Μια αλληλογραφία, μέσω e-mails, με την Φωτεινή Παπαχατζή, κατά την διάρκεια της δημιουργίας του έργου Home
Τρίτη 8.3.2016
Καλησπέρα Αποστόλη
Θέλω να σου γράφω για ένα νέο πρότζεκτ που ετοιμάζω με τίτλο Home και να προσκαλέσω τις σκέψεις σου.
Το Home είναι μια λέξη που στην αγγλική γλώσσα αντιπροσωπεύει την έννοια του σπιτιού όχι ως δομή ή κτίριο - για αυτά χρησιμοποιείται το house- αλλά ως συναίσθημα. Υπάρχεικιένατραγούδι: A house is not a home.
Το 'Home'εστιάζει στην αναγκαστική μετανάστευση και στις ανταλλαγές πληθυσμών ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα και τεκμηριώνει την ανάμνηση αυτής της εμπειρίας μέσα από την καλλιτεχνική έκφραση, τα αρχεία, την έρευνα και τις προφορικές ιστορίες. Θα ήθελα λοιπόν να δημιουργήσω και να αναθεωρήσω αρχεία, με βάση μια διαδικασία έρευνας -είτε σε αρχεία είτε στο πεδίο-, συλλογής ( κείμενα, εικόνες, στοιχεία, χάρτες και video, καθώς και συνεντεύξεις ή συζητήσεις σαν την δικιά μας). Το Home έχει σαν αφετηρία το σπίτι της γιαγιάς μου στο Burdur το οποίο βλέπεις εδώ. Αυτή είναι μια φωτογραφία που μου έδωσε ο ξάδερφος μου Κώστας Γ. από την Βέροια. Ο πατέρας του είχε πάει στο Burdur, και έγραψε δίπλα την διεύθυνση στα τούρκικα και στα ελληνικά.
Λόγω της καταγωγής των γονιών μου -ο πατέρας Έλληνας από την Αίγυπτο κι η μητέρα με καταγωγή από την Μικρά Ασία- δεν υπήρχε το 'πατρικό'σπίτι, ούτε το χωριό, αλλά ούτε και ιδιαίτερες σχέσεις με συγγενείς, κάτι που ήταν ιδιαίτερα απελευθερωτικό... Οι αναμνήσεις των καλοκαιρινών διακοπών ήταν από ξενοδοχειακά συγκροτήματα, ή γραφικά τουριστικά δωμάτια, και οι επαφές με τους συγγενείς πολύ μεμονωμένες. Το πατρικό σπίτι στο χωριό ωστόσο ήταν ένα σημείο αναφοράς στην παιδική μου ηλικία: θυμάμαι να ζηλεύω τους συμμαθητές και συμμαθήτριες μου που πήγαιναν στις διακοπές του καλοκαιριού του Πάσχα και των Χριστουγέννων στο 'πατρικό'σπίτι στο χωριό...
Η Τουρκία είναι μια χώρα για την οποία γνωρίζω ελάχιστα από τις αφηγήσεις της μητέρας μου, κι εκείνη με την σειρά της από τις αφηγήσεις της δικιάς της: η γιαγιά ήρθε από κάπου από την Ανατολία το 1922 σε ηλικία 19 ετών. Ήρθε από το Burdur όπου κάποιος συγγενής είπε ότι ακόμα υπάρχει το σπίτι. Χρόνια τώρα δεν με είχε απασχολήσει το θέμα της καταγωγής. Τα τελευταία χρόνια όμως ίσως και μετά την επιστροφή στην Ελλάδα, ίσως και με την διαμονή μου στην Ήπειρο όπου η πρώτη ερώτηση που σου κάνει κανείς όταν σε γνωρίζει είναι από πού είσαι, ίσως και με τα project με τα οποία ασχολήθηκα έρχεται στο μυαλό μου αυτό το σπίτι ως σύμβολο καταγωγής και ανήκειν. Σκέφτηκα ότι ακόμη κι αν το σπίτι δεν είναι εκεί, θα ήθελα να βρω αν υπάρχει το home,η οικειότητα, ο συνδετικόςκρίκος μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων που έσπασε μετά από χρόνια ειρηνικής συμβίωσης, όταν δεν υπήρχαν ακόμη έθνη και κράτη για να τους χωρίσουν και ζούσαν κάτω από μια πολυπολιτισμική αυτοκρατορία. Μπορώ άραγε να συνδεθώ με το άγνωστο αλλά τόσο γνωστό μέρος και τους ανθρώπους του, μια κουλτούρα τόσο κοντά και τόσο μακριά. Τι σημαίνει τελικά αυτό το σπίτι.
Θα σου γράψω περισσότερα αύριο ή μεθαύριο.
Σε ευχαριστώ.
Φωτεινή
Τετάρτη 9.3.2016
Φωτεινή
Σ'ευχαριστώ γι'αυτή την πρόσκληση συμμετοχής
Το “πατρικό σπίτι”, μιλώντας λίγο ακραία, δεν υπάρχει. Ειδικότερα στην περίπτωσή σου, που δεν έχεις και τη βιωμένη εμπειρία του, είναι περισσότερο μια απώλεια, μια έλλειψη και γι αυτό μια φαντασιακή καταφυγή. Το πατρικό σπίτι είναι μια ψυχική κατηγορία, μια κατάσταση της ψυχής, όπως λέει ο Bachelard, και γι αυτό δύσκολα προσδιορίζεται αντικειμενικά. Στον πυρήνα του βρίσκεται θεμελιωμένο ένα θραύσμα ζωής που δεν μπορεί να εντοπιστεί μέσα στον χώρο, γιατί αυτό που το εναπόθεσε εκεί και το ζωοποιεί, είναι μια περίκλειστη εμπειρία του εαυτού, ένα μοναδικό και αμετάδοτο είναι μέσα στον χώρο και στον χρόνο. Μοιάζει να είναι έτσι μια ουτοπία, ένα κενό σημείο, που προβάλλει πάνω του όλες τις συγκινήσεις του νοητού. Μια ποιητική, φαντασιακή, σαγήνη, που προκαλεί την αντικειμενοποίησή της, τη μορφοποίησή της, όταν θεωρείται μόνο στην ονειροπόληση και στη μνημονική της φιλοτέχνηση. Θεμελιακές εκδηλώσεις και τα δύο του κατοικείν, φαντασιωσικές λειτουργίες, στις οποίες, βεβαίως, δεν αντιστεκόμαστε.
Μας αρέσει πάντα να επιστρέφουμε. Αλλά που άραγε; Στο ανεντόπιστο, στο θάμβος μιας φαντασιακής εικόνας, που καθηλωθήκαμε, ναρκισσιστικά, κάποια στιγμή, μέσα της. Ζούμε μέσα στην απελπισία των αδύνατων ομοιώσεών της. Δοκιμαζόμαστε στην αγωνία της. Συγκροτούμε το εγώ μας μέσα σ'αυτή την εικόνα του Άλλου. Το/την υπηρετούμε. Είμαστε κυριολεκτικά εγκαταλελειμμένοι μέσα σ'αυτή, αφοσιωμένοι στην επανασυγκόλληση των θραυσμάτων της, στην επούλωση αυτών των ρωγμών.
Η φωτογραφία του θείου σου με το γραφικό του αποτύπωμα, περισσότερο εγγράφει, έχω την εντύπωση, μια υπόσχεση, ή μια μνημοτεχνική ανάκληση, παρά μια πιθανότητα σήμερα, πραγματικού. Στην περίπτωση βέβαια που το ανακαλύψεις, στο σοκάκι αυτής της πόλης, η εμπειρία του θα είναι ανοίκεια, μια εμπειρία του άλλου, μια μεταβολή, αυτή η ανθεκτικότητα των δομών, η ευπλαστότητά τους, η κοινοχρησία του χώρου, που διατίθεται, που ιδιοποιείται, και σ'αυτόν τον διασυρμό του μένει ακέραιος. “Σήμερον εμού, αύριον ετέρου”, όπως είχα διαβάσει στην επιγραφή μιας εξώθυρας ενός παλαιού σπιτιού στη Χώρα της Αμοργού. Αφήνουμε τα ίχνη μας πάνω στις δομές και οι δομές μας εξαντλούν, μας εξαντλούν στη συγκίνησή μας και μέχρι τέλους.
Είναι ωραίο λοιπόν, αυτό που ξεκινάς, την αναζήτηση ενός ίχνους πάνω στο σώμα του πραγματικού, στους χάρτες και στις διευθύνσεις του. Κράτα με ενήμερο...
Αποστόλης
Παρασκευή 11.3.2016
Το έχω ανακαλύψει το σπίτι! Η τεχνολογία βλέπεις δεν αφήνει χώρο για το φαντασιακό... Το βρήκα στο google maps από το οποίο και το επισυναπτόμενο.
“Νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε / Κι'όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας”. Οι στίχοι είναι από το ποίημα, “Η μεγάλη νοσταλγία”, του Τάσου Λειβαδίτη. Αυτή είναι η συγκίνηση στην οποία αναφέρεσαι: τα ίχνη τα δανεισμένα από τις αφηγήσεις για κάτι που ποτέ δεν βίωσα, ωστόσο συντρόφευε όλη μου τη ζωή μέχρι τώρα, σαν ένας απόηχος, ερχόταν κι έφευγε έτσι απρόσκλητα: κανείς από τους δύο γονείς μου δεν κοίταζε νοσταλγικά το παρελθόν, αναφέρονταν σε αυτό συνειρμικά. Όχι, δεν υπήρξε όλη μου η ζωή η καταγωγή μου, άλλη μια απελευθέρωση, ωστόσο αυτό το σπίτι ως μακρινό είναι το εφαλτήριο του μισεμού όπως λέει κι η Κασσέν, και όχι ο στόχος του γυρισμού. Η συνεχής αναζήτηση χρόνων του "σπιτιού- κάπου- αλλού"είναι μοτίβο ζωής και τώρα, αυτό το σύμβολο της κάποιας ταυτότητας, είναι τώρα πλέον ορατό. Αυτή η οδύσσεια, η αφηγηματοποίηση της ταυτότητας όπως λέει πάλι η Κασσέν, αποδομεί τα σύμβολα της πριν ακόμη τα απαντήσει.
