Στο στάδιο του καθρέφτη, σ'αυτή την γενέθλια εμπειρία του ψυχισμού, το υποκείμενο δεν αναλαμβάνει απλώς την εικόνατου,όπως αυτή αντανακλάται στη πλαισίωση των αντικατοπτρισμών της, αλλά εκτρέπεται στο συμβάν μιας οριακής, ύστατης, εικόνας. Η εικόνα του καθρέπτη, δεν είναι η δική μου εικόνα, η εικόνα του κόσμου μου, αλλά το επέκεινα του κόσμου. Μια οριακή οντολογία που συγκλονίζει τη λιβιδινική μου φύση. Αυτό που αντανακλάται στον καθρέπτη είναι κι αυτό που αποκολλήθηκε οριστικά και ακαριαία απ'το Είναι του καθρεπτιζόμενου υποκειμένου. Η εικόνα του, η εικόνα της μορφικής του πληρότητας, “διανοίγει” το σώμα, και ενθυλακώνει στη συνείδηση του, το καθεστώς μιας ασυνέχειας, μιας διχοτόμησης που το κεραυνοβολεί, αφιερώνοντάς το, στο εικονικό του διπλότυπο. Δεν ανήκω πια στο βιολογικό μου είναι-μέσα-στον-κόσμο,αλλά σε μια φαντασίωση θανάτου, στο θάμβος μιας ορατότητας που προεικονίζει την οριστική μου απώλεια στο ολόγραμμα μιας τελειωμένης μορφής. Και είναι αυτή ακριβώς η φαντασιακή εικόνα που θα εγγράψει ανεξίτηλα στο υποκείμενο και την αιτία της εκκίνησής της: το υπαρκτικό του έλλειμμα. Ένα έλλειμμα, που διανοίγει τον κύκλο των αέναων ναρκισσιστικών του πραγματώσεων, αλλά και τον ορίζοντα μαζί, μιας αναπόδραστης και ακατανίκητης, νοσταλγίας για το χαμένο του κέντρο. Το εκλιπόν μέρος απολύει την μερικότητά του και καθίσταται μια κεντρική, υπαρκτική, αναφορά. Είμαι το καθεστώς αυτής της απώλειας, αυτού του ολέθρου, αλλά κι η νοσταλγία μαζί της πλήρωσής της. Ο καθρέπτης εγείρει έτσι μια σκηνή του θανάτου, την εικόναμιας βρυκολακιασμένης παραστατικότητας, που γίνεται και“το κατώφλι του ορατού κόσμου”,όπως θα σημειώσει ο Lacan,το κατώφλι της ίδιας της ορατότητας, μπροστά στην ενέδρα της δι-ορατότητας του αντικειμένου. Ο Lacan μιλά γι'αυτή την παγίδευση, για την αμετάκλητη καθήλωσή μας μπροστά στην φαντασιωσική ολότητα της εικόνας που αναπληρώνει όλες τις χαίνουσες ελλείψεις μας. Μια “ορθοπεδική ολότητα”, όπως την χαρακτηρίζει, που συναρμόζει τον εσωτερικό κατακερματισμό μας, τις μερικές μας απώλειες, αυτό το ένδον τοπίο του θανάτου μας. Οι επανασυγκολλήσεις αυτού του κατακερματισμένου Εγώ, λαμβάνουν χώρα, σ'ένα νοητό πεδίο που θεωρείται στην προοδευτική του μορφοποίηση. Οι οπές αυτών των ελλείψεων, που θα γίνουν και οι οπές μιας διεστραμμένης απόλαυσης, αποδίδουν μεν ένα ευνουχισμένο υποκείμενο, αλλά εκθέτουν και το είδωλο της φαντασιακή του υπεροχής. Ο αφανισμός του υποκειμένου, εγγράφεται στον Lacan, σ'αυτή την τάξη του φαντασιακού, όταν η φαντασιακή εικόνα εγκαταλείπεται στον οίστρο της, σε μια τροχιά που αποκλείει το καταγωγικό της περιβάλλον. Ο καθρέπτης ενώπιον της έλλειψης του υποκειμένου, γίνεται για το φαντασιακό, η αρχιμήδειος έδρα της εκτόξευσής του. Σ'αυτή τη διάκλειση του κόσμου, των ονομάτων και των σημαινόντων του, και σ'ένα ναρκισσιστικό ντελίριο, η φαντασιακή