Μια ζυγαριά, δύο σκέλη, κι ο ενδιάμεσος δείκτης, ό,τι δείχνει, ό,τι αποσιωπεί.
Ζούμε σ'έναν φετιχισμό μετρήσεων, όπου κυβερνητικές, επιχειρηματικές, αλλά και ατομικές πολιτικές διαμορφώνονται αναλόγως δημοσκοπικών, ή άλλων μαθηματικοποιημένων ευρημάτων. Στοιχείων που υποκρίνονται την αντικειμενικότητα της αλήθειάς τους, την αποτιμημένη της εγκυρότητα. Οι μετρήσεις συλλαμβάνουν το ειπωμένο του κόσμου. Μια καθορισμένη, εξυπηρετική γλώσσα, που επιχειρεί να κατονομάσει το ακατονόμαστο και να βυθομετρήσει την απειρία του. Αλλά η αλήθεια του κόσμου δεν εκ-δηλώνεται, δεν καθ-ορίζεται. Η αλήθεια ανήκει στο αδιατύπωτο, στο ακαθόριστο και στο άδηλο. Είναι αυτή η συνθήκη της γλώσσας, το ετερόκλητο της καταγωγής της που δεν πραγματώνει την ενότητά της. Η πολλαπλότητα του κόσμου δεν εντοπίζεται σε ευρήματα, αλλά σε ατοπήματα, στη διαφυγή των σημείων. Σημεία που εγείρουν εξαιρέσεις και ανεξιχνίαστα πεδία. Δεν υπάρχουν στατιστικά υποκείμενα, και επαληθευμένα μεγέθη, παρά μόνον ο πληθωρισμός του Ενός. Μία ανοικειότητα που δεν καταγράφεται πουθενά, γιατί δεν προσμετράται. Μια μαύρη τρύπα που διασαλεύει κάθε δυνατότητα συμπερασμάτων. Απέναντι στους ανθρώπους, κι απέναντι στην υλικότητα του κόσμου τους, δεν μπορούμε να επαληθεύσουμε τίποτε, παρά την εξαιρετικότητα μόνο της αλήθειάς του. Όπως ακριβώς το διατυπώνει κι ο AlainBadiou, στο Δεύτερο μανιφέστο της φιλοσοφίας του: “Δεν υπάρχουν παρά μόνο σώματα και γλώσσες, και κατ'εξαίρεση υπάρχουν αλήθειες”*. Ό, τι εξέχει, ό,τι διαφεύγει της κατανόησης, αυτή η μη ιδιοποίησή του, είναι και το “μη αναγώγιμο” της αληθείας του.
Τα μετρήσιμα μεγέθη δεν είναι απολύτως αναγώγιμα στο είναι των πραγμάτων, πάντα κάτι θα διαφεύγει, κι αυτό που συνήθως αποτυπώνεται στις μετρήσεις δεν είναι παρά η πιο αδύναμη πτυχή τους. Η διάκριση αυτή, και με την διαφορά που προκύπτει, είναι που καθιστά και τα πράγματα μοναδικά, που υποστασιοποιεί την εξιστάμενη διάστασή τους, την εκστατική τους εμπειρία, μια εμπειρία που αποτιμά τον κόσμο στο μη είναιτου ονόματός του. Οι μετρήσεις δεν είναι το πραγματικό των πραγμάτων, αλλά η στοιχείωσή του, ο άγονος τόπος του νοήματος, που θα διαστρέψει αυτά τα σημεία των μετρήσεων, προς την κατεύθυνση της επιθυμίας και των ιδεών. Ένας προσανατολισμός που μετατοπίζει και μεταβολίζει, ένας προσανατολισμός που διαστρέφει. Αυτό το φαντασιακό πρόταγμα που αδρανεί το υλικό του, την υλικότητα του πραγματικού, στη σφαίρα της ποιητικής του έμπνευσης. Τα αντί-κείμενα του κόσμου λοιπόν, και όχι η αντικειμενικότητά του, είναι που αποδίδουν τις μορφές του. Η υπό-κειμενοποιημένη του πρόσληψη, που γίνεται και η εμπειρική του δεξίωση, και η μορφική του ανάδυση στον τόπο του νοητού. Ο υλικός μας περίγυρος, και σ'αυτή την εκστατική του διάσταση, συλλαμβάνεται έτσι ως μια εκφορά του Λόγου, ως μία κίνηση που βαίνει εκτός, πέραν απ'το καθορισμένο, αμιγές είναι του, ανταποκρινόμενος στις ακρώρειες αυτών των φαντασιακών του εκτροπών και μεθέξεων. Τα πράγματα δεν αναδύονται στο είναιτους, αλλά στη νύχτα της αναμνημόνευσής τους. Υπάρχουν όπως μπορεί να υπάρχει η ύπαρξη, πέραν του υπάρχειν, όπως υποστήριζε ο Heidegger. Εκεί που κοινωνούν και τις διαφορές τους, και εκκενώνουν το είναιτους.
