Στο πρώιμο, προμαρξιστικό, έργο του Λούκατς, ο κόσμος ανιχνεύεται στη μορφική έγερση του έργου τέχνης, στο ανθιστάμενο ίχνος μιας αιώνιας, τραγικής, μορφής που θεωρείται στην υπέριστορική της διάσταση. Μια σκανδαλώδης τοποθέτηση, λόγω των ύστερων, υλιστικών αντιλήψεων του Λούκατς, που ο Κωνσταντίνος Καβουλάκος, στη μονογραφία του Τραγωδία και Ιστορία, επιχειρεί να αποδραματοποιήσει. Εννοιολογώντας χαρακτηριστικά έργα εκείνης της περιόδου, όπως την Εξελικτική ιστορία του μοντέρνου δράματος (1909/1911), το Η ψυχή και οι μορφές (1910), την ΧαϊδελβεργιανήΑισθητική (1912-14, 1916-18), αλλά και την Θεωρία του Μυθιστορήματος(1916), εκθέτει ερμηνευτικά, ένα δοκιμιακό έργο,που φιλοδοξούσε να επαναπροσδιορίσει την μοντέρνα κατάσταση.
Στην ερμηνευτική κατεύθυνση του Καβουλάκου, το τραγικό στον Λούκατς, είναι αυτό που καινοτομεί στη ζωή του υποκειμένου, εκτρέποντάς το στο αθεμέλιωτο θεμέλιο της αλήθειάς του, σ'αυτό που ο φιλόσοφος θα ονομάσει ουσιαστική ζωή,ένα νόημα που εγγράφεται πέραν των ιστορικών του εκδοχών και γι αυτό ένα σημείο που διασαλεύει την περιρρέουσα αντικειμενικότητα, διανοίγοντας τον ορίζοντα μιας εκκεντρικότητας, της εκκεντρικότητας ενός αδιάθετου, αξιακού λόγου. Η τραγική μορφή, στην υπεριστορική της διάσταση, αχνοφαίνεται μέσα στο έργο της τέχνης, ως μια έγερση που αδυνατεί να εντοπιστεί και να διασωθεί στις ιστορικές και φορμαλιστικές της καθηλώσεις, στην κοινωνιολογική, περιεχομενική δηλαδή αναφορικότητα του έργου. Οι μορφικές αναδύσεις, μέσα στη σκηνή της ιστορίας, είναι εκλάμψεις μόνον αυτής της άχρονης μορφής, ίχνη που διαψεύδονται στην προφάνειά τους, ιστορικές και εμπειρικές εκδοχές του αδιάθετου. Απέναντι στη διασπορά του κατακερματισμένου λόγου, αναδύεται στη σκέψη του Λούκατς, η ανάγκη μιας σταθεράς, της σταθεράς του τραγικού, που θα θέσει και το κεφαλαιώδες ερώτημα για τη σχέση της μορφής με τη ζωή, αλλά και της υψηλής διακινδύνευσης αυτής της σχέσης, αυτή την ίδια την τραγικότητα του πράγματος, του έργου της τέχνης. Μια συμβαντική λοιπόν, έγερση που ενοικεί μέσα στον κόσμο ως το Άλλο του κόσμου, κι εγκαταλείπει το υποκείμενό της στην εξωκοσμική του αναφορά. Αυτή η διαφορά του έργου τέχνης που θεμελιώνει το αισθητικό του περιεχόμενο αλλά και το αδύνατο πεπρωμένο της δεξίωσής του. Μια αδυνατότητα βέβαια που ο Λούκατς θα επιχειρήσει να την εκτρέψει αργότερα, με την μαρξιστική του στροφή, στη δυνατότητα της Πράξης, στη εκπραγμάτιση μιας υπόσχεσης, στην ουτοπία, εν τέλει, του Πολιτικού.