εικόνα εξαντλεί την λιβιδινική ένταση του υποκειμένου, εξαντλεί το σώμα του στις εκχυμώσεις της, κι αφήνει πίσω της ένα αφυδατωμένο, απισχνασμένο ίχνος, ένα απολίθωμα μόνο του νοητού. Μια φαντασιακή έξαψη, κι ένα ναρκισσιστικό παραλήρημα, που εκκινούν βέβαια απ'την αναγνώριση του Άλλου, απ'την συμβολική του αληθοφάνεια που στερεώνει την καθρεπτική του προβολή κι αποξενώνει το υποκείμενο μας, το διχάζει, και το διαγράφει. Αναγνωρίζω την εικόνα μου, δηλαδή την έλλειψή μου, όταν εντοπίζω στη θέση του Άλλου, το ίχνος της διαφοράς μου. Μια θεμελιώδη διαφορά, καταστατική του ψυχισμού, που διεγείρει και την επιθυμία. Ηεικόνα εγγράφει έτσι την απόλαυσή της, γίνεται η ίδια το Πραγματικό αυτής της απόλαυσης, η μετουσιωσική μας εκτροπή στη κλίμακα του φαντασιακού.
Η επιθυμία επιστρέφει, όταν ενοφθαλμίζουμε έτσι αυτή την εικόνα, την εικόνα του Άλλου. Μία εικόνα που δι-εγείρει την όρασή μας, την προκαλεί και την εκτρέπει. Μία προσήλωση που συγκροτεί και τον εσώτατο πυρήνα μας, την γλωσσική μας στερέωση, το πλήθος των ονοματοδοσιών μας, την αντοχή τους, καθώς δεξιώνονται αυτή την ενέργεια, την ενθηκεύουν, στις πτυχώσεις του εαυτού, ενός διαρηγμένου όμως εαυτού, που ενσωματώνει στις ρηγματώσείς του, όλα τα θραύσματα του Άλλου. Η επιθυμία,είναι αυτό που συγκροτεί το υποκείμενό μας, αλλά κι αυτό που το απολύει συγχρόνως, η μαύρη τρύπα του εαυτού, το έλλειμμά του, η διάνοιξή του, η εκζήτηση της πληρότητάς του, μιας ανεντόπιστης, και εν τέλει ανεκπλήρωτης πλήρωσης, καθώς ο Άλλος, αυτό το σημαίνον του Άλλου, είναι και το σημείο της περιπλάνησής μας, της υποχώρησής μας, σ'αυτό που φαντάζει, και δεν θα γίνει όμως ποτέ, και η εκπλήρωση του. Το έλλειμμα μας είναι αυτό που μας διανοίγει σ'ένα πέραν, στο πέραν της έλλειψής μας, αλλά και στο πέραν της επιθυμίας μας, σ'έναν ορίζοντα όπου το αντικείμενο της επιθυμίας, μας εκθέτει στο κενό σημείο της διαφυγής και διασποράς του, αλλά και στο σημείο των επιθυμητικών μας απευθύνσεων. Η θέση αυτού του αντικείμενου δεν εγγράφεται στο πεδίο μιας αντικειμενικότητας, σ'ένα προσδιορισμένο σημείο, αλλά στην πολυσημία μόνο της διασποράς του, που διανοίγει και τον ορίζοντα της μοναδικής μας περιπλάνησης. Το σχεδόν ανεντόπιστο ίχνος του, στο στερέωμα της επιθυμίας μας, εγείρει και την αδυνατότητά του. Όσο αστοχεί η επιθυμία μας, ιστορώντας το, τόσο ιχνογραφεί και το αδύνατο της απόλαυσής του. Αυτό είναι και το α-τόπημα της επιθυμίας, η ανεντόπιστη, λόγω της υπερκινητικότητάς του, θέση του αντικειμένου της. Στον ορίζοντα αυτής της αδυνατότητας, κατά βάσιν μιας αδυνατότητας σεξουαλικής, σχεσιακής, η λακανική χειρονομία της διαγραφής του γραμματολογικού της σημείου, ιχνογραφεί την αστοχία του ίδιου του Πράγματος, ενός Πράγματος που για τον Lacan, δεν μπορεί παρά μόνον να αστοχεί, αφήνοντας μας αποστερημένους, κι από-γοητευμένους στο θάμβος της σκοτεινής του σαγήνης.
Η επιθυμίαεκ-τίθεταιλοιπόν σ'αυτά τα σινιάλα του Άλλου, αληθεύει τους αντικατοπτρισμούς του, πάνω στο σώμα της ηδονής, στο κατάδικό μας σώμα, που ο Lacan, θα αναγνωρίσει κι εδώ, στην ύστατη βεβαίωσή μας, τον τόπο του Άλλου. Αφοσιωμένοι στην επιθυμία, αφοσιωνόμαστε και στο αδύνατο της εκλπήρωσής της. Το υποκείμενο της επιθυμίας δεν ανήκει στο παρόν της πλήρωσής του αλλά στο χρόνο της φαντασιακής του εκ-φοράς. Μια συνειρμική καθήλωση σ'έναν πρωθύστερο χρόνο που εντοπίζει και τα απολεσθέντα του σημεία. Η παροντική εκδήλωση είναι μια αδύνατη διάρκεια εκτεθειμένη στην φαντασιωσική της υπόσχεση, καθώς απαιτεί από το υποκείμενο μια συνείδηση που δεν ανήκει επί του παρόντος. Μία αδύνατη λοιπόν συνείδηση, αυτή η συνείδηση του είναι, η απολεσμένη συνείδηση μιας ενεργού παρουσίας μέσα στο είμαι της απόλαυσης. Ένα είμαι,που όπως θα επισημάνει κι οJacques-Alain Miller,είναι ένα έλλειμμα του Είναι, η ίδια η έκπτωση του Dasein. Κι έχει ενδιαφέρον εδώ, σ'αυτό το σημείο, η αντίδραση του υποκειμένου, όταν επιχειρεί να διαστρέψει αυτήν την αλήθεια,να εκτρέψει τα σημεία του Άλλου, σε μια αντίστροφη προοπτική, να τα αντικατοπτρίσει, όχι στην γυμνότητά του, όπως συμβαίνει στο υποκείμενο της επιθυμίας, αλλά στη διασπορά της κοσμικής τους εκτόξευσης. Η χειραφέτηση του νευρωτικού υποκειμένου, για παράδειγμα, η αναγνώριση της αντικειμενοποιημένης του θέσης, όπως και η αυτοερωτική καθήλωση του ψυχωσικού στο σημείο του σώματός του, ή του ιδεοψυχαναγκαστιού στην πολλαπλότητα των ιχνών και στην αδυναμία της εκ-κέντρωσής του στον τόπο του Άλλου, όλα μαρτυρούν μια αμυντική περιχαράκωση. Και θα ναι βεβαίως στο“Kant avec Sade”, όπου ο Lacan, θαεκθέσει, σε μια σκέψη αποκαλυπτικής διαύγειας, την ακρότητα αυτής της αποϋποκειμενοποίησης: τα σαδικά ανδρείκελα του Sade. Υπάρξεις που παγιώνουν τον εσωτερικό τους διχασμό στην εκτροπή μιας εξ ολοκλήρου αντικειμενοποίησης, όταν δεν αναστοχάζονται τις πράξεις τους, δεν υποχωρούν, αλλά εγκαταλείπονται στην πραγμοειδή φύση της ωμότητάς τους. Μια έκλειψη που εντοπίζεται και στο είναιτων θυμάτων τους, καθώς υπομένουν αυτά, την αποξένωσή τους απ'το σώμα, κι απ'τις φρικώδεις αναπαραστάσεις του, αυτή η σημαίνουσα λειτουργία του Πράγματος. Σε όλα τα παραπάνω, περιοριστικά κατά φύσιν, παραδείγματα, ο Άλλος, γίνεται ένα διαχειρίσιμο αντικείμενο, τα σημεία του διαφαίνονται, και σ'αυτή του την εργαλειοποίηση εγείρει και τη φαντασίωση της εκ-πλήρωσής του.