Κι ύστερα είναι αυτό το σπίτι που δεν είναι το «πατρικό» είναι το «μητρικό». Κατεβαίνοντας με το αεροπλάνο στην Σμύρνη ένιωσα αυτή τη συγκίνηση, αναρωτήθηκα από πού προερχόταν, είναι άραγε μέρος του πολιτισμικού κεφαλαίου που κουβαλάω, είναι κομμάτι της σχολικής εκπαίδευσης, είναι μέρος του τραύματος που πρόσφατα διάβασα ότι μεταφέρεται από το DNA;
Φωτεινή
Τρίτη 15. 3. 2016
Φωτεινή
Το googlemapsκι αν είναι φαντασιακό... Είναι το φαντασιακό ενός τεχνολογικού πραγματικού, του ψηφιακού πραγματικού. Η σύγχρονη πραγματικότητα της οθόνης θέτει τους όρους και τις αντοχές μιας καινοφανούς ορατότητας, που επαναψηφιοποιεί τον κόσμο μας στη δική της, μοναδική, σκηνή. Το Google View δεν σκανάρει απλώς τον κόσμο, τον επανεφεύρει και τον διαθέτει στην συμβαντικότητα του ψηφιακού του σημείου. Οι εικόνες του Google Street View είναι οι πιο μοναχικές εικόνες του κόσμου, όχι μόνο λόγω της αδυναμίας μας να τις αρχαιολογήσουμε, αλλά και λόγω αυτής της λογοκρισίας που τις συνθέτει: είναι εικόνες δίχως ζωή, όψεις έρημων πόλεων και δρόμων, κυριολεκτικά ακατοίκητων τοπίων. Μου προκαλούν, κάθε φορά που τις βλέπω, μια ακατανίκητη θλίψη, αυτές είναι λοιπόν, λέω, οι εικόνες της μοναξιάς. Είμαστε εκεί που δεν υπάρχει τίποτε και κανείς. Και απ'την άλλη, ακριβώς επειδή ιχνογραφούν πάνω στην πραγματικότητα του κόσμου, είναι και εικόνες μιας βαθιάς συγκίνησης. Έχω κι εγώ σταθεί για ώρα πάνω απ'το πατρικό μου σπίτι, που 'ναι και για μένα τώρα μητρικό, (ζει εκεί η μητέρα μου, πλέον μόνη της). Ζουμάρω, κατεβαίνω στον πεδίο του, διακρίνω την κεραμοσκεπή του, τις φυλλωσιές των δέντρων του κήπου, και στη συνέχεια, όταν επιχειρώ να το προσεγγίσω περισσότερο, μένω απορημένος κι απογοητευμένος, στο πιξέλιασμα της εικόνας του. Μια εξωκοσμική κάθοδος στην έλξη μιας οικείας αναφοράς κι αυτό που μένει πάντα στο τέλος είναι το pixel, η κυριαρχία του, οι εξαρνήσεις του.
Στη “Νοσταλγία” της Κασσέν, στο έργο που υποθέτω ότι αναφέρεσαι, ο γενέθλιος, καταγωγικός, οίκος του ανθρώπου είναι η γλώσσα. Ο άνθρωπος, είναι αυτό το ον, το αφιερωμένο στη γλώσσα και στις αναπαραστάσεις της, αυτή είναι και η καταδική του μοναξιά. Η Κασσέν σημειώνει επίσης και το αμετάφραστο που ενυπάρχει μέσα στις γλώσσες, αυτό που δεν παύει να μην μεταφράζεται, και μένει έτσι ενεργό στη διαφορά του. Η εικόνα του Google View είναι λοιπόν, για μένα, αυτό που δεν μεταφράζεται, ένα ανοίκειο ίχνος, το ίχνος της απώλειας του κόσμου, που εμμένει όμως στην αλήθειά του, στην αληθοφάνειά του. Είμαι σίγουρος ό, τι αυτό που θα συναντήσεις στο Burdur, όσο και αν θα ναι το ίχνος του άλλου, δεν θα ναι το ίχνος μιας τόσο απόλυτης ετερότητας, αλλά ο τόπος μόνο του ανθρώπου και της αγωνίας του.
Αποστόλης
Κυριακή 27 Μαρτίου 2016
Καλημέρα Αποστόλη,
Ετοιμάζω τις πρακτικές λεπτομέρειες του ταξιδιού μου και συνεχίζω την έρευνα μου με αποτέλεσμα η αλληλογραφία μας να καθυστερεί. Στο Burdurεπικοινώνησα μέσω της Naz, της τουρκάλας συνεργάτιδάς μου στο project, με τον μουχτάρη της γειτονιάς που έχει υπόψη του το σπίτι, μιας και τον Φλεβάρη πήγε εκεί ο τρίτος ξάδερφος που πρόσφατα ανακάλυψα από την Βέροια. Στην επιστροφή μου από την Ρουμανία πέρασα από την Βέροια και τον γνώρισα. Συναντήθηκα επίσης με τα ξαδέρφια μου που είχαμε 30-40 χρόνια να βρεθούμε και το 'Home'έγινε η αφορμή. Με περιμένουν λοιπόν εκεί. Συγχρόνως ανακαλύπτω όλους αυτούς τους συγγενείς και την περίπλοκη ανάλυση του οικογενειακού δέντρου με τις κρυφές ιστορίες του σε κάθε κλαδί.
Αυτή είναι η διαδρομή την οποία θα ακολουθήσω μετά το Burdurμέχρι την Σμύρνη
https://www.google.com/maps/d/edit?mid=z7Hd5TyQ6_lQ.k_msYWddMV78
Αυτή τη διαδρομή ακολούθησε η γιαγιά μου όταν ήταν 19 χρονών, ένα πρωινό του Σεπτέμβρη του 1922, τους χτύπησαν την πόρτα και τους είπαν καλύτερα να φύγετε γιατί έχει γίνει πόλεμος κι εδώ θα σας σφάξουν. Ο πατέρας της ήταν ήδη όμηρος σε αυτά που ονόμαζαν τάγματα εργασίας όμως σώθηκε γιατί τον έκρυψε μια φιλική τουρκική οικογένεια. Ήταν τέσσερις γυναίκες, η προγιαγιά Βαρβάρα, οι δύο κόρες της Φωτεινή και Ραχήλ και η ξαδέρφη της Μαρίνα, ανέβηκαν σε μια άμαξα και έφυγαν για την Σμύρνη. Στο δρόμο έδιναν τα κοσμήματα στους τσέτες που συναντούσαν για να γλυτώσουν την ζωή τους. Έφτασαν μέχρι τη Σμύρνη. Στην Σμύρνη επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο που λεγόταν‘Οδύσσεια’. Έφτασαν στον Πειραιά χωρίς τίποτα. Μετά από λίγο καιρό επανενώθηκε η οικογένεια με τον παππού μου που γλύτωσε και ήρθε κι εκείνος στην Ελλάδα.
Αυτή η φωτογραφία είναι από την Βέροια και είναι από τα χρόνια της κατοχής. Η μητέρα μου είναι το κοριτσάκι στο κέντρο με το λουλούδι στο χέρι. Η γιαγιά μου είναι ακριβώς από πάνω της πρέπει να είναι εκεί 40-44 χρονών. Ζούσαν στην Αθήνα, αλλά όταν τριγύρω τους άρχισαν να τρώνε ποντίκια για να ζήσουν, ο παππούς μου είπε να φύγουν τα παιδιά γιατί θα πεθάνουν, να πάνε στην Βέροια, στους συγγενείς μας, εκεί θα είναι καλύτερα.
Θα σου γράψω αργότερα.
Φωτεινή
Τρίτη 29 Μαρτίου 2016
Φωτεινή
Οι καταγωγές μας, πολλές φορές, καταλήγουν να είναι αυτές οι παλιές, οικογενειακές φωτογραφίες. Μυθοπλαστικές αφηγήσεις που ενέχουν όμως μια θέση πραγματικού. Μια νοσταλγία θανάτου που υποστασιώνεται στο βλέμμα του Άλλου. Το punctumαυτής της φωτογραφίας είναι λοιπόν για μένα, αυτά τα σφιγμένα χείλη της γιαγιάς, αλλά και το τρομοκρατημένο βλέμμα του μικρού αγοριού που στέκεται κάτω δεξιά. Αυτή η αμηχανία των παλαιών ανθρώπων απέναντι στο μέσο της φωτογραφίας. Η απόκοσμη λάμψη τους, σαν ένα πέπλο μελαγχολίας να τους τυλίγει εκείνη τη στιγμή. Μια νεκρική ακινησία, όπως την περιγράφει κι ο Μπαρτ, σαν να στέκουν στο μάτι ενός κυκλώνα, σ'αυτό το μάτι της φωτογραφικής μηχανής. Σαν να υπομένουν την αποτύπωσή τους, ως εκείνη την ακίνητη μοίρα που τους επιφυλάσσει η ζωή, η σκοτεινή τους ειμαρμένη. Η φωτογραφία είναι το Άλλο του Άλλου, καθώς εκθέτει το φάσμα του κόσμου, στην προκειμένη περίπτωση, τα φαντάσματά του, υπάρξεις πέραν του βιολογικού τους είναι. Σήμερα, εθισμένοι στις εικόνες, δεν μπορούμε να συναισθανθούμε την εντύπωση εκείνων των ανθρώπων όταν έρχονταν αντιμέτωποι με την εικόνα τους, με το μοναδιαίο τους ίχνος.
Και πάλι το punctum, το δικό μου πάντα, στο χάρτη που μου 'στειλες. Η Σμύρνη, το Αϊδίνιο, η Ισπάρτα κι η Αττάλεια. Ίχνη της δικής μου γλώσσας. Όχι το Burdurτης δικής σου κατάληξης. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που μας κινεί εδώ ή εκεί, που μας εγκαταλείπει σε κάποια σημεία του χάρτη. Τι αναζητάμε πάνω στο έδαφος του πραγματικού; αν όχι τα σημεία της διαφυγής μας, τα ίχνη της ολικής του εξάρνησης. Θέλω να πω, ότι αυτό που μας εγκαλεί κάθε φορά, μέσα στο χρόνο και τον χώρο, είναι η υπόσχεση μιας ουτοπικής διαμονής, ενός διαγραμμένου Άλλου, που εκδιπλώνει το είναι μου στον ορίζοντα μιας προσδοκίας. Στο χάρτη που μου 'στειλες υπάρχει και η επιλογή: προσθέστε προορισμό. Και μ'αφήνει στην αμηχανία της Τζουλιάνα, απ'τη Κόκκινη έρημο του Αντονιόνι, που κοιτά με τον εραστή της το χάρτη της δικής της διαφυγής, απορημένη και σαγηνεμένη μαζί, για να καταλήξει στο πουθενά ίσως...
Δευτέρα 11 Απριλίου 2016
Φωτεινή
Στο δρόμο για το Burdur λοιπόν...