Το λουκατσιανό τραγικό όμως, στην υπεριστορική του διάσταση, δεν αδιαφορεί για τις ιστορικοκοινωνικές του καταγωγές, αλλά αντιθέτως είναι αυτές που συνδημιουργούν την μορφική του διάρκεια. Η μορφή, αναλαμβάνει εδώ τον καταλυτικό της ρόλο, γίνεται μια ενοποιητική συνθήκη, ένα σημείο όπου διαφαίνεται η υλικότητα του έργου, αλλά και το χάραγμα της απόκοσμης λάμψης του. Απ'τη σκοπιά των μορφώνλοιπόν, ο Λούκατς, αναζητά εκείνο το περιεχόμενο που διαφεύγει των περιεχομένων του, αυτό που ανθίσταται στην επικαιρότητα της καταγωγής του κι αφιερώνεται στην αιωνιότητα μιας ψυχικής πραγματικότητας.Σ'αυτή την αμφίδρομη, αν και άνιση σχέση, όπου ο Λούκατς, θα αναγορεύσει το ψυχικό βίωμαως τον καταλύτη όλων των εντάσεων που αποδίδουν στο έργο τη μορφή του, την καθολική του αξία, αλλά και την εξωγενή του διαφορά. Η ατμόσφαιρα της εποχήςείναι έτσι ένας πρώτος τύπος αφαίρεσης του κόσμου προς τον ορίζοντα της ολικής υφαίρεσης του έργου. Μια συγκρότηση που αδυνατεί να ανασυγκροτήσει τον κόσμο, την ενότητα της ζωής, γιατί το έργο, η αναπαράσταση που εκ-φέρει το έργο, είναι εν τέλει, μια αναπαράσταση του ιδίου, γιατί είναι η αναπαράσταση της αφαίρεσης που αυτό κάνει, το συνεχές μιας ασυνέχειας, η εξαίρεση του εαυτού, του καταγωγικού εαυτού, αυτού του αντι-κ-τύπου του κόσμου. Η μορφή, είναι έτσι για τον Λούκατς, η επιδερμίδα του έργου, μια επιφάνεια που σμιλεύει η ζωή, αλλά που δεν ανήκει όμως στη ζωή, το πιο αναγνώσιμο ίχνος του έργου που μαρτυρά για το έργο, χωρίς όμως και να προδίδει το έργο, κάτι που διατίθεται, αλλά κι αυτό που αποκρύπτει. Ο Λούκατς θα το πει ωραία: Η μορφή είναι η αρχή που χωρίζει, με τον πιο βαθύτερο τρόπο, τον ποιητή απ'το κοινό του. Ένα περιεχόμενο λοιπόν, που περιέχει τον κόσμο, τα σινιάλα του κόσμου, αλλά όχι και τον ίδιον τον κόσμο, μόνον η άχρονη έδρα της αλήθειάς του.