Απέναντι, ή καλύτερα μέσα, σ'αυτή τη δυσθυμία, ο Lacan, καταδεικνύειτην ανισορροπία μιας υπόσχεσης, την αδυνατότητά της, το αδύνατο μιας σχεσιακής ακολουθίας που υπαγορεύει το ανακόλουθό της. Η πραγματικότητα έτσι, ανιχνεύεται στο μελαγχολικό σύμπτωμα της αλήθειάς της, σ ένα αρχιγλωσσικό από-τύπωμα, που εσωτερικεύει την από-γοήτευσή μας. Μία ενδόμυχη συγκίνηση, που θα ναι για τον Lacan, και ο ύστατος βαθμός της απόλαυσης. Η απόλαυση χρειάζεται αυτή την εγκατάλειψη, τον αποχωρισμό, τη σκηνή του θανάτου. Γιατί για να είναι η απόλαυση μία απόλαυση ζωής, πρέπει να διέλθει μέσα από ένα ένστικτο θανάτου. Εκεί που εντοπίζεται κι ένα μοναδικό, υπαρκτικό είδος: το λακανικό ομιλ-όν, ένα ον απόλυτα παραδομένο στην γλωσσική του εκ-φορά. Όταν ο άνθρωπος εκστομίζει τις λέξεις, τότε αυτόματα κάτι απολύει, αλλά και κάτι ευθύς αναλαμβάνει, απολαμβάνει, θα 'λεγε ο Lacan. Κι αυτό γιατί το ασυνείδητο, όταν εκφέρεται, διαστρέφεται σε μια αντικειμενικότητα που το αποκρύπτει και μαζί μ'αυτό αποκρύπτει και το πραγματικό της απώλειάς μας. Το ομιλών υποκείμενο είναι ένα “πάσχον υποκείμενο”, ένα υποκείμενο που πάσχει την ομιλία του Άλλου, που συντονίζεται, αποσυντονιζόμενο, στην ακοή της, και κατόπιν στην ακοή των δικών του λέξεων, της δικής του, αδύνατης, φωνής, που κάποιες φορές φαντάζει και να ναι η φωνή του Άλλου. Οι λέξεις εκ-φέρουν έτσι την αποτυχία τους, μια αποτυχία που αφορά το ίδιο το Είναι, τον οντο-λογικό του διχασμό. Αλλά και πάλι, είναι, μέσω αυτής της αποτυχίας, που η γλώσσα συγκροτεί και συγκρατεί, στην ευθραυστότητα των στιγμών της, τη δυνατότητα ενός νοήματος, ενός αδύνατου νοήματος. Μια γλωσσική (α)δυνατότητα, που ανά-θεωρεί συνεχώς τα ίχνη του Πραγματικού, ενός Πραγματικού, που πάντα θα μας διαφεύγει. Η απόλαυση διασώζεται σ'αυτά τα ίχνη της διαφυγής, είναι εν τέλει, μία απόλαυση γλωσσική, όπερ σημαίνει, μία απόλαυση της απώλειας, του διασυρόμενου σημείου, που δεν το μαθηματικοποιεί καμιά συνέχεια, παρά μόνον η ασυνέχεια του επιθυμητικού του αδιεξόδου.
