Quantcast
Channel: λεξήματα
Viewing all articles
Browse latest Browse all 155

Το αγκάθι της ομορφιάς

$
0
0
 
Αν η τέχνη κομίζει κάτι στον κόσμο δεν είναι άλλο παρά η σιωπή του. Μια ενοραματική εκκάλυψη της περιρρέουσας φωνής, του διασκορπισμένου νοήματος. Η φανέρωση ενός αφανέρωτου ίχνους, ενός ίχνους που διαφεύγει, και εξαντλείται στην απορία. Γι’ αυτό και οι εικόνες της έχουν κάτι από το θάμβος του Έξω, αυτού του προαιώνιου σημαίνοντος, που εκπέμπει η σκηνή του άλλου. Μια καθαρή μορφή σαγήνης που συμβαντικοποιεί, άμα τη εμφανίσει της, όλο το περιβάλλον των εικόνων.   
Στο έργο της Ελένης Λύρα αν κάτι επανέρχεται διαρκώς είναι ακριβώς αυτή η υπόσχεση, η αδύνατη υπόσχεση, αυτής της άλλης σκηνής. Είναι οι πνοές μιας σιωπής, της σιωπής των αγγέλων που παριστούν και το αδύνατο κάλλος τους. Οι «Αρχάγγελοι» της Λύρα (1998), είναι ομοιώσεις που δεν εκκοσμικεύονται, μένουν, καθηλωμένοι μόνο, σ’ αυτό το κατακλυσμιαίο που τους εισάγει. Είναι μάλιστα αυτή η φωτοχυσία που θα διαβρώσει και το παραστάσιμο ίχνος τους, την υλική τους συγχώρεση, το χαρακτήρα της αποκάλυψης τους, εγκαταλείποντάς τους στη φαντασμαγορία του άλλου. Η ενσάρκωση τους γίνεται έτσι φορέας ενός απόκοσμου κάλλους, η δυνατότητα μιας καταγωγικής επιστροφής του κόσμου, σ’ αυτό που δεν είναι κόσμος αλλά εικόνα του κόσμου, η γενέθλια εικόνα της ομορφιάς. Μια ομορφιά όμως που τανίζεται στην εκστατική της απορία, στην κοσμική αδιαθεσία της. Αυτό το «αγκάθι» της ομορφιάς, σχεδόν σε όλα τα έργα της Λύρα, που γίνεται μια αρνητική αφήγηση, μια αφήγηση εν τέλει θανάτου. Τα τελευταία έργα της, με τα γυμνά πόδια των μικρών παιδιών μέσα στα κόκκινα σάβανα του πάθους (2008), το μαρτυρούν. Οι άγγελοι έτσι αν και αναπαρίστανται δεν παρίστανται, μένουν δεσμώτες αυτού του κάλλους, φαντασματικές υποστάσεις, παράσιτα, σκιές, παιχνιδίσματα ενός φθαρμένου καθρέπτη, άλλη μια σειρά έργων της Λύρα (2007), υποστάσεις που υποστασιοποιούν, αν και σε συστοιχίες, την μοναξιά τους, τον απόκοσμο χαρακτήρα τους. Έρχονται, αυτές οι υψηλές επισκέψεις, κομίζοντας αυτό που δεν κομίζεται, το αδύνατο σημαίνον, την ξενότητα του, τη μυστική σιωπή της φωνής του. 


