Στο «τρείς ταλαίπωροι τίγρεις» ο μεγάλος Κουβανός συγγραφέας Γκιγιέρμο Καμπρέρα Ινφάντε αφηγείται τις καθημερινές περιπέτειες μιας παρέας τεσσάρων ανδρών, του συγγραφέα Σιλβέστρε, του τηλεπαρουσιαστή Αρσένιο Κουέ, του μουσικού Εριμπό και του φωτογράφου των αστέρων των καμπαρέ Κόντακ. Άνθρωποι εύθυμοι, που βολτάρουν, πίνουν στα μπαρ, ερωτεύονται, και έπειτα καταλήγουν να συζητούν μέχρι πρωίας, με μια μελοδραματική πάντα διάθεση, για τη ζωή. Παράλληλα και κάποιες άλλες ιστορίες, όπως αυτή της Εστρέγιας που τραγουδούσε τα μπολερό, ή οι αδιέξοδες ψυχαναλυτικές συνεδρίες μιας γυναίκας, που έρχονται για να συμπληρώσουν το πάζλ, της μίας και μόνης μορφής, που έρχεται και επανέρχεται ως άμπωτης σε όλες τις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος και δεν είναι άλλη από την φαντασματική υπόσταση μιας πόλης, της πόλης που δεξιώνεται στα ζεστά και σκονισμένα σοκάκια της, όλο τον πυρετό αυτών των αφηγήσεων, όλο το αδιέξοδο της περιπλάνησης και αυτή η πόλη δεν είναι άλλη απ’ την Αβάνα. Την Αβάνα της μουσικής που χρωματίζει και όλη την έκταση του βιβλίου.
Θα ναι ένας απ’ αυτούς τους ταλαίπωρους «τίγρεις» που θα ερωτευτεί τη φωνή ενός μπολερού, τη φωνή της Εστρέγια, θα αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι σ’ αυτή τη φωνή, θα την ακολουθήσει σε όλη την έκταση των σελίδων. Μια αισθηματοποιημένη τοιχογραφία, φθαρμένη απ’ την υγρασία της θάλασσας, απ’ την αλμύρα του ίδιου νοτισμένου αέρα. Σ’ αυτή την ομίχλη που σβήνει με τις αφηγήσεις και τα ίχνη της ίδιας της πόλης, που δεν είναι πλέον μια πόλη αλλά «ο αντικατοπτρισμός μιας πόλης, ένα φάντασμα», όπως λέει και ένας από τους ήρωες του βιβλίου όταν χάνει τον ορίζοντά της και νοιώθει να μετεωρίζεται αδύναμος στους στροβίλους της μοναξιάς.Από τη μια λοιπόν αυτό το σκηνικό της πόλης, με τα μπολερό της Εστρέγια και από την άλλη αυτή η ίδια η αδυναμία της γλώσσας να παρηγορήσει τον άνθρωπο. Οι συνεδρίες της ψυχαναλυόμενης γυναίκας που έρχονται και επανέρχονται στο μυθιστόρημα μαρτυρούν αυτό το αδύνατο των ίδιων των εξομολογήσεων, «να μιλάς σε αυτόν που δεν σου μιλάει», που είναι ήδη αλλού. Είναι αυτές οι εξομολογήσεις που εκτρέπουν και το ομιλιακό ύφος του κειμένου στις δίνες των γενεσιουργών του εικόνων. Γίνονται έτσι αυτές οι καθαρές και εύθυμες φωνές η ίδια η μελαγχολία της σκέψης, το εναέριο σκηνικό της αδυναμίας. Συζητήσεις που ελίσσονται διαρκώς αλλά ποτέ δεν καταλήγουν. Ένας από τους ήρωες του βιβλίου είναι και ο Βουστροφηδόν. Ο πειραγμένος του εγκέφαλος αντέστρεφε τις λέξεις. Η γλώσσα δεν ήταν γι αυτόν τίποτε περισσότερο από ένα λογοπαίγνιο. Μια γλωσσική διαθεσιμότητα, που διανοίγει και για το ίδιο το μυθιστόρημα του Ινφάντε έναν ολόκληρο ορίζοντα διαφυγής, τον γλωσσικό ορίζοντα αυτού του λογοτεχνικού παιγνίου.
Ταλαίπωροι τίγρεις, φαντασματικά πρόσωπα, που περιφέρονται στα σοκάκια της πόλης, από το ένα καμπαρέ στο άλλο, σε αέναες και αδιέξοδες περιπλανήσεις, σε λευκές σιωπές, σε γεωμετρίες ονομάτων, που δεν ησυχάζουν. «Πλέαμε ανάμεσα σε κτήρια από καθρέπτες, στραφταλίσματα που μας θάμπωναν τα μάτια». Μια φαντασματική εν τέλει γραφή, αυτή ακριβώς που αφήνει και το κατοπτρικό της ίχνος στη σελίδα 283 του βιβλίου, το αδιάγνωστο και αδιανόητο, όπως άλλωστε και η ίδια η Αβάνα όταν υποχωρεί στη βροχή.
Γκιγιέρμο Καμπρέρα Ινφάντε, Τρείς ταλαίπωροι τίγρεις, εκδόσεις Τόπος
Θα ναι ένας απ’ αυτούς τους ταλαίπωρους «τίγρεις» που θα ερωτευτεί τη φωνή ενός μπολερού, τη φωνή της Εστρέγια, θα αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι σ’ αυτή τη φωνή, θα την ακολουθήσει σε όλη την έκταση των σελίδων. Μια αισθηματοποιημένη τοιχογραφία, φθαρμένη απ’ την υγρασία της θάλασσας, απ’ την αλμύρα του ίδιου νοτισμένου αέρα. Σ’ αυτή την ομίχλη που σβήνει με τις αφηγήσεις και τα ίχνη της ίδιας της πόλης, που δεν είναι πλέον μια πόλη αλλά «ο αντικατοπτρισμός μιας πόλης, ένα φάντασμα», όπως λέει και ένας από τους ήρωες του βιβλίου όταν χάνει τον ορίζοντά της και νοιώθει να μετεωρίζεται αδύναμος στους στροβίλους της μοναξιάς.Από τη μια λοιπόν αυτό το σκηνικό της πόλης, με τα μπολερό της Εστρέγια και από την άλλη αυτή η ίδια η αδυναμία της γλώσσας να παρηγορήσει τον άνθρωπο. Οι συνεδρίες της ψυχαναλυόμενης γυναίκας που έρχονται και επανέρχονται στο μυθιστόρημα μαρτυρούν αυτό το αδύνατο των ίδιων των εξομολογήσεων, «να μιλάς σε αυτόν που δεν σου μιλάει», που είναι ήδη αλλού. Είναι αυτές οι εξομολογήσεις που εκτρέπουν και το ομιλιακό ύφος του κειμένου στις δίνες των γενεσιουργών του εικόνων. Γίνονται έτσι αυτές οι καθαρές και εύθυμες φωνές η ίδια η μελαγχολία της σκέψης, το εναέριο σκηνικό της αδυναμίας. Συζητήσεις που ελίσσονται διαρκώς αλλά ποτέ δεν καταλήγουν. Ένας από τους ήρωες του βιβλίου είναι και ο Βουστροφηδόν. Ο πειραγμένος του εγκέφαλος αντέστρεφε τις λέξεις. Η γλώσσα δεν ήταν γι αυτόν τίποτε περισσότερο από ένα λογοπαίγνιο. Μια γλωσσική διαθεσιμότητα, που διανοίγει και για το ίδιο το μυθιστόρημα του Ινφάντε έναν ολόκληρο ορίζοντα διαφυγής, τον γλωσσικό ορίζοντα αυτού του λογοτεχνικού παιγνίου.
Ταλαίπωροι τίγρεις, φαντασματικά πρόσωπα, που περιφέρονται στα σοκάκια της πόλης, από το ένα καμπαρέ στο άλλο, σε αέναες και αδιέξοδες περιπλανήσεις, σε λευκές σιωπές, σε γεωμετρίες ονομάτων, που δεν ησυχάζουν. «Πλέαμε ανάμεσα σε κτήρια από καθρέπτες, στραφταλίσματα που μας θάμπωναν τα μάτια». Μια φαντασματική εν τέλει γραφή, αυτή ακριβώς που αφήνει και το κατοπτρικό της ίχνος στη σελίδα 283 του βιβλίου, το αδιάγνωστο και αδιανόητο, όπως άλλωστε και η ίδια η Αβάνα όταν υποχωρεί στη βροχή.
Γκιγιέρμο Καμπρέρα Ινφάντε, Τρείς ταλαίπωροι τίγρεις, εκδόσεις Τόπος