Είμαστε όλοι εκτεθειμένοι σε μια αδυναμία. Σε μια αδυναμία δεσμού, σεξουαλικού, κοινωνικού, πολιτικού. Μια αδυναμία που μας εκ-θέτει στο σύμπτωμα του Άλλου, σε κάτι που δεν μας συντροφεύει και μας εγκαταλείπει στη μοναξιά. Η στέρηση του Άλλου δι-εγείρει την επιθυμία μας, και μας εξαντλεί στην έγερσή της. Μια επιθυμία που διαγράφει τον Άλλον, εν-τοπίζοντάς τον στην έλλειψή μου, στην τοπική της ατοπίας του, στο α-τόπημα, εν τέλει, της απόλαυσής του. Η έλλειψή μου είναι και η έκλειψη του Άλλου, το αναπάντητο των αιτημάτων μου και το ασίγαστο των απευθύνσεών μου. Ένα ασύμπτωτο που διαθέτει και το παράδοξο ίχνος του Άλλου, τη φασματογραφία του, τη δι-αφάνειά του. Μια διαφάνεια που τον υπαγορεύει σε όλα τα αντικείμενα της επιθυμίας, σε όλες τις δυνατές, και αδύνατες μαζί, ενσαρκώσεις του. Προβολές όλα που εκθέτουν τη δική μου, πάντα, έλλειψη. Ο Άλλος με εκθέτει στην έλλειψή μου και αληθεύει την αδυναμία μου. Με εγγράφει σ'αυτό που με δοκιμάζει και μ'αφιερώνει στη μοναξιά.
Η έλλειψή μου, κι η διασπορά μου. Ξανά και ξανά. Η μερικότητά της, η ολικότητα του θραύσματός της. Αυτό που (δεν) εντοπίζεται στο σώμα και αποδίδεται στον Άλλον. Η στιγμή της α-ορατότητάς του, όταν αναλαμβάνει την έλλειψή μου, και προσδιορίζεται πάνω μου ως μία πλήρωση του εαυτού. Αφοσιωνόμαστε σ'αυτή τη φαλλική λειτουργία που μας εντοπίζει ως απώλεια και μας εγγράφει ως πλήρωση. Μια φαντασιακή λειτουργία που φιλοτεχνεί, μέσα στο θύλακα του ευνουχισμένου σημείου, μια αποκαλυψιακή μορφή, το ίχνος μιας συντροφικότητας, που αναλαμβάνει την υπόσχεσή της, στη μοναδικότητα της μερικότητάς της, στο όνομα μιας συνθήκης που ο Lacan θα ονομάσει αντικείμενο μικρό α. Μια θέση αντικειμένου που υπάρχει και δεν υπάρχει, που υπάρχει όσο δεν υπάρχει, αλλά που εγείρει και τη σκηνή της φαντασιακής του σαγήνης. Μια μυστική λειτουργία, με διακριτή εικονοποιία, που αντιτίθεται και πρεσβεύει, που επουλώνει και σταθεροποιεί, και εδραιώνει το δικό της πραγματικό, το πραγματικό ενός συμπτώματος που διαστρέφεται, και γίνεται απόλαυση, μία απόλαυση καθαρή, η ίδια η α-δυνατότητά της. Είμαστε έρμαια της τροπικότητας αυτού του συμπτώματος, ενσαρκώσεων που αναδεικνύουν τον πόνο και την απόλαυσή του ως ένα και το αυτό.
Η επιθυμία γεννά αυτό: συμπτώματα, εμπλοκές της απόλαυσης, κάποιες φορές και αποκαλυπτικές διασχίσεις στο πεδίο του Άλλου. Αναφερόμαστε σ'αυτόν και επενδύουμε πάνω του για να του αποσπάσουμε τα θραύσματα της έλλειψής μας, αυτά τα μικρά α που κουμπώνουν πάνω μας και ιχνογραφούν την ταυτότητά μας. Εξαντλούμαστε έτσι μέσα στην υπόσχεση αυτής της θραυσματικής μορφής, στον απεριόριστο ορίζοντά της. Πυρήνες απόλαυσης που γίνονται και πυρήνες θανάτου, καταστροφής του Εγώ, μιας ψυχικής διάρρηξης που συμπτωματοποιεί την επιθυμία μας στο μη είναι του ονόματός της. Η ανωνυμία του Άλλου, διαθέτει τα σημεία του, την κοινοχρησία τους, αλλά και το σύμπτωμα της αλήθειας του. Γίνεται τότε αυτός ο Άλλος, ο Άλλος της διάψευσης των σημείων μας, που πάνω τους προσδοκούσαμε την πλήρωσή μας. Ο Άλλος του συμπτώματος και το Άλλο του συμπτώματος. Το αίτημα της επιθυμίας που γίνεται τώρα κι ένα ατόπημα της γλώσσας, μία επένδυση πέραν του Άλλου, κάποιες στιγμές, ακόμη και πέραν αυτού του Άλλου της γλώσσας.
Όταν εμμένω στο σύμπτωμά μου, εμμένω στην απόλαυσή μου, μία απόλαυση που με χαρακτηρίζει, και εγγυάται τη διάρκειά μου, αυτό το encore στην ακοινωνησία του Άλλου. Διαβιούμε μέσα σ'αυτή την εκ-φορά, σκοποθετούμε την επιθυμία μας στην μετουσίωση αυτής της απώλειας. Είμαστε πάντα εν υπνώσει στο σύμπτωμα μας, ανεξαρτήτως τι μας επιφυλάσσει αυτό. Μία ενόρμηση ζωής και θανάτου, που μας παραλύει, κάνοντάς μας υποχείρια μίας ενέργειας που υπερέχει. Εγκαταβιούμε μέσα στο σύμπτωμα, αναγνωρίζοντας τη συνθωματική του διάσταση, και αποκτώντας, μέσα στο χρόνο, τη γνώση του. Δεν το προσβάλλουμε, μετέχουμε μόνο, σ'αυτό το status της απελπισίας μας και της χαράς. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με την εικόνα μας, θα πει ο Jacques-Alain Miller, όταν διαχειριζόμαστε τα σημεία της, απαλύνουμε τις αδυναμίες της, και μεταβολίζουμε το θάνατό της. Είναι η δική μας εικόνα, αυτή η εικόνα του Άλλου, και συμφιλιωνόμαστε μαζί της. Το Πραγματικό καιροφυλακτεί, πάντα, οι διαρρήξεις του, οι από-γοητεύσεις του.
Απευθύνομαι. Εξαντλούμαι στο γλωσσικό συμβάν που με χαρακτηρίζει. Μία εκ-δήλωση που με εμπλέκει σε ονοματοδοσίες του ακατονόμαστου και σε ταυτοποιήσεις του αταυτοποίητου. Μία α-ορατότητα, πέραν του οφθαλμού, που με διανοίγει στον ορίζοντα του Άλλου, που γίνεται κι ο μοναδικός ορίζοντας της προσδοκίας μου. Όταν απευθύνομαι στον Άλλον, τον εγγράφω στα κενά της έλλειψής μου, που γίνονται και οι οπές της απόλαυσής του. Κι όταν ο Άλλος με εντοπίζει στις απευθύνσεις μου, με εκτοπίζει και στη διασπορά τους, στις επίμονες εκζητήσεις μου. Γίνομαι έτσι ένας περίγελος του εαυτού, ένας νομάς της επιθυμίας, που αναλαμβάνει όλα τα σχήματα των αιτημάτων της και μάλιστα σε μία αδύνατη ταύτιση μαζί τους, γιατί ομιλώντας - εγώ, αυτό το ομιλών ον του Lacan – δεν αναγνωρίζω σ'αυτά τα σχήματα κανένα σημείο της οικείας γλώσσας παρά μόνο το αβέβαιο και ανοίκειο πεπρωμένο της. Η επιθυμία μου που εκκινεί τη γλώσσα, κι αποζητά την αναγνώρισή της απ'τον Άλλον, την παύση της κυκλοφορίας της. Η επιθυμία διασύρει μόνο, διασπείρει και διασαλεύει. Η απόλαυση εντοπίζει, και γι'αυτό καταβαραθρώνεται, γιατί αυτό που εντοπίζει είναι μια μαύρη τρύπα, η μαύρη τρύπα της επιθυμίας, μια τρύπα που, ως γνωστόν, εκβάλει φαντάσματα μόνο, αδύνατες ομοιώσεις.
Οι λέξεις μου. Λέξεις που στρέφονται στον Άλλον και ανακτούνε τη θέρμη τους. Αποσπώνται και συστρέφονται, σε μια παρουσία-απουσία, στην εξεικόνιση ενός ευνουχισμένου σημείου. Μια θέση, αντικειμένου πάλι, που υπερέχει όσο εκλείπει, και καθιστά την επιθυμία και την απόλαυσή μας υποχείρια της εμβέλειάς του. Οι απευθύνσεις μας εκφέρονται στη σκηνή του Άλλου, αλλά και στη δική τους σκηνή. Συμπτωματικές εξάρσεις στη νύχτα της φαντασίωσης, αλλά και εκλάμψεις μιας άλλη φωνής που ανασηκώνει το πέπλο της δοκιμασίας της. Ό,τι στη λακανική θεωρία θα ονομαστεί διάσχιση. Όταν το Πραγματικό απο-καλύπτει το ίχνος του, πίσω απ'το πέπλο της φαντασίωσής του, εκθέτοντας τα ομιλ-όντα του στη σαγήνη της απορίας, όπου καμία σκέψη και καμία πράξη δεν μπορεί να εντοπίσει ένα σημείο καταφυγής, μια δυνατότητα επικοινωνίας. Γίνονται τότε οι λέξεις μια αντιστροφή της γλώσσας, βουβά διαστήματα, αδύνατες συνδέσεις των σημαινόντων και σημαινομένων της. Το Πραγματικό διαχέεται, και στη διάχυσή του αυτή θολώνει τα νερά του, μη καθιστώντας τίποτε ορατό, μόνο το α-δύνατο της μαρτυρίας του, ένα αναπαράστατο και ακατάληπτο όλο που διεγείρει τα σημαίνοντα πέραν των αιτιών τους.
Ένα πέραν που κάνει και τον Άλλον να διαφεύγει, να εμμένει στη διαφορά του. Ο Άλλος δεν υποτάσσεται, δεν συνθηκολογεί, είναι. Εγγράφει μόνο διαφορά, παρεξήγηση, και επιθετική αδιαφορία. Δεν εννοιολογείται, δεν τιθασεύεται γλωσσικά, και γι'αυτό δεν γνωρίζεται. Δεν γίνεται αντιληπτός στις απρόβλεπτες και ακαριαίες του αποκαλύψεις. Δεν γνωρίζεται στη θεωρία του, και δεν γνωρίζεται στην πρακτική του γνώση. Ένα συμβάν που δοκιμάζει τον ψυχισμό και τη σκέψη μας. Και εν τούτοις ο τόπος της δεξίωσής του να είναι πάντα αυτό το αδύνατο, γλωσσικό πεδίο. Μια αποκαλυπτική χρήση της γλώσσας, που κάνει την γλώσσα να τραυλίζει, και να χάνει τη συνεκτικότητά της. Μια γλωσσική α-μηχανία που επαναδιαθέτει τη γλώσσα στο καθεστώς μιας νέας εμπειρίας, μιας νέας, κάθε φορά, εμπειρίας. Η γλώσσα απευθυνόμενη στον Άλλον, για την ακρίβεια η γλώσσα του Άλλου, ανήκει στην κατηγορία της νύχτας, της εμπειρίας της νύχτας, παρά στην μηχανική μιας συστηματικής ακολουθίας. Ο Άλλος μ'αποσυντονίζει και με διαθέτει στη γλώσσα (του), στην απορία και στην ενικότητα των μοναδικών του σημαινόντων.
Η τέχνη που εγγράφεται σ'αυτό το καθεστώς της ετερότητας και της αδύνατης ακοινωνησίας της; Εγγράφεται στον τόπο της δικής της ετερότητας. Εκεί όπου το πράγμα διαφεύγει, εγκαταλείποντας στη θέση του την αδύνατη μαρτυρία του. “Η γλώσσα”, λέει ο Derrida, “είναι ένα τεκμήριο τύφλωσης, και αναπτύσσεται απ'την περιοχή όπου πλέον δεν βλέπουμε εκείνα για τα οποία μιλάμε”. Το σύμπτωμα της τέχνης είναι η δωρεά λοιπόν αυτής της τύφλωσης, όταν το πράγμα αποτυγχάνει και γίνεται μια γλωσσική παραδρομή, και γι'αυτό μία απόλαυση γλωσσική. Η τέχνη κομίζει ανοικειότητα, επιδεινώνει τις διαφορές, το ίχνος του Άλλου. Επενδύει στην διορατικότητα του αντικειμένου (της), στην αυθεντικότητα και ανθεκτικότητα του θραύσματός της, στην οπή που αυτό διανοίγει και εκτρέπει το βλέμμα. Ένα βλέμμα που 'ναι πέραν του βλέπειν κι ένα αντικείμενο, αυτό το αντικείμενο της τέχνης, που 'ναι πέραν του βλέπεσθαι. Μια διαθεσιμότητα του νοήματος που από-καλύπτει την έδρα του, μια δια-στροφή – πάντα το βλέμμα είναι ένα βλέπειν διεστραμμένο – που αναγνωρίζει την έλλειψη ως μια ενέδρα της επιθυμίας. Το βλέμμα δεν βλέπει μέσα στην ανοικτότητα του ορίζοντά του, παρά μέσα απ'το περιοριστικό πλαίσιο της διαφυγής του, απ'αυτό το πλαίσιο του έργου.
Στα έργα του Γιώργου Τσεριώνη η θραυσματικότητα αυτή επενδύει πάνω στο πάθος του αντικειμένου που αληθεύει στη μερικότητά του και αναλίσκεται στη συμβολοποίησή της. Στο έργο του Feats of agility - after Goya, γλυπτά προσωπεία κρέμονται σ'ένα ομοίωμα δέντρου. Αποκομμένα μέλη που εκθέτουν την απόσπασή τους απ'τον κορμό της ζωής. Στο Domestic violence, το αστικό σερβίτσιο, υποκρίνεται, με τον πληθωρισμό και την ακεραιότητα των μονάδων του, τη στερεότητα και ανθεκτικότητα της ταξικής του διαφοράς. Ενώ στο Viewer, τα θραύσματα ενός αγάλματος του Λένιν, απ'τα πρόσφατα επεισόδια στην Ουκρανία, στερεώνουν το φωτογραφικό ίχνος της κατακρήμνισής του, που έγινε και το συμβάν της διασποράς του, στην αναστοχαστική στιγμή της αναμνημόνευσης του. Η θραυσματικότητα-μερικότητα του αντικειμένου εγγεγραμμένη στην ερειπιώδη της μορφή, απαντάται και στα έργα Feats of agility nο 2 και Native land no 5. Εδώ ο Τσεριώνης εκ-θέτει τα ερείπια του Angelus Novus, την αιωνιότητά τους, όπως θα 'λεγε ο Benjamin. Το ερείπιο ιστορεί τον κόσμο και υποστασιοποιεί την αλήθειά του. Είναι αυτή η δυνητική μορφή των πραγμάτων που τελειούται στη διάρρηξή τους. Αποσπάσματα όλα ενός κόσμου ήδη χαμένου, αλλά και μόλις ανευρεθέντου. Θραύσματα εικόνων. Σιωπές, σιωπές.
Το παραπάνω κείμενο εμπεριέχεται στον κατάλογο της έκθεσης “Ευθραυστότητα”, του Γιώργου Τσεριώνη, που θα πραγματοποιηθεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάτρας από τις 2 Σεπτεμβρίου έως τις 30 Οκτωβρίου 2016.