Quantcast
Channel: λεξήματα
Viewing all articles
Browse latest Browse all 155

Στην ποιητική της ιδέας

$
0
0
 
Ζούμε σήμερα στον ορίζοντα ενός ισχυρού και αναπόφευκτου πεπρωμένου, του πεπρωμένου του Καπιταλισμού. Μια φουκουγιαμική τελικότητα που εγγράφηκε στο κοινωνικό υποσυνείδητο ως το οριστικό συμπέρασμα της ιστορίας. Μία απόφανση που διασάλευσε τον ορίζοντα όλων των ουτοπικών ιδεολογιών και εκπραγμάτισε το λόγο τους. Μια πυρηνική απονεύρωση, η ακύρωση της ίδιας της εξωστρέφειας του ανθρώπου, αυτής της αναφορικής του δεινότητας. Το σύγχρονο πολιτικό υποκείμενο δεν ελκύεται πλέον, δεν συν-κινείται, έγινε το σύμπτωμα μόνο, το ακίνητο σύμπτωμα της απωθημένης του αλήθειας, της αλήθειας του άλλου. Όμως είμαι-μέσα-στον-κόσμοχάριν αυτού του άλλου, αυτού του αντίπαλου πάντα άλλου που διαγράφει και τον αρνητικό μου ορίζοντα, τον ορίζοντα των υπαρκτικών και εξαρνημένων μου προσδοκιών. Είναι μάλιστα αυτός ο άλλος, το όχιτου άλλου, που θα εξεγείρει τη θέση μου, που θα κάνει το Είναι μου ένα φλεγόμενο Είναι, μία αλύσωση εξεγερμένων συμβάντων. Δεν υπάρχω ερήμην του, υπάρχω στον κόσμο του, στη δυσανεξία που διαρκώς μου εγείρει. Είναι η γλώσσα που προσκρούει στη δική μου γλώσσα, η διαλεκτική της πυρηνικής μου διαστροφής. Η απόσυρση αυτού του άλλου από τη σκηνή της ιστορίας είχε συνέπειες και πάνω στο ίχνος του καπιταλιστικού λόγου. Η σύγχρονη καπιταλιστική μορφή έχει αναλάβει στις μέρες μας την πιο πρόστυχη εκδοχή της, αυτή του φιλελεύθερου πραγματισμού. Μία αδιάφορη δράση που απλώς συντηρεί την επάρκεια του συστήματος, την υπερτάχυνση της μηχανής του. Μια τεχνικότητα που δεν εγγυάται το νόημα των πραγμάτων, δεν το εγγυόταν άλλωστε ποτέ, αλλά τη λειτουργικότητα τους, την ολική τους εκπραγμάτιση. Αυτό το μη νόημα του Καπιταλισμού, αναπληρώνεται έτσι από την ισχύ της λειτουργικότητας του. Η πραγματιστική του θεώρηση δεν είναι η θετική του ανταπόκριση στο κατ’ επείγων αίτημα του κόσμου, στην αλήθεια των πραγμάτων αλλά ο εκμηδενισμός αυτού του ίδιου του κόσμου, ο βαθμός μηδέν της επιθυμίας του. Το ασυναγώνιστο σήμερα του φιλελεύθερου λόγου είναι ακριβώς αυτή η εξαίρεση του νοήματος, η περίκλειση του κόσμου απέναντι στο νόημα που τον περιβάλλει. Η απροθυμία των φιλελευθέρων να στοχαστούν πάνω στον βαθύ ορίζοντα των κοινωνικών προβλημάτων δεν εξηγείται από το πάθος της κατεπείγουσας επίλυσης τους, όπως αυτοί υποστηρίζουν, αλλά αποτελεί απλώς ένα ακόμη σύμπτωμα αυτής της περίκλεισης του κόσμου. Η πραγματικότητα στεγανοποιεί την περιοχή του εσωτερικού της πυρήνα, γίνεται ακοινώνητη μ’ αυτό το μυστικό που εμπεριέχει, με το εσώτατο ίχνος του Πραγματικού που σε κάθε ανάδυση του διασαλεύει αυτή την επίπλαστη τάξη του κόσμου προς την κατεύθυνση πάντα της πυρηνικής του απορίας.
