊκή άρνηση του κόσμου, που ο Κάλας θα την εννοήσει ως το απόγειο του ψυχολογικού υποκειμενισμού, αλλά απέναντι και σ'ένα καρτεσιανό διαλεκτικό σχήμα, σκέψης και φαντασίας, που επιβίωνε ακόμη, θα αναγνωρίσει στην εκ-δήλωση του υπερρεαλιστικού αντικειμένου, την αισθητική αποκατάσταση των πραγμάτων. Μια νέα αντικειμενικότητά, που εκθέτει την απολεσθείσα και ανευρεθείσα πραγματικότητα του έργου. Η ζωική ορμή μιας ασυνείδητης ενέργειας που διαχέεται πάνω στη καλλιτεχνική δημιουργία. Ο υπερρεαλισμός, είναι για τον Κάλας, μια ακραία υποκειμενοποίηση, που καταφάσκει όμως, λόγω αυτής ακριβώς της ακρότητάς του, σε μια νέα αντικειμενικότητα, στην αντικειμενικότητα του υπερρεαλιστικού αντικειμένου. Μια υπερρεαλιστική προσδοκία που διαγράφει την επανεμφάνιση της μορφής και διασώζει την υλικότητά της, μέσα στο αισθητικό της περιβάλλον. Μια μορφική αναγκαιότητα που δεν διαγραφεί έναν κόσμο, όπως στη ψυχολογική λογοτεχνία, αλλά που εκθέτει την πραγματικότητά του.
Ο Κάλας στα δοκίμιά του αναφέρεται συχνά στην ψυχαναλυτική θεωρία, σ'ένα πεδίο που ριζοσπαστικοποίησε τις αντιλήψεις μας για τη γλώσσα. Γιατί αν η ψυχανάλυση “έχει να μας πει τα λιγότερα για το Κάλλος”, μια θέση του Freud, που ενστερνίζεται ο Κάλας, για την γλώσσα όμως έχει να μας πει πολλά περισσότερα. Οι αναφορές όμως του Κάλας στην ψυχανάλυση, εξαντλούνται σε μια μάλλον συντηρητική ανάγνωση τηςφροϋδικής σκέψης, ενώ οι αναφορές του στον Λακάν είναι ελάχιστες και πάντως σ'έναν Λακάν πριν αυτός γίνει Λακάν, όπως θα πει, για μιαν άλλη περίπτωση, ο Ζακ Αλλεν Μιλλέρ. Στις Εστίες πυρκαγιάςτου, υπάρχει μόνο μία αναφορά στο όνομα του Λακάν, κι αυτή άνευ ιδιαίτερης σημασίας. Καχύποπτος στις ψυχολογικές καθηλώσεις του Φρόυντ, αλλά και στις “μεταψυχολογικές φιλοδοξίες της ψυχανάλυσης”, που την διανοίγουν στο πεδίο του λόγου, δεν εντοπίζει μέσα σ'αυτό, κάποιες κρίσιμες εννοιακές διακρίσεις και λογικές διαφωράς, που αποδομούν εδραιωμένες αντιλήψεις, όπως αυτές της αντικειμενικότητας του παρόντος, του νοήματος, ή της εγωτικής συνείδησης. Εμμένοντας επίσης στις κριτικές του Φρόυντ για τον πολιτισμό αλλά και στις θεωρίες του για τον συμβολικό Πατέρα, δεν αναγνωρίζει την εξαρνημένη γραφή και τις εξέχουσες παραναγνώσεις της. Επιθυμίες που απεδαφικοποιούν το συμβολικό εδραίωμα της γραφής προς την περιοχή της σιωπής της. Ο χώρος της γραφής και η πρωτοτυπία του έργου της δεν εδράζονται στο συμβολικό πλαίσιο αλλά στην αδιαθεσία του Πραγματικού και στην ακοινωνησία του πυρήνα του. Το λογοτεχνικό αλλά και το ψυχαναλυτικό υποκείμενο δεν εδραιώνουν έτσι έναν υποκειμενισμό, μια ισχυρή βουλησιαρχία, αλλά αντιθέτως συλλαμβάνονται εγκαταλελειμμένα στη γλωσσική τους μορφογένεση. Αναζητά έτσι ο Κάλας μια νέα αντικειμενικότητα, ή τη διάσωση της Πραγματικότητας του έργου, όταν το Πραγματικό εντοπίζεται στον αδιάθετο και συμβαντικό του χαρακτήρα, στην έλλειψη μας αντικειμενικότροπης προοπτικής. Μια αδυναμία που εντάσσει όμως και το έργο του στο περιβάλλον της εποχής του. Οι Εστίες πυρκαγιάς, που κυρίως αναφέρομαι εδώ, αλλά και το σύνολο του έργου του, δεν είναι ψυχαναλυτική θεωρία, δεν είναι και υπερρεαλιστική θεωρία, είναι ένα πρωτότυπο όμως, ιδιοσυγκρασιακό, έργο που ανήκει αποκλειστικά και μόνο στο δημιουργό του. Μια μοναδική και μοναχική σκέψη που δεν κουμπώνει πουθενά.
Εισήγησή μου στο συνέδριο Regarding Nicolas Calas, που πραγματοποιήθηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, στις 21 και 22 Οκτωβρίου 2016.