Υπάρχει λοιπόν η εικόνα, η εικόνα του Άλλου, πάντα, του Άλλου, ακόμη κι όταν αυτός ο Άλλος αναλαμβάνει το ίχνος μου, και γίνεται η προσίδια ανοικειότητάμου, όπως θα πει ο Esa Kirkkopelto, μία εικόνα που μπορεί να αναπαραστήσει τα πάντα, ακόμη κι έναν εξαρνημένο εαυτό. Το ανοίκειο, που φέρω εντός μου, είναι αυτός ο Άλλος που με διεγείρει, με καθ-ορίζει, με καθιστά ορατό. Είναι εκεί, σχεδόν, πριν από μένα, μου διανοίγει τον χώρο, μου προσμετρά τον χρόνο, μου επιβάλλει τις παραστάσεις μου, τις αντιλήψεις μου, τις αγωνίες μου, τα άγχη μου, κι αυτόν, εν τέλει, τον μοναδικό μου θάνατο. Ο Άλλος που με κατέχει είναι αυτό το κάτι που εκλείπει εντός μου, και δεν επουλώνεται, παρά μόνον ενσαρκώνει την απώλειά του, και την καθιστά ορατή στο δικό του σκοτάδι. Μια σκοτεινότητα που διαγράφει όλους τους όρους της ορατότητας, όλα τα πεδία του νοητού. Ο οφθαλμός μου, ένα όργανο ανυπεράσπιστο, ένα αδύναμο βλέμμα, που δεν εγγράφει τον άλλον, δεν τον εντοπίζει στο πεδίο της εμβέλειάς του. Αυτή η σαγηνευτική φράση του Lacan: “Δεν σε βλέπω ποτέ από εκεί που με κοιτάζεις”. Η κοινωνία λοιπόν μαζί σου είναι αδύνατη, και μένει πάντα ένα έλλειμμα διπλό. Η σαγήνη του βλέμματος, δεν είναι του δικού μου βλέμματος αλλά του βλέμματος του Άλλου. Όταν αυτό το βλέμμα με κατοπτεύει, με συρρικνώνει στο φως του. Είμαι το ενσαρκωμένο φάντασμα αυτού του βλέμματος, το ανοίκειο της ίδιας μου της ύπαρξης, το δικό της βάρος, όπως θα έλεγε κι ο Emmanuel Levinas.
Η φαντασίωση μας εγγράφει στον Άλλον, μας ταυτίζει στο ίχνος του. Είναι ένας τόπος απόλαυσης και μετοχής, που εντοπίζεται στη σκηνή του θανάτου, στη δραματικότητα που αυτός μας διανοίγει. Ένα διάκενο που μετατοπίζει το ίχνος της ζωής στο συμβολικό του εδραίωμα. Είναι η γλώσσα που καταυγάζει το πράγμα, που το προκαλεί και το διαστρέφει. Ένα ιδίωμα που μετουσιώνει την απόλαυση του Άλλου και την καθιστά δυνατή, μέσα στη λήθη και την απόσυρση της ζωής. Είμαστε ήδη όμως μέσα σ'έναν λόγο περί τέχνης. Μιας τέχνης που μπορεί να μετουσιώνει, αλλά γιατί όχι; και να υποψιάζει, να εκθέτει το αφανέρωτο του πράγματος, τη σκοτεινή πλευρά της επιθυμίας. Στην εικονοποιία της σύγχρονης τέχνης, σ'έναν κατάλογο της οποίας εντάσσεται το παρόν κείμενο, η εικόνα του Άλλου, η εικόνα της έλλειψής μας, του ευνουχισμού μας, ανακτά όλη την αποσιωπημένη ωμότητα της προγενέστερης ιστορίας της. Ο Άλλος δεν εκτίθεται στη σαγήνη του ονόματός του, αλλά στην αμετάφραστη και αδιάθετη εκδοχή του. Η έκλειψη του Άλλου, γίνεται στο εικαστικό έργο, η καταστατική του συνθήκη. Μία οπή, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Lacan, στο 11ο σεμινάριο του, που διαγράφει το έργο και απ'όπου το βλέμμα κοιτάζει. Ένα ακόμη λοιπόν συμβάν της επιθυμίας.
Φωτογραφία: Λίζη Καλλιγά, Αφροδίτη και Έρως, Λούβρο.