O Κομουνισμός δεν ήταν και δεν μπορεί να είναι ποτέ αυτή η πραγματικότητα του ανθρώπου αλλά η δυνητικότητα του, η ποιητική του μόνο δυνατότητα, η δυνατότητα, και όχι πάντως η μοναδική, να υπάρχει πέρα των ζωικών – καπιταλιστικών - του ενστίκτων, πέραν του ζωικού του ντετερμινισμού. Δεν έχει καμία σημασία που απέτυχε το σοβιετικό πείραμα, σημασία έχει που έλαβε χώρα, όχι μόνο στον ιστορικό αλλά και στο ψυχικό χρόνο του ανθρώπου. Διάνοιξε μια δυνατότητα για τον ίδιο τον άνθρωπο, τη δυνατότητα της ιστορικής του συγκίνησης. Δείτε τα βίντεο στο YouTube από την Οκτωβριανή επανάσταση, τον κόσμο που κατέβαινε στους δρόμους, την αμηχανία του, να τρέχουν από δω κι από κει, να συν-κινούνται από τον έναν και τον άλλον. Αυτή η δυνατότητα του ανθρώπου που οφείλει εκ νέου όμως να ανακτήσει τη θέση της στη σύγχρονη και χειμαζόμενη σκηνή. Μία υπόσχεση ακυρωμένη ιστορικά που οφείλει στον άνθρωπο την αναγέννηση της, την απροϋπόθετη επανεκκίνηση της. Μια επανεκκίνηση κυριολεκτικά εκ του μηδενός, που δεν θα εδράζεται πουθενά, που δεν θα επενδύει στις ριζώσεις της, στις ιστορικές και θεωρητικές καταγωγές της, αλλά εκμηδενιζόμενη θα επαναδιατίθεται στα σημεία των καιρών. Αυτή η αιώνια ιδέα του Κομμουνισμού, όπως θα πει ο Ζίζεκ, που οφείλει διαρκώς να καινοποιείται, να δοκιμάζει τις αντοχές, όχι τις δικές της, αλλά του νέου, του αναδυόμενου κάθε φορά κόσμου, μαζί και τις αντοχές της αριστερής σκέψης. Το «ιακωβίνικο-λενινιστικό παράδειγμα», με το χαρακτήρα της «σωφρονιστικής τρομοκρατίας» του, αποδεικνύεται ακόμη και σήμερα ένα ισχυρό και ανθιστάμενο σημείο, ένα παράδειγμα που εκθέτει τη διαθεσιμότητα μιας σειράς διανοουμένων που εγκλωβίζονται στην ιστορική του μοναδικότητα, (Zizek, Badiou). Το λενινιστικό όμως παράδειγμα, το τελευταίο μεγάλο αυτής της κομμουνιστικής παράδοσης, είναι ένα κλειδί που δεν ανοίγει τίποτε σήμερα. Ένα νόημα αποσυρμένο, ένα διαφυγών ίχνος. Τίποτε μέσω αυτού του παραδείγματος δεν μπορεί να αρθρωθεί, να εκδηλωθεί. Η οποιαδήποτε συναλλαγή μαζί του δεν συγκροτεί πια καμιά παραγωγική επικοινωνία, ένα μυστικό έστω νόημα. Δεν ευθύνεται γι αυτό η ιστορική του αποτυχία, αλλά το αδιάθετο του, το μη αντιστρέψιμό ίχνος του, η σιωπή της απόκρισής του. Είναι η λιβιδινική του αδυναμία μπροστά στις σύγχρονες προσκλήσεις. Δεν ελκύεται πια, δεν απορροφάται. Είναι ένα κενό υπόλειμμα, ένα ασύμπτωτο, μια τελειωμένη υπόθεση, ένας άκυρος λόγος.


Σήμερα η ιδέα του κομμουνισμού δείχνει να βρίσκεται σ’ αυτό το πουθενά του τέλους της ιστορίας. Σε μια κατακρημνισμένη στιγμή αλλά και σε ένα καινοφανές περιβάλλον όπου καλείται να αναλάβει εκ νέου το λόγο του. Η σύγχρονη επιταχυνόμενη πραγματικότητα (περιβαλλοντικό, βιογενετική, ψηφιακό), διαπλάθει το ίχνος ενός Πραγματικού, των υβριδιακών μεταμορφώσεων ενός εμπλουτισμένου ανθρωπινού μορφώματος, που οφείλουμε κατ’ αρχήν να αναγνωρίσουμε. Απέναντι στο αποσυρόμενο ιστορικό υποκείμενο του «προλεταριάτου», υπάρχει μια απορημένη, μετά-ανθρώπινη συνείδηση, αυτή της βιογενετικής και ψηφιακής επιτάχυνσης. Αν οι σύγχρονες συνθήκες διαμορφώνουν πράγματι ένα άλλο πεδίο, ένα αλλού, αυτό το αλλού είναι ο τόπος του άλλου, η σύγχρονη δοκιμασία της κομμουνιστικής ιδέας. Η συνείδηση αυτής της νέας οικουμενικότητας δεν προκύπτει σήμερα μέσα από την τριβή των πραγμάτων, όπως στην εποχή του προλεταριάτου, αλλά από την απουσία των πραγμάτων, μια απουσία όμως που εκθέτει και την δική της πολιτική πράξη. Είναι μια φαντασματική σκηνή που οργανώνει το αδύναμο ίχνος της υλικότητας του κόσμου. Μια απισχνασμένη στοιχείωση που εκθέτει και τον αναπαραστατικό της περίγυρο. Μία σκηνή ομοιωμάτων, γενετικών, ψηφιακών, διασεξουαλικών, που διαταράσσει την εμπορευματική και όχι μόνο αξία του κόσμου. Το ζήτημα για παράδειγμα των πνευματικών δικαιωμάτων στο διαπλανητικό της ψηφιακής κυκλοφορίας ή η ποιητική του διασεξουαλικού ίχνους όπως και οι γενετικές επιλογές οργανώνουν κυριότητες και τροπικότητες μιας καινοφανούς στρατηγικής που αντιστρέφει ριζικά όλο το πλαίσιο της σύγχρονης κατανόησης. Οι ανταγωνισμοί και οι αποκλεισμοί εντός αυτού του νέου πλαισίου απαιτούν την οξυμένη μας προσοχή. Τα πάντα σήμερα επανασυμβολοποιούνται στον ορίζοντα μιας διαστρεψιμότητας που εξαχνώνει τις μορφές και τις αντοχές τους. Είναι αυτή η καπιταλιστική μορφή της απεδαφοποίησης που, όπως σωστά επισημαίνει ο Ζίζεκ, είναι και αυτή που αυτοεπαναστατικοποιεί την ίδια την τάξη των πραγμάτων. Το ερώτημα λοιπόν που θέτει είναι καίριο: «Πως θα επαναστατικοποιήσουμε μια τάξη πραγμάτων που η ίδια έχει θέσει ως αρχή της τη συνεχή αυτοεπαναστατικοποίηση;» Το εγχείρημα φαντάζει αδύνατο και όχι απλώς δύσκολο. Από την άλλη υπάρχει και το Πραγματικό του Κεφαλαίου, (Zizek). Μία