Το σώμα, το δικό μου σώμα, είναι όπου παραδίδομαι στον Άλλον. Δεν φέρω εγώ τον Άλλον, ο Άλλος με φέρει, με εκ-φέρει στην δική του εξωτερικότητα, στην ετερότητα της μοναδικής του επιθυμίας, μιας επιθυμίας που εγγράφεται πάνω μου, εκ-θέτοντάς μου το σώμα, το ανάγλυφό του, τις φανερώσεις του και αποκρύψεις του. Ο Άλλος, που αναγνωρίζεται στην ερήμωσή μου, στα ίχνη της απώλειάς μου, και όχι στη σαφήνεια της φαινομενικότητάς του. Το σώμα έτσι είναι ένα βίωμα πέραν του σώματος, αυτή η ενδοκρινολογική του απώλεια, και γι αυτό μια ποιητική της γλώσσας, μια εσωτερικότητα που διατίθεται στην εξωτερικότητά της, στη δοκιμασία των αντοχών του. Η γλώσσα διεγείρει το σώμα, το εγγράφει, τ'αφιερώνει στα σημεία της, το εγκαταλείπει. Η γλώσσα είναι, μία απώλεια του σώματος, αυτή η αδύνατη μεταφορά του. Το σώμα κείται, υπόκειται, κειμενοποιείται, διασύρεται, ένδοθεν και έξωθεν, και πάλιν το σώμα είναι, ότι από-μένει απ'αυτόν τον διασυρμό. Ο αποφατικός χαρακτήρας του Άλλου, του Άλλου της γλώσσας, εγγράφει το σώμα στον αρνητικό του χαρακτήρα, στο μαυρόασπρο της φθοράς του, στη στιγμή του θανάτου του, που γίνεται και η στιγμή της μοναδικής του Αθανασίας.
Πάνω στο αρχετυπικά αρρενωπό παράστημα έτσι του Κούρου, ο Χριστοφιλογιάννης εγγράφει μια αισθητική και αισθηματική εκλέπτυνση. Την ιδιόχειρη γραφή μιας χειροτεχνημένης δαντέλας που διατρέχει και διαστρέφει το κατατεθειμένο σώμα στην από-καλυπτικότητα της υλικότητάς του. Παρ'όλη την αρρενωπότητα των συγκεκριμένων γλυπτών, στον συγκεκριμένο κούρο, τον κούρο της Βολομάνδρας, εντοπίζονται κάποιες μορφολογικές αποκλίσεις, που οι αρχαιολόγοι τις ονομάζουν “λανθάνουσες κινήσεις”, και που διαθέτουν στο γλυπτό μιαν αμφίσημη ένταση. Η λεπτότητα των χαρακτηριστικών του, η περίτεχνη κόμη του, αλλά και το ελαφρύ του μειδίαμα, χαρακτηριστικό γνώρισμα των αρχαϊκών γλυπτών, το εκτρέπουν από σήμα θανάτου που ήταν σε μια φιλήδονη μορφή. Λανθάνουσες κινήσεις, που μόνον όμως ως τέτοιες μπορούν και να εκθέσουν στον τόπο του Ίδιου, το ίχνος του Άλλου.
Το ίχνος του Άλλου, που είναι και ίχνος μιας αρνητικότητας, το εσώγλυφο μιας απώλειας, μια οπτική, εν τέλει, ψευδαίσθηση, ένα παιγνίδισμα της εικόνας, μία επένδυση, ό, τι απέμεινε απ'αυτήν. Το σώμα του Κούρου, γίνεται έτσι, στο έργο του Χριστοφιλογιάννη, ένα αυτοπαθές αντί-κείμενο. Μέσα στον φλογισμό των μετωνυμιών του, εντοπίζει και την αλήθειά του. Χαράξεις που του επέφερε ο πόθος και τον περιζώνουν τώρα στη διαφορά του. Η φλεγόμενη δαντέλα αφήνει μόνο τα εσώγλυφα ίχνη της πάνω στο δοκιμαζόμενο σώμα. Ένα σώμα που φλέγεται, αυτός ο φλογισμός του βλέμματός του, μία μορφή πλέον εξαϋλωμένη, μία διάτρητη επιφάνεια. Χαράξεις λοιπόν, ρωγμές, αυλακώσεις νοήματος, ιστορημένα ίχνη, αυτά μόνο τα ίχνη του Άλλου.