
Θα ναι ένας απ’ αυτούς τους ταλαίπωρους «τίγρεις» που θα ερωτευτεί τη φωνή ενός μπολερού, τη φωνή της Εστρέγια, θα αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι σ’ αυτή τη φωνή, θα την ακολουθήσει σε όλη την έκταση των σελίδων. Μια αισθηματοποιημένη τοιχογραφία, φθαρμένη απ’ την υγρασία της θάλασσας, απ’ την αλμύρα του ίδιου νοτισμένου αέρα. Σ’ αυτή την ομίχλη που σβήνει με τις αφηγήσεις και τα ίχνη της ίδιας της πόλης, που δεν είναι πλέον μια πόλη αλλά «ο αντικατοπτρισμός μιας πόλης, ένα φάντασμα», όπως λέει και ένας από τους ήρωες του βιβλίου όταν χάνει τον ορίζοντά της και νοιώθει να μετεωρίζεται αδύναμος στους στροβίλους της μοναξιάς.Από τη μια λοιπόν αυτό το σκηνικό της πόλης, με τα μπολερό της Εστρέγια και από την άλλη αυτή η ίδια η αδυναμία της γλώσσας να παρηγορήσει τον άνθρωπο. Οι συνεδρίες της ψυχαναλυόμενης γυναίκας που έρχονται και επανέρχονται στο μυθιστόρημα μαρτυρούν αυτό το αδύνατο των ίδιων των εξομολογήσεων, «να μιλάς σε αυτόν που δεν σου μιλάει», που είναι ήδη αλλού. Είναι αυτές οι εξομολογήσεις που εκτρέπουν και το ομιλιακό ύφος του κειμένου στις δίνες των γενεσιουργών του εικόνων. Γίνονται έτσι αυτές οι καθαρές και εύθυμες φωνές η ίδια η μελαγχολία της σκέψης, το εναέριο σκηνικό της αδυναμίας. Συζητήσεις που ελίσσονται διαρκώς αλλά ποτέ δεν καταλήγουν. Ένας από τους ήρωες του βιβλίου είναι και ο Βουστροφηδόν. Ο πειραγμένος του εγκέφαλος αντέστρεφε τις λέξεις. Η γλώσσα δεν ήταν γι αυτόν τίποτε περισσότερο από ένα λογοπαίγνιο. Μια γλωσσική διαθεσιμότητα, που διανοίγει και για το ίδιο το μυθιστόρημα του Ινφάντε έναν ολόκληρο ορίζοντα διαφυγής, τον γλωσσικό ορίζοντα αυτού του λογοτεχνικού παιγνίου.
Ταλαίπωροι τίγρεις, φαντασματικά πρόσωπα, που περιφέρονται στα σοκάκια της πόλης, από το ένα καμπαρέ στο άλλο, σε αέναες και αδιέξοδες περιπλανήσεις, σε λευκές σιωπές, σε γεωμετρίες ονομάτων, που δεν ησυχάζουν. «Πλέαμε ανάμεσα σε κτήρια από καθρέπτες, στραφταλίσματα που μας θάμπωναν τα μάτια». Μια φαντασματική εν τέλει γραφή, αυτή ακριβώς που αφήνει και το κατοπτρικό της ίχνος στη σελίδα 283 του βιβλίου, το αδιάγνωστο και αδιανόητο, όπως άλλωστε και η ίδια η Αβάνα όταν υποχωρεί στη βροχή.
Γκιγιέρμο Καμπρέρα Ινφάντε, Τρείς ταλαίπωροι τίγρεις, εκδόσεις Τόπος