Το τραγικό βίωμα είναι έτσι για τον Λούκατς η δωρεά μιας μοναχικότητας, μια ψυχική αδιαφορία απέναντι στην πραγματικότητα. Όταν ο άνθρωπος δεν αναγνωρίζει την αλήθειά του στην εμπειρία της συνηθισμένης ζωής, αλλά στην απόφαση της απόσυρσής του, στην τρέλααυτής της απόφασης, όπως θα έλεγε ο Κίρκεγκορ, που εμπνέει διαρκώς τον νεαρό Λούκατς. Μια απόφαση που δεν αφορά την αδυναμία του ανθρώπου, αλλά τον ηρωισμό του. Μια αριστοκρατική αντίληψη που εγκαινιάζει την μεγάλη στιγμήτου ανθρώπου, την υπεριστορική του διάσταση, την τραγική του εξαίρεση, μια εξ-αιρετικότητα που καθιστά τον τραγικό ήρωα μίαν αξία μεταφυσική. Είναι αυτό το βλέμμα του Θεού που εξαϋλώνει τον κόσμο στην έξ-αρση του μυστηρίου του. “Μπροστά σ'έναν Θεό”, θα σημειώσει ο Λούκατς στο δοκίμιο του Η ψυχή και οι φόρμες, “μόνο το θαύμα έχει πραγματικότητα. Γι'αυτόν δεν μπορεί να υπάρξει καμία σχετικότητα, καμία μετάβαση και καμιά απόχρωση. Το βλέμμα του αφαιρεί από κάθε συμβάν όλη του την χρονικότητα και όλη του την τοπικότητα. Γι'αυτόν δεν υπάρχει πια καμιά διαφορά ανάμεσα στην φαινομενικότητα και την ουσία, ανάμεσα στο φαινόμενο και τη ιδέα, ανάμεσα στο συμβάν και τη μοίρα. Το ερώτημα για την αξία και την πραγματικότητα έχει χάσει εδώ το νόημά του: Η αξία θα δημιουργήσει εδώ την πραγματικότητα, δεν θα εισάγεται πια σε αυτήν μέσω του ονείρου ή της ερμηνείας. Κάθε αληθινή τραγωδία είναι γι'αυτό ένα μυστήριο”. Αυτή η πέραν κάθε χρονικότητας και τοπικότητας θέση του τραγικού ήρωα εγγράπτει την αλήθειά του στην καθετότητα της υπεριστορικής του αναφοράς. Η τραγωδία, θα πει ο Λούκατς, έχει μόνον μία διάσταση, εκείνη του ύψους. Ένα γυμνό πεπρωμένο, που απεκδύει τον άνθρωπο απ'τις αδυναμίες του εαυτού και τον αφιερώνει στην καθολικότητα της άχρονης αλήθειάς του, σε μια εξωτερικότητα, που ναι όμως η εσωτερικότητα αυτής της ίδιας της ψυχήςτου. Η τραγικότητα είναι έτσι η αλήθεια της εαυτότητας, η φανέρωσή της, η φανέρωση του Θεού μπροστά στον Θεό, ενός Θεού όμως, που όπως σημειώνει ερμηνευτικά ο Καβουλάκος, γίνεται κι ο ίδιος θεατής, και όχι δράστης, της ιστορικής του αποκάλυψης. Η απόσυρση, η απόξενωση, η μοναχικότητα μόνο. Αυτός ο ιδιότυπος μυστικισμός του νεαρού Λούκατς.
Στην Εξελικτική ιστορία του μοντέρνου δράματος, αυτό που ανθίσταται στην υποκειμενοποίηση του κόσμου, στην κατανοησιμότητα της αναπαράστασής του, είναι μια ενέργεια του κοινωνικού πεδίου που μένει ανεντόπιστη στη συνείδηση του υποκειμένου και γι αυτό το λόγο μια ενέργεια που μορφοποιεί τη διαφορά της, αυτή τη διαφορά του έργου. Το Άλλο, εδώ, δεν είναι ένα μεταφυσικό ή ένα εξιδανικευμένο Άλλο, όπως αυτό του κλασσικού παραδείγματος, στο οποίο και αναφέρεται ο Λούκατς, αλλά το ακατανόητο μια ιστορικοκοινωνικής διέγερσης που είναι εν εξελίξει και δεν παραδίδεται. Είναι το τραγικό ενός νοήματος που εκ-δηλώνεται στην δραματική του αναπαράσταση και μέχρι τα όρια της απόλυτης εξωτερίκευσής της. Οι συμβαντικές ρηγματώσεις του κοινωνικού, διαθέτουν το αδύνατο βίωμα του, όχι στην εσωτερικότητα της εννοήσής του, αλλά στην προβολή του, στον αφηρημένο χαρακτήραμιας αναπαραστατικής συνθήκης που δεν ενσωματώνει, αλλά αντιθέτως αποξενώνει, ακόμη περισσότερο, το υποκείμενό της. Το υποκείμενο του μοντέρνου δράματος, είναι έτσι πέραν της ζωής, αποκλεισμένο όχι μόνον απ'την κατανόηση της καταγωγικής του γεγονικότητας, αλλά κι απ'το περιβάλλον των σχέσεών του, απ'αυτή την ίδια την κοινωνία. Είναι ένα υποκείμενο που βιώνει όλη την αντινομία του ατομικισμούτου, όπως επισημαίνει ο Καβουλάκος, εντοπίζοντας σ'αυτό το σημείο και τις ζιμελιανές επιρροές στη σκέψη του Λούκατς, την κοινή τους αναφορά σ'αυτό το μοναχικό υποκείμενοτης modernité. Μια αποξένωση βέβαια που αποδραματοποιεί τη ζωή κι αποστερεί από το υποκείμενο την κεντρική του αναφορά, τις κεντρομόλες δυνάμειςτου. Μια κεντρικότητα που χαρακτήριζε τον παλαιό βίο και τον σκοποθετούσε στην τραγική του εκ-φορά. Η νοσταλγία του Λούκατς γι'αυτή την μεγάλη αναπαράσταση της ζωής, την συμβολική αναπαράσταση, όπως την ονομάζει, εγγράφεται ως μια ενεργή αναμονή, όταν αναζητά, στις κορυφώσεις της εποχής του, όπως για παράδειγμα, στην σκοτεινότητα του Ίψεν, ή στην πρωτοτυπία του έργου του Ντοστογιέφσκι, τα πρόδρομα ίχνη του νέου τραγικού, του μοντέρνου δράματος, της μεγάλης τέχνης. Η εικόνα όμως αυτής της νέας σκηνής δεν είναι απόλυτα καθαρή στον Λούκατς εκείνης της εποχής, μιας και δεν διαβλέπει στον ορίζοντα κάποια πιθανότητα αλλαγής του πολιτισμικού παραδείγματος. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Καβουλάκος: “Η ματιά του είναι εκείνη του – απομακρυσμένου από την πολιτική και κοινωνική πρακτική – κριτικού αισθητικού, κοινωνιολόγου και ιστορικού τέχνης, ο οποίος – κινούμενος βεβαίως από βιωματικά και αξιακά θεμελιωμένο ενδιαφέρον για το αντικείμενό του – σταθμίζει με όσο γίνεται μεγαλύτερη αντικειμενικότητα τις τάσεις και τις νομοτέλειες της εξέλιξης της δραματικής ποίησης στο πλαίσιο της ώριμης αστικής κοινωνίας”. Η επερχόμενη καταφυγή του Λούκατς στην μαρξιστική πολιτική, με την εγγραφή του στο κομμουνιστικό κόμμα της Ουγγαρίας το 1918, εγγράφεται στην θέρμη αυτής της αγωνίας.
Η μορφή,στην Αισθητικήτου, είναι η δυνατότητα των πραγμάτων, η κυριαρχίατους, όπως χαρακτηριστικά λέει, η κυριαρχία της ενότητάς τους, αυτή η πρωτοκαθεδρία του Αισθητικού που θεραπεύει τον κατακερματισμό του σχετικισμού και των ψυχικών διαθέσεων. Απέναντι στην ποικιλωνυμία των στιγμιαίων βιωμάτων και αντιλήψεων, ο Λούκατς, προτάσσει την μορφοποιητική δυνατότητα του υποκειμένου, το Πολιτικό του Αισθητικού, την ιστορική χειρονομία, όπως την διακρίνει στον Μεσαίωνα, ή την προσδοκά στην σοσιαλιστική εποχή που μόλις και διανοιγόταν. Μια μορφή λοιπόν που εμπνέει και καθοδηγεί το κοινωνικό σώμα και που μορφοποιεί, εν τέλει, και την ίδια τη ζωή. Στον ορίζοντα αυτής της οριακής προβληματικής, ο Λούκατς, αναγνωρίζει στη μορφή μια μοναδική δυνατότητα, καθώς στην έγερσή της, πραγματώνεται το αδύνατον μιας συμφωνίας, το αδύνατον του ρομαντικού οράματος: η πραγμάτωση του εαυτού, όταν το εσωτερικό χάος της ψυχικής μας περιδίνησης μορφοποιείται, και αναδύεται το σχήμα μιας συγκίνησης, μιας συγκίνησης, που θα ναι πάντα για τον Λούκατς, απολύτως ηθική, αυτή ηηθική των μορφώντης. Μια ηρωικήηθική, καθώς διανοίγει τον ορίζοντα μιας νέας ενεργητικότητας, μιας νέας αφοσίωσης του υποκειμένου. Από το κατακερματισμένο πεδίο του ατομικισμού περνάμε στο παράδειγμα μιας νέας υποκειμενικότητας, στην υποκειμενικότητα μιας μορφοποιητικής ηθικής που καταλύει και την αισθητική της εποχής της. Ο Λούκατς θα εντοπίσει εδώ μια σειρά λογοτεχνικών περιπτώσεων που θα σκιαγραφηθούν στο έργο του ως ελευσόμενες μορφές, πρόδρομοι μιας νέας αισθητικής δαπάνης. Τα τραγούδια έτσι του Στέφαν Γκέοργκ, τα μυθιστορήματα του Σαρλ – Λουί Φιλίπ, τα εμβληματικά ονόματα των Σνίτσλερ και Χοφμάνσταλ, αλλά και η μοναδική περίπτωση του Ντοστογιέφσκι, θα είναι για τον νεαρό Λούκατς, τα πρόδρομα ίχνη της μοντέρνας μορφής.
Το έργο τέχνης στην Αισθητικήτου Λούκατς, δεν είναι το εκφραστικό από-τύπωμα ενός βιώματος που κοινωνείται – η επί-κοινωνία άλλωστε είναι αδύνατη – αλλά ένα παράδοξο μόρφωμα που φέρει μεν το ιδιόχειρο μιας υπογραφής, αλλά που εξαντλείται στην καταδική του μοναξιά, στην αδιάθετη θέση της γλωσσικής του διάρκειας. Όπως παραθέτει ο Καβουλάκος: “Ήδη στην πρώτη σελίδα της Χαϊδελβεργιανής Φιλοσοφίας της τέχνηςο Λούκατς περιγράφει τα έργα τέχνης ως μορφώματα που έχουν δημιουργηθεί από τους ανθρώπους, τα οποία – παρά το γεγονός ότι φέρουν πάνω τους τη σφραγίδα της δημιουργικής προσωπικότητας – είναι ανεξάρτητα απ'αυτήν και είναι καθαρα από μόνα τους σε θέση να ασκήσουν άμεσες επιδράσεις, μέσω της ιδιαίτερης δύναμης του εμμενούς σ'αυτά συμπλέγματος μεταξύ μορφής κια υλικού, επιδράσεις που ως προς την βιωματική τους ουσία δεν μπορούν να διακριθούν σαφώς από εκείνες της συνηθισμένης βιωματικής πραγματικότητας, [επιδράσεις] στις οποίες όμως [...] εμφανίζονται στοιχεία μιας κανονιστικής συμπεριφοράς, μιας αναφοράς σε μια αξία”. Ο Λούκατς μιλά για την μοναδική,και παράδοξημαζί, θέση του έργου τέχνης, δυο χαρακτηρισμοί που αποκαλύπτουν τη φύση του έργου, εκτρέποντάς την στην περιοχή του αδιάθετου και ανερμήνευτου. Η μοναδικότητα της θέσης του είναι κι αυτή που παραδόξως προκαλεί και την κοινοχρησία του, μια κοινοχρησία όμως που αφήνει απρόσβλητο τον πυρήνα του, την τοπική της αλήθειάς του, τον τόπο της μορφικής του από-κάλυψης. Το βίωμά του, αν και άμεσο, τουλάχιστον απ'την πλευρά του θεατή του, είναι ένα βίωμα αβίωτο, και εν τέλει ανεντόπιστο στην προοπτική της κατανοησιμότητας και της αφηγησιμότητάςτου. Αυτή ακριβώς η ρηξιγενής διάσταση της λειτουργίας του έργου της τέχνης, μέσα στο εγκαθιδρυμένο νόημα του κόσμου, της συνηθισμένης ζωής, όπως θα πει ο Λούκατς, ο συμβαντικός του χαρακτήρας, μια ριζική ετερότητα που διατίθεται και αποσύρεται μαζί, μια γέφυρα που χωρίζει, η θέαση αυτής της απόστασης, η απορία της, η κατανόηση της, η μη κατανόηση της, η ουτοπική έδρα του οικείου βιώματος, το καθολικό που εμπεριέχουμε και που συνεχώς μας διαφεύγει. Στην ένταση αυτής της αδυνατότητας, η περίκλειση του έργου συγκροτεί και την πραγματικότητα του εαυτού του, και κατ'επέκτασιν την πραγματικότητα του εαυτού. Το έργο τέχνης ως σύμβολο, όπως το εννοούσε ο Λούκατς, δεν συγκροτεί μιαν αντίληψη πραγματικότητας, αλλά την δική του μοναδικήκαι παράδοξηπραγματικότητα. Ένα θεϊκόίχνος, που μένει αμέτοχο του κόσμου, αλλά αναγνωρίζεται από τον κόσμο ως μια καθολική μορφή δεξίωσης και μετοχής. Μια μεταφυσική δυσαρμονία, αυτή η ίδια η απανθρωπιάτου έργου, καθώς από την μια αναπαριστά την ιστορική του πραγματικότητα, τις συνδέσεις του με τον κόσμο, και από την άλλη ιχνογραφεί την κοσμική του απώλεια. Μέσα σ'αυτή την αδιανόητη πραγματικότητά του, μόλις και διαφαίνεται κι ο τραγικός του χαρακτήρας, αλλά κι η τραγικότητα των μοναδικών του υποκειμένων, του δημιουργού του και των θεατών του. Ο καλλιτέχνης θα είναι έτσι, για τον Λούκατς, μία αλύτρωτηύπαρξη, ένα πρόσωπο πιο βουβό κι απ'τους κλεισμένους στον εαυτό τους ανθρώπους της συνηθισμένης ζωής. Η αποξένωση του καλλιτέχνη από κάθε πραγματικότητα, βιωματική ή αντικειμενική, είναι για τον Λούκατς και η μεγάλη δωρεά του έργου, η τραγική δυνατότητα που κομίζει στο υποκείμενό του. Ένα πέραν της πραγματικότητας, που θα 'ναι στην σκέψη του, κι η ίδια η γυμνότητα της ύπαρξης, η δωρεά της τραγικής της μορφής.
Στην σύγχρονη εποχή της ήττας του μαρξισμού, το προμαρξιστικό έργο του Λούκατς, δεν ανακτά βεβαίως την απολεσθείσα του επικαιρότητα, αν την είχε χάσει ποτέ, αλλά την τραγικότητα μόνο της μοναδικής του ανάγνωσης. Μια μεταϊχμιακή σκέψη, μεταξύ ιστορικών και φιλοσοφικών προσεγγίσεων, που επιχειρεί να διατυπώσει την ριζική απαίτηση των μοντέρνων καιρών. Οι ναΐφ χαρακτηρισμοί των δοκιμίων του, όπως “συνηθισμένη” και “ουσιαστική ζωή”, μαρτυρούν μια αμήχανη, μεταβατική ακόμη, σκέψη, που δοκιμάζεται στην προεργασία ενός ελευσόμενου φιλοσοφικού συστήματος, που θα εκ-φέρει και τις τελικές της διατυπώσεις.
Κώστας Καβουλάκος, Τραγωδία και ιστορία, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.