Στην εγκατάσταση της έκθεσηςο τόπος της υψηλής επισκέψεως του Αρχαγγέλου, δεν αναπαρίσταται, αλλά από-καλύπτεται στις φασματικές του πάλι εκλάμψεις, στη φωτοχυσία των αναπάντεχων εικόνων του. Καθίσταται έτσι μια συμβαντική ύπαρξη, μια μορφή που αντιστρέφει τη γλώσσα, στον ορίζοντα της αδύνατης πάντα γλώσσας, αυτής της δυνατής σιωπής του άλλου.Ένα απ’ τα ζητήματα που θέτουν οι άγγελοι και που άπτεται και της τέχνης, είναι το ζήτημα της αναπαράστασης, της εμπλοκής, για την ακρίβεια, που επιφέρουν στο χώρο των αναπαραστάσεων. «Οι άγγελοι είναι αυτό που αναγγέλλουν», θα πει ο Serres, η αναγγελία μιας φωνής που έρχεται απ’ Έξω, απ’ αυτή τη σκηνή του Έξω. Οι αναπαραστάσεις τους έτσι είναι ομοιώσεις αδύνατες, φασματικές εκλάμψεις που δεν ενδίδουν. Αναδύονται από μια συμπαντική απορία, απ’ αυτή την απορία που εποπτεύει και όλη την προσδοκία του κόσμου. Η τέχνη γνωρίζει αυτή την αναμονή, τη φέρει μέσα της, φέρει την αναμονή των εικόνων της, τη διαθεσιμότητα τους στον κώδικα της σιωπής. Γίνεται το ίδιο το ρίγος αυτών των εικόνων, και η αδύνατη μαζί επίκληση του. Μια εκστατική στιγμή που υπομένει σ’ αυτή τη νύχτα του κόσμου, την τελική του αποκάλυψη, την απόσυρση του στο θάμβος του άλλου. Εκεί που αποσύρονται ακόμη και οι άγγελοι, παράσιτα αυτού του κόσμου. Γι αυτό και η Λύρα θα αποσβήσει την οπτασία των «Αρχαγγέλων» της στο ψηφιακό τους παράσιτο, στα διασκορπισμένα τους pixels. Είναι η στιγμή, ακριβώς αυτή η στιγμή, που ο αδύνατος άλλος μόλις κι επιστρέφει. 

Σε αντίθεση με την παραπάνω εικονοποιία οι άγγελοι της Δέσποινας Μεϊμάρογλου δεν έλκουν την καταγωγή τους από τη σαγήνη των ουρανών αλλά από την άβυσσο των media. Δεν είναι άγγελοι του θείου πάθους αλλά άγγελοι του κακού, άγγελοι, για την ακρίβεια, θύματα του κακού. Ενδύονται το σχήμα της βίας για να εκθέσουν τις πληγές τους, το αιμόφυρτο ίχνος τους μέσα στην ιστορία. Στο «Annunciation» (1994), ο άγγελος που κομίζει το μήνυμα και απλώνει τις φτερούγες του είναι μια σκοτεινή φιγούρα, αυτός ο άγγελος του θανάτου στο πορφυρό λυκόφως του κόσμου. Αυτό το λυκόφως που κατακλύζει και τη νεαρή γυναίκα από το βίντεο Ingredients of a Dreamτης Μεϊμάρογλου, που ξαπλωμένη μέσα σ’ ένα άπλετο φως μοιάζει να ’ναι παραδομένη στα σκοτεινά της όνειρα. Μαύρα πουλιά που μεταβάλλονται σε βομβαρδιστικά που την βομβαρδίζουν. Παρόλα αυτά, το σώμα της μοιάζει να ακινητεί σ’ αυτόν τον όλεθρο που πάνω του συντελείται. Μια αγγελική-φαντασματική ύπαρξη που το ιστορικό ίχνος την διαπερνά εξ ολοκλήρου αλλά χωρίς καθόλου να εκτρέπει τη θέση της. Όπως ο Άγγελος της Ιστορίας, που ακινητεί πάνω απ’ όλες τις συμφορές του κόσμου, ως ένα ενεστωτικό ίχνος μόνο, ως μια απελπισμένη στιγμή προσδοκίας, φορέας, ενός μηνύματος που δεν ακούεται πια.Οι έκπτωτοι άγγελοι της Μεϊμάργλου εκθέτουν αυτή την αμφισημία του ιστορικού τους περιεχομένου.Μετεωρίζονται σ’ αυτό το μεταίχμιο μεταξύ του συμβολικού και του πραγματικού τους πεδίου, στη βιαιότητα της αναπαραστατικής τους κλίμακας. Μια νοηματική συστροφή που εκθέτει την εικόνα σε όλα τα δυνατά της περιεχόμενα. Αυτή είναι άλλωστε και η σιωπή των αγγέλων, η διασάλευση που επιφέρουν στον κόσμο του νοητού. Στο «Novemberseventh» (1993), η Βόσνια πρόσφυγας με το παιδί της αγκαλιά αναλαμβάνει το ρόλο της βρεφοκρατούσας του Leonardo. Στην αναγεννησιακή προοπτική της το χορό των δοξολογούντων αγγέλων έχει πάρει ήδη μια ομάδα ταλαίπωρων προσφύγων γυναικόπαιδων. Δεν έχουμε να κάνουμε όμως εδώ με την αισθητικοποίηση κάποιου εφήμερου πολιτικού μηνύματος αλλά με την ετερότητα ενός συμβαντικού ίχνους. Η σχέση αυτών των εικόνων με την πραγματικότητα δεν είναι καταγωγική, υπαρκτική, αλλά αναφορική μόνο. Οι πολιτικές, εθνοτικές αναφορές που μπορεί να εντοπίσει κανείς στο έργο της Μεϊμάρογλου, ολοφάνερες άλλωστε, υπονομεύονται από το ανυπόφορο του Πραγματικού τους ίχνους. Το θάμβος της βίας είναι αυτό που τις συνθέτει, αυτή η βία της ίδιας της εικόνας, η δική της βία, πέραν της βίας που απεικονίζει. Είναι μια βία που τις μεταβάλει μεταγράφοντάς τες. Μια χειρονομία, που εκτρέπει την «αλήθεια» των ιστορικών εικόνων, μια που δεν μπορεί παρά να ανήκει κι αυτή στους αγγέλους. Το «πάγωμα» έτσι των μιντιακών εικόνων στην υπολογιστική γραφή της Μεϊμάρογλου, το ενεργεί αυτό το αποσβολωτικό άγγιγμα της φτερούγας του αγγέλου, μια ψυχική, μνημική ανάδυση, απ’ τον εγγεγραμμένο σωρό, μια αισθαντική καθήλωση που διασαλεύει ακαριαία όλον αυτόν τον ορίζοντα των νοημάτων. 