Ο κόσμος συγκροτείται στην διαφωρά του, σε μια πολλαπλότητα καταγωγών που εγγράφουν το είναιτου. Η διαφωρά είναι πολλαπλή και επίσης πολλαπλασιαστική. Μια διασυρόμενη οντολογία, που αναλίσκεται στην διασπορά των σημείων της, στην άτακτη διαφυγή τους. Βύθιες, ριζωματικές απολήξεις, που εκβλασταίνουν στην τυχαιότητα των ανέμων. Ο βαθμός διαφωράς των πραγμάτων και των γλωσσών σηματοδοτεί ένα αδιάβατο, αλλά συγχρόνως κι ένα διαπερατό κατώφλι. Μια κυκλοφορία που επιδεινώνει τα ίχνη, αναμορφώνοντάς τα μέσω των συνευρέσεων και συνακροάσεών τους. Εντοπίζονται και εντοπίζουν. Εξασκούνται σε μια χαοτική συνθήκη που απολύει κάθε δυνατότητα μορφοποίησής τους. Εκεί που ανιχνεύονται, εκεί και εξαχνίζονται. Όσο πιο αναγνωρίσιμη είναι η διαφωρά, τόσο πιο παρεξηγήσιμη είναι στο βλέμμα του άλλου. Προσλαμβάνει, κάθε φορά, τη μορφή της παρανόησής της. Ένα φαίνεσθαι οργανωμένο στη διαστροφή και στην παρασιτική του εκφορά. Αυτή η απεριόριστη περιπλοκότητα των γλωσσών που είναι πέρα απ'την λογική των ταυτοτήτων και των διαφορών, μία απόκλιση μόνο, μία απόκλιση γενικώς.
Τα πράγματα βέβαια είναι υλοποιημένα μέσα σε μια συγκεκριμένη γλώσσα που τα διαμορφώνει και τα νοηματοδοτεί. Μια γλώσσα που τα υπαγορεύει. Και απ'την άλλη όμως μια σειρά μοναδικών, συμβαντικών διαστροφών που εκτρέπουν αυτή την δημιουργική διαδικασία, ενθυλακώνοντας μέσα στα πράγματα, τη δυνατότητα ενός αλλότριου νοήματος, τη διαθεσιμότητάτους σε μια άλλη σκηνή. Αυτά είναι τα αντικείμενα της τέχνης βεβαίως, αλλά κι αυτή όμως η κοινοτοπία των πραγμάτων, που διατίθενται στην ετεροτοπική της διάσταση. Η αντικειμενικότητα του κόσμου που αναλαμβάνει την εξ-αίρεσή της. Μια ριζική μεταβολή που δεν εντοπίζεται τόσο στο φαίνεσθαι της υλικότητας των αντικειμένων, όσο στο επιπρόσθετο νόημα που τους αποδίδεται. Πάνω στο σχήμα τους διαβάζουμε το ανεγγράψιμο της διαφωράς τους, μιας διαφωράς που τα εξαιρεί από τον κόσμο των πραγμάτων και από την πρακτική τους σημασία, αφιερώνοντας τα στο αλλιώς είναιτους μέσα στον κόσμο. Η σαγήνη των αντικειμένων της τέχνης, έρχεται απ'αυτό το στοιχείο που επικάθεται πάνω στο αντικείμενο, εν είδειαστερόσκονης, διαστρέφοντάς του το είναικαι αποδίδοντάς το στην ανυπαρξία του. Σε μια ανυπαρξία που ορίζεται απ'αυτό το ίδιο, και γίνεται ο τρόπος της μοναδικής του ύπαρξης. Στο πράγμα είναι εγγεγραμμένο ένα μη φαίνεσθαι, η απόκρυψη μιας διάστασης που υπερβαίνει το είναιτων πραγμάτων και καθιερώνει την υπερβατική τους σημασία. Μια διάσταση που αποδίδει και την υπερνοητή θέση του πράγματος ως ένα αντί-κείμενο μέσα στον κόσμο. Η τέχνη επενδύει πάνω σ'αυτή την α-δυνατότητα των αντικειμένων, στην ανυπαρξία τους, στην υπερβατολογική τους διαφωρά. Το ελάχιστο, που δεν είχε καμιά απολύτως αξία, μπορεί πάνω στο αναστοχαστικό βάθρο της τέχνης να ανακτήσει την αίρεσή του, απ'αυτό που ο Badiouθα ονομάσει “συμβαντική μεταλλαγή”. Μια θέση που καταδείχνει το ανεγγράψιμο ίχνος του πράγματος που διαβεί εν υπνώσει μέσα στην υλικότητα. Αυτή η μεγαλειώδης κίνηση του Duchamp, να εξυψώσει το πράγμα στη θέση του αντικειμένου της τέχνης, και να το διαστρέψει πέραν του είναιτου, στη τροχιά της διαλεκτικοποίησής του. Το πράγμα δεν είναι έτσι το καθεαυτό πράγματου Kant, αλλά το είναι της διαφωράς του, και γι'αυτό το είναιτης διαλεκτικής του, της διαλεκτικοποίησής του. Ένα πραγματικό πλέον αντί-κείμενο του κόσμου που διεγείρει το δίκτυο του και τη μοναδική του εμβέλεια.