Σου έγραφα και την άλλη φορά γι'αυτή την νεκρική ακαμψίαπου είχαν στις φωτογραφίες τους οι παλιοί άνθρωποι. Σαν να ήταν αλλού. Μα ήταν αλλού. Ήταν εγκαταλελειμμένοι την εικόνα τους, στο ίχνος της φυσικής τους απώλειας. Η φωτογραφική λήψη, και μάλιστα στην εξαιρετικότητά της εκείνη την εποχή, απονέκρωνε τον κόσμο. Οι εικονιζόμενοι έπαιρναν μια πόζα θανάτου, ήταν σε μια πρόβα θανάτου, ίσως κάποιοι και να πίστευαν ότι κινδύνευαν πραγματικά απ'αυτό το βρυκολακιασμένο μέσο. Γινόντουσαν, και γινόμαστε όλοι στις φωτογραφίες μας, μεταθανάτια αντικείμενα προς ανάμνηση. Οι φωτογραφίες άλλωστε είναι πάντα οι φωτογραφίες των άλλων. Η εικόνα μου είναι το Άλλο. Ο Θάνατος είναι το Άλλο της ζωής. Τα πρόσωπα της φωτογραφίας που μου στειλες θα μπορούσαν να ήταν και νεκροί που ποζάρουν. Στη βικτωριανή εποχή, απ'όπου και οι δύο φωτογραφίες που σου στέλνω, συνήθιζαν να τοποθετούν τους νεκρούς τους πλάι στους ζωντανούς συγγενείς τους και να τους φωτογραφίζουν. Είχαν εφεύρει και διάφορους μηχανισμούς ώστε το νεκρό σώμα να μπορεί να στέκεται όρθιο και να μην προδίδει το θάνατό του. Νεκροί και ζωντανοί με το ίδιο βλέμμα, με την ίδια ακαμψία, κι όλοι μαζί στο φάσμα του Θανάτου...
Σε φιλώ
Αποστόλης
Και πάλι το punctum, το δικό μου πάντα, στο χάρτη που μου 'στειλες. Η Σμύρνη, το Αϊδίνιο, η Ισπάρτα κι η Αττάλεια. Ίχνη της δικής μου γλώσσας. Όχι το Burdurτης δικής σου κατάληξης. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που μας κινεί εδώ ή εκεί, που μας εγκαταλείπει σε κάποια σημεία του χάρτη. Τι αναζητάμε πάνω στο έδαφος του πραγματικού; αν όχι τα σημεία της διαφυγής μας, τα ίχνη της ολικής του εξάρνησης. Θέλω να πω, ότι αυτό που μας εγκαλεί κάθε φορά, μέσα στο χρόνο και τον χώρο, είναι η υπόσχεση μιας ουτοπικής διαμονής, ενός διαγραμμένου Άλλου, που εκδιπλώνει το είναι μου στον ορίζοντα μιας προσδοκίας. Στο χάρτη που μου 'στειλες υπάρχει και η επιλογή: προσθέστε προορισμό. Και μ'αφήνει στην αμηχανία της Τζουλιάνα, απ'τη Κόκκινη έρημο του Αντονιόνι, που κοιτά με τον εραστή της το χάρτη της δικής της διαφυγής, απορημένη και σαγηνεμένη μαζί, για να καταλήξει στο πουθενά ίσως...
Φιλιά
Αποστόλης
Δευτέρα, 4 Απριλίου 2016
Αποστόλη, καλημέρα.
Η μόνη πατρίδα είναι η γλώσσα, λέει η Χάνα Άρεντ.
Ο προπάππους Γιώργος Τσολόζ, και αργότερα Τσολοζίδης, με την προγιαγιά Βαρβάρα, ήταν καραμανλήδες, τουρκόφωνοι ορθόδοξοι χριστιανοί που έγραφαν την τουρκική γλώσσα με χαρακτήρες του ελληνικού αλφαβήτου. Ο προπάππους ήταν τομεάρχης, μάζευε δηλαδή τους φόρους για την οθωμανική διοίκηση. Όταν άρχισαν να μαζεύουν τους Έλληνες στα τάγματα εργασίας (αμελάτα μπουρού) που ουσιαστικά ήταν μέρος της εθνοκάθαρσης, μια τουρκική φιλική οικογένεια τον έκρυψε και τον γλύτωσε για να βρεθεί ξανά με την οικογένεια του στην Αθήνα, μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Σε αυτήν την άσκηση δημιουργίας εθνών που ήταν η απάνθρωπη απόφαση της ανταλλαγής, ο προπάππους και η προγιαγιά βάση της θρησκείας τους έπρεπε να αποτελούν κομμάτι ενός συγκεκριμένου έθνους, να ζουν μέσα στα σύνορα του, άσχετα αν δεν μιλούσαν καν την γλώσσα, ενώ νοσταλγούσαν το σπίτι που άφησαν.
Το παιδάκι της φωτογραφίας είναι ο Αντωνάκης. Η μαμά του που είναι η όρθια ψηλή κυρία παντρεύτηκε με προξενιό έναν άντρα στην Βέροια, ο οποίος έπασχε από ψυχολογικά προβλήματα και θεώρησαν ότι ένας γάμος θα του έκανε καλό. Ο Αντωνάκης έπασχε από μελαγχολία: είδε τον μπαμπά του κρεμασμένο όταν αυτός αυτοκτόνησε.
Μέχρι χθες νόμιζα ότι οι ανταλλαγές των πληθυσμών βάση της Συνθήκης της Λωζάνης ήταν η πιο σκληρή και βάναυση απόφαση που μπορούσε να πάρει κανείς για τους ανθρώπους που μετακινήθηκαν χωρίς να τους δοθεί καμιά άλλη επιλογή, χωρίς να ρωτηθούν για το πως αισθάνονται, επιβάλλοντας τους ότι έπρεπε πλέον να σκεφτούν τους εαυτούς τους με ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο, θάβοντας την προηγούμενη τους ζωή και τη γη των προγόνων τους. Σήμερα την μέρα που η Ευρώπη καταπατά την Συνθήκη της Γενεύης και τα ανθρώπινα δικαιώματα, επαναπροωθώντας τους μετανάστες στην Τουρκία, έχω την αίσθηση, ότι η κλίμακα της βαρβαρότητας ξεπεράστηκε. Και πάλι η περιοχή μας εμπλέκεται, και πάλι το τραύμα ενεργοποιείται.
Υ.Γ. Μια “νέα” ξαδέρφη, μου έστειλε το βιβλίο που βλέπεις στην φωτογραφία.
Φωτεινή
Τρίτη, 5 Απριλίου 2016
Φωτεινή
Πατρίδα είναι η γλώσσα, αλλά ποια είναι η “πατρίδα” της γλώσσας; Τι είναι η γλώσσα εν τέλει;
Το παράδειγμα της Άρεντ είναι χαρακτηριστικό, γιατί η Άρεντ είναι ένα γλωσσικό πρόβλημα. Η γλώσσα της Άρεντ, η γλώσσα στην οποία αναγνωρίζει τον εαυτό της η Άρεντ, η γερμανική γλώσσα, δεν είναι η γλώσσα της γης των πατέρων της, αλλά ούτε και της Γερμανίας των παιδικών της χρόνων. Η γερμανική γλώσσα εγείρει μέσα της μια αδύνατη αναφορά. Γιατί η γλώσσα δεν εντοπίζεται, δεν χαρτογραφείται, η γλώσσα είναι. Γι'αυτό και η Άρεντ ένοιωθε στα χρόνια της εξορίας της, ότι ήταν εξορισμένη όχι απ'την Γερμανία, αλλά απ'τη γερμανική, μητρική της, γλώσσα. Αλλά “η μητρική γλώσσα είναι ήδη γλώσσα του Άλλου”, θα πει ο Ντεριντά. Η νοσταλγία της έτσι ήταν μια νοσταλγία της απώλειας. Η Άρεντ, ανήκει στις βαθιές χαράξεις που της επέφερε αυτή η γλώσσα. Δεν την εκφέρει απλώς, τη φέρει, είναι η γλώσσα, το καταδικό της ιδίωμα. Και απ'την άλλη, αυτή η γλώσσα, είναι μια γλώσσα που αρνείται την προσωπική της ιστορία, που την διαγράφει από μιαν άλλη γλώσσα, την εβραϊκή, και την κάνει έτσι ένα φάντασμα του κόσμου. Η Άρεντ, αυτή η Εβραία, που δεν ανήκει στην ταυτότητά της, που δεν ανήκει σε καμιά εθνική ταυτότητα, ήταν εξόριστη και πριν την εξορία της, γιατί η γλώσσα είναι ίχνος, είναι εξάρνηση. Η γλώσσα που με κατέχει είναι και η γλώσσα που μ'εγκαταλείπει. Η Άρεντ ανήκει έτσι σ'αυτόν τον εξαρνημένο εαυτό της, στην περιπλάνησή της, στη συγκίνηση μιας αδύνατης νοσταλγίας, στο πουθενά του ανήκειν, γι αυτό και ήταν ένα σκάνδαλο, αυτή γυναίκα, και για τις δύο κοινότητες, την εβραϊκή και τη γερμανική. Γιατί ήταν η αδύνατη πολιτογράφηση του γλωσσικού της ίχνους. Το ίχνος είναι απώλεια, απώλεια μόνο...
Κατά τ'άλλα, τι να πω γι'αυτή την απανθρωπιά της επαναπροώθησης των μεταναστών σήμερα στην Τουρκία, σε μια “μη ασφαλή χώρα”, μια πράξη που εναντιώνεται απολύτως στο διεθνές δίκαιο. Αναγνωρίζω, μελαγχολικά μόνο, τις αντοχές της πολιτικής πράξης απέναντι στο ερώτημα του ξένου, του άλλου, και στην ανάγκη της φιλοξενίας του. Μια πράξη που καινοτομεί μέσα στον πυρήνα της αντίληψης της φιλοξενίας, του φιλοξενούντος χώρου, της κυριαρχίας του, της νομιμότητάς του. Η απροϋπόθετη, άνευ όρων, φιλοξενία, μια ποιητική πράξη, όπως την χαρακτηρίζει ο Ντεριντά, μας θέτει ενώπιον των αντοχών μας, ηθικών και πολιτικών. “Ηγλώσσα είναι φιλοξενία”, λέει ο Εμμανουήλ Λεβινάς, ο φιλοξενούμενος έτσι φιλοξενείται μέσα στην γλώσσα μου, στα όρια και στις αντοχές της, και γι αυτό μόνον ίσως μια λησμονημένη γλώσσα μπορεί και να δεξιωθεί τον άλλον και να οικοδομήσει τη φιλία. Στο ζήτημα του ξένου θα βρισκόμαστε πάντα μπροστά σε μια αποτυχία, σ'ένα πένθος που δεν θα μπορούμε και να θρηνήσουμε, κι αυτό είναι μια αποτυχία διπλή.
Όσο για τον Αντωνάκη της φωτογραφίας και τη μητέρα του, σιωπή μόνο...
Σε φιλώ.