Οι έκπτωτοι άγγελοι είναι άγγελοι που εξέπεσαν απ’ την ανιστορική τους θέση στο ρου της ιστορίας, συν-κινούμενοι αυτή τη φορά απ’ την τροπή των πραγμάτων. Και είναι γι αυτό που απώλεσαν και την αγγελική τους ομορφιά, ανοικτές, αιμάσσουσες πληγές τώρα, ακυρωμένες υπάρξεις, αποκομμένες από τον ουράνιο βιόκοσμο τους. Το μήνυμα τους απώλεσε τον απελευθερωτικό του χαρακτήρα, σιώπησε, όταν εισέβαλε στη στρατόσφαιρα του κόσμου. Μοιάζουν έτσι να είναι πλάνητες υπάρξεις, κατεστραμμένα πλάσματα, αποβράσματα μιας ιστορικής νομοτέλειας, ενός σκληρού και αναπόφευκτου πεπρωμένου. Στο «Fallen Angel» (1994), ένα κατακρεουργημένο πτώμα ακροβατεί πάνω απ’ όλα τα συντρίμμια του κόσμου. «Εκεί όπου εμείς αντιλαμβανόμαστε μια σειρά από συμβάντα, εκείνος βλέπει μια καταστροφή, πού συνεχώς στοιβάζει συντρίμμια πάνω στα συντρίμμια και τα εκσφενδονίζει στα πόδια του», λέει ο Benjamin. Μια ύπαρξη παραδομένη έτσι στο δικό της μοναδικό θάνατο, στη βιαιότητα που κουβαλά μέσα του αυτό το Είναι-μέσα-στον-κόσμο. Είναι πάλιν όμως αυτό το ασυναγώνιστο Πραγματικό τού ίχνους του που θα αποδώσει και την αλήθεια του, την αλήθεια μιας νέας υπόσχεσης, αδύναμης ωστόσο, αφιλόδοξης, ακυρωμένης ήδη. 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 155

Trending Articles