
Η γλώσσα ανοίγει την παράγραφο. Τα αισθήματα όλα στη διάθεση της γραφής. Δοκιμασία στην δική της ευρύτητα. Δεν εξαντλούνται στα ψευδώνυμά τους. Βροχή. Μικρές σταγόνες να πέφτουν. Έπρεπε να βρέχει. Έπρεπε αυτές οι σταγόνες να πέφτουν. Αυτή η μέρα, είπε το κείμενο, θα ’ναι μια μέρα βροχερή. Τις βροχές μόνο οι σιωπές τις διακόπτουν. Και άφηνε τις λέξεις του να τις ακούν. Αν σώπαινε θα άρχιζαν πάλι οι βροχές. Ροές ορατές αυτές, όλες των υδάτων. Μαζί με την μυρωδιά του νοτισμένου πεύκου ήλθε και αυτή του άλλου σώματος. Και έστρεψε το βλέμμα του να δει. Πέρα απ ’το όριο της αποπλάνησης που είναι η βροχή. Να δει. Το άλλο σώμα. Το αντίγραφο της πιο δικής του αντανάκλασης. Μια αντανάκλαση γυμνή. Αμέριμνη στην όρασή της. Το σύννεφο είχε αρχίσει να καλύπτει πάλι τον ουρανό, να δίνει την ομοιομορφία του στο τοπίο, και να σκιάζει τα πάντα. Ένα τοπίο που τον εξουθένωνε, όπως τον άφηνε ανίσχυρο σ’ αυτή την ρευστότητα των διαδρομών, στην αντανάκλαση που κάθε φορά τον ανακάλυπτε και μέσα του φεγγοβολούσε. Μια φωτεινότητα κρυμμένη. Σαν μια λανθάνουσα ανάμνηση. Πιο θλιβερή και από τον πιο διστακτικό βηματισμό. Βηματισμοί. Ίχνη από βήματα. Όμοια με τις επικλήσεις των λέξεων. Να τον δει. Να στρέψει το βλέμμα. Το βλέμμα όπως και οι λέξεις μπορεί να στρέφεται. Και πάλι να μένει ανέπαφο. Καθρέπτισμα μες’ τον ορίζοντα του άλλου. Και τίποτε. Μόνο μια δύναμη αυξανόμενη. Μια έλξη. Το ίχνος μιας έλξης. Μια δυνατή αδυναμία. Όπου οι λέξεις παραδίδονται σε μιαν επιστροφή, σε μιαν αναδίπλωση προς την οποία εσύ κοιτάζεις, ανίκανος να στρέψεις το βλέμμα σου αλλού. Γιατί υγραίνει το βλέμμα. Αυξάνει μέσα σου όλες τις ροές και τις πληθαίνει. Δυο βλέμματα. Δυο αντιμέτωποι καθρέπτες. Μιαν άπειρη επιστροφή. Όταν σ’ αυτό το αντικαθρέφτισμα χάνεις το βάρος σου και γίνεσαι μια σκέψη οδυνηρή. Μια σκέψη που δεν αντέχεται πια. Το τοπίο παραμένει εσωτερικό. Μπορούσε να ισορροπήσει στα νερά του. Να βλέπει την αμετάβλητη απεραντοσύνη του από ψηλά. Να το εγκαταλείπει στο κιτρινωπό των αναμνήσεων, στους φόβους των πιο απίθανων μουσώνων. Κάποιες φορές να βλέπει να καταφθάνει απ’ τον ορίζοντα το σύννεφο της ομίχλης και να σκιάζει τα πάντα, τους πίνακες, τα έπιπλα, τα βιβλία. Και πάλι ο ήχος του νερού να τα διατρέχει όλα. Το αμετάβλητο σκηνικό της απομόνωσης στην πιο απροσδιόριστη εκδοχή του. Απ’ το παράθυρο τα φώτα των αυτοκινήτων στρίβουν και χάνονται. Η πόλη ένα βλέμμα προσηλωμένο πάνω του. Ένα βλέμμα που επιζητούσε την αντανάκλαση της σιωπής του. Όπου η πόλη δεν υπάρχει. Δεν υπάρχουν τα φώτα, οι δρόμοι και οι φωνές. Μόνον ο ήχος του ασανσέρ, οι σωληνώσεις του πάνω ορόφου και πάλι τίποτε. Η μοναξιά τα περιτοίχισε όλα. Η βία αυτών των ανήσυχων στιγμών. Όλων των στιγμών που ανησυχούνε στη βία της. Τα σώματα διαγράφουν τις ασύμπτωτες τροχιές τους μέσα στον χώρο του δωματίου. Μοναχικές και αμίλητες. Όταν ο κόσμος κυκλώνεται στα πέπλα του οράματός του και δεν γνωρίζεις πια τι είναι το σώμα που αγκάλιαζες. Είναι υπόσταση ανθρώπου που αγαπήθηκε ή το σκοτάδι μιας έκλαμψης μοναχικής; Αφέθηκε στον θόρυβο των αυτοκινήτων και των φωνών, σ’ αυτήν την μεγάλη και αργόσυρτη ώρα, όταν θυμήθηκε το σκοτάδι που καταλάμβανε το τοπίο. Την κορυφογραμμή της απέναντι πλευράς. Ο ορίζοντας της θάλασσας έμοιαζε επίπεδος μες την ακινησία του. Ύστερα οι μεταβολές του φωτός άρχιζαν όλα να τ’ αλλάζουν, να τ’ ανατρέπουν σε μια ροή διαδοχής. Ο ήλιος και το πληθυντικό του συναισθήματος, η θάλασσα και το αδιόρατο της υπερβολής της και έπειτα η ομίχλη. Η ομίχλη του φωτός και η ομίχλη της υγρασίας. Πλησιάζει. Πάνω στο κρεβάτι το σώμα γυμνό. Με το κεφάλι γυρισμένο στο πλάι, ακουμπισμένο στο χέρι. Το βλέπουμε να στρέφεται. Να στρέφεται στο φως του διαδρόμου. Δείχνει να έλκει αυτό το φως προς το μέρος του. Να το έλκει με ένα ρίγος γυμνό. Να το κάνει ίχνος στο σώμα του. Και ύστερα να μένει εκεί. Αδύναμο μέσα στην οδύνη. Σ’ αυτήν την οδύνη του ύπνου, που κάποιες φορές θα μπορούσε και να είναι του θανάτου. Τον βλέπει. Αρχίζει να τον βλέπει. Να τον παρατηρεί με μια βραδύτητα βασανιστική. Να τον αναλύει. Να τον απωθεί μέσα του. «Είμαι εδώ. Εγώ. Εσύ, να παραμείνεις μέχρι τέλους». Βλέπει το πρόσωπο του άλλου να φλογίζεται κι’ αυτόν τον φλογισμό να διαρκεί. Μέσα στο βλέμμα που τον κοιτάζει. Ένα βλέμμα γυμνό και αδύναμο. Δεν κοιτάζονται πλέον. Εισχωρούν αδύναμοι σ’ αυτό που τους έλκει, σ’ αυτό που τους χειραγωγεί βάναυσα, δίχως τη δική τους συγκατάθεση και τους εγκαταλείπει στη μοναξιά. Τα χείλη υγραίνουν, συγχωνεύονται, εξαντλούνται σ’ αυτόν τον φλογισμό, σ’ αυτήν την κλιμακούμενη βαναυσότητα. Όπου ο άλλος συντρίβεται. Όπου η γύμνωσή του παραμένει ανοικτή και φλογίζεται. Βυθίζει στο στόμα του αυτό το αναστατωμένο σχήμα, το βασανίζει, το παραδίδει στον κίνδυνο. Δεν το βλέπει. Το μεγεθύνει μέσα του. Όπως μεγεθύνει το κενό τις κραυγές. Όπως αφήνει τις κραυγές να πέφτουν. Κραυγάζει. Αφήνει τα χείλη του στο ρίγος. Να πλημμυρίσουν μ’ αυτή την αργή διαδοχή. Όπου το σώμα αδειάζει, όπου αυτός απειλείται και κραυγάζει με μια κραυγή δυσφορίας. Δεν του μιλά. Τον βλέπει. Όσο το ίχνος του θα είναι ορατό θα συνεχίσει να τον βλέπει. Ύστερα θα αφεθεί στη μοναξιά, θα δύσει όλος στη λήθη της. Το φως του διαδρόμου πέφτει πάνω τους λοξά. Ένα ψυχρό και αδύναμο φως, στραμμένο τώρα στην ακινησία. Σ’ αυτό το όριο του ύπνου. Όπου η γλώσσα αφηγείται τη σκιά της. Όπου οι λέξεις μηχανεύουν τις χρήσεις τους. Και φθείρονται σε μια λεπτότητα ονείρου. Σε μια λεπτότητα που οφείλεται στις άπειρες συστρωματώσεις αυτής της