Τι μετρούν λοιπόν αυτές οι ζυγαριές της Δαμπασίνα; Αν κάτι μετρούν, για την ακρίβεια αν κάτι δείχνουν, αυτό δεν είναι τίποτε άλλο απ'την κλίμακα της διαστροφής και διαφωράς των αντικειμένων τους. Ακόμη κι εκεί που η ακολουθία των σκελών δείχνει να υπακούει σε μια λογική, μια παραγνώριση ελλοχεύει πάντα υπονομεύοντας τη σαφήνεια της ερμηνείας. Αυτά που εκτίθενται εδώ είναι πράγματα που έχουνε προηγουμένως ζυγιστεί στην εμπειρία τους. Δεν είναι αντικείμενα αδιαφορίας ήτυχαιότητας, αλλά κατηγορήματα της σκέψης που δοκιμάζουν την αντικειμενικότητά τους στην υποκειμενική έδρα της πρόσληψής τους. Θεωρήματα που επιδεικνύουν τη διαλεκτική του αντικριστού πόλου, την ανοχή και αντοχή της αμιγούς διαφοράς τους. Ό,τι αντιπαρατίθεται στα δύο σκέλη της ζυγαριάς, και υπομένει ο ενδιάμεσος δείκτης, είναι λογικές πέραν του μηδ-ενός. Οντολογικές διακρίσεις ασύμμετρων και ασύμπτωτων ταυτοτήτων που διαθέτουν τις διαφορές του κόσμου, καθώς και το περιθώριο των συσχετισμών τους. Στο βάθρο αυτών των ζυγαριών αυτό που αποτιμάται είναι από τη μια η υπερβατολογική ταυτότητα των αντικειμένων, και απ'την άλλη το πεδίο της επίδρασής τους. Το ένα που διαβάζει το άλλο, το ένα που υπομένει το άλλο, το ένα που υπονομεύει το άλλο. Μια διαλεκτική παρουσίας και απουσίας, μια δυαδική τάξη, ένας εν τέλει “διυποκειμενικός συντονισμός”, όπως θα πει ο Lacan. Μια γλώσσα, αυτή η γλώσσα του 0 και 1, που υπαγορεύει τον Άλλον, την ακολουθία του, την εμβέλεια του μηνύματός του, και πάλιν αυτό το μήνυμα να απωθείται, να εγκαταλείπεται έρμαιο στην περιοχή του ανέκφραστου, όπως μας έδειξε κι ο Freud. Το ασημένιο σύννεφο λοιπόν μιας πετονιάς (fishingline), ένας σωρός κλειδιά απ'τα διαμερίσματα της ζωής της που ακροζυγιάζονται με μια σκόνη κόκκινου χρώματος με γραμμένη πάνω της τη λέξη sex, μια τούφα απ'τα μαλλιά της κόρης της μαζί μ'ένα γιάντες, μια σκόνη πράσινου χρώματος με μια σκόνη μπλε χρώματος, μια φραγκόκοτα με τ'αυγό της, το μοναχικό αγορίστικο κεφάλι μιας πλαστικής κούκλας, μεταφορές όλα αδύνατων κατηγοριοποιήσεων, που η συναισθηματική και αισθητική όμως εμπειρία, τα συναρθρώνει όλα, μετασχηματίζοντάς τα, σε σαγήνη, σε καθαρές μορφές σαγήνης. Το πραγματικό μπορεί να αληθεύει στις διακρίσεις του, αλλά εκδηλώνεται στις διαφυγές του, στη σαγήνη των αντικειμένων του, όταν αυτά εκπίπτουν, και δεν αποκρίνονται πια. Ερμητισμοί όλα της γλώσσας, αυτό το μη αναγώγιμο του κόσμου μας, το περίσσευμά του, ό,τι δείχνει, ό,τι αποσιωπεί.
Λυδία Δαμπασίνα,Ο συντελεστής Gini, 11 Οκτωβρίου – 19 Νοεμβρίου2016, Γενί Τζαμί, Θεσσαλονίκη.