Αποστόλης
Κυριακή, 10 Απριλίου 2016
Αποστόλη
Σου γράφω από το ξενοδοχείο Otel Tunali στο κέντρο της Άγκυρας. Κοντά εδώ είναι και το σημείο που τις προάλλες έγινε το τρομοκρατικό χτύπημα.
Έφτασα χθες, μου φαίνεται ωστόσο ότι έχει περάσει τόσος καιρός. Λίγο πριν φύγω. 20'πριν μπω στο αεροπλάνο, έμαθα από ένα τηλεφώνημα από τον σύντροφο μου ότι ο πόνος στην κοιλιά που είχε ο γιος μου, που χθες γινόταν 11 χρονών, δεν ήταν γαστρεντερίτιδα που τον βασάνιζε 3 μέρες σχεδόν, αλλά οξεία σκωληκοειδίτιδα και έμπαινε στο νοσοκομείο για εγχείριση. Η λογική λέει ότι είναι μια εγχείριση ρουτίνας αλλά πόση αγωνία είχα μέχρι να μάθω ότι είναι καλά. Μια αίσθηση που σε κάνει να παραλύεις, σαν να μουδιάζει ολόκληρο το σώμα από το απρόσμενο.
Έμεινα μαζί με τους συνεργάτες μου την Naz και τον Oguz, στο πολύ ωραίο σπίτι τους, στο κέντρο της Άγκυρας, αρχιτεκτονικής του '60. Οι ρυθμοί είναι τόσο ήσυχοι, παρόλο που υπάρχουν όλες αυτές οι ανησυχητικές αναφορές, το σημείο που έγινε η τρομοκρατική ενέργεια τον περασμένο Μάρτη, ο φόβος... Έφυγα από το σπίτι γιατί έχω αλλεργία στις γάτες... Έχουν δύο γάτες, η μία έχει ψυχολογικά προβλήματα, σε βλέπει και πηγαίνει προς τα πίσω με ένα ύφος τόσο μα τόσο ανησυχητικό. Η άλλη είναι εκεί για να της κάνει παρέα. Ωστόσο τα πνευμόνια μου δεν τις άντεξαν.
Σήμερα παρουσίασα τις εικόνες των μαθητών μου της φωτογραφίας, σύγχρονων Ελλήνων φωτογράφων, του φεστιβάλ Photometria, και τις δικές μου, καθώς και το πρότζεκτ που κάνω. Μια γυναίκα που παρακολουθούσε με πλησίασε στο διάλειμμα και μου είπε “καταλαβαίνω και νιώθω αυτά που λες γιατί είμαι κι εγώ από την άλλη πλευρά. Οι δικοί μου ήρθαν από την Θεσσαλονίκη με την ανταλλαγή και έχω ακούσει κι εγώ όλες αυτές τις ιστορίες. Σε παρακαλώ έλα αύριο στο σπίτι μου, θα δεις η μάνα μου το είχε κάνει σαν μουσείο”.
Τι ειρωνεία, ο Αντωνάκης έγινε πωλητής λαχείων...
Άρχισε να βρέχει. Ακούγεται ο ιμάμης.
Καληνύχτα
Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι από το πάρκο Γκεζί μπροστά στο ξενοδοχείο μου που σήμερα Σάββατο ήταν γεμάτο από κόσμο.
Δευτέρα, 11 Απριλίου 2016
Φωτεινή
Σκέφτομαι ότι οφείλουμε όλοι να είμαστε πιστοί στην καταγωγή μας, στον κληρονομημένο μας εαυτό. Είμαστε όλοι, ούτως ή άλλως, σε μια διαρκή αλλά και αμφίθυμη σχέση μαζί του. Άλλες φορές επιλέγουμε να τον αγνοούμε, κι άλλες να υπομένουμε το βάρος του, να μας εξαντλεί και να τον εξαντλούμε μέσα μας, καθηλωμένοι στη νοσταλγία του. Μερικές φορές αυτός ο εαυτός, μάς υποβάλει σε απάνθρωπα, εξοντωτικά, καθήκοντα: Να υπομένουμε την εικόνα του. Αυτό το σπίτι-μουσείο της μητέρας αυτής που σε συνάντησε στην παρουσίαση. Αλήθεια το επισκέφθηκες; Έχουμε όλοι πιστεύω μια ευθύνη απέναντι σ'αυτή την οικογενειακή ανάμνηση. Μια ανάμνηση που μας προδιαγράφει, και που αφορά όχι μόνο τον παρελθόντα, αλλά και τον επερχόμενο χρόνο. Ανταποκρινόμαστε στην ανάμνηση, στον κληρονομημένο μας χρόνο, που σ'έναν βαθμό, για πολλούς από εμάς, είναι κι ένας αβίωτος χρόνος, αλλά που είναι εγγεγραμμένος όμως στο κυτταρικό μας είναι. Οφείλουμε λοιπόν κάτι εδώ, όπως κι αυτό μας οφείλει. Οφείλουμε να το επανεύρουμε και οφείλει να μας επαναπροσλάβει, και τα δύο εν ετέρα μορφή. Το παρελθόν, όπως και η γλώσσα, δεν μας ανήκει, είναι και τα δύο μη ιδιοποιήσιμα, όταν τα αναλαμβάνουμε αφηνόμαστε απλώς νωχελικά στις αναπαραστάσεις τους. Συγκροτούν και τα δύο μια αδύνατη γενεαλογία που οφείλουμε όμως να της δωθούμε δημιουργικά.
Βλέπω στη φωτογραφία που μου 'στειλες, απ'το πάρκο Γκεζί, την αμεριμνησία των ανθρώπων. Της στιγμής ίσως; Στο πάρκο που έναν χρόνο πριν είχε εκδηλωθεί μια βίαιη αγανάκτηση, ένα νεαρό ζευγάρι απολαμβάνει τώρα τον ήλιο. Μια αγρανάπαυση άραγε ή αυτή η μελαγχολία της πολιτικής, η απογοήτευσή της, και η αδράνεια που επιφέρει. Και απ'την άλλη λέω όχι, αυτή πρέπει να 'ναι η φυσικότητα των ανθρώπων, η αμεριμνησία τους κάτω από τον ήλιο. Εσύ θα μου γράψεις τις εντυπώσεις σου.
Ο Αντωνάκης, με το σαστισμένο παιδικό του βλέμμα στη φωτογραφία, που αντίκρυσε το πτώμα του πατέρα του να κρέμεται, τώρα εξαντλεί τη δική του ζωή...
Αποστόλης
Αποστόλη καλημέρα. Γράφω από το ξενοδοχείο λίγο πριν φύγω για να πάρω το λεωφορείο για το Burdur στις 14.30.
Ναι πήγα στο σπίτι- μουσείο της Ismet, γιαγιά της Gulay. Χθες ήθελα τόσα να σου γράψω αλλά τώρα θα αρκεστώ σ'αυτή τη φωτογραφία -ίσως γιατί θέλω να σου τους 'συστήσω'λίγο πριν τους 'συναντήσω'- που είναι τραβηγμένη το 1929 στην Αθήνα, είναι δηλαδή 7 χρόνια μετά την έξοδο από την Μικρά Ασία. Από κάτω αριστερά προς τα δεξιά είναι η προγιαγιά μου Βαρβάρα και ο προπάππους Γιώργος Τσολόζ που ήρθαν στο τόπο που όφειλαν ως 'πατρίδα'χωρίς να μιλάνε καν την γλώσσα. Το βλέμμα του προπάππου. Από πάνω του ακριβώς είναι η γιαγιά μου η Φωτεινή και δίπλα της η Αναστασία Μανέα που ήταν γλύπτρια, γυναίκα του ένστολου δίπλα της που είναι ο Παντελής, αδερφός της Φωτεινής. Από την άλλη πλευρά της Φωτεινής είναι η αδερφή της Ραχήλ, και δίπλα της τα δύο ανίψια της Κοσμάς και Βασιλεία Σαρόγλου- η μητέρα τους είναι η Κυριακή -η τρίτη αδερφή της Φωτεινής- που κάθεται μπροστά με το παιδί στην αγκαλιά, που είναι και το μόνο εν ζωή.
Φωτεινή
Δευτέρα 11 Απριλίου 2016
Φωτεινή
Στο δρόμο για το Burdur λοιπόν...
Σου έγραφα και την άλλη φορά γι'αυτή την νεκρική ακαμψίαπου είχαν στις φωτογραφίες τους οι παλιοί άνθρωποι. Σαν να ήταν αλλού. Μα ήταν αλλού. Ήταν εγκαταλελειμμένοι την εικόνα τους, στο ίχνος της φυσικής τους απώλειας. Η φωτογραφική λήψη, και μάλιστα στην εξαιρετικότητά της εκείνη την εποχή, απονέκρωνε τον κόσμο. Οι εικονιζόμενοι έπαιρναν μια πόζα θανάτου, ήταν σε μια πρόβα θανάτου, ίσως κάποιοι και να πίστευαν ότι κινδύνευαν πραγματικά απ'αυτό το βρυκολακιασμένο μέσο. Γινόντουσαν, και γινόμαστε όλοι στις φωτογραφίες μας, μεταθανάτια αντικείμενα προς ανάμνηση. Οι φωτογραφίες άλλωστε είναι πάντα οι φωτογραφίες των άλλων. Η εικόνα μου είναι το Άλλο. Ο Θάνατος είναι το Άλλο της ζωής. Τα πρόσωπα της φωτογραφίας που μου στειλες θα μπορούσαν να ήταν και νεκροί που ποζάρουν. Στη βικτωριανή εποχή, απ'όπου και οι δύο φωτογραφίες που σου στέλνω, συνήθιζαν να τοποθετούν τους νεκρούς τους πλάι στους ζωντανούς συγγενείς τους και να τους φωτογραφίζουν. Είχαν εφεύρει και διάφορους μηχανισμούς ώστε το νεκρό σώμα να μπορεί να στέκεται όρθιο και να μην προδίδει το θάνατό του. Νεκροί και ζωντανοί με το ίδιο βλέμμα, με την ίδια ακαμψία, κι όλοι μαζί στο φάσμα του Θανάτου...
Σε φιλώ
Αποστόλης
Δευτέρα 11.04.2016
Αποστόλη
Γράφω από το λεωφορείο για το Burdur, το αρχαίο Πολυδώριο. Το λεωφορείο είναι υπερσύγχρονο, με σύνδεση wifi, τηλεόραση σε κάθε κάθισμα, σου προσφέρουν καφέ, γλυκίσματα, σάντουιτς και αναψυκτικά. Ο νεαρός που σερβίρει σχεδόν ντρέπεται που δεν μπορεί να συνεννοηθεί μαζί μου στα αγγλικά, κι είναι τόσο ευγενής. Yunanistan του λέω γιατί καταλαβαίνω ότι ήρθε τρέχοντας, απομνημονεύοντας το ‘από που είσαι’στα αγγλικά.
Πραγματικάστις απαρχές της φωτογραφικής πρακτικής η πόζα λόγω της τεχνολογίας ήταν επιβεβλημένη και επίπονη. Οι φωτογράφοι είχαν εφεύρει και κάποιες κατασκευές που εφαρμόζονταν στην πλάτη έτσι ώστε οι φωτογραφούμενοινα μένουν ακίνητοι με μια σχετικά μεγαλύτερη ευκολία για όλο το χρονικό διάστημα που απαιτούνταν για να τραβηχτεί η πολυπόθητη φωτογραφία. Για αυτό και τις περισσότερες φορές δεν χαμογελούν. Δεν γίνεται να χαμογελάς και να μένεις ακίνητος για κάνα δεκάλεπτο! Οι οικογένειες των μεταναστών της Ηπείρου έστελναν στους gastarbeitersπου εργάζονταν στην Γερμανία, φωτογραφίες από γάμους, βαφτίσια ή άλλα γεγονότα αλλά και από κηδείες.
Το σπίτι της γιαγιάς Ismet, που πέθανε πριν από ενάμισι χρόνο, γιαγιάς της Gulay που ακούγοντας για το πρότζεκτ μου με προσκάλεσε, είναι γεμάτο από αντικείμενα που η γιαγιά μάζευε για να συντηρεί την μνήμη όπως λέει η Gulay. Από προσωπικά αντικείμενα, από σουβενίρ που της έφερναν τα πολλά εγγόνια της από διάφορα ταξίδια, από αντικείμενα που αγόραζε σε παλιατζίδικα, ή από επαγγελματίες που τα επαγγέλματα τους εκσυγχρονίζονταν και τα παλιά τους εργαλεία δεν τους χρησίμευαν πια. Παλιές ζυγαριές, πλαστικά λουλούδια, πορσελάνινα ελεφαντάκια, βαριά σκαλιστά έπιπλα, μπουφέδες που είχαν ταξιδέψει σε αιώνες, κεντήματα αναρτημένα σε κάδρα με κορνίζες που είχε η ίδια σχεδιάσει, καθρέφτες, τραπεζάκια, βάζα από την Κίνα, κι από διάφορα μέρη του κόσμου, μικρογραφίες από διάσημα γλυπτά, κούκλες, ελαφάκια από πορσελάνη.
Η γιαγιά και ο παππούς είχαν έρθει από τη Θεσσαλονίκη με την ανταλλαγή. Η φωτογραφία είναι την περίοδο που ήταν αρραβωνιασμένοι.
Αυτό το όφελος, στο οποίο αναφέρεσαι, αισθάνθηκε η Gulay και με κάλεσε. Ένιωσε την συγγένεια στο άκουσμα των ιστοριών που άκουγε από μικρή: το μόνο που αλλάζει είναι η τοποθέτηση στο χάρτη. Πως έφυγαν από τη Θεσσαλονίκη, πώς ήταν η ζωή τους εκεί, πως έψαξαν να βρουν ένα μέρος να τους θυμίζει τον τόπο τους. Κι η Gulay που έψαχνε να βρει το κοινό σημείο, τον καφέ τον τούρκικο, τα λουκούμια, τους κουραμπιέδες. Κι ήταν εκεί το κοινό σημείο στο μωρό που έκλαψε και το άφησαν για να μην τους προδώσει στο πέρασμα και ξαναβρέθηκε με την μάνα του γιατί το έσωσε ο στρατιώτης. Οι ιστορίες ξανά και ξανά, κι εκεί κι εδώ, και τότε και τώρα. Νιώθω ότι κλείνει αυτή η ιστορία του σπιτιού, μου είπε η Gulay, όταν φτάσαμε πια στην αποθήκη με το σωρό τα χαλιά, τις αναξιοποίητες κορνίζες της γιαγιάς, τις καρέκλες στις πλαστικές θήκες. Την έψαξα στα συρτάρια της, στα ροζ μαξιλαράκια της. Τελειώνει ένας άνθρωπος και μένει το ίχνος του. Στο σπίτι του.
Στο ένα δωμάτιο που καθότανε είχε φωτογραφία του Κεμάλ απέναντι από τον Ομπάμα. Πριν είχε τον Κλίντον μου είπε η Gulay. Γιατί τον ρωτάω : γιατί και οι δύο είναι ισχυροί άντρες, Θεωρεί ότι ο Ομπάμα είναι ο πιο ισχυρός άντρας στον πλανήτη.
Στο σκρίνιο από κάτω πάνω στο σουβενίρ της γόνδολας από την Βενετία είναι αναρτημένες οι φωτογραφίες των περήφανων εγγονών της με ρούχα στρατιωτικά και καλάσνικοφ στα χέρια. Λίγο πριν φύγω μου έκανε δώρο το Κοράνι που τύπωσαν ως οικογένεια στη μνήμη των προγόνων τους.
Φωτεινή
Τρίτη 12 Απριλίου 2016
Φωτεινή
Η νοσταλγία αποθησαυρίζει, μας κατακλύζει μ'ενθύμια, επιδεικνύει τα ίχνη της καταγωγής μας, μάς διανοίγει σ'έναν φαντασιακό λαβύρινθο, σ'ένα διαστροφικό βλέπειν, στήνει ένα σκηνικό ορατότητας, και μας εγκαταλείπει εκεί ως στήλη άλατος. Έχω δει τέτοιους χώρους σαν το σπίτι της γιαγιάς Ismet, είναι χώροι αδυναμίας, αλλά και χώροι οπτικής σαγήνης. Το βλέμμα του ένοικου κουρνιάζει παντού, σε κάθε σημείο τους. Επιδειξιομανείς χώροι που μαρτυρούν, με χίλια δυο πράγματα, την ιδιαιτερότητά τους, τη διαστροφή τους. Είναι χώροι matrix, χρονομηχανές, που εδραιώνουν μια ετεροτοπική συνθήκη ζωής. Η νοσταλγία, ως μια φαντασιακή σκηνή, θέλει το κουκούλι της, αυτά τα συρτάρια της Ismet, τις οικογενειακές φωτογραφίες, τα παλιά κάδρα, τα κεντήματα των παιδικών της χρόνων, ακόμη κι αυτό το πορτρέτο του Ομπάμα, το προσκυνητάρι των ηττημένων. Είναι αντικείμενα όλα που αναπληρώνουν, καταμαρτυρώντας, την έλλειψη του Άλλου, σκηνές που δεξιώνουν το ίχνος του, μια υπόσχεση μόνο. Συνήθως αυτοί οι χώροι είναι kitsch περιβάλλοντα, αλλά εγγράφουν όμως το προσωπικό ίχνος. Η αισθητική δεν είναι και ο καλύτερος σύμβουλος για το καθεστώς των πραγμάτων. Η ηθική της δεν είναι η αισθητική του οικείου, αν μπορώ να το πω έτσι. Επίσης η νοσταλγία δεν εκδηλώνεται δημοσίως, δεν δείχνει τα σημεία της σε δημόσιο χώρο, γιατί καταρρέει αυτόματα μέσα στο νέο συμβολικό του πλαίσιο. Η νοσταλγία θέλει τη μυστική της γωνιά, το απόμερο. Αυτά τα σπίτια-μουσεία ανήκουν στους ιδρυτές τους και μόνο, στα χέρια που τα έστησαν, στα μάτια που σαγηνεύτηκαν απ'τα αναθήματά τους. Η Gulay, μπορεί να συγκινείται, αλλά το μόνο που μπορεί να κάνει μ'αυτό το υλικό απόθεμα της νοσταλγίας, στην καλύτερη περίπτωση, είναι να το αποθηκεύει. Οι καρέκλες στις πλαστικές τους θήκες, που φωτογράφισες στην αποθήκη της, είναι το ίχνος της συγκίνησης του άλλου. Η νοσταλγία είναι ένας γλωσσικός πόνος, μια αφοσίωση, που όμως δεν μεταδίδεται ακέραια.
Πως βρήκες λοιπόν το Burdur;
Αποστόλης
Έφτασα στο Burdur το βράδυ της Δευτέρας και πήγα να μείνω σε ένα κρατικό ξενώνα στον οποίο φιλοξενούνται οι δάσκαλοι και καθηγητές με χαμηλό αντίτιμο, αλλά είναι ανοιχτός και σε όποιον άλλον θελήσει να μείνει. Παρόλο που ψιλοέβρεχε, δεν με χωρούσε το δωμάτιο. Το GPSστο κινητό έδειχνε ότι η οδός Ulussokakήταν μόλις 14 λεπτά. Βγήκα και άρχισα να περπατάω στους υγρούς δρόμους. Σε ένα σημείο, στρίβοντας, είδα κάποια γκρεμισμένα κτίσματα. Μια σκουριασμένη πόρτα αποθήκης. Ένα σκυλί με κοίταξε και έφυγε. Μετά ο δρόμος χωριζόταν, και δεν μπορούσα να καταλάβω από το κινητό που έπρεπε να πάω, και πήρα τον δρόμο με βάση το ένστικτο. Και είδα το σπίτι. Δεν ήταν κανείς στους δρόμους. Άχ δρόμοι μου με τους παλμούς σας. Ένα μόνο φως ήταν ανοιχτό στο σπίτι που φαίνεται ότι έχει χωριστεί και έχει γίνει δύο σπίτια. Πλησίασα σαν κλέφτης. Δεν μπορούσα να κλάψω αλλά ένιωθα ότι όλα γύρω μου έκλαιγαν. Επέστρεψα στο δωμάτιο. Στις 4 το πρωί ξύπνησα από το πρώτο κάλεσμα του μουεζίνη.
Φωτεινή
Πέμπτη 14 Απριλίου 2016
Η συγκίνηση είναι κίνηση Φωτεινή, και μας κάνει να παίρνουμε τους δρόμους, βραδιάτικα και με ψιλόβροχο. Η συγκίνηση της νοσταλγίας. Η ανάγκη μιας απροσδιόριστης επιστροφής, την εντοπίζουμε, κι όταν βρισκόμαστε εκεί αναγνωρίζουμε το οικείο μιας δικής μας, αν κι όχι καταδικής μας, ανάμνησης. Νοσταλγία για ένα κενό σημαίνον λοιπόν, ένας θρίαμβος του φαντασιακού. Δεν είναι ο τόπος, είναι η εμπειρία, μέσα στον χρόνο, του τόπου, το άυλο που τον διαγράφει, που τον καθιερώνει στον ψυχισμό μας. Αλλά ο τόπος όμως είναι και το μόνο απτό αυτής της εμπειρίας, η πιο πραγματική και πειστική αναφορά της. Πειστική στις αφηγήσεις μας βέβαια γιατί ο πυρήνας της νοσταλγίας μας θα μένει πάντα απλήρωτος. Πρόκειται περισσότερο για ένα αφηρημένο ντελεζιανό ρίζωμα, που αρέσκεται να αποτυπώνεται σε κάτι που νομίζουμε στέρεο, αλλά που αποδεικνύεται όμως και το πιο ρευστό. Ο τόπος δεν ορίζει μια αντικειμενικότητα, αλλά μια σχεσιακή δυνατότητα, μία ενέργεια που τον καθορίζει. Οι εκτοπισμένοι έτσι πρόγονοί σου, σ'αυτή την μη αντικειμενικότητά της διασποράς τους, κάτι διασώζουν, μιαν αλήθεια, το ακατονόμαστο της ύπαρξής τους. Εξαντλούμαστε όμως, σ'αυτό που η Κασσέν θα ονομάσει, “θνητές συνθήκες”, στο προσιτό, όσο μακρινό κι αν είναι αυτό το Burdur του καθενός, ως τη μοναδική μας δυνατότητα. Μπροστά στο αόρατο της επιθυμίας μας, το μόνο που φαντάζει, αλλά δεν είναι, ικανό για να την πληρώσει είναι αυτό που εκ της φύσεώς του είναι και το πιο αδύναμο. Είμαστε πάντα μπροστά σ'ένα α-τόπημα. Επιστρέφουμε σπίτι, στήνουμε τ'αυτί μας στους τοίχους, κι αυτοί τι μας ψιθυρίζουν; ό,τι αντηχούσε πάντα μέσα μας.
Σε φιλώ
Αποστόλης
Σάββατο 16 Απριλίου 2016
Την Τρίτη πήγα μαζί με την Iremκαι την Gizem, τις δύο κοπέλες που με φιλοξενούν εδώ στο Burdur και χτυπήσαμε την πόρτα του σπιτιού.
Πρέπει να σου πω πρώτα τι είναι ο μουχτάρης. Ο μουχτάρης είναι ο αιρετός δημοτικός ή κοινοτικός υπάλληλος ,ο κοινοτάρχης, ο υπεύθυνος για την γειτονιά. Ο μουχτάρης είναι ο σύνδεσμος της περιοχής με την τοπική αυτοδιοίκηση. Σε εκείνον απευθύνεσαι όταν θέλεις ένα χαρτί, ή όταν έχεις κάποιο πρόβλημα. Είχα το τηλέφωνο του μουχτάρη του Zafer Mahallesi, της γειτονιάςτης Νίκης δηλαδή, από τον νεοευρεθέν τρίτο, τέταρτο ξάδελφο από την Βέροια -εκεί μεταφέρθηκαν οι κάτοικοι του Burdur μετά την ανταλλαγή- που είχε επισκεφθεί κατά τύχη το Burdur, τον Φλεβάρη και είχε πάει στο σπίτι, βοηθούμενος από έναν υπάλληλο του Δήμου, ένα δημοσιογράφο και τον μουχτάρη της περιοχής. Είχα επικοινωνήσει μέσω των φίλων από την Άγκυρα με τον μουχτάρη και ήξερε ότι θα πάω. Εκείνη την μέρα όμως έλειπε για κάποιες δουλειές εκτός πόλης. Κι έτσι πήγα με τις φίλες.
Τα σπίτια όπως μάλλον σου είπα είναι δύο. Το σπίτι από ότι ήξερα από τη μητέρα μου ήταν μεγάλο, δίπατο, με πολλούς πίνακες, ήταν ευκατάστατοι. Τώρα το σπίτι έχει χωριστεί στα δύο. Χτυπήσαμε στο ένα και δεν απάντησε κανείς. Χτυπήσαμε στο άλλο και η γυναίκα που εμφανίστηκε ήταν μια γερασμένη πριν την ώρα της γυναίκα, ταλαιπωρημένη και μάλλον άρρωστη. Με φόβο μας άκουγε. Η φίλη μου της εξήγησε ότι η οικογένεια μου κάποτε έμενε εδώ και θα ήθελα να δω το σπίτι. Η γυναίκα αρνήθηκε. Είμαι μόνη κι άρρωστη είπε, δεν μπορώ να σας αφήσω να μπείτε μέσα. Της είπαμε αν έρθουμε με τον μουχτάρη θα μας επιτρέψεις, και είπε ναι.
Η άρνηση απογοήτευσε περισσότερο τις νεαρές φίλες μου παρά εμένα. Ένιωθα σίγουρη ότι οι πόρτες θα ανοίξουν αργά ή γρήγορα, χρειαζόταν μόνο υπομονή. Ωστόσο ήταν σκληρή η άρνηση και συγχρόνως αδύναμη: η γυναίκα αυτή τόσο εύθραυστη, ευάλωτη, ξεπρόβαλε με φόβο πίσω από αυτή τη μεγάλη πόρτα, μέσα από αυτό το αχανές δωμάτιο-χώρο.
Κάναμε μια βόλτα στη γειτονιά και σταματήσαμε μπροστά από μια πόρτα για να συζητήσουμε το συμβάν. Οι κάτοικοι του απέναντι σπιτιού, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, ήρθαν εκείνη την ώρα και αφού οι φίλες μου τους εξήγησαν τι έγινε μας κάλεσαν στο σπίτι τους. Ήταν ένα φτωχικό σπίτι: πάνω στη ξυλόσομπα υπήρχε μια κατσαρόλα γάλα, το οποίο και μας κέρασαν. Ήταν από μια περιοχή εκτός πόλης κι είχαν έρθει τα τέσσερα τελευταία χρόνια στο Burdur. Το γάλα ήταν από εκεί.
Την επόμενη μέρα συναντηθήκαμε με τον μουχτάρη και πήγαμε μαζί στο σπίτι. Ο μουχτάρης Nuri Levent Ozer είναι ένας πολύ συμπαθής κύριος, περίπου 70 χρονών, που με μεγάλη χαρά, σχεδόν με πάθος, ανέλαβε το ρόλο του ενδιάμεσου, διαμεσολαβώντας με ευγένεια και κατανόηση. Είχε γεννηθεί στη γειτονιά και είχε ακούσει για την πλούσια οικογένεια της οδού Ulus Sokak No14. Πήγαμε πρώτα στο σπίτι της αριστερής πλευράς. Μια ηλικιωμένη γυναίκα μας άνοιξε. Το σπίτι ήταν βαμμένο με έντονα χρώματα λαδομπογιάς που φαινόταν σαν να κάλυπτε το παρελθόν των τοίχων του δραστικά και απόλυτα. Τα δωμάτια ήταν μεγάλα, ψηλοτάβανα και για αυτό οι πόρτες έκλειναν και οι χώροι απομονώνονται για να μπορούν να θερμαίνονται. Το σπίτι το αγόρασαν το 1979 από άλλους κατοίκους που έμεναν εκεί. Το πήραν 500 τούρκικες λίρες (155 σημερινά ευρώ). Ο άντρας της ήταν ελαιοχρωματιστής κι έτσι το σπίτι είχε εδώ κι εκεί κουτιά χρωμάτων ειδικά στην κουζίνα. Να εδώ ήταν το τζάκι και από εδώ θερμαινόταν όλο το σπίτι. Η κουρτίνα που κάλυπτε το τζάκι κουνιόταν αργά στο φύσημα του αέρα.
Στη συνέχεια μας άνοιξε ένα άλλο μέρος του σπιτιού στο κάτω όροφο που ήταν σαν το καλό τους σαλόνι. Στη βιβλιοθήκη τα ελάχιστα βιβλία ήταν αυτά της προπαγάνδας του τουρκικού κράτους. Στα παράθυρα πλαστικά λουλούδια απλώνονταν πλούσια μέσα από βάζα.
Προκειμένου να μας δεχτεί, η γυναίκα είχε καλέσει τον αδερφό της. Εκείνος μας ειδοποίησε, όταν ήμασταν ακόμα στο άλλο σπίτι, ότι η αδερφή του δεν ένιωθε πολύ καλά οπότε και να το επισπεύδαμε. Πήγαμε στο άλλο σπίτι. Η εικόνα ήταν διαμετρικά αντίθετη. Το σπίτι είχε μείνει όπως ήταν. Καμιά εργασία συντήρησης δεν είχε γίνει. Το σπίτι φανέρωνε τον ξύλινο σκελετό του. Το ισόγειο, που ήταν και ο αποθηκευτικός χώρος του σπιτιού, είχε τώρα το πλυντήριο και μια κουζίνα με τα βασικά. Η γυναίκα έμενε στο ένα δωμάτιο. Το κρεβάτι της ήταν ένας καναπές με ένα στρώμα στο πλάι.
Μόλις μπήκα στο σπίτι, σήκωσα την μηχανή μου για να κρατήσω την εικόνα αυτού του φοβισμένου πλάσματος στον κρυψώνα του. Το δωμάτιο ήταν σε πλήρη αντίθεση όσον αφορά τα χρώματα με το άλλο σπίτι. Εδώ ήταν σαν το υπόγειο του ασυνείδητου, των φόβων μας εδώ ήταν κρυμμένα όλα τα τέρατα.
Α όχι, όχι, ακούστηκε η φωνή του αδερφού όχι φωτογραφίες, σε παρακαλώ σβήσε την φωτογραφία τώρα. Ξαφνιάστηκα, την έσβησα βέβαια. Υπήρχε ένταση στην ατμόσφαιρα, ήθελα να δει ότι την έσβησα. Δεν πρόκειται να δημοσιευτεί πουθενά τον διαβεβαίωσαν οι φίλες μου, δεν είμαστε της τηλεόρασης. Η αδερφή του τον πλησίασε να τον καθησυχάσει με ένα ελαφρύ μειδίαμα, σμίγοντας τα φρύδια.
Ο αδερφός της εξήγησε αργότερα ότι η γυναίκα είχε κακοποιηθεί τόσο από τον άντρα της που είχε μόνιμο ψυχολογικό και σωματικό πρόβλημα.
Η ιστορία με είχε ταράξει κι έτσι ήμουν κάπως ανήσυχη όταν ανέβηκα στον πάνω όροφο. Ο επάνω όροφος ήταν ανέγγιχτος και κατέρρεε με το βάρος των χρόνων. Τα δωμάτια μεγάλα, ψηλοτάβανα, με διάπλατα ανοιχτά, χωρίς πατζούρια, παράθυρα έλουζαν με φως το ξύλινο πάτωμα, οι γαλάζιοι τόνοι στους τοίχους είχαν μια χαρά και κάτι ουράνιο, σχεδόν χαιρόσουν.
Ακόμη και το δωμάτιο που είχε το τζάκι, με τους τοίχους στο χρώμα της ώχρας, είχε μια ζεστασιά, παρόλη την έκδηλη φθορά.
Στον διάδρομο ένα ζευγάρι παντόφλες, τα απολιθώματα της διαρκείας, υπομονετικά συσσώρευαν χρόνο και σκόνη. Σαν οι κάτοικοι να είχαν φύγει με την πεποίθηση ότι θα επέστρεφαν. Κι η γιαγιά πως ένιωθε;...22 χρονών έφυγε με εκείνη την άμαξα, τη μάνα, τις αδερφές της και τα αδέρφια της. Πως ονειρευόταν το σπίτι που άφησε στα προσφυγικά της Φιλαδέλφειας; Σε ποιο παρελθόν αναπαυόταν όταν έκλεινε τα μάτια και τι ήταν αυτό που της προκαλούσε;
Κυριακή 17 Απριλίου 2016
Φωτεινή
Σε ποιο παρελθόν αναπαυόταν όταν έκλεινε τα μάτια της...
Ο εκτοπισμένος επιστρέφει ακόμη κι όταν η επιστροφή του είναι ανέφικτη, και λαμβάνει χώρα ακριβώς την ώρα του μεσονυκτίου. Η επιστροφή του είναι μια υπόθεση της νύχτας, και δεν εννοώ την ωρολογιακή νύχτα, αλλά την νύχτα του ονείρου, μια μυστική εμπειρία και γι αυτό μια αδύνατη εμπειρία. Δεν επιστρέφουμε, συνήθως, όταν επιστρέφουμε, αλλά όταν νοσταλγούμε. Η νοσταλγία είναι ένας αντίλαλος, μία αντήχηση του εαυτού, μια κίνηση εσωτερική και όχι εξωτερική, γιατί επιστρέφουμε πάντα στην νοσταλγημένη εμπειρία μας, στην οικεία της ανάμνηση, κι όχι απαραίτητα στον τόπο.
Αυτό που για μένα έχει ενδιαφέρον στην καταγραφή που κάνεις, ως φορέας αυτής της οικογενειακής συγκίνησης, δεν είναι τα σημεία που εντοπίζεις αλλά τα σημεία που σου διαφεύγουν. Εκείνα τα σημεία που θα εντόπιζε η γιαγιά σου, ίσως ακόμη και η μητέρα σου, ως πιο αυθεντική κληρονόμος αυτής της εμπειρίας, αν υποθέταμε ότι θα μπορούσαν να κάνουν μαζί σου αυτό το ταξίδι. Η γιαγιά σου θα έβλεπε αυτά που δεν μπορούμε να δούμε εμείς, τις κρυψώνες της μνήμης, το αθέατο της εμπειρίας της. Αυτή η αλαλία του ίχνους, που σε μας δεν αποκαλύπτεται. Εμείς πληροφορούμαστε μόνο την ιστορία του εκριζώματος, και αγνοούμε το ρίζωμα της ζωής του. Αυτό το αθέατο, και αδιάθετο πια, είναι που εγείρει και την μοναδική του συγκίνηση. Μια ψυχική εγγραφή που διαστέλλει το χρόνο των αναμνήσεων, εγκαταλείποντάς μας στη σαγήνη τους. Η σαγήνη καθηλώνει, διαστρέφει το χρόνο απ'την αμετάκλητη προοπτική του, αποκοιμίζει τους ανθρώπους στον τόπο των ονειρώξεων τους, στις πτυχώσεις μιας μυστικής διαφυγής, μιας ακοινώνητης στιγμής που φέρει στην ελαχιστότητά της, όλη την απειρία του χρόνου. Μια στιγμή αποκαλυπτική, που διανοίγει τους οφθαλμούς μας στο αθέατο και στην πλησμονή της αναμονής του. Μια βραδύτητα που 'ναι ορατή σε κάθε εκτοπισμένο, σε όλους τους μετανάστες πρώτης γενιάς, που μένουν καθηλωμένοι στην ανάμνηση, αλλά και στον τρόπο, αυτού που αναγκάστηκαν, βιαίως ή μη, να εγκαταλείψουν. Βλέποντας τις ωραίες φωτογραφίες που μου 'στειλες απ'το εσωτερικό του σπιτιού, αυτό που γυρνά στο μυαλό μου είναι λοιπόν τα σημεία που θα εντόπιζε το βλέμμα της γιαγιά σου και που δεν συνέλαβε ο φωτογραφικός σου φακός. Θα υπάρξουν ίσως και για σένα τέτοιες αποκαλύψεις, σημεία της μνήμης πια, που δεν θα τα βρεις στο αρχείο των φωτογραφιών σου, γιατί αναδύονται σε χρόνο ύστερο, στο χρόνο της αναμνημόνευσης της εμπειρίας, είναι σινιάλα του αναστοχασμού, της συν-κίνησής του. Αυτά που εντοπίζουμε σ'αυτό το βλέμμα της συγκίνησης είναι και σημεία που μας εκτοπίζουν σ'αυτό τον καθηλωτικό χρόνο που σου λεγα πιο πάνω. Όπως και οι εικόνες του ασυνειδήτου, που έρχονται σε χρόνο ανύποπτο, και μας αφήνουν σαστισμένους στη κυριαρχία τους. Οι καταγραφές μας μέσα στην πραγματικότητα του χρόνου θα 'ναι πάντα ελλιπείς, γιατί στερούνται τη δωρεά αυτού του άλλου χρόνου, που 'ναι και το Άλλο του χρόνου, ο χρόνος των αναμνήσεων.
Σε φιλώ
Αποστόλης
Είμαι πάλι σε ένα από αυτά τα υπερσύγχρονα λεωφορεία με τα οποία μετακινείσαι στην Τουρκία, τα οποία μοιάζουν με αεροπλάνα: οιθέσεις είναι αεροπορικές, κάθε κάθισμα έχει τηλεόραση ατομική, η οποία έχει και δυνατότητα σύνδεσης με το ιντερνέτ, και μια συλλογή ταινιών, υπάρχει σερβιτόρος που προσφέρει καφέ, αναψυκτικά και γλυκίσματα και όλα αυτά στην τιμή των 20 ευρώ για μια διαδρομή 5 ωρών...
Σκέφτομαι την βραδύτητα του ταξιδιού άλλων εποχών και την τωρινή ταχύτητα που μας επιτρέπει να συνδεόμαστε, εν κινήσει, με ολόκληρο το κόσμο: από το πρωί που έφυγα, έγραψα emails, μίλησα στο skype, έμαθα καλά νέα τα οποία τα μοιράστηκα με ανθρώπους σε 4 διαφορετικές χώρες, εργάστηκα, και κοίταξα ελάχιστα το τοπίο... Το εναλλασσόμενο τοπίο που άλλοτε ήταν το ιδιωτικό μου πεδίο ονειροπόλησης, ανάπαυσης των σκέψεων, χώρος και τόπος ιδεών και συναισθημάτων, η επικούρεια ηδονή τηςφαντασιοπληξίας μπήκε σε δεύτερη μοίρα αυτό το μεσημέρι...
Την επόμενη μέρα της παραμονής μου στο Burdur επισκεφθήκαμε το αρχείο του Δήμου. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πολλές φωτογραφίες από εκείνη την εποχή. Το όλο αρχείο της πόλης είναι σε ένα άλλο κοντινό χωριό που λεγόταν Στεφάνη, σήμερα Teffeni. Μοιράζομαι μερικές φωτογραφίες της εποχής του Κεμάλ, της επανάστασης και της ίδρυσης ουσιαστικά του τουρκικού κράτους. “Τι ξέραν οι Τούρκοι; Μόνο τον πόλεμο και τα πρόβατα. Οι Έλληνες μας έμαθαν τα γράμματα, τις τέχνες, την κουζίνα μας, την τέχνη του να φτιάχνεις ένα μπακλαβά... Μακάρι να μπορέσουμε να ζήσουμε ξανά μαζί, να ζήσουμε αρμονικά”, ψιθύρισε ο υπάλληλος.
Πήγαμε ακόμη σε ένα σπίτι που ήταν κλειστό, αλλά ο τωρινός ιδιοκτήτης ήταν πολύ φιλόξενος και το άνοιξε για να το δούμε. Ήταν το σπίτι του παπά, μας είπε. Βρήκα μια κάρτα υγείας και κάτι κασέτες... Το φως ήταν εκπληκτικό όπως τρύπωνε και φώτιζε τους γαλάζιους τοίχους. Τρία παράθυρα με ίχνη του χρόνου. Παπούτσια στις σκάλες. Ένα παλτό αφημένο.
Ο μουχτάρης μας πήγε για φαγητό. Το μικρό εστιατόρια στη γειτονιά είχε όπως παντού την εικόνα του Κεμάλ. Δεν υπάρχει μαγαζί ή επιχείρηση που να μην έχει την εικόνα του Κεμάλ στην Τουρκία, είναι πολύ σπάνιο. Το απόγευμα πήγαμε στην Ισπάρτα. Τόσα ονόματα, τόσο οικεία.
Την επόμενη μέρα ο μουχτάρης μας έφερε δώρα. Μια όμορφη πετσέτα με το λογότυπο της πόλης φτιαγμένη από τους ανθρώπους με ειδικές ανάγκες. Ήταν τόσο περιποιητικός μαζί μας, μαζί μου. Μας πήγε σε σπίτια στα οποία κρυφά από τον ιδιοκτήτη, έκανε τα χαρτιά έτσι ώστε να θεωρούνται μνημεία και να χρήζουν αναπαλαίωσης. Σε όλη την Τουρκία γίνεται αγώνας για να διασωθούν τα κτίρια από τον σύγχρονο αδηφάγο κατασκευαστικό τομέα.
Έφυγα από το Burdur για την Φετιγίε -πρώην Μάκρη και στη συνέχεια για το Λεβίσι και το Kayakoy. Kayaείναι ο βράχος. Εδώ που ο βράχος ορθώνεται και τα σπίτι στη μια πλευρά του έγιναν για να κρυφτούν από τους πειρατές. Εκεί έμεναν οι Rum, οι Έλληνες, ήταν τεχνίτες, φαρμακοποιοί, γιατροί, έμποροι. Στον κάμπο που αγκαλιάζει η ατέλειωτη οροσειρά του Ταύρου έμεναν οι Τούρκοι που ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι. Οι Τούρκοι έφερναν και πουλούσαν βούτυρο και γάλα στους Έλληνες και υπήρχε μια αρμονία. Μια μέρα οι Έλληνες έφυγαν. Καθάρισαν το σπίτι τους, έπλυναν τα πιάτα τους και το κλείδωσαν γιατί νόμιζαν ότι θα επέστρεφαν. Κι έφτασαν κάποιοι άλλοι άγνωστοι. Δεν άρεσε αυτό στους ντόπιους. Τους απέφευγαν τους Muhacirsκαι τους περιθωριοποιούσαν. Κι εκείνοι δεν έμειναν στα σπίτια που άδειασαν: δεν ήθελαν να επωφεληθούν από το κακό του άλλου, το ένιωθαν σαν κακό οιωνό. Άλλοι έμειναν αλλά πάντα νοσταλγούσαν την Θεσσαλονίκη από όπου έφυγαν.
Γύρω στο 50-60 ο τότε πρωθυπουργός είπε ότι μπορείτε να πάρετε ότι θέλετε από τα σπίτια και τα σπίτια άρχισαν να γυμνώνονται από τα υπάρχοντα τους, από τις πόρτες του, τα παράθυρα τους, τα πατζούρια τους. Άλλα χρησιμοποιήθηκαν και άλλα έγιναν ξύλα για το τζάκι. Σήμερα το χωριό, σαν πόλη φάντασμα στέκεται αγέρωχα απέναντι σε κάθε ανατολή και κάθε ηλιοβασίλεμα, με τα ανοιχτά παράθυρα, τις κενές πόρτες και τις ανύπαρκτες στέγες, τα διάτρητα 'εσωτερικά'του, σαν τα σπλάχνα του να είναι σε κοινή θέα, και να ακούς τους ψιθύρους από τα ερωτικά κρεβάτια, τα γέλια των παιδιών στο παιχνίδι τους, τα πιάτα να μαζεύονται μετά το φαγητό, τα σώματα να πλαγιάζουν κατάκοπα κι όλα αυτά, απλώνονται και ανακατεύονται με την πρωινή ομίχλη, που σκορπίζεται με το φως του ήλιου. Η πρωινή ομίχλη είναι σαν ένα ζωντανό σώμα μου είπαν δύο άτομα, εντελώς τυχαία και σε διαφορετικές στιγμές.
Δεν είχα καμιά αμφιβολία.
Φωτεινή
Τρίτη 19 Απριλίου 2016
Φωτεινή
Τα εθνικά ζητήματα, που ναι κατά βάσιν πολιτισμικά, γλωσσικά, ζητήματα, ζητήματα εποικοδομήματος, εκ-θέτουν ένα ίχνος διαφοράς. Η αρμονική συμβίωση, που σου ευχήθηκε ο δημοτικός υπάλληλος του Burdur, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, είναι μια αφελής επιθυμία. Δεν υπάρχει αρμονική συμβίωση, ποτέ, πουθενά και για τίποτε. Υπάρχει μόνο μια οριακή, κάθε φορά, συν-ύπαρξη πάνω στο χάρτη της επιθυμίας. Η ίδια η ζωή δεν συν-υπάρχει μπροστά στην ανυπέρβλητη διαφορά του θανάτου της. Ό,τι εντοπίζεις σ'αυτό το ταξίδι σου, και μου μεταφέρεις, δεν είναι τίποτε άλλο από διαφορές. Προ πάντων μια διαφορά που εγγράφεται στον τόπο, μέσα στον χρόνο, και που δεν αφορά ούτε τον τόπο, ούτε τον χρόνο, αλλά τη γλώσσα. Ένα σημασιολογικό εκτόπισμα που εκθέτει τη διαφορά του στην ιστορικότητα του περιβάλλοντός του: από την μετά-τόπιση των εκ-τοπισμένων πληθυσμών, έως το ανάγλυφο των κτηρίων τους, που εγκαταλείφθηκαν στην ιδιοχρησία των Muhacirs. Μια γλώσσα μέσα σε μιαν άλλη γλώσσα. Μια ίδιο-ποίηση του άλλου. Η διαφορά αποδίδει πλαστικότητα, μορφική ετερογένεια, εγγράφει το Ίδιον, την άνιση διαλεκτική του σχήματός του, και όχι απαραιτήτως όλα αυτά με μια διάθεση πολεμική. Δεν χαράσσει σύνορα η διαφορά, δεν στήνει φράκτες και πολεμικές συγκρούσεις, αποδίδει όμως την εσωτερικότητα του συνόρου, αληθεύει το καθαυτό. Την καθαρότητα αυτού του σχήματος την θεωρούμε στο ερωτικό πεδίο, εκεί όπου το ίχνος του άλλου, γίνεται το σινιάλο της επιθυμίας μου, και την ίδια κι όλας στιγμή και η αιτία της καταστροφής μου. Το Ίδιον, που ναι κι έτσι, κι αλλιώς, και που 'ναι πάντα το Άλλο.
Αποστόλης
Αποστόλη καλησπέρα
Το βράδυ που έφυγα από την Άγκυρα για την Αθήνα, με ενδιάμεσο σταθμό, κι ένα 5ωρο νυχτερινό τράνζιτ στο αεροδρόμιο της Σμύρνης, αφηνόμουν σ’ αυτό το συνονθύλευμα αϋπνίας και ήδη νοσταλγίας, σαν να μην ήθελα να αποχωριστώ τον τόπο. Ένα νεφέλωμα στο κεφάλι μου, άφηνα πράγματα εδώ κι εκεί, ενώ έψαχνα άλλα. Ήταν μια αργή μάλλον άτσαλη τελετουργία, αλλά και μια απλή μετάβαση σαν να φεύγεις από κάπου που πρόκειται να επιστρέψεις. Στην Αθήνα ξημέρωνε και παρόλο που δεν είχα κοιμηθεί, άπλωσα όλες τις φωτογραφίες στο τραπέζι της μητέρας μου και σηκώνοντας ένα ένα τα κομμάτια του πάζλ των εικόνων, της διηγήθηκα την ιστορία. Το σπίτι της δεξιάς πλευράς, της άρρωστης γυναίκας, ήταν και για εκείνη πιο οικείο στην εγκατάλειψη του: η αριστερή πλευρά της πολύχρωμης μοκέτας στη σκάλα, των πλαστικών λουλουδιών, των παλ χρωματιστών δωματίων ήταν αφύσικα ανοίκεια παρόλο που ήταν τόσο καλά διατηρημένη και ζωντανή. Η εικόνα αυτής της γυναίκας της δεξιάς πλευράς του προγονικού σπιτιού επανέρχεται όταν αναφέρομαι στο σπίτι και στην εμπειρία αυτού του ταξιδιού. Σ’ αυτήν την χαρτογράφηση του ίχνους και των σχέσεων μεταξύ των πιθανοτήτων και άλλων συστατικών της μοίρας της, η γυναίκα αυτή, προσωποποιεί αυτή την άρρωστη συνθήκη. Η ανάμνηση της είναι μια μεταφορά της βίας που υπέστη κάθε άτομο και οικογένεια που αναγκάστηκε να ξεριζωθεί, να διωχθεί κάτω από συχνά απάνθρωπες συνθήκες από τον τόπο που γεννήθηκε και με τον οποίο ήταν βαθιά δεμένο. Σε αυτήν την ‘επιστροφή’ δεν υπάρχει άλλη αναγνώριση από αυτήν των φόβων, του τραύματος, της κατά μέτωπο συνάντησης στον καθρέφτη του Άλλου.
Τρίτη 10 Μαΐου 2016
Φωτεινή
Οι επιστροφές είναι αδύνατες όπως και οι νοσταλγίες.
Μ'αρέσει αυτό που λες για τη χαρτογράφηση του ίχνους. Έχω την εντύπωση ότι κάτι τέτοιο κάνουμε κι εμείς εδώ, συνομιλώντας για το ταξίδι σου, παράλληλα με το ταξίδι σου. Χαρτογραφώντας το ίχνος σημαίνει το εν-τοπίζουμε πάνω στον χάρτη των πραγμάτων. Αλλά το ίχνος δεν εντοπίζεται, το ίχνος είναι. Μια μαύρη τρύπα πάνω στον χάρτη της εμπειρίας. Και οι μαύρες τρύπες, ως γνωστόν, εκβάλουν φαντάσματα μόνο. Φαντάσματα της γλώσσας, συμβάντα που μας εγκαταλείπουν και πέραν της γλώσσας. Είναι λοιπόν το ίχνος ένας καθρέπτης του Άλλου, που καθρεφτίζει τις ελλείψεις μας, την απώλεια μας. Ο Άλλος είναι πάντα μία υπόθεση του εαυτού, μια φαντασματογραφία.
Και απ'την άλλη, αλλά όχι αλλού, το φοβισμένος πρόσωπο αυτής της γυναίκας που σημάδεψε και την εμπειρία του ταξιδιού σου. Ένα πρόσωπο που μας αγγίζει - άγγιξε κι εμένα η φωτογραφία της, που δεν θα μπορεί να δει εδώ ο αναγνώστης - χωρίς να μοιραζόμαστε απαραιτήτως κάτι το οικείο μαζί του, που να το καθιστά έτσι κι ένα αδελφικό πρόσωπο, αλλά που είναι όμως ένα πρόσωπο συμβάν, που μας συγκλονίζει και που δεν μπορούμε να μην ανταποκριθούμε στη σιωπή του, στην περίκλειστη αορατότητά του. Είναι από εκείνα τα πρόσωπα που συνήθως μας αγγίζουν λόγω αυτής ακριβώς της μη διαθεσιμότητάς τους. Επιδρούν πάνω μας μη αγγίζοντάς μας. Έχουν ένα πένθος αρχετυπικό, μία διάσταση του τραγικού, που μας κάνει ευάλωτους. Φέρουν πάνω τους τα στίγματα μιας μυστικής και ανομολόγητης εμπειρίας μας, μίας ασύνειδης, αν όχι και τόσο στην περίπτωσή σου, απώλειας. Μας δεσμεύουν σε μια υπόσχεση που δεν μπορεί να είναι άλλη απ'αυτή την υπόσχεση του θανάτου. Μιας εμπειρίας που είμαστε όλοι εκτεθειμένοι. “Ο άνθρωπος είναι όταν είναι προς θάνατον”, θα πει ο Heidegger. Ερχόμαστε απ'αυτή την περιοχή του θανάτου, και ζώντας, δεν κάνουμε τίποτε άλλο, απ'το να νοσταλγούμε τη σιωπή του, να ιχνογραφούμε τη ζωή μας, να την απολύουμε, να τη διαθέτουμε καθημερινά στο θάνατό της. Η ζωή μας είναι μια ανάμνηση, μια ανάμνηση των άλλων, όχι δική μας. Δική μας είναι μόνο αυτή η ακατάβλητη εμπειρία του θανάτου.
Χαίρομαι λοιπόν που τελειώνουμε, έτσι ελπιδοφόρα, τη συνομιλία μας.
Σε φιλώ
Αποστόλης
Φωτογραφίες: copyright Photini Papahatzi
Περισσότερα για την έκθεση μπορείτε να δείτε ΕΔΩ