επίκλησης. Όπου αυτός ανακαλείται. Όπου οι ανακλήσεις σιωπούν και σαγηνεύονται. Και αγγίζουνε οι λέξεις του την νύχτα. Μέχρι να γίνει το σκοτάδι μια λεπτή γραμμή φωτός. Ακτίνα που σε διασχίζει ακαριαία. Ένας οφθαλμός ανυπεράσπιστος. Μια αντανάκλαση του εαυτού σου. Μια διαρκής επιστροφή της εικόνας σου. Σ’ αυτό το μοναχικό σκοτάδι. Σ’ αυτό το καθρέπτισμα του ονείρου. Ο πόθος του ματιού είναι εκτυφλωτικός. Σ’ αυτή τη δριμύτητα άλλωστε δεν χάνει τον άλλον; Το πρωί θα ξυπνούσαν απ’ το φως του παραθύρου. Τα λίγα σύννεφα δεν θα μπορούσαν να σκεπάσουνε τον ουρανό. Η φωτεινότητα του πρωινού είχε βυθίσει την πόλη στην ομίχλη. Τοπία που, όπως συμβαίνει και με τα αισθήματα, έχουν ανάγκη και την πιο απροσδιόριστη εκδοχή τους, αν θέλουν πραγματικά να υπάρχουν. Στεκόταν αφηρημένος στο παράθυρο, μπροστά στην κίνηση των δρόμων. Για μια στιγμή πίστεψε πως έβλεπε και τις διαδρομές που διαβάζονται στις λέξεις «ασφάλεια», «θάλασσα», «ουρανός». Δεν είπε τίποτε. Κοιτάζει εκείνον. Την νωχέλεια των δικών του κινήσεων. Τη χαλαρότητά του. Να του μιλήσει. Αυτόν να διασχίσει με λέξεις. Και πάλι να μην του εμπνεύσει τον κίνδυνο. Να άρχιζε έτσι απλά με την λέξη «εγώ» και έπειτα μια άλλη λέξη και μια άλλη λέξη. Να τοποθετηθούν οι λέξεις από μόνες τους σε μια σειρά, να μην χρειαστεί να τον εγκαταλείψουν. Όπως το αμέριμνο ίχνος που αφήνουν τα βήματα στην άμμο όταν γυρεύεις κοχύλια. Χωρίς τίποτε το τρομακτικό. Ένα φωτεινό μονοπάτι από λέξεις. Πόση προσπάθεια θα χρειαζόταν; Δεν είχε ιδέα. Ήθελε μόνο να αφεθεί στην ηδονή αυτής της παρέκκλισης, αυτού του αδύνατου προορισμού. Οι λέξεις όμως… Τι οι λέξεις; Ένοιωθε πάλι αυτό το σκοτάδι να έρχεται και να κυκλώνει τα πάντα. Σαν χίμαιρα που εφορμούσε. Αν και η «χίμαιρα», λέξη είναι. Μια λέξη που έλκει τις σκέψεις, που κάνει τις σκέψεις να έλκονται στον εαυτό τους. Σκέψεις που στροβιλίζονται σε μια απίστευτη προσαύξηση. Εξουθενωμένες, λαμπερές, πένθιμες. Δεν αγγίζονται. Δεν μεταβάλλεται η απόσταση που τους χωρίζει. Μία απόσταση που διευρύνει το κενό, που έλκει το κενό μέσα της. Πως τους επέλεξε; Σε ποιον πυρήνα του έλκονται; Ίσως το κέντρο αυτού του κενού διαστήματος να είναι το κέντρο του πόθου. Η προσπάθεια να καταστρέψει την εικόνα του. Να υπάρξει στερημένος απ’ τον εαυτό του. Ένας γυμνός και αφιλόδοξος πόθος. Η καθαρή ουσία της έλξης. Μόνο ένα όνομα απέναντι οικείο. Ένα όνομα τρομαγμένο και εξουθενωμένο. Μια διάρκεια να προσηλώνεις την σκέψη σου. Σ’ αυτό το όνομα που δεν είναι λέξη, που δεν γράφεται, αλλά διαρκεί. Ούτε συλλαβίζεται, ούτε ακούεται, ακτινοβολεί όμως. Ποτέ δεν θα προσκρούσεις πάνω του, είναι το πιο κενό σημείο του πυρήνα, όπου εσύ προσβλέπεις, όπου στρέφεις τις σκέψεις σου όλες. Προς τι όλη αυτή η προσπάθεια; Όλος αυτός ο υπέρμετρος ζήλος; Η έλξη που σου αποκαλύπτει την μοναξιά. Ο δρόμος που ακυρώνει όλους τους δρόμους. Μέσα στο δωμάτιο αυτήν την ώρα υπάρχει μιαν ορατότητα που οφείλεται στην διαύγεια του πρωινού. Στα πρόσωπα όμως η θαμπάδα της μελαγχολίας. Δοκίμασε να πάρει απ’ την αρχή τα νήματα των γεγονότων. Τις οπτικές τους αναφορές. Τα ίχνη που αφήνει ο χρόνος. Ίχνη που φλέγονται. Η θάλασσα την εποχή του δειλινού…Το διαμέρισμα της βροχής… Η προοπτική του παραθύρου… Η απλότητα των κραυγών. Η αναπάντεχη εικόνα… Η έλξη… Τον εξουθένωνε. Είχε κολλήσει το πρόσωπό του στην επιφάνεια του παραθύρου. Η θαμπάδα που έκαναν τα χνώτα του βύθιζαν το τοπίο στην ομίχλη. Μίαν ομίχλη που υποχρέωνε τις εικόνες σε μια αποστέρηση, σε μια αδιάκοπη σιωπή. Δεν ήταν ο πόνος που ήθελε να συνθλίψει την εικόνα. Ήταν η ίδια η εικόνα που επιθυμούσε να καταστήσει την ουσία της πιο ορατή και να νυχτώσει την σκέψη, την ανεπάρκεια της να την σκεφθεί και να την υποφέρει αόρατη. Υπάρχει μια νύχτα στη σκέψη ορατή. Μια νύχτα που καθιστά τη σκέψη ορατή. Μια σκεπτική όραση μέσα στη νύχτα. Ένα πεδίο φωταγωγημένο απ’ τις πολλές αντανακλάσεις, από τις άπειρες συνεκδοχές της εικόνας. Σ’ αυτό το μάτι του κυκλώνα υπάρχει ένα σημείο σιωπής, που γαληνεύει και καθιστά τα πάντα ορατά. Ένα σημείο κενό, κεκοσμημένο από σκέψεις. Αδύνατες να υποστούν το βάρος τους και έπεφταν. Σαν πεφταστέρια στο θόλο μιας αγέρωχης νύχτας. Αντανακλάσεις, σκέφθηκε, της μοναξιάς. Ένα μαύρο σύννεφο άρχιζε σιγά –σιγά να συσκοτίζει την πόλη. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι πάνω σε μια βέσπα κάτι τραγουδούσαν. Έπειτα το βεσπάκι τους χάθηκε, σαν παιδικό παιχνίδι, μέσα στους δρόμους της πόλης. Και έπειτα οι στάλες της βροχής. Η ίδια πάντοτε βροχή και μαζί το σκοτάδι της. Βολεύτηκε σ’ αυτή την θέση κοντά στο παράθυρο. Αφέθηκε αδύναμος στο φως και στο σκοτάδι αυτής της ώρας και στον κίνδυνο που ενέχει αυτό το διπλό παιχνίδι, καθώς εγκαταλείπεται και εγκαταλείπει, σαν μια ανάμνηση μακρινή, ανίκανη να αφανισθεί πλήρως και έμενε. Τι να κάνεις γι’ αυτήν την μικρούλα ανάμνηση; Πώς ν’ αντισταθείς στο παιχνίδι της; Είναι τοσοδούλα και όλα τα σκοτάδια του κόσμου δεν τη σβήνουν. Της οφείλεις τα σκοτάδια του κόσμου. Στάσου πλάι της. Διεύρυνε τον χώρο που δεν της ανήκει. Γίνε το σκοτάδι που θα’ ρθει να φωταγωγήσει. Θα υψωθεί ξαφνικά, σε χρόνο ανύποπτο. Ο τελευταίος ήλιος ενός αφανισμένου ουρανού. Μια πληγή που φωτίζει αυτόν τον ήλιο, ένας πόνος διαρκής που προστίθεται. Και όσο προστίθεται τόσο ελαφραίνει. Ένα μπαλόνι που σ’ ανεβάζει ψηλά. Δίχως το βάρος το δικό σου και το δικό του. Όπως ακριβώς ταξιδεύουν οι νεκροί, συμπαρασύροντας τα πάντα μαζί τους, διευρύνοντας τον κόσμο μας μέσα τους. Είναι τέλος μια ανάμνηση περιττή. Μια ανάμνηση που εύκολα ξεχνάμε, που δεν έχει καμιά σημασία για μας όταν την θυμόμαστε. Μια οικειότητα αμέριμνη που συνεχώς περιφρονείται, αλλά που πάντα αγρυπνά στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Μένουν μετέωροι μπροστά στο τζάμι της βροχής. Όπως κι’ ο χρόνος στην μέση των ονείρων. Γιατί συμβαίνει και αυτό στη μέση των ονείρων. Όταν τα σώματα τρέμουν. Όταν η οδύνη τα αμελεί. Η σιωπή έπεφτε πάνω τους σαν χιόνι. Κάλυπτε με το χνούδι της τα έπιπλα και τους δρόμους της πόλης. Για μια στιγμή έμειναν όλα ακίνητα. Για μια στιγμή όμως. Η γαλήνη δεν διαρκεί. Η διάρκεια είναι οργανωμένη στην οδύνη. Μέσα στο δωμάτιο υπάρχει μια λευκότητα. Μια λευκότητα που έλκει τα πάντα και όλα αποκτούνε αυτήν την λευκότητα. Όπου και το βλέμμα γίνεται λευκό. Στερημένο από κάθε έκφραση χαράς η λύπης, επικεντρωμένο τώρα στην ανωνυμία. Ίσως η κενότητα που τους μετέδιδε αυτή η γλώσσα και τους έκανε μέτοχους μιας γυμνότητας τόσο εγκαταλελειμμένης όσο και αυτής του θανάτου, να είχε μεταβάλει και τους ίδιους σε ένα ψύχος, σε μια νεκρή ανάμνηση του εαυτού τους. Οι λέξεις τους είχαν πάνω τους αυτόν τον κρύο αέρα, αυτή την πάχνη της παγωνιάς, κάτοπτρα και οι δύο μιας εξουθενωμένης φωτεινότητας. Και απέναντί τους ένα βλέμμα. Πάντα απέναντι από τις λέξεις ένα βλέμμα. Ένα βλέμμα κενό, σε μια κατεύθυνση αόριστη. Ύστερα τι; Ύστερα οι λέξεις δεν υπάρχουν. Οι λέξεις είναι όπως τα πουλιά. Τίποτε πέραν της διαδρομής τους. Εφήμερες τροχιές να διαγράφουν τον αέρα. Κι’ αυτή η κλιμακούμενη κυριαρχία τους; Πως του ασκείται; Πως τον ελκύει μέσα της; Αυτός ελκύεται; Αυτός αφήνεται στην έλξη που του ασκείται; Αυτός παραδίδεται; Καμιά αντίσταση δεν της προβάλλει; Μήπως ο ίδιος είναι η έλξη που τον έλκει; Έλκεται μέσα του; Στην έλξη του; Και οι λέξεις; Αυτές οι μελαγχολικές λέξεις; Είναι δικές του; Και γιατί μελαγχολικές; Και έως πότε; Αν η έλξη του είναι που τον έλκει, τότε οι λέξεις μένουνε στην απορία, έλκουνε μέσα τους την απορία και ελκύονται. Εδώ υπάρχει μια αγωνία. Μια αγωνία που γίνεται μίσος και εχθρότητα, που γίνεται χειρονομία και επίθεση. Μια αγωνία προς όλες τις κατευθύνσεις, προς ότι αυτές οι κατευθύνσεις μπορεί ακόμη κάτι να σημαίνουν. Και βάζεις τότε τα χέρια σου στο στόμα. Τα δάκτυλά σου βαθιά. Ξεριζώνεις τις λέξεις μία –μία. Σπρώχνεις τα νύχια σου ώσπου αυτές να ματώσουν. Αυτές. Όταν ανοίξει τα μάτια του το σύννεφο θα’ χει σκοτεινιάσει το τοπίο. Τα ύδατα όλα θα’ χουν φθάσει στο χείλος του. Το χείλος που πλημμυρίζουν τα δάκρυα. Γιατί συνέβαινε τον τελευταίο καιρό και αυτό. Όλα εξαϋλώνονταν από την σάρκα των δακρύων. Ο έρωτας. Ο κίνδυνος του αναδιπλασιασμού. Ο μόνος τρόπος να υπονομεύσεις το σώμα. Όταν αυτό δοξάζεται ανόμοιο, αλώβητο και εξωλεκτικό. Το ίδιο και με τις ιδέες. Όπως διαχέονται πάνω στον λόγο της ζωής. Το ατελεύτητο με το τετελεσμένο και ατελέσφορο. Ο έρωτας. Και πως αλλιώς θα εξαντλούνταν τα ύδατα μιας ολόκληρης ζωής. Μόνον η μοναξιά που έχουν μέσα τους αυτές οι ώρες και ένας πόνος σωματικός, ένα σφίξιμο στην καρδιά, μια υγρασία στα μάτια. Το νήμα της εισόδου η της εξόδου, τι σημασία πλέον έχει; είναι πάντα σωματικό. Τα μέσα η τα έξω του παιγνιδιού, έχουν το ίδιο πάντοτε σκοτάδι. Άφηνε αυτές τις σκέψεις να πέσουν ήσυχα πάνω του. Όπως κάποιες αόρατες φτερούγες στο χείλος της ζωής. Φύλακας άγγελος η λόγια φτερωτά; Έστρεψε το βλέμμα στη βροχή, σ’ αυτό το δυνατό νερό, το ίδιο πάντοτε νερό. Πίσω απ’ τα σύννεφα ένα αγέρωχο κενό. Και μέσα του ο κόσμος μας, αυτός σε άπειρες περιστροφές. Όπως οι σκέψεις που διαγράφουν τις τροχιές τους, πυρακτωμένες απ’ τον πυρετό των αναμνήσεων. Ίδιον με την φωτιά που καίει τ’ άστρα, φωτίζοντας στην άμμο τον αφρό. Τι αγρυπνά κάτω απ’ αυτόν τον ουρανό; Τι εποπτεύει αυτήν την απουσία; Και περιστρέφεσαι. Σε μίαν άκεντρη περιστροφή. Όπως ο λόγος διανύει την λήθη του και μνημονεύει τη χειρονομία. Μια χειρονομία αδύναμη και παραπλανητική. Γιατί δεν είναι χειρονομία. Είναι ένα κατασκεύασμα δικό του, το τελευταίο οχυρό της απομνημόνευσης, η κυτταρική μνήμη. Στην προσπάθεια του να την ξεριζώσει και να την αποσύρει στην λήθη. Μια εξίσωση που εμφυσείται στον νου και διασκορπίζει τις σκέψεις. Ένας κυματισμός διασάλευσης των χωροχρονικών αισθητηρίων. Μια γενετική υποδοχή ενός μηχανισμού, όπου η ύπαρξη γκρεμίζεται στην λήθη. Γκρεμίζεται. Και μια αδύναμη κραυγή. Μια κραυγή που δεν μπορεί να κραυγάσει. Γιατί στο κενό ο ήχος της χάνεται. Διαχέεται σ’ ένα λείο σκοτάδι, όπως φρόντισαν όλες οι αιχμές του κόσμου να το έχουν λειάνει από αιώνες. Ο μόνος ήχος που δεν απορροφά το σκοτάδι είναι αυτός ο εκκωφαντικός ψυχρός άνεμος. Μία ψυχρότητα που αλυχτά μερόνυχτα. Όταν μετά από διαδοχικούς γύρους εκμηδενίσεων προκύπτει μια νέα δομή ενός κλώνου, απόλυτα προσανατολισμένου στην οδύνη. Μέσα στο δωμάτιο υπάρχει τώρα ένα γκρίζο φως και έναν άψυχο σώμα. Ένα στεγνό σώμα. Υπάρχει και ένα αίσθημα ακάλυπτο. Λίγο αργότερα αυτό το φως θα γίνει ακόμη πιο αδύναμο. Πιο αδιάφορο μπρος την γυμνότητα του δωματίου. Ένα φως που σχεδόν δεν υπάρχει. Δεν έχει καμιά απ’ τις ιδιότητες του φωτός. Δεν αντανακλάται, δεν αφήνει σκιές, δεν θερμαίνει και σχεδόν δεν φωτίζει. Όμως υπάρχει. Και επιπλέον το σημείο του είναι προσδιορίσιμο. Η διαύγεια που είχε η ατμόσφαιρα του δωματίου έχει αντικατασταθεί από μιαν άγνωστη ομιχλώδη ομοιομορφία. Αυτός παραμένει κοντά στο παράθυρο. Σ’ ένα παράθυρο όμως που δεν βλέπει, που η ομίχλη έχει υψώσει στην όρασή του ένα εμπόδιο. Στο σκονισμένο δάπεδο τα ίχνη κάποιων αόριστων βηματισμών. Όλος ο χώρος μοιάζει να έχει εξουθενωθεί. Μια εξουθένωση που κατέγραφε στο κενό της οποιαδήποτε σκέψη τολμούσε να φτερουγίσει. Έτσι αμέριμνες που φτερουγίζουνε οι σκέψεις. Επάνω του δεν διακρίνουμε κάποια δυσφορία, θα λέγαμε απλώς ότι καθεύδει, ότι σ’ αυτή την σκληρότητα μένει αδύναμος. Είναι ο αποχωρισμός; Το πρώτο θύμα της λήθης που απουσιάζει; Η δική του λήθη; Η προσμονή του; Η προσμονή του για τι; Ο χώρος του δωματίου είναι αυτός του αποχωρισμού; Η λέξη «κλώνος» που κάποια στιγμή ακούστηκε; Τι η λέξη «κλώνος»; Αν ο «κλώνος» είναι λέξη, τότε όλες οι λέξεις είναι κλώνοι. Άρα προς τι αυτή η επισήμανση; Προς τι γενικώς οι επισημάνσεις; Όταν αυτό το κενό αβυσσαλέο φωτίζεται; Όταν εσύ εγκαταλείπεσαι μόνος; Εδώ υπάρχει μία αιχμή. Μία αιχμή προσηλωμένη πάνω του. Ακονισμένη στην δική του αιχμηρότητα. Όπου αυτός δαπανάται. Όπου αυτός υποφέρει μιαν αδυναμία, μην αντέχοντας πια. Σ’ αυτήν την ψυχρότητα της επίθεσης τίποτε άλλο δεν έχει να αντιτάξει απ’ την σπουδή της πιο μικρούλας ανάμνησης, της πιο αδιόρατης. Μία παρέκκλιση στην κάθοδο της λήθης. Η μόνη που μπορεί να του δωρίσει μια ρωγμή. Όχι εξόδου. Όλες οι έξοδοι άλλωστε οδηγούνε εδώ. Αλλά ένα ίχνος. Να προσηλώνει το βλέμμα του, να αποχωρίζει τις σκέψεις του όλες. Κίνηση. Έλξη της σάρκας. Σπαραγμός. Τις βεβαιότητες που έψαχνε γύρω του δεν τις έβρισκε. Τα αισθήματά παρέμεναν ασαφή. Σε τι να ελπίσει; Ένοιωθε ανίκανος για οποιαδήποτε σκέψη. Το σώμα του; Μια αποχωρισμένη οικειότητα που την κυμάτιζαν αναπνοές Άλλοτε αργές και άλλοτε γρήγορες. «Αέρας», «ουρανός», «θάλασσα», «αλάτι», ήταν οι λέξεις που έβγαιναν από το στόμα του. Λέξεις φθαρμένες από μια δοκιμασία. Τι να γυρεύουν; Πώς φτερουγίζουνε σ’ αυτήν την μοναξιά; Και τι να θέλουνε να πουν; Ακόμη κάτι άλλο; Μιαν άλλη ίσως λέξη; Ένα όνομα; Ένα ίχνος ονόματος; Μια δυνατότητα ονομασίας; Όλα είναι πολύ πιθανά και όλα στραμμένα πάνω του. Κι’ αυτά τα ίχνη από βήματα στο σκονισμένο δάπεδο; Το μουσικό κουτί; Το ψύχος; Ένα κοκκινωπό σύννεφο βυθίζει αργά –αργά το τοπίο στο λυκόφως. Τοπίο της θάλασσας. Ευρυχωρία βυθισμένη στην ομίχλη. Αργές κινήσεις. Σύννεφα που έρχονταν στην ησυχία. Ακούμε αυτούς να μιλούν. Να δίνουν στο λόγο μια διάρκεια. Καμιά χειρονομία. Αλμύρα. Τα σύννεφα είχαν πλέον καταλάβει την απεραντοσύνη. Κοιτάζουν. Έχουν αφήσει το βλέμμα να κοιτάζει. Το αγνοούν. Γαλήνη. Ανάμνηση στις άπειρες επιστροφές της. Μια λάμψη απ’ το σκοτάδι των εικόνων. Μια προσμονή εκστατική. Σαν ένα όνομα που αφηγείται τις συσπάσεις, σαν ένα μάτι που όλες οι εικόνες του έλκουν το φως τους από εκείνο. Τα βλέφαρά του κλείνουν το σκοτάδι του θανάτου. Όταν τα κλείνει, η λάμψη της μικρούλας σου ανάμνησης πεθαίνει. Αργοσβήνει. Θα ήθελα να βρίσκεσαι εκεί για να μην σβήνει. Μ’ αυτό το όνομα που μένει όσο πυκνώνουν τα σκοτάδια. Και γίνεται ο ήλιος του μεσονυκτίου. Κενό αβυσσαλέο που κραυγάζει μέσα στην φωτεινότητα των άστρων. Κραυγάζει. Κραυγάζεις μαζί του. Στέκεσαι στα πόδια σου γερά και κραυγάζεις. Όλο σου το είναι, αυτό το όνομα να αντηχήσει. Μόνο που η κραυγή αυτή είναι εξαθλιωμένη. Αδύναμη μέσα σ’ αυτή την φωτεινότητα. Αναλίσκεσαι πάνω της. Αν χρειαστεί την ανακαλείς. Την αναμένεις. Αντικατοπτρισμοί που λάμπουνε όλα της μοναξιάς. Γι’ αυτό και η κραυγή δεν κραυγάζει. Γι’ αυτό τα βλέφαρα δεν κλείνουνε πότε. Το όνομα της ταπεινής σου ανάμνησης μένει απέναντι. Οράται. Ούτε γράφεται, το κείμενο δεν θα το μαρτυρήσει ποτέ, ούτε διαβάζεται, ούτε μπορείς εσύ να το κραυγάσεις. Μια λάμψη μόνο στο σκοτάδι. Μια πιθανότητα ισχνή να μείνεις ορατός σ’ αυτήν την διαδοχή των σκοταδιών που συνεχώς συσσωρεύονται. Συσσωρεύονται. Ορθώνονται μέσα σου. Κι’ αυτή η μικρούλα λάμψη τα περιφρονεί. Κάνει τα σκοτάδια να φθίνουν στη φωτεινή περιοχή της και την συσσώρευσή τους πιο απατηλή. Υψώνει μέσα σου μια κλίμακα που σ’ ανεβάζει. Γίνεσαι εσύ η κλίμακα που ανεβαίνει. Όλες οι διαβαθμίσεις του ύψους εσύ. Εσύ πάλι. Βροχή. Έπρεπε να βρέχει. Μικρές σταγόνες να πέφτουν απ’ τον ουρανό. Να μεταγγίζουνε στην γη κάτι απ’ την κενότητά του. Το φως που αντανακλώνταν στις σταγόνες δημιουργούσε άυλα πεδία. Καθέτους και διαγωνίους της στιγμής. Ύστερα ήλθαν τα φύλλα. Φύλλα στα λασπόνερα. Κίτρινα, είπες. Έρχονται κι’ άλλα σύννεφα. Κι’ άλλα σύννεφα να’ ρχονται . Με την αργή διαδοχή τους να σκοτεινιάζουν το τοπίο. Τώρα είναι βροχή. Άλλοτε ένα διάχυτο εκθαμβωτικό φως. Ακόμη πιο συχνά μια γκρίζα υποφωτισμένη ομοιομορφία. Υπάρχει τέλος και ένα φως που έλκει τις πεταλούδες, που κάνει τις πεταλούδες και τα πουλιά να πέφτουν πάνω του. Σε όλες αυτές τις μεταμορφώσεις του φωτός, το ένα βλέμμα θα επιστρέφει την αντανάκλασή του στο άλλο. Και μέσα σ’ αυτά τα παλιρροϊκά κύματα των αντανακλάσεων, σ’ αυτήν την ανεξίτηλη διάρκεια των επιστροφών, μια λέξη μόνο, μια τελευταία αναλαμπή αναγνώστη, αυτή που εξαντλεί όλες τις σκέψεις. Και εσύ; Εσύ που είσαι ορατός μέσα στις σκέψεις μου; Πεθαίνεις; Σε παίρνουνε οι σκέψεις μου μαζί τους; Η είναι μόνο αντικατοπτρισμός αυτό που λάμπει πάνω τους; Και αυτό το κείμενο; Καθρέπτης η καθρέπτισμα; Ύλη η λάμψη; Τίποτε. Μια σιωπή μόνο. Ένα ανήμπορο φως. Λησμονημένο λείψανο του έρωτα που μένει. Κάποτε έρχονται και οι λέξεις. Το καθιστούνε ορατό. Το συρρικνώνουν στο φως τους. Το κείμενο αφήνεται στην κίνησή του προς το τέλος. Όχι όμως και στην τελική του κίνηση. Σαν να είναι το τέλος η μόνη απροϋπόθετη αρχή του. Τα σύννεφα πυκνώνουνε στον ουρανό. Στο βάθος του ορίζοντα μια βαθυγάλανη γραμμή δείχνει αδύναμη. Μάχεται. Μένει ασαφής.
Η φωτογραφία είναι του Malerie Marder