απ’ αυτές τις αναγκαιότητες που καθορίζουν και το πλαίσιο της φυσικότητας του ανθρώπου. «Εκτός απ’ τον αέρα, τη γη, το νερό και τη φωτιά, το χρήμα είναι η Πέμπτη φυσική δύναμη με την οποία είναι αναγκασμένος ν’ αναμετριέται πιο συχνά ο άνθρωπος», θα πει ο Joseph Brodsky. Ένα «θεϊκό» αντικείμενο, δεν υπάρχουν πολλά, που διαγράφει την οικεία αλλά και την κοσμική μαζί τάξη, την σκηνική μας πραγματικότητα. Ένα καθαρά Πολιτικό μέγεθος. Η διαταραχή του προκαλεί αυτόματα μια ζωική εκτροπή, μια κατάσταση κρίσης. Στην παρούσα χρηματοοικονομική κρίση η ανακεφαλαίωση έτσι των τραπεζών και η θωράκιση της αξιοπιστίας τους, ήταν ένα μέτρο εκ των ουκ άνευ. Ένα απροϋπόθετο κατεπείγον που δεν έρχεται για να ηρεμήσει μόνο τις αγορές αλλά και αυτόν τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου. Η αριστερή κριτική χάνει διαρκώς την αξιοπιστία της στο δημόσιο λόγο όταν δεν αναγνωρίζει το Πραγματικό μέγεθος αυτών των συσσωρευμένων μηδενικών και ας τα μελέτησε ο Μαρξ τόσο εξαντλητικά.
Η διαφορά αλλά και η σχέση που αναπτύσσεται σήμερα μεταξύ μιας υποβαθμισμένης ανθρωπινότητας και μιας αποδυναμωμένης συλλογικότητας εξαρθρώνει κάθε δυνατή συνδυαστική. Η «προλεταριοποίηση» που επιχειρεί να διαβάσει πάνω σ’ αυτό το τοπίο ο Ζίζεκ δείχνει αδύνατη γιατί δεν αναγνωρίζει τον απόκοσμο χαρακτήρα αυτών των εξελίξεων. Υπάρχει σήμερα μια επαναψηφιοποίηση του κοινωνικού περιβάλλοντος άρα και αυτής της «δημόσιας χρήσης του λόγου», που το καθιστά αχαρτογράφητο και ακαριαίο. Οι ταυτότητες των υποκειμένων λόγω αυτής ακριβώς της ανθρωπολογικής τους μετάλλαξης, και εδώ ο Flusser έχει στοχαστεί μοναδικά, είναι αφιερωμένες στα εφήμερα μοντέλα της προσομοίωσης τους, στο φαντασιακό των εν-τυπώσεων τους. Οι πολιτικές των νεοφιλελεύθερων εκδηλώνονται ακριβώς πάνω σ’ αυτή τη συχνότητα και γι ατό είναι ασυναγώνιστες. Όλες οι πολιτικές άλλωστε, όπως έχει επισημάνει και ο Baudrillard, είναι «υλοποιημένες εντυπώσεις». Η πολιτική ως ο τόπος της αλήθειας, και άρα το Πολιτικό εδώ, εκδηλώνεται, στιγμιαία μόνο, στα ατυχήματα της ιστορίας, στις συμβαντικές της αποκαλύψεις. Στο θάμβος αυτών των φωτεινών εκρήξεων όπου τα υποκείμενα αναλαμβάνουν την υπερταυτολογική τους θέση, τη μοναδική τους θέση μέσα στην ιστορία, για να την απολέσουν και πάλι στην συνέχεια.

Το βιομηχανικό προλεταριάτο του 19ου αιώνα είναι σήμερα ένα κενό νόημα, μια ακυρωμένη μορφή στο περιβάλλον των σύγχρονων ανταγωνισμών. Η παρουσία του στο λόγο της σύγχρονης αριστεράς, μαρξιστικής ή μεταμαρξιστικής, εξηγείται λόγω της αυτοσαγήνευσης του, της φετιχοποίησης που έχει υποστεί σ’ αυτή τη πρωτόγονη και πρωτότυπη σκηνή της γλώσσας όπου αναδύθηκε. Καθηλώθηκε, όταν ακόμη και στις μαρξικές του αναλύσεις, η αλήθειά του εντοπιζόταν στο εφήμερο χαρακτήρα του, στη μεταβλητότητα του. Γι αυτό και το επαναστατικό υποκείμενο δεν είναι το ίδιο κάθε φορά, αλλά πάντα κάποιο άλλο, αυτό που οι συνθήκες κάθε φορά αναδύουν. Είναι μάλιστα αυτός ο εφήμερος χαρακτήρας του που διαπλάθει και το συμβαντικό χαρακτήρα της ίδιας της επαναστατικής πράξης. Ο ασυνείδητος χαρακτήρας αυτής της αναπάντεχης και αδιανόητης αλύσωσης που αποκλείει και την περίκλειση του. Η εκτροπή του είναι και ο αυθεντικός του χαρακτήρας, η εξαρνημένη του μορφή, η ίδια η μορφή της εξάρνησης. Πάνω στη σκηνή αυτής της διάχυσης αυτό που συντελείται δεν είναι ένα στέρεο και αμετάβλητο, μέσα στο μεταβλητό της ιστορίας, γνωστικό θεώρημα, αλλά ο ορίζοντας μιας ψυχικής και νοηματικής διέγερσης, αυτή η ίδια η νοηματική πράξη της συμβαντικότητας. Ένας «αναγραμματισμός» που θα επιδίδεται στην ίδια την αποδόμηση του εαυτού του, του γλωσσικού του εαυτού. Ο συμβαντικός, επαναστατικός έτσι χαρακτήρας της κομμουνιστικής ιδέας εντοπίζεται ακριβώς σ’ αυτή την αναγραμματική πρόκληση. Μια πρόκληση που θα διαθέτει το υποκείμενο της στην ολική του διαθεσιμότητα και αποκρυψιμότητα. Μια αδιάγνωστη θέση που συμβαντικοποιεί και το ελάχιστο ίχνος της εμφάνειας της. Αν η σύγχρονη αριστερά έχει απολέσει τον επαναστατικό της χαρακτήρα αυτό οφείλεται στον αυτοεγκλεισμό της σ’ αυτή την κρύπτη των κέρινων ομοιωμάτων της. Ομοιώσεων που σαγηνεύουν αλλά δεν αποπλανούν, δεν συν-κινούν, δεν εκτρέπουν. Ο σαγηνευτικός τους ορίζοντας έγινε και ο ορίζοντας της καθήλωσης της, αυτός ο ορίζοντας του θανάτου. 

 
 
Μια σταθερά μέσα στο στερέωμα της κομμουνιστικής ιδέας είναι και η πίστη στην βιαιότητα της δράσης. Η προσδοκία όλων των χειραφετητικών κινημάτων δεν ήταν άλλη από την βίαιη ανακατάληψη της θέσης του άλλου. Όλες οι άλλες πρακτικές απορρίπτονταν ως αδρανείς. Ακόμη και σήμερα πολλοί αριστεροί διανοούμενοι επενδύουν πάνω στη βιαιότητα κάποιων τυχαίων, τις περισσότερες φορές, στιγμών και οραματίζονται το νέο επαναστατικό υποκείμενο που μόλις και ξεπροβάλει στη σκηνή της ιστορίας. Είναι κι αυτό όμως ένα από τα ιδεολογήματα που πρέπει να εγκαταλείψουμε. Η βία σήμερα δεν συγκροτεί ιστορία. Είναι ένα ακόμη από τα ψευδομοιώματα αυτού του κόσμου. Δεν συνιστά ένα συμβάν, δεν διαταράσσει τον ισχύοντα λόγο. Είναι το αναμενόμενο. Όλοι γνωρίζουν τι επακολουθεί μιας μεγάλης πορείας. Έχει εκπέσει στον τόπο του «πολιτικού κενού», μια σιωπή που δεν αποκρίνεται πια σε κανέναν μεγάλο Άλλο, ούτε καν στον δικό της. Μια απελευθέρωση ενέργειας που διολισθαίνει διαρκώς στην εξασθένηση του νοήματος της. Δεν κομίζει τίποτε, αναλώνεται μόνο, στον αρνητικό της ορίζοντα, στη φατική αναπαράσταση της άρνησης της. Η βία είναι σήμερα αυτό που στερείται αφήγησης. Μια χουλιγκανική απορία μπροστά στον ηγεμονικό λόγο του Κράτους. Το Κράτος, ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα εδώ, που είναι και ο θρίαμβος όλων των δυνατών αναπαραστάσεων. Το Κράτος δεν καταλύεται, είναι πάντα εκεί, στην αιώνια ακινησία του, ακόμη και όταν εγώ ελευθεριάζω, όταν εκ-δηλώνω την απόσυρσή του, εύστοχα λοιπόν ο Ζίζεκ το εγκαταλείπει στην κυριαρχία του. Μπροστά στο αδιέξοδο λοιπόν της βίαιης αντίδρασης, της μιας κατά μέτωπον επίθεσης στο Κράτος, ο Ζίζεκ αλλά και ο Badiou, προτείνουν «να στοχεύουμε σε μια υφαίρεση απ’ το ηγεμονικό του πεδίο». Μια υφαίρεση που θα καταδείξει και αυτά τα όρια του Κράτους και μάλιστα χωρίς να τα προσβάλλει στο ελάχιστο. Είναι εδώ και η αναφορά του Ζίζεκ στη σκανδαλώδη διατύπωση του Καντ «υπάκουε αλλά να σκέφτεσαι». Όντας μέσα στο Κράτος διαφύλαξε και εδραίωσε τη διαφωρά σου. Το πρόβλημα σ’ αυτή την πρόταση του Ζίζεκ είναι ότι το Κράτος δεν είναι μόνο το παιγνίδι αλλά και οι κανόνες μαζί του παιγνιδιού, η εξ-αίρεση της ανυπακοής είναι μία ακόμη από τις περιοχές της ηγεμονίας, ο εγκαθιδρυμένος από το ίδιο το Κράτος αποκλεισμένος ορίζοντας. Οι αγανακτισμένες πλατείες, τα αυτοδιαχειριζόμενα πάρκα, οι κολεκτίβες, τα εναλλακτικά δίκτυα, υπάρχουν χάριν αυτής της δυνατότητας που τους παρέχει το Κράτος, παίζουν μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού, στους κανόνες της ανυπακοής του. Το παραδέχθηκε άλλωστε και ο ίδιος ο Ζίζεκ, όταν επισκέφθηκε το 2009 το αυτοδιαχειριζόμενο πάρκο της Ναυαρίνου λέγοντας στους «συντρόφους» που επιδίδονταν στην επαναστατική πράξη της κηπουρικής: «αν ήμουν καπιταλιστής θα χρηματοδοτούσα παντού τέτοια πάρκα».
Η συνείδηση της κομμουνιστικής ιδέας δεν μπορεί να καθορίζεται μόνο από το περιοριστικό πλαίσιο της κυτταρικής – ιστορικής της μνήμης, αλλά οφείλει να αρδεύει και από το βάθος των ασυνείδητων καταβολών της. Είναι αυτός ο λανθάνων λόγος που εκτρέπει τη συνείδηση και διαγράφει τον ορίζοντα της επαναστατημένης της πράξης. Η επαναστατική πράξη δεν ανήκει στην τάξη της φαντασίωσης, ούτε όμως και της συνείδησης, ανήκει στην τάξη της εκτροπής και γι αυτό στην τάξη της απόλαυσης. Είναι έτσι αυτή η αλύσωση των αποτυχιών του κινήματος που εγγράφουν και την ιστορία του. Δεν μπορείς να κάνεις επανάσταση, μπορείς όμως να εκτρέπεσαι σε επανάσταση, να εγκαταλείπεσαι στην αδιανόητη φορά των πραγμάτων, στον εξωπραγματικό ίλιγγο του άλλου που έρχεται πάντα τυχαία και πάντα από κει που δεν τον περιμένεις. Είναι αυτό το ντελεζικό τυχαίο που διασαλεύει κάθε προϋπόθεση στρατηγικής. Ριζοσπαστικοποιείς ένα χώρο όσο τον διανοίγεις σ’ αυτή την τυχαιότητα, στην απρογραμμάτιστη και ανέλπιστη συνάντηση του με τον άλλον. Το παραπάνω δεν περιγράφει μια παθητική στάση αλλά μια γρηγορούσα αναμονή, αυτό το καθεστώς της επιθυμίας. Ο άλλος θα ρθει, αλλά θα ρθει σε χρόνο και σε τόπο ανέλπιστο, κυριολεκτικά «εν τω μέσω της νυκτός», και οι μωρές παρθένες θα αποδειχθούν, αυτή τη φορά, αυτές που αναμένουνε και οργανώνουνε την έλευση του. «Ο Μεσσίας έρχεται μετά την άφιξη του, όχι την τελευταία αλλά την εντελώς τελευταία ημέρα», θα πει ο Kafka. Η αριστερά έχει φανεί πολλές φορές στην εποχή μας μια μωρή παρθένα, όντας αμετακίνητη στη θέση της κατορθώνει και χάνει όλα της τα ραντεβού. Έχει μεγάλη σημασία αυτή η πίστη στο ανέλπιστο της ώρας, όπου την πρωτοβουλία των κινήσεων δεν την έχει η δική μας οργάνωση αλλά ο άλλος. Η γενναιοδωρία και η τυχαιότητα μόνο των ελεύσεων του. Το μόνο που μας μένει είναι αυτό: η εξάσκηση μας μόνο στην αγρύπνια της αναμονής του.

Είμαστε όμως πάντα σ’ αυτόν το λάκκο με τα φίδια της πραγματικότητας και μ’ αυτόν τον ίλιγγο της επιθυμίας που διαγράφουν και τα δύο τις ασύμπτωτες τροχιές τους. Η οφθαλμαπάτη των πραγμάτων αλλά και η παραίσθηση μαζί του θανάτου τους. Αυτή η ευθραυστότητα της ιδέας πάνω στη σκηνή του κόσμου, το εφήμερο ίχνος της και οι αδύνατες προοπτικές της πραγμάτωσης της. Είναι αυτό το Πραγματικό ίχνος της ιδέας, το Πραγματικό της πραγματικότητας, που αίρεται, όταν αγγίζει την στρατόσφαιρα των πραγμάτων. Δεν είναι ο ουτοπικός χαρακτήρας της ιδέας, αλλά ο αδύναμος και αδύνατος χαρακτήρας των πραγμάτων, η περίκλειστη και προδιαγεγραμμένη τους θέση. Αναφέρει κάπου ο Badiou ένα συγκινητικό περιστατικό: Η παρισινή κομμούνα διήρκησε 72 ημέρες. Όταν ξημέρωσε η 73η της σοβιετικής επανάστασης ο Lenin βγήκε και χόρευε μόνος του τα μεσάνυχτα πάνω στο μοσχοβίτικο χιόνι. Μια ακόμη μέρα για τον άνθρωπο, λίγες ώρες ακόμη, ακόμη λίγο, κι αυτό μόνο.


Οι φωτογραφίες είναι του Paul Graham.

Viewing all articles
Browse latest Browse all 155

Trending Articles