Αποστόλης Αρτινός: Στο πρόσφατο έργο σου A Τransfer, Μαρία, κυριαρχεί η χειρονομία της πλέξης. Υφάνσεις που αποκαλύπτονται σε καίρια σημεία του Κεραμεικού και αποκαλύπτουν τη χειρονομία τους. Η ύφανση, ήταν πάντα για μένα, μια μοναδική χειρονομία, μια καθηλωτική στιγμή του χρόνου, μια εργασία που υπομένει το χρόνο, τον εξαντλεί, τον εξαντλεί στη σιωπή της, στην μονότονη επαναληπτικότητά της. Κι αν στον Κεραμεικό η αναφορά είναι το πέπλο της Αθηνάς, εμένα μου ήρθε στο νου το υφαντό της Πηνελόπης. Η Πηνελόπη που υφαίνει την αναμονή της, τη μύχια σιωπή της επιθυμίας της. Ο αργαλειός είναι μια εργασία που διαπλέκει το θάνατο με τη ζωή, την επιθυμία με την γρηγορούσα αναμονή της. Όπως μεταγγίζεται η ριζοσπαστικότητα του θανάτου, στο υφάδι της ζωής. Ριζώσεις όλα του αρνητικού, που εκδηλώνουν την επιθυμία στο ίχνος της εξάρνησής της. Αυτή η Δεξίωση των επιτύμβιων πλακών, που αναφέρεις και συ στο κείμενό σου, το θνητό πρόσωπο που εξέρχεται και συναντά το εκλιπόν πρόσωπο, του απευθύνεται, χειρονομεί προς το μέρος του, προς τον άλλον, στον άλλον του θανάτου, στο Άλλο του θανάτου, που δεν ανταποκρίνεται, που μένει στη σιωπή του ονόματός του. Ενώ ο θνητός, σ'αυτές τις επιτύμβιες πλάκες, κοιτά κατάματα το νεκρό, ο νεκρός κοιτά αλλού. Αυτό το βλέμμα του νεκρού, που δεν μας κοιτά στα όνειρά μας, όπως έλεγε ο Lacan. Και η πλέξη, μια χειροτεχνία αυτού του πόνου, μια αναμονή, μια ατέρμονη εργασία πένθους. Αυτή η εργασία των δύο κοριτσιών σου, κάτω απ'τις ελιές, όπου η μία υφαίνει και η άλλη ξηλώνει, το ίδιο υφαντό, την ίδια πλέξη, την ίδια ζωή και οι δύο αντιμέτωπες μ'αυτή την εργασία, πάλιν του θανάτου, όταν απευθύνεσαι στον Άλλον, στο Έξω, μέσα στον χρόνο, μέσα στην υπομονή του χρόνου κι αυτός ο άλλος να είναι ήδη αλλού.
Image may be NSFW.
Clik here to view.
Μαρία Λοϊζίδου: Η επιλογή της συγκεκριμένης πρακτικής, μέσα από άλλες, στο σύνολο της δουλειάς μου, μου δόθηκε σαν δώρο από την επιμελήτρια της έκθεσης Συραγώ Τσιάρα. Κάθε επιλογή επιτρέπει μια ελευθερία, και όπως σχολιάζει και η ίδια, κάθε επιλογή εμπεριέχει μια αυθαιρεσία. Σαν τέτοια θα πρέπει να αντισταθεί απέναντι και στις αναφορές που την απομακρύνουν από τις προθέσεις της. Η Πηνελόπη χρησιμοποιεί το ξήλωμα σαν δόλο, για να απαλλαχτεί από τη κρίση της επιλογής της. Η μοίρα της συνδέει τον άνθρωπο με μια άλλη συνθήκη, με μια ήπια μορφή βίας, που παραπέμπει σε μηχανισμούς επίπλαστους και φτωχούς, προκειμένου να την αντιμετωπίσει. Αυτή την αλήθεια, στο μύθο της Πηνελόπης, που συνδέεται ανέκαθεν με το ευαίσθητο και καταπιεσμένο μέρος του ανθρώπινου γένους και που δεν αποτελεί μόνο ένα γυναικείο χαρακτηριστικό, είναι κάτι που το σιχαίνομαι και το μισώ. Χαίρομαι που το σχολιάζουμε στη κουβέντα μας, γιατί λειτουργεί για μένα καθαρτικά. Η χειρονομία της πλέξης είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον χρόνο και συνδέεται κυρίως με τη ζωή και με την επιμονή κάθε ανθρώπου για επιβίωση. Διαθέτει τα χαρακτηριστικά μιας πράξης χωρίς αρχή και τέλος, μιας μετακίνησης από το εγώ στον άλλον, προκειμένου να συνδεθούμε με τον κόσμο. Στον χώρο του Κεραμεικού κυριαρχεί το απόλυτο της σιωπής και η σημασία της απώλειας. Η απώλεια ως μία αλήθεια που μας ενώνει. Η επιμονή μας για ζωή, προκαλεί συνθήκες που αψηφούν τον κόπο, απομυθοποιούν το “δημιούργημα”, χρησιμοποιώντας σαν μέσο τον χρόνο που μας αναλογεί. Το υλικό αντικαθιστάτε λοιπόν από τον κόπο, προκειμένου να εκδηλωθεί η πράξη που μας κρατά σε εγρήγορση απέναντι στην ίδια τη ζωή. Αυτή η εργασία των δύο ανθρώπων, (που δεν ήταν πάντα μόνο κορίτσια),...όταν απευθύνονται στον Άλλον, στο Έξω, μέσα στον χρόνο, μέσα στην υπομονή του χρόνου κι αυτός ο Άλλος να είναι ήδη αλλού, όπως λες, είναι εκεί που οδηγείσαι. Το καθυστερείς με κάθε τρόπο, αυτό που διαθέτεις και που υποψιάζεσαι τη σημασία του. Το βλέμμα μας εστιάζει στον Άλλον, μοιραία εξαρτόμαστε από αυτόν και διεκδικούμε την προσοχή του απέναντι στη σημαίνουσα πορεία μας, από το παρελθόν στο τώρα, σε μια προοπτική που του ανήκει.
Clik here to view.

Α. Α. : Αναφέρθηκες σε δύο έννοιες που, για μένα, χαρακτηρίζουν, όχι μόνο την ανθρώπινη κατάσταση αλλά κι αυτή την αλήθεια του έργου. Μίλησες για πράξη, για μια πράξη εγρήγορσης, όπως την χαρακτήρισες, που μας στρέφει στον Άλλον και συγκροτεί τον Πολιτικό μας ορίζοντα. Μόνον μια τέτοια πράξη μπορεί να κατονομαστεί Πράξη. Μια Πράξη που δι-εγείρει τον Άλλον και τον ιχνογραφεί, τον ιχνογραφεί στο πεδίο μου, τον καθιστά ορατό, στις φαντασιακές του πάντα, εγέρσεις. Μια έγερση όμως που μ'εντοπίζει και στη στάση της υπευθυνότητάς μου, της ευθύνης μου απέναντι στον Άλλον, σ'αυτό το φασματικό ον, που επενδύω πάνω του, όλα τα ονόματα των προσδοκιών μου. Είπα ότι αυτός ο Άλλος ιχνογραφείται στον ορίζοντά μου και εννοώ ότι εγγράφεται στον ψυχισμό μου ως ένα τραύμα, ως μια απώλεια, που κάποιες φορές γίνεται και η απώλεια του εαυτού. Το ίχνος είναι πάντα ένα ίχνος απουσίας. Και αναφέρθηκες και συ σ'αυτή την απώλεια ως μια αλήθεια που μας ενώνει. Αυτό που μας συγκροτεί λοιπόν είναι αυτή η απώλεια του Άλλου, το ίχνος του, μια λέξη που όπως βλέπεις μ'αρέσει πολύ, αλλά και που μας επαναφέρει όμως, όχι μόνο στον Κεραμεικό, απ'την αλήθεια του οποίου δεν μπορούμε να ξεφύγουμε ποτέ, αλλά και σ'αυτή την ιδέα του έργου, του έργου της τέχνης, που ναι ένα έργο δίχως ανάφορο, και μάλιστα λόγω αυτής ακριβώς της μη αναφορικότητάς του, συγκροτεί και το γλωσσικό του χαρακτήρα. Η γλώσσα της τέχνης μοιράζεται κάτι απ'τη γλώσσα της ψυχανάλυσης: και οι δυο δεν μπορούν να κατονομαστούν, να ειπωθούν μέσα στο λόγο, μέσα στην πραγματικότητα του λόγου, πάρα ανευρίσκονται μόνο στο Πραγματικό της απώλειάς τους. Ο Lacan, ένα όνομα που θα επανέρχεται συνεχώς στην κουβέντα μας, κατατάσσει το λόγο της ψυχανάλυσης στο ίδιο επίπεδο με τον λόγο της τέχνης, επειδή τα “αντικείμενα” και των δύο είναι φαντασιώσεις που επουλώνουν μια απώλεια. Θυμάμαι τώρα αυτά τα έργα σου με τα μικρά γλυπτά από χαρτί που έφτιαξες για να τα φωτογραφήσεις κι αμέσως μετά την φωτογράφηση, τα κατέστρεψες. Αντιλαμβάνομαι αυτή την καταστροφή ως μια μοναδική χειρονομία, ως αυτή τη χειρονομία της γενναιοδωρίας, για όλους τους παραπάνω λόγους.
Μ.Λ. : Δεν μπορεί να θυμάσαι τα γλυπτά. Σαν αντικείμενα έχουν πρωτίστως αποσυρθεί. Θυμάσαι τις εικόνες τους. Εικόνες, που σαν φαντάσματα, σου επιτρέπουν να ιχνηλατήσεις τον Άλλον. Αν πάλι θυμάσαι τα γλυπτά θα αναγκαστούμε να αναφερθούμε στην πομπηιανή Gradiva του Jensen και στην ερμηνεία του Freud. Η σειρά των Visage effacées, που αναφερόμαστε, ήταν “προτομές” που κατασκευάστηκαν κατ’ οικονομία χειρονομίας και χρόνου, σαν μονοκοντυλιά, ώστε να τους αποδοθεί το ελάχιστο της αναφοράς τους και με απώτερο σκοπό να αποτυπωθούν στην εικόνα τους. Υλοποιήθηκαν με χαρτί τόσο γρήγορα, όσο χρειάστηκε, ο ελαχιστοποιημένος χρόνος τους, να πολλαπλασιάσει τα χαρακτηριστικά που πιθανό να τους αναλογούν και που η συμπύκνωση τους ακύρωνε τη καθαρότητα της μορφής. Η απόδοση του καδραρίσματος από την άλλη, όπως τους αποδόθηκε στη συνέχεια, με τη φωτογραφική καταγραφή, είναι αυτή που τα καθιστά πορτρέτα ηρωικών μορφών, μείζονος κατά τα άλλα σημασίας, μέσα στην ιδιαιτερότητά τους. Άλλωστε το ελάχιστο της υλικότητάς τους, αναιρεί και την πρόθεση της πόζας τους. Σαν αντικείμενα δεν βρίσκονται πια μεταξύ μας. Η απώλεια, αποτελεί και τον χαρακτήρα της απόδοσής τους. Έρχεται σαν πράξη μέσα στη πράξη. Σβήνω κάτι πάνω σε αυτό που έτσι κι αλλιώς θα χάσω. Η καταστροφή, αναφέρεται σε μια ακραία πράξη που προκύπτει και συντηρεί κυρίως τη βία. Κυριαρχεί πάνω στη διάθεση και επιβάλλεται στο αποτέλεσμα. Η απόσυρση, είναι μια ήπια κίνηση που υπαινίσσεται τη παραχώρηση, στη προκειμένη περίπτωση, του χώρου σε αυτό που αναφύεται και πρωταγωνιστεί. Η πράξη του σβησίματος προκαλεί τη μνήμη και προσπαθεί να επαναφέρει τη μορφή. Σβήνω για να ελευθερώσω τον Άλλον προκειμένου να επανεμφανιστεί “ομορφότερος”. Το παραλήρημα λοιπόν του σβησίματος, που εφάρμοσα έντονα και στην απόδοση των έργων εντός του μουσείου του Κεραμεικού, επιτρέπει ξανά μια νέα προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του Άλλου, αλλά κι ένα σβήσιμο, που περιπαικτικά ο Άλλος οικειοποιείται, τόσο που να επιτρέπει και την πράξη της επαναφοράς του. Η απώλεια στη πρακτική της κατασκευής του έργου, έχει πολλά κοινά με την ψυχαναλυτική διαδικασία. Ο ήρωας της εικόνας, που εγώ θυμάμαι, δεν είναι άλλος από τον άνθρωπο του ντιβανιού, που προτιμά να κόψει ένα από τα δάχτυλα του, παρά να ξεστομίσει αυτό για το οποίο, έτσι κι αλλιώς, δεν βρίσκει τις λέξεις, αλλά που θέλει όμως και να τις προφέρει.
Α.Α.: Ο ελαχιστοποιημένος χρόνος, που αναφέρεις, είναι κι ο χρόνος μιας ακαριαίας εντύπωσης, ο χρόνος μιας ψυχικής εγγραφής, μιας ελάχιστης αναπαράστασης, που μόλις και διέσωσε το ίχνος του Άλλου. Ό,τι διέσωσαν κι αυτές οι φωτογραφίες των Visage effacées. Το ανάγλυφο χάθηκε αλλά ό,τι συγκράτησε απ'αυτό η εικόνα, είναι αυτό που συγκροτεί και την εικόνα. Η εικόνα είναι πάντα μια κρυπτωνυμία, μια ανάμνηση γλωσσική. Δεν είναι μια ανάμνηση του πράγματος, και πρέπει να αναφερθούμε στην κουβέντα μας αργότερα και σ'αυτή την ιδέα του Πράγματος, που υπάρχει στη δουλειά σου, αλλά της γλώσσας του Πράγματος. Η εικόνα, και δεν εννοώ μόνο την εικόνα της φωτογραφίας, αλλά γενικότερα το έργο της τέχνης, αυτό που διασώζει, αν διασώζεται κάτι, είναι το αποσβησμένο ίχνος, και όπως ακριβώς το περιγράφεις και συ, ως μια πράξη απόσβεσης και ανάδειξης. Το έργο είναι μια σιωπή, αυτή η σιωπή του κόσμου. Ο Adornoμιλούσε για τη βωβότητα της τέχνης, για το κενό σημείο του πυρήνα της, όπου εκπέμπει μόνο σιωπή, μια κοσμική όμως σιωπή, που εμπεριέχει μέσα της, όλο το θόρυβο των άστρων. Η ελάχιστη υλικότητα αυτών των έργων, που διακρίνεται και σε άλλες σειρές έργων σου, όπως στα γλυπτά σου από χαρτί, στα Cartographies,ή και στα Φανταστικά πλάσματα, είναι ό,τι απέμεινε απ'τον ίλιγγο αυτής της ακαριαίας σύλληψης, ό,τι μπορεί και να την υπομείνει. Μορφές, που μέσα στην υλικότητά τους, αυτήν την εύθραυστη λεπτότητα και λευκότητα του χαρτιού, έχουν υποστεί τη γλωσσική τους εξαΰλωση. Πλάσματα που δοκιμάστηκαν απ'τη γλώσσα, απ'τη γλώσσα που τα μορφοποίησε, και που τώρα υποστασιώνονται, μέσα στην απώλεια της γλώσσας, τη δική τους απώλεια, το δικό τους θρίαμβο, τη δική τους Νέκυια. Αναμνήσεις μόνο του εαυτού τους. Μένουμε πάντα κατάπληκτοι, μπροστά σ'αυτό το απορφανισμένο ίχνος, σ'αυτή την απισχνασμένη μορφή. Το υπόλειμμα μιας ύστατης δοκιμασίας, ό,τι απέμεινε μόνο, το ελάχιστο κι αυτό το ελάχιστο να είναι ήδη πολύ.
Image may be NSFW.
Clik here to view.
Μ.Λ. : Η κάθε διαδικασία κατανόησης, μας απελευθερώνει από την υλικότητα των πραγμάτων. Η κατανόηση είναι κυρίως μια αφορμή αφαίρεσης, απόσυρσης, απόσβεσης αλλά και σιωπής. Δεν κατανοώ πάντα τι κάνω και δεν κάνω πάντα αυτό που κατανοώ. Γιατί προστρέχω, βιάζομαι να αποδώσω το όλο, φοβάμαι να μη το χάσω, εξαντλώ τις δυνατότητες του υλικού μου και προσδίδω σε αυτό όλη μου την ενέργεια. Για τα χάρτινα αυτά γλυπτά, που σε γοητεύουν, δουλεύω κατ’ αρχήν σαν αγαλματοποιός. Τα κατασκευάζω με πηλό, ύστερα φτιάχνω το καλούπι τους με γύψο και μετά αποδίδω τη μορφή τους ξανά σε γύψο και πάνω σε αυτό τοποθετώ το χαρτί, σε πολλά στρώματα, επιτρέποντας τη συμπύκνωση ή τη διαφάνεια του υλικού, ανάλογα με τις πρακτικές ανάγκες του τελικού στησίματος του κάθε έργου. Αναλόγως την κλίμακα και το είδος της παράστασής του. Η διαδικασία της επίστρωσης γίνεται πολλές φορές για το κάθε κομμάτι. Κατασκευάζω δέκα, είκοσι, μπορεί και περισσότερες επιστρωμένες επιφάνειες, συμπυκνώνοντας ή ελαχιστοποιώντας το υλικό μου, για να επανέλθω, να επανατοποθετήσω όλες αυτές τις επιστρώσεις, τη μια πάνω στην άλλη, για το τελικό αποτέλεσμα. Όπως ένα κρεμμύδι, που τα εξωτερικά του στρώματα, διάφανα και αδύναμα, συγκροτούνται γύρω από ένα κεντρικό κορμό, έτσι και τα στρώματα των χάρτινων αποδόσεων, συγκροτούνται γύρω από τον πυρήνα. Αυτή τη σημασία τους αποδίδω. Την ενεργοποίηση του πυρήνα πάνω στον οποίο συντάσσονται και συντάσσουν. Η διαφάνεια του υλικού τον καθιστά αυτόν τον χώρο, ορατό, οι ρηγματώσεις τον αποθεώνουν και του επιτρέπουν να πρωταγωνιστεί. Κάθε επίστρωση λειτουργεί καταλυτικά απέναντι στο ίχνος, το αποδυναμώνει σε υλικότητα ενισχύοντας την κατανόηση που αναπτύσσεται απέναντί του, την κατανόηση που αναπτύσσεται μεταξύ μας, διά μέσου του, για να μείνω τελικά μόνη, αντιμέτωπη, με τον Άλλον. Το παράδοξο μιας απόδοσης που στοχεύει στο ελάχιστο. Σε πόσο ελάχιστο μπορεί να οδηγηθεί; Και πόσο καίρια κλινική μπορεί να θεωρηθεί η χειρονομία αυτή που το ελαχιστοποιεί; Πριν λίγο χρόνο, στα εργαστήρια του Λούβρου, είδα την AGLAE. Το όργανο που επισημαίνει την ενεργοποιημένη ένταση του αντικειμένου. Την στιγμή της ανάγνωσης και της καταγραφής της, στο συγκεκριμένο σημείο του αντικειμένου, η ενέργεια μηδενίζεται! Κάπως έτσι κατανοώ την χειρονομία ενός κατασκευαστή πραγμάτων. Τα φανταστικά πλάσματα και όλη η σειρά Cartographies, μετονομάζονται έργα, εφ’ όσον τύχουν της κατανόησής μας που θα ελαχιστοποιήσει και την υλικότητά τους. Η ακρίβεια της χειρονομίας είναι που καταγράφει την “βωβότητα της τέχνης” και συγκλίνει της κατανόησης. Λίγο περισσότερο θα μηδενίσει το έργο σε αντικείμενο και λίγο λιγότερο, ακαριαία, θα το καταστήσει φλύαρο.
Clik here to view.

Α.Α. : Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό που λες, αυτό το παράδοξο σχήμα, όπως και συ το ονομάζεις, της συσσώρευσης και της ελαχιστοποίησης. Η κατανοησιμότητα, όπως την περιγράφεις, συντάσσεται πάνω στις στιβάδες της. Στιβάδες, που εντοπίζουν και ανιχνεύουν το ίχνος του Πράγματος, όχι στην μικροσκοπική του διάγνωση, όπως υποστήριζε ο Baudrillard, αλλά στο μόλις ορατό, στο ελάχιστο της ορατότητάς του, σ'αυτό που αχνοφαίνεται κάτω απ'τις επιστρώσεις της δικής μας αγωνίας. Η μορφή, δεν εξέρχεται λοιπόν στο φως, αλλά αποσύρεται στις πτυχώσεις της, στο ατέρμονο των εκδιπλώσεών τους. Σε μια ακαταληψία που μνημονεύει τη γλώσσα και δεν την αναπαριστά. Αυτό το ελάχιστο ίχνος που μόλις και διαφαίνεται στο Άγνωστο αριστούργηματου Balzac. Τα πράγματα δεν αποκαλύπτονται, αλλά αποσύρονται μέσα στη γλώσσα, δοκιμάζονται, αντιστρέφουν την ύπαρξή τους. Δεν μπορούμε να διαρρήξουμε το κέλυφος των πραγμάτων, μπορούμε όμως να το αποκρύψουμε. Τα πράγματα ομοιάζουν, στην έξοδο της μετουσίωσής τους. Μια αναμορφωτική στιγμή που τα υπαγορεύει, αλλά συγχρόνως και τα απολύει. Στην ψυχανάλυση, όπως και στην Τέχνη, το αντικείμενο είναι πάντα ένα φαντασιακό αντικείμενο, ένα αντικείμενο περιβαλλόμενο την απώλεια του εαυτού. Μένει μόνο ένα σημάδι, αυτή η ρωγμή που ζωοποιεί και το ανάγλυφό σου, ένα ανευρεθέν σημείο, που μόλις κι αναδύεται στο βλέμμα. Και λέω βλέμμα κι όχι όραση. Η υλικότητα θα ναι πάντα το πρόβλημα, αυτό το αδιαπέραστο των πραγμάτων, ο γρανιτώδης χαρακτήρας τους, αλλά και το πεδίο της διαστροφής τους, εκεί όπου εμψυχώνεται η μορφή, στην ανάδυση αυτού του ίχνους, που όλες οι στιβάδες της κατανόησής μας δεν θα μπορέσουν και να το αποκρύψουν. Κάτι ανθίσταται λοιπόν σ΄ αυτά τα γλυπτά, κάτι αχνοφαίνεται κι αυτό το κάτι είναι που γίνεται η αιτία και ο λόγος του εαυτού τους. Όπως αυτές οι ρωγμές του ασυνειδήτου που διαγράφουν και το ίχνος του Πραγματικού. Καταλαβαίνω την ένταση αυτής της στιγμής, την έλξη αυτής της συνάντησης, την τρέλα της απόφασής σου, που θα εκτρέψεις αυτή τη ροή; τον έλεγχο της έντασής της, αυτόν τον ασύνειδο διάλογο με το τίποτα, με την ύλη που πάντα θα μας διαφεύγει. Λέω καταλαβαίνω, αν και θα θελα εσύ να μου μαρτυρήσεις γι αυτό, για τη ακρώρεια αυτής της απόφασης, που θα καταλήξει δηλαδή η γλωσσική ένταση του έργου. Τα αντικείμενα της απώλειας, πως μένουν μορφές της απώλειας; αυτές οι εύθραυστες μορφές των έργων σου, κι όχι απολεσμένες μορφές; Η διαφάνεια του υλικού μπορεί να γίνει και η αφάνειά του. Θέλω την ένταση αυτής της μεθορίου, την αναλυτική σου κρίση.
Μ.Λ.: Η δική μου κρίση πλαισιώνεται από τη πράξη, όσο στοχαστικά κι'αν αυτή αναπτύσσεται. Και η ίδια η πράξη αρχίζει να μας ενδιαφέρει, μόλις αφήσειίχνη διαφάνειας, όχι γιατί αυτοαρέσκεται στο αποτέλεσμά της αλλά γιατί η σημασία της αρχίζει αμέσως μετά. Μαζί με ότι προτάσσει μπροστά της. Η περιγραφή της κατανόησης είναι και η περιγραφή της κατασκευής. Εδώ άλλωστε δεν είναι πουη γλώσσα της τέχνης μοιράζεται κάτι απ'τη γλώσσα της ψυχανάλυσης: και οι δυο δεν μπορούν να κατονομαστούν, να ειπωθούν μέσα στο λόγο, μέσα στην πραγματικότητα του λόγου, πάρα ανευρίσκονται στο Πραγματικό της απώλειάς τους, όπως έλεγες;Όσο φτιάχνω, ζω και δεν μπορώ να είμαι μάρτυρας παρά του δικού μου κόσμου. Ο κόσμος του έργου είναι άλλος. Και μέσα σε αυτόν βρισκόμαστε όλοι μαζί. Τον αντιλαμβανόμαστε μέσα από τις αισθήσεις μας, μέσωνμιας πράξης μετάφρασης ενός αισθητού υλικού. Το ίχνος βρίσκεται μεταξύ του αβέβαιου οράματος και της οριστικής ολοκλήρωσης του πράγματος. Αν δενκαταφέρνουμε να το προσεγγίσουμε κάποιες φορές, αυτό το οφείλουμε αποκλειστικά στο ίχνος. Και όταν έχουμε την πρώτη εντύπωση του ίχνους αρχίζει η ερμηνεία και οδηγούμαστε στη φαντασία. Και με την φαντασία, απελευθερώνεται ο άνθρωπος σε μας, για μια συλλογική εμπειρία μιας κοινωνικής απόθεσης γεγονότων, μιας πρακτικής στην οποία αναφέρεται ο Nicolas Bourriaud και που μας οδηγεί να αντιληφθούμε τη σημασία του έργου μόνο μέσα από την σχέση του με τον άνθρωπο. Στη μεταπλασματική του δηλαδή συνθήκη που είναι και η μόνη πραγματική. Δεν επιχειρώ να γίνω μάρτυρας της διαδικασίας, κινδυνεύω άλλωστε να τη χάσω, άλλα να εργαστώ ώστε αυτή να γίνει μάρτυρας του κόσμου. Στο σημείο αυτό ξεκινά κι η εργασία της αυτογνωσίας, όπως την όρισε ο Foucault και μπορούμε να την εξετάσουμε σαν τέτοια.
Α.Α.: Αυτή ακριβώς την ταύτισημε το πραξιακό συμβάν υπονοούσα, την ενσωμάτωση σου στη διαδικασία. Μια συν-κίνηση που σε εκτρέπει μέσα στο έργο, μέσα στην κίνηση του έργου. Αυτό το φασματικό περιβάλλον ανάμεσα στο όραμα και στο πράγμα, όπως λες, που εγείρει και τα φαντασματικά του ίχνη, την αμφίσημη υλικότητά του. Μια ελάχιστη, προσωπική συμβολή μόνο, απ'το φάσμα της γραφής, όταν το κείμενο με γράφει καθώς το συντάσσω, αυτή η ακατάληπτη και ακατάβλητη κειμενοποίηση που μου επιφυλάσσει. Είμαστε μέσα στο σύμπτωμα κι αυτό μιλάει μέσα από μας. Δεν μπορούμε να έχουμε λοιπόν μια αντικειμενική αντίληψη της διαδικασίας παρά μόνο ίσως στα κενά αυτής της διαδικασίας, στις απωθήσεις της και στις αντιστάσεις μας. Σ'αυτές τις παρενθέσεις που δεν εγγράφονται ίσως στο έργο αλλά που συνιστούν όμως μια δοκιμασία, μια δοκιμασία δική μας αλλά και μια δοκιμασία της ίδιας της διαδικασίας. Γι'αυτό και μιλώντας λίγο διαφορετικά, λέω ότι όσο “φτιάχνουμε”, είμαστε μάρτυρες του έργου και όχι του εαυτού μας, είμαστε στη φορά του έργου, στη δοκιμασία του, στο ανείπωτο που μας επιβάλλει. Η αντικειμενικότητα του έργου, η κοινοχρησία του, δεν είναι ο κόσμος του έργου, το έργο ανήκει αναπόδραστα στο μυστικό του κατώφλι, στο αδιανόητο που το εγείρει κι εδώ η προνομία του δημιουργού του. Αλλά ίσως και να λέμε το ίδιο πράγμα με διαφορετικές διατυπώσεις.
Μ.Λ. : Το κατανοώ! Αναρωτιέμαι μόνο, αν όσο “φτιάχνουμε”, είμαστε μάρτυρες είτε του έργου είτε του εαυτού μας. Όταν αναφέρομαι στη μαρτυρία του δικού μου κόσμου, αναφέρομαι σε ένα παράλληλο κόσμο, μιας καθημερινότητας. Η διαδικασία που κατασκευάζει, είναι μια διαδικασία χωρίς διάρκεια καιμέτρο, θα τολμούσα να πω, χωρίς αναφορά. Η προνομία του δημιουργού δεν είναι άλλη από την απτότητα, την απτική αναγνώριση. Το έργο ενεργοποιείται, εφόσον διεγείρει και συγκινεί. Σκέφτομαι κάτι ανάλογο όπως αυτό που οι άνθρωποι πίστευαν στον 19ο αιώνα. Το πράγμα δηλαδή που ενεργοποιημένο από το βλέμμα του θεατή, φωτίζεται για να ελευθερώσει την εικόνα του. Σε αυτού του είδους την κοινοχρησία αναφέρομαι, της αέναης σχέσης.
Α.Α.: Έχω την εντύπωση, ότι στο χρόνο αυτόν, στο όσο “φτιάχνουμε”, που για μένα όμως είναι ένας χρόνος ακαριαίος, δεν είμαστε μάρτυρες κανενός, ούτε του έργου, αλλά ούτε και του εαυτού μας. Δεν αναφέρομαι τόσο στο χρόνο της κατασκευής, χωρίς και να τον εξαιρώ όμως, όσο στη στιγμή της απόφασης, που είναι κι η στιγμή του έργου. Εκείνη τη στιγμή, είμαστε οι αδύνατοι μάρτυρες, οι μάρτυρες μιας μαρτυρίας που αδυνατεί να μαρτυρήσει. Γι'αυτό και το συμβάν, το συμβάν του έργου, είναι μια ανείπωτη γλώσσα, επειδή δεν μπορεί να μαρτυρήσει, να αναπαραστήσει τις μορφές του στη γλώσσα. Κι εμείς τώρα, εδώ, συνομιλούμε πάνω στο αδύνατο, αλλά όχι, δεν παραδοξολογούμε! Κατά τ'άλλα, η προνομία, που λέω, του δημιουργού, είναι πράγματι μια προνομία και του θεατή. Ενός θεατή όμως που είναι έτοιμος καιακόμη καλύτερα θα λεγα ανέτοιμος, να δεξιωθεί αυτή την εμπειρία, την εμπειρία του βλέμματος, της διαστροφής του βλέμματος. Αυτόν τον θεατή, ο Apollinaire, τον ονομάζει έτσι ακριβώς: προνομιούχο θεατή. Δεν είναι ο υποψιασμένος όμως θεατής, όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε σήμεραστο χώρο της τέχνης, αλλά ο ανυπεράσπιστος θεατής, το ίδιο το υποκείμενο της διαθεσιμότητας. Αλλά μιας και αναφερόμαστε στο βλέμμα του θεατή, ερχόμαστε και σε μια άλλη πτυχή αυτών των χάρτινων γλυπτών σου που μου φαίνεται πολύ σημαντική: αυτήν της ορατότητάς τους. Είναι, όπως τα προσλαμβάνω εγώ τουλάχιστον, έργα, που μ'έναν αποφατικό τρόπο, καθιστούν δυνατή αυτή την ορατότητα. Δεν είναι μια ορατότητα που επιβάλλεται, αλλά μια ορατότητα που ανιχνεύεται. Είναι περισσότερο η αορατότητά τους, όπως αυτή εξεικονίζεται στη λευκότητά τους ή στη διαφάνεια του υλικού τους. Μια αορατότητα που ελέγχει την ορατότητα, που επιβάλλει τις διακρίσεις της. Και η αορατότητα αυτή, δεν είναι στην περίπτωσή σου, η απροσδιοριστία του σχήματος, αλλά η ευθραυστότητα της καταγωγικής τους χειρονομίας, που γίνεται και η αποκαλυπτική της στιγμής τους. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με πραγματωμένες μορφές, αλλά με μορφές μυστικές, που είναι πέραν της γλώσσας, αλλά και στον οίκο της δικής τους γλώσσας. Πέραν και εντός της γλώσσας. Η αγαλματοποιία τους υπονομεύεται ακριβώς σ'αυτό το σημείο: στο σώμα που τα συγκρατεί, αλλά και στο σώμα όμως που τα εξαρνείται, το σώμα που εγκαταλείπεται ενταφιασμένο, κάτω απ'τα χίλια πλατό των υλικών του αντηχήσεων. Η ακατάληπτη σαγήνη τους, είναι η σαγήνη μιας γλώσσας που μόλις και υπαγορεύθηκε, που εξετράπη σε μια άλλη γλώσσα, σε μια άλλη σιωπή. Είναι το punctum των απευθύνσεών σου. Μοιραίες μορφές που εκδιπλώνουν το μυστικό τους στις άπειρες συστρωματώσεις του. Για μένα, αυτές οι μορφές, ανήκουν στο χώρο του μυστικού. Ίσως και να υπερβάλλω, σίγουρα υπερβάλλω, αλλά το έργο τέχνης, αν δεν είναι πέραν της κοινοτοπίας της πραγματικότητας και της υλικότητάς του, τότε εγείρει μια ακόμη δομή, μια ακόμη αντικειμενικότητα. Η ριζικότητα του Πράγματος, έγκειται πάντα στη στρατηγική της εκτροπής, μιας ριζικής όμως εκτροπής, ενός σημειακού συμβάντος, που διαστρέφει το βλέμμα πάντα προς την περιοχή των σκιών.
Μ.Λ.: Χρησιμοποιώ το κενόκαι το πλήρες, το εύθραυστοκαι το στέρεο, το αφηγηματικόκαι το αποσπασματικό,την αμφισημία ανάμεσα στην πρόσθια και την οπίσθια όψη, για να χαρακτηρίσω τις μορφές αυτές. Δεν πρόκειται εδώ για επαναξιολόγηση μιας ήσσονος μορφής εφαρμοσμένης τέχνης, που επανεντάσσεται στην καλλιτεχνική πρακτική, με όρους ταξινόμησης και αρχειοθέτησης. Αλλά για μια διερεύνηση ερωτημάτων που καταλαμβάνουν κεντρικό μέρος του συλλογικού μας ασυνειδήτου: της σχέσης με τον Εαυτόνκαι τον Άλλον. Αυτός είναι, ίσως, ο λόγος για τον οποίο ονόμασα τα πρώτα γλυπτά της σειράς αυτής, από μεταξωτό χαρτί, Self Other, ανασύροντας τα διαταραγμένα όρια ανάμεσα σε ό, τι θεωρούμε οικείοκαι ανοίκειο. Τα γλυπτά αυτά, ύψους 50 και 65 εκ., είναι γυναικείες μορφές που κεντούν, διαβάζουν ή συλλογίζονται, στραμμένες στον εαυτό τους, αποτελώντας μια καθαυτό δράση, ή με άλλα λόγια αντικαθιστώντας τη δράση με μια ακίνητη κίνηση, μ’ ένα στατικό δράμα. Μορφές που σημασιοδοτούνται από το ίδιο το είδος της κατασκευής τους, ιχνηλατούν τα όρια ανάμεσα στις άπειρες συστρωματώσειςκαι ασκούν κριτική στον διάχυτο τεχνολογικό ουτοπισμό της εποχής. Τα γλυπτά αυτά, ανακαλούν στην μνήμη τις διαμελισμένες κούκλες του Bellmer, αλλά και τα μανεκέν του de Chirico. Η ίδια εμμονή χαρακτηρίζει το κάθεεργόχειροπου με απασχολεί, όπως και το πρόσφατο της εγκατάστασης A Τransfer, στο χώρο του Κεραμεικού.
Α.Α.: Η περιγραφή σου Μαρία ενισχύει την εντύπωσή μου. Αν πρέπει να τα εντάξω αυτά τα έργα σε μια αρχαιολογία, αυτή είναι η αρχαιολογία της γλώσσας. Είναι μορφές που υποστασιώνονται μέσα στη γλώσσα. Η ονομασία που τους χάρισες, SelfOther, είναι μια ονομασία που εγείρει και εγγράφει την υπόσχεσή τους. Από δω και η αμφισημία τους, το οικείο τους σχήμα και το ανοίκειο ίχνος που φέρουν, η ιλιγγιώδη τους ακινησία, ένα στατικό δράμα, όπως το λες, μια κίνηση που διαγράφει τη φορά τους στον Άλλον. Η χειρονομία σου, που ναι μια χειρονομία λεπταισθησίας, διαθέτει και την εύθραυστη υλικότητά τους, μια ευθραυστότητα που υπαγορεύει το εφήμερο και διαθέσιμο ίχνος, αυτό το σχήμα του Άλλου που διαγράφεται πάνω μας και τελειώνεται ως μια μορφή του μοναδικού. Είμαστε το ίχνος του Άλλου και στον τόπο του Άλλου, δίχως αυτό το ίχνος του θα παραμέναμε ανεξιχνίαστοι. Τα γλυπτά αυτά γίνονται μάρτυρες έτσι μιας κένωσης υπαρκτικής, μιας εμψυχωμένης απεύθυνσης, μιας ομοίωσης που συγκροτεί και την υπόστασή τους. Μια ομοίωση όμως του θανάτου, καθώς αυτή η εκ-φορά αποδίδει το υποκείμενό της σ'έναν όλεθρο, μιας κι ο Άλλος, είναι, όπως μας έδειξε ο Lacan, ένας διαγραμμένος Άλλος, μια υλική απώλεια, ένας κενός πυρήνας που υποστασιοποιεί πάνω του όλες τις μορφές του φαντασιακού: το Άλλο του εαυτού και τον εαυτό του Άλλου. Όλα αδύνατες συνδέσεις, απευθύνσεις δίχως απόκριση και γι αυτό ανεκπλήρωτες ομοιώσεις, υπάρξεις, θα 'θελα να πω. Ο κενός τους πυρήνας, το εύθραυστο κέλυφός τους, η ανωνυμία των εκφραστικών τους σημείων, τα καθιστούν, αυτά τα πλάσματα, φασματικές υποστάσεις, απορημένες γλώσσες, που υπομένουν την ακαταληψία τους. Σινιάλα όλα, μιας συγκίνησης, μιας καταδικής μου, εν τέλει, συγκίνησης. Και δεν αναφέρομαι σε μια συγκίνηση συναισθηματικού ή αισθητικού τύπου, αλλά σ'ένα έλλειμμα που υπομένει το ανείπωτο και διαφεύγει της γλώσσας. Είπα πιο πάνω, ότι θεωρώ αυτά τα έργα γλωσσικά συμβάντα και τώρα λέω ότι ανήκουν στο ανείπωτο, κι αυτό δεν είναι μια αντίφαση, μια αμηχανία, ή ένας δισταγμός ονοματοδοσίας αν θες, αλλά αυτός ο ίδιος ο πυρήνας της γλώσσας, το συμβάν της τέχνης, που πάντα θα μας διαφεύγει, προσεγγίζοντάς μας και προδίδοντάς μας, προδίδοντας τις ερμηνείες μας. Αυτά τα πληκτικά, έως θανάτου, κείμενα των ιστορικών τέχνης, που επιχειρούν να κατονομάσουν το ακατονόμαστο, να υπαγορεύσουν πάνω στο έργο τις ερμηνείες τους, ένας πραγματικός πανωλεθρίαμβος. Και μέσα σε όλη αυτή την κίνηση, το έργο να υπάρχει, να υπάρχει στη δική του γλώσσα, στη μοναδική του θέση, την ανεντόπιστη, μέσα στον κόσμο του νοήματος. Να κάτι που επιζητώ στο έργο της τέχνης: τη μοναδικότητα της γλωσσικής του διαφοράς.
Μ.Λ.: Ανεκπλήρωτες ομοιώσεις, υπάρξεις, όπως λες, το “άγαλμα” αισθάνεται. Το ενοικεί μια ψυχή και όταν στην ψυχή αποδοθεί η αντίληψη, το άγαλμα διαφεύγει. Η βιογραφία του αρχίζει με την όσφρηση, μ’ ένα ελαφρύ άρωμα γιασεμιού. Στην συνείδησή του, έχουμε προσοχή. Όταν η μυρωδιά διαρκεί και μετά τη παύση του ερεθίσματος, έχουμε μνήμη. Όταν μια παρούσα και μια παρελθούσα εντύπωση απασχολούν την προσοχή του αγάλματος, έχουμε σύγκριση. Όταν αντιλαμβάνεται ομοιότητες και ανομοιότητες, έχουμε κρίση. Όταν η σύγκριση και κρίση επαναλαμβάνονται, έχουμε στοχασμό. Όταν οι ευχάριστες αναμνήσεις είναι πιο έντονες από τις δυσάρεστες, έχουμε φαντασία. Και όταν το άγαλμα συνειδητοποιήσει ότι έχει διέλθει από πολλές διανοητικές καταστάσεις θα οδηγηθεί στην αφηρημένη έννοια των αριθμών, στην έννοια του εγώ. Τότε ο υποθετικός άνθρωπος, θα προικιστεί με ακοή, γεύση, όραση και αφή. Η τελευταία αυτή αίσθηση θα του αποκαλύψει ότι υπάρχει χώρος και ότι εντός αυτού του χώρου υπάρχει και ο ίδιος, μέσα σε ένα σώμα. Πριν από αυτό το στάδιο δεν αντιλαμβανόταν τους ήχους, τις οσμές και τα χρώματα, παρά ως παραλλαγές ή μεταλλαγές της συνείδησής του. Η συνθήκη της αίσθησης αυτής, όπως έχει περιγραφεί το 1754, από τον Etienne Bonnot de Condillac, στο βιβλίο του Le Traité des sensations,με απασχολεί πολύ. Ο αποκαλυπτικός χώρος της φαντασίας του έργου, είναι κι αυτός που του επιτρέπει να υπάρχει στη δική του γλώσσα, στη ποιητικότητα των ερμηνειών του. Στον ιστορικό τέχνης δεν επιβάλλεται να είναι ποιητής. Επιβάλλεται όμως στον επιμελητή. Ο υποθετικός άνθρωπος, το άγαλμα, είναι ο Άλλος(;).
Α.Α.: Δεν είμαι σίγουρος αν καταλαβαίνω ακριβώς τι λες, αλλά εμένα αυτό μ'αρέσει! Μιλάς για ένα άγαλμα που το ενοικεί μια ψυχή, για ένα άγαλμα που διαφεύγει. Προηγουμένως μιλούσα εγώ για εμψυχώσεις και για υπάρξεις φασματικές. Είμαστε λοιπόν και οι δύο σε μία εξ-άρση ποιητική κι οφείλουμε να αποτραβηχτούμε το συντομότερο. Αλλά ας μείνουμε λίγο ακόμη, γιατί σε όλα αυτά εκ-δηλώνεται ένα νόημα, ένα μυστικό νόημα, που χαρακτηρίζει το έργο και προηγείται της γραφής του. Τα έργα φέρουν μια πνοή, έναν λόγο, έναν λόγο όμως που εξαντλείται στο ανεκλάλητο της εκφοράς του. Δεν κατονομάζεται, γιατί αυτός ο λόγος, όπως προείπαμε, δεν ανήκει στο ονομάζειν. Αλλά εν τούτοις, είναι λόγος, είναι απεύθυνση, είναι διάνοιξη μέσα στο χώρο. Μια ενέργεια που δεν αντικειμενοποιείται στην προφάνεια του αισθητού, αλλά στη μυστική κλίμακα της φωνής της. Μια αδυνατότητά, που συντάσσει όμως και την γλωσσική διαφορά του έργου. Η αναπαραστατική του αδιαθεσία, παρ'όλα αυτά, εκτρέπεται στον κόσμο μέσω της δικής σου χειρονομίας, αλλά βεβαίως και μ'αυτό το απορημένο βλέμμα του θεατή, με την κοινωνία που διανοίγει. Το λεπταίσθητο άρωμα του γιασεμιού, που αναφέρεις, μαρτυρά το εύθραυστο της καταγωγής του, αλλά και το εύθραυστο της πρόσληψής του. Είμαστε πραγματικά στο χείλος των αντιλήψεων και των ερμηνειών μας. Να συλλάβουμε το ασύλληπτο και να εκφράσουμε το ανέκφραστο. Αλλά δεν μπορείς να μιλήσεις γι'αυτά τα πράγματα διαφορετικά, παρά μόνο μέσα στη σιωπή της γλώσσας. Αυτό που κάνουμε τώρα εδώ, εμείς οι δύο, όπου μιλάμε, όχι για τα έργα, αλλά πάνω στα έργα, όπου γίνονται αυτά η μοναδική μας δυνατότητα να στοχαστούμε, αυτό που είναι πέραν του στοχασμού, πέραν της γλώσσας, αυτό το πέραν που ναι και το επέκεινα του ίδιου του έργου, το επέκεινα που διανοίγει για μας το έργο. Ό,τι σου ζητούσα και λίγο πιο πριν να μου μεταφέρεις: κάποιες αποκαλυπτικές στιγμές, απ'την ομιχλώδη διαδικασία της δημιουργίας, όπου βρέθηκες να μεταφέρεσαι σε μια φορά που σου διαφεύγει, όταν γίνεσαι έρμαιο μιας κίνησης που κατευθύνει τη χειρονομία σου. Αυτή η ασύνειδη διαδικασία που εγείρει το έργο αλλά κι εσένα μέσα σ'αυτό. Μια στιγμή έστω αυτής της παρέκκλισης που σ'οδήγησε στο ξέφωτο μιας μορφής.
Μ.Λ. : Όπως το μισό αρνί, μισό γατί, το περίεργο ζώο του Kafka. Το κληρονόμημα που έρχεται κοντά μας, μας πλαισιώνει, μας κυριεύει και κυριεύεται από ανομοιότητες. Θα το οδηγήσω σε αρνί, ή σε γατί; Γιατί ο χρόνος του εργαστηρίου, ο χρόνος δηλαδή μιας έκδηλης επεξεργασίας, της κίνησης της χειρονομίας μου, τείνει προς αυτό ή προς το άλλο. Έχοντας συνείδηση της απώλειας απέναντι στον αφορισμό μου, μένω μετέωρη απέναντι στις ανόμοιες αναφορές μου. Επενδύω σε αυτές και παράγω το συμπαθητικό τέρας, που οι ανομοιότητες του, εξυπηρετούν τις λειτουργίες στις οποίες το προτάσσω. Το σταθεροποιώ όσο να σηκώνει το βάρος του, το ψηλώνω όσο να μη φτάνει, το σκύβω όσο να αντέχει τη κατρακύλα του, το ανασηκώνω σε ψηλά πόδια όσο να φανερώνει τη φουσκωτή κοιλιά του, το κέλυφος των επιθυμιών του, το κομματιάζω όσο να αντέχει τον διαμελισμό του, το αδειάζω όσο να χωρεί τον εαυτό του, το διπλαρώνω όσο να ασφυκτιά, του απλώνω τα χέρια όσο να ορίζει τα όρια του, το σηκώνω σε σκάλα όσο δεν οδηγείται πουθενά... κι αυτές είναι λίγες μόνο από τις πολλές μορφές που του αποδίδω. Στο εργαστήριο μου, διαθέτω μια τράπεζα μελών από μεταξωτό χαρτί. Ο συνδυασμός των απροσδιόριστων μερών, απαιτεί όλο το χρόνο που διαθέτει η φυσιολογική διάρκεια της ζωής μου και δέκα φορές περισσότερο για να εξαντληθεί. Σήμερα, μέσα στη μέρα, με ό,τι χάραξε ο περιβάλλων χώρος, πλησίασα το άγαλμα προς τους 4 ορίζοντες. Είναι το φανταστικό πλάσμα που έχει από ένα ζευγάρι μάτια σε κάθε του πλευρά. Στο μπροστινό μέρος, ένα ζευγάρι μάτια πάνω ψηλά, στο δεξί πλαϊνό ένα ζευγάρι μάτια λίγο χαμηλότερα, στο αριστερό πλαϊνό ψηλά ένα ζευγάρι μάτια, στο πίσω χαμηλά στη μέση, ένα ακόμη ζευγάρι μάτια. Έχει στο σύνολο οκτώ μάτια. Θα μπορούσε να ονομαστεί και οκτώφθαλμος. Και αυτό γιατί τίποτα σήμερα δεν συνωμότησε για τη φορά του βλέμματός του.
Α.Α. : Με την αναφορά σου στον Kafka, φθάνει η συνομιλία μας σε μια ακρώρεια. Γιατί οι ζωομορφοποιήσεις του Kafka, είναι η διαθεσιμότητα όλων των μορφών, η διαθεσιμότητα αυτών των εξαρθρωμένων μελών του εργαστηρίου σου, η ίδια η ποικιλωνυμία της ύλης, που εγκαταλείπεται στις χειρονομίες του Άλλου. Ένας κύκλος αέναων μετατροπών που δεν αποδίδει αναπαραστάσεις αλλά μορφικές εκτροπές. Μια αλληλουχία ομοιώσεων που διασώζει τον ίλιγγο μόνο της διαφοράς τους. Οι μεταμορφώσεις του Kafka είναι η γραφή της διαφοράς, η παραδειγματική της μάλιστα εγγραφή, η σχιζοειδής φύση της ίδιας της γραφής και της αναπαράστασης, το απολεσθέν και ανευρεθέν ίχνος του κόσμου, εν ετέρα μορφή. Ό,τι ο Maurice Blanchot, αξιολόγησε στο έργο του Kafka, ανευρίσκοντας, στο ανήλιαγο λαγούμι της γραφής του, την ίδια την “απαίτηση του έργου”. Μια αντίληψη για το έργο που πάει πολύ πέραν του έργου, σ'ένα αποκαλυψιακό πεδίο, που ο Kafka, δεν είχε βέβαια κανένα πρόβλημα, να το ονομάσει: “νέα Καμπάλα”. Μόνο σε μια τέτοια προοπτική, οι μορφικές συγκινήσεις του εργαστηρίου, παύουν να ανταποκρίνονται και να καθηλώνονται σε αισθητικές υπαγορεύσεις και αληθεύουν μόνον την εμπειρία του κόσμου, την εμπειρία των μεταμορφωτικών του εκδιπλώσεων, ό,τι ο Foucault θα ονομάσει: “εμπειρία του Έξω”. Μια μετοικεσία, που εκδηλώνεται ως μορφική, αλλά που αγγίζει όμως τα βάθη του Είναι. Μια υπαρκτική έξοδο στην “έρημο του κόσμου”, όπως θα πει ο Kafka, εκεί όπου το φως λαμπυρίζει τις πιο δυνατές του οπτασίες. Μιλάμε για την περιπλάνηση, για τον διανοιγόμενο χώρο, για την νύχτα βεβαίως, για την προσμονή, μιλάμε γι'αυτό που δεν είναι κόσμος, αλλά και για την πλάνη ότι είμαστε μέσα στον κόσμο, μιλάμε λοιπόν για τη συνθήκη του εργαστηρίου. Δεν ξεστρατίσαμε καθόλου απ'αυτό! Για τις εικόνες του μιλάμε, που δεν είναι παρά μεταφορές εν τέλει, αυτού του μη παραστάσιμου ίχνους. Ενός ίχνους που διασαλεύει όλα τα σχήματα των προσδοκιών μας, όλες τις επισκέψεις των ονομάτων και των συμβόλων που εγείρονται. Πλάσματα όλα μιας νύχτας, μιας Βαλπούργιας νύχτας, εκτυφλωτικής, απ'όλες τις αστραπές των εικόνων της. Αυτό είναι το καθεστώς του εργαστηρίου, όπου εσύ μένεις μετέωρη στις αναφορέςσου, στη νύχτα της ανωνυμίας τους, όπου ανιχνεύεται αίφνης και το έργο, η πλέον αδύναμη κατασκευή του κόσμου, η πλέον εύθραυστη, αυτό το απορφανισμένο του ίχνος.
Μ.Λ. : Οι μορφικές εκτροπές, του Kafka και του Οβιδίου, είναι κόμβοι διασταυρώσεων σε αυτό που ονομάζουμε χάος. Όχι μόνον αυτό, όχι ακριβώς αυτό, αλλά πηγαίνοντας λίγο παραπέρα, αυτό που ο Foucault, όπως λες, ονομάζει “εμπειρία του Έξω”, είναι και οι κρυφές κινήσεις της σκέψης, οι ασυνέχειες που τη ρυθμίζουν, μια μεταλλαγή, όπου τα έργα απομακρύνονται αυθόρμητα ή συγκλίνουν της οργάνωσης. Φοβάμαι πως με πιέζω να θυμηθώ. Δεν είμαι το άγαλμα, λέω, αλλά το άγαλμα είναι το αφημένο ίχνος. Παρ’ ότι σε όλες τις φάσεις της μακρόχρονης εξάντλησης του θέματος που επεξεργάζομαι κάθε φορά, ταυτίζομαι και κάθε φορά ξυπνώ, με κάτι ανάλογο στα χέρια, που είναι βαρύ και δύσχρηστο και δεν ξέρω που να τ’ ακουμπήσω. Νοιώθω να μουδιάζει η πλάτη μου από τη συγκατοίκησή μου με τις σιαμαίες φιγούρες, να συναναστρέφομαι αγγέλους, εξαιρετικά αφοσιωμένη στη Φάτιμα, να εκτυφλώνομαι από το φως της, και να κλαίω με το βάρος της φωνής τους, αλλά και να χαίρομαι με τα χρώματα της τρέλας τους. Από τη λήθη στη σκηνή και από ερμηνεία σε ερμηνεία, το συλλογικό μου ασυνείδητο, εκτίθεται μετωπικά. Εκτίθεμαι βαθιά απέναντί τους. Στη λογική της αίσθησης,ο Deleuze, μας επισημάνει τη σημασία του χώρου του συμβάντος. Που διαδραματίζεται το γεγονός; σε τι βάθος; σε τι ύψος; σε ποια επιφάνεια προβάλλεται το ίχνος; αυτό το λίγο της βαθιάς του ερμηνείας; Ποια είναι η θέση του; η θέση μου; στη σκηνή και πως αφηγείται τη τρισδιάστατη μορφή του; Όπως στο άγαλμα που αισθάνεται, και αποδίδεται η αίσθηση της φαντασίας, όταν αυτό αντιλαμβάνεται το χώρο και το σώμα του μέσα σε αυτόν, έτσι η σκηνή πλαισιώνει τη περιστασιακή συνάντηση μας με το ίχνος. Αυτό αποτελεί το σκηνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συγχρόνως θα περιοριστώ, για να συναντήσω το επόμενο “τέρας” μιας ηπιότερης, ίσως, νύχτας.
Α.Α. : Είμαστε λοιπόν σ'ένα αισθαντικό περιβάλλον συνακρόασης, στον Πύργο του Ντουίνο και συνομιλούμε με φαντάσματα, εκτιθέμενοι στις απόκοσμες συχνότητές τους, σ'ένα απονεκρωμένο πεδίο ζωής. Το αφημένο ίχνος του έργου είναι το εγκαταλελειμμένο του ίχνος, αυτή η ίδια η εγκατάλειψη μέσα στον κόσμο, η τερατώδης πλευρά του Πράγματος. Ο σεφερικός υπαινιγμός σου για το αβάσταχτο του ίχνους, στην πραγματωμένη εμπειρία, μαρτυρά τον ανεγγράψιμο χαρακτήρα του, την ανιστορική του διάσταση. Αυτό που διασώζεται εντός μας είναι κι αυτό που μας απολύει. Είμαστε η εξαρνημένη μας πλευρά, όπως κι ο Άλλος είναι μια καθ'ολοκληρίαν απουσία. Από εδώ και η φαντασμαγορία της φαντασματοποιίας του, οι εγέρσεις όλων των δυνατών, αλλά και αδυνάτων ομοιώσεών του. Το άγαλμα, όπως σκανδαλωδώς για μένα τ'ονομάζεις, φέρει πάνω του αυτή την απώλεια, τη δοκιμάζει, την εγγράφει στην γενετική του συνθήκη, γίνεται το ίχνος αυτής της ίδιας της απώλειας, η μοναδική της αδύνατη μαρτυρία. Αν κομίζει κάτι η τέχνη στον κόσμο, είναι για μένα, αυτό και μόνο: απώλεια. Μέσα σ'αυτό το καθεστώς, η αντικειμενικότητα του χώρου, διαβάλλεται, αποσύρεται, αναδιπλώνεται στον εαυτό του, στις εκδιπλώσεις του, στις ντελεζιανές του πτυχώσεις. Αυτή η απροσδιοριστία του, η απειρότητα των σημείων του, που θα χαρακτηρίσει και τον συμβαντικό του χαρακτήρα. Το πλαίσιο έτσι της διεμφάνισης του έργου είναι ένας μεταβαλλόμενος ορίζοντας, μια κυματώδης επιφάνεια, που διαθέτει διαρκώς τα αναδυόμενα σημεία της. Το τρισδιάστατο των μορφών, η προοπτική τους, εγγράφονται όλα, σ'αυτή την επιφάνεια του φαντασιακού, μια επιφάνεια που δεν στερείται βάθους, αλλά που διαθέτει το βάθος της στην διαφάνεια της εικόνας. Ο Musil, μιλά γι'αυτό το βάθος της επιφάνειας. Όπως η επιδερμίδα μας που φέρει πάνω της όλη την υλική μας πληροφορία. Η επιφάνεια συγκρατεί έναν κόσμο και συγκροτεί στην προφάνειά της έναν άλλον. Μια απογυμνωμένη επιδερμίδα, που εγγράφει το ίχνος του Άλλου, όπου ο Άλλος εγγράφει το ίχνος του, ένα παλίμψηστο σώμα εγγραφών, μια μυθιστορηματική ιστορία, αυτή η ιστορία της απογύμνωσης. Γιατί αυτό που εγγράφεται πάνω μας είναι κι αυτό που μας απεκδύει, το εγγραφόμενο ίχνος, είναι το ίχνος της ίδιας της απέκδυσης, μιας απέκδυσης υπαρκτικής, μιας ζωικής απώλειας. Το ίχνος απονεκρώνει ακριβώς τη στιγμή που ζωομορφοποιεί. Αναπαριστά τη δική του απώλεια, σε μια μορφή ήδη αποσυρόμενη. Μια παλίρροια εικόνων που διαβρώνει απλώς ένα καταρημαγμένο τοπίο. Μίλησες όμως για Αγγέλους, ωραία λοιