Σελήνη Αυγούστου / χασομέρησα δίπλα στη λιμνούλα / όλη τη νύχτα
Τι μας λέει ένα χαϊκού; Σχεδόν τίποτα, σχεδόν τα πάντα! Η εν-τύπωση μόνο μιας απώλειας, μιας διπλής απώλειας, του πράγματος και της εικόνας του. Ό,τι κομίζει η ποίηση γενικότερα, και το χαϊκού καθ'υπερβολήν, ό,τι αποδίδει η γραφή, το γράμμα, το διασυρόμενο σημείο του. Το χαϊκού είναι ένας γλωσσικός άθλος, γιατί μ'έναν ακαριαίο τρόπο μπορεί να μεταδώσει αυτό που δεν μεταδίδεται, να εκφράσει το ανέκφραστο, την αδύνατη εκφορά μιας εμπειρίας, μίας καθήλωσης του νου, μια αναστοχαστική στιγμή, μια αίσθηση που δεν καθεύδει. Ενεργεί με μια μονοκονδυλιά, σε μια περιοχή, στην περιοχή της γραφής, όπου δεν εκδηλώνεται καμιά ενέργεια, παρά μια κίνηση μόνο υποχώρησης σ'έναν καταγωγικό πυρήνα, όπου ο κόσμος υπομένει. Τα χαϊκού, όπως επισημαίνει κι ο Barthes, δεν περιγράφουν, αλλά γράφουν τη ζωή, παριστούν το ίχνος της. Ένα ίχνος που μόλις κι αχνοφαίνεται, μια έκλαμψη, αυτό το νήμα του στίχου που καταρρέει, που ρέει, που γίνεται το κελάρυσμα μιας αρθρωμένης σιωπής. Αυτή είναι άλλωστε και η πιο δυνατή σύλληψη του κόσμου, η εκστατικότητά του πάνω στα νερά μίας ακύμαντης λιμνούλας, υπό το φως της πανσελήνου. Ενός απόκοσμου φωτός, που διασύρει τη γλώσσα στο ανοίκειο, στη νύχτα του κόσμου. Μια σκιά μόνο, πάνω στην έρημο του χαρτιού.
Ένας άνθρωπος είμαι / που το ρύζι του τρώει / μπρος στη βελανιδιά
Το χαϊκού δεν γράφει την εικόνα, γίνεται εικόνα, η εικόνα της γραφής του, αυτός ο γιαπωνέζικος τρόπος της, ένα κορδόνι κλαίουσας ιτιάς που εικονογραφεί τον εαυτό του. Μία εικόνα που γράφει μιαν άλλη εικόνα. Ένας διπλός αντικατοπτρισμός του πράγματος, η απώλεια της αίσθησής του, αλλά και η αίσθηση της απώλειάς του. Μίαακρώρεια της γλώσσας. Μια γραμματολογική συνθήκη που εγκαταλείπεται στις συνηχήσεις και συνακροάσεις της. Αυτό που μιλάει στο χαϊκού, δεν είναι τόσο ο ποιητής, όσο αυτό που τον κυριεύει και τον δονεί, το Άλλο της γλώσσας, το Άλλο ως γλώσσα. Γι'αυτό και το ακαριαίο της καταγραφής του, το ελάχιστο μιας συνειδητής, εξυπηρετικής, εκφοράς, ώστε να μην προδοθεί η αλαλία της καταγωγικής εμπειρίας, στη στρέβλωση αυτής της χειρονομίας. Αν η γραφή ιχνογραφεί το πράγμα, το χαϊκού ιχνογραφεί το ίχνος της γραφής του. Μία γραφή που εξελίσσεται στην επιφάνειά της, στα όρια της σύλληψής της, και γι αυτό είναι μία απόλαυση καθαρή, μια Ζεν εμπειρία.
Αύρα λεπτή / μόλις που κινεί / τη σκιά της γλυσίνας
Υπάρχει μια αντεστραμμένη ηδονοβλεψία στη γραφή χαϊκού. Αυτό που βλέπεται μένει ανέγγιχτο, ένα κυριολεκτικά απρόσβλητο αντικείμενο. Η όραση που επικάθεται πάνω του δεν το προσβάλει, το εντοπίζει μόνο. Σ'αυτή την ορατότητα, το υποκείμενο και ο αντι-κείμενος κόσμος του, ταυτίζονται. Υπάρχει μόνον ένας ανυπεράσπιστος οφθαλμός που συλλαμβάνει όχι το άλλο αλλά το ίδιο ως άλλο. Σαν να ναι το βλέμμα και το μόνο που υπάρχει σ'αυτό το πεδίο, ένα βλέμμα που ενεργοποιείται στη σκιά του άλλου, στο θρόισμα της ενέργειάς του. Το χαϊκού είναι ένα θέατρο σκιών, αυτό το φευγαλέο ίχνος του κόσμου, το πέταγμα μιας πεταλούδας, η υποχωρούσα πανσέληνος, ένας απαλός κυματισμός. Σκιές όλα. Αυτή η σκιά του πράγματος που επιδεινώνει τη γλώσσα, την εξαντλεί. Ένα απισχνασμένο ίχνος, ένα βλέπειν, που γίνεται τώρα ένα αδύνατο ονομάζειν.
Μια λεπτή στιγμή / ανθεί πάνω στα άνθη / η λάμψη της σελήνης
Ο κόσμος εγγράφεται στα συμβάντα του, στις ελάχιστες, νοητικές του οπτασίες. Θραύσματα εικόνων που δεν περατώνουν τη γλώσσα, αλλά τη διασπείρουν, τη διαθέτουν αδιάφορα. Τα χαϊκού δεν μαρτυρούν την μεγάλη εικόνα, η απόδοσή της είναι άλλωστε μία ψευδαίσθηση δυτική, αποδίδουν μόνο τις στιγμές της. Ό,τι εμπεριέχει μια στιγμή, ό,τι αντικατοπτρίζεται σε μια σταγόνα βροχής: αυτό τοαντεστραμμένο είδωλο του κόσμου. Η μικροσκοπική ματιά των χαικού, δεν προδίδει κάποια συνθετική αδυναμία, ή μια οραματική έλλειψη, αλλά αντιθέτως μαρτυρά ένα ισχυρό φιλοσοφικό όραμα. Ο κόσμος είναι μια άρρητη, αναπαράστατη μορφή, που αδυνατούμε να εννοήσουμε στην ολότητά του, παρά μόνο μέσα απ'την οπτική του μερικού αντικειμένου. Ό,τι αποκομίζουμε απ'αυτόν είναι θραύσματα της ζώσας και μυστικής του εμπειρίας, οι αντοχές των εικόνων της ονειροπόλησής του στο πεδίο μιας αποσπασματικής καταγραφής. Μία ελάχιστη κειμενοποίηση που σημασιοδοτεί την αδύνατη εννόηση του όλου, αλλά και την μερική του απόλαυση. Αυτή η αλήθεια του ελάχιστου αντικειμένου της ψυχανάλυσης, απ'τις προθήκες του Φρόυντ, έως το μικρό αντικείμενο ατου Λακάν, που συμβολοποιούν και εγγράφουν στο είναι τους την ισοδυναμία ενός σύμπαντος επιθυμίας και απόλαυσης. Το θραύσμα είναι μια αποκαλυπτική σκηνή, και γι αυτό μια γενναιόδωρη στιγμή. Μία ασύνειδη, ομιχλώδη, έκλαμψη, που διεγείρει το συναίσθημα, αυτήτην αισθαντικότητα του υποκειμένου.
Μην κλαις / έντομα, εραστές, αστέρια / κι αυτά θα φύγουν
Η μελαγχολία των χαϊκού, η ακινησία τους, η εκ-στατικότητά τους, μια κωδικοποιημένη συν-κίνηση που παραστέκει το στίχο. Ακόμη κι όταν ο κόσμος περιγράφεται στις εναλλαγές του, μία ακίνητη πόζα καθηλώνει το ρυθμό του στη μελαγχολική στάση της γλώσσας. Σαν ένας άλλος χρόνος να ρέει μέσα στο χρόνο, όπως μια άλλη γλώσσα υπάρχει μέσα στη γλώσσα. Μια ετεροτοπική συνθήκη, η ποιητική συνθήκη, που μας διανοίγει στο συμβάν της γλώσσας, καθιστώντας μας αφιερωμένα υποκείμενα της απώλειάς της. Σ'αυτή τη σκηνή του κόσμου δεν θάλλει τίποτε, παρίσταται μόνο η σιωπή του, το μοναδικό του ίχνος, η διάρκειά του, ό,τι ο Bashoθα ονομάσει με μια λέξη αποχαιρετισμό: “Το χαϊκού του χθες είναι το ποίημα του αποχαιρετισμού του σήμερα. Το σημερινό είναι το ποίημα αποχαιρετισμού της αύριον. Δεν έχω γράψει κανένα στίχο στη ζωή μου που να μην είναι το αποχαιρετιστήριο ποίημά μου”. Είναι ο στίχος, λοιπόν, ο τελευταίος σπασμός, μια ύστατη χειρονομία που εγγράφει τη σκιά της. Εκ-φέρει την απουσία και εκ-φέρεται ως απουσία. Μία αδύνατη σύνδεση, το σημείο μηδέν όλων των σημαινόντων.
Ματσούο Μπασό, Τέσσερις εποχές, Εκδόσεις Bibliotheque. Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης
Φωτογραφία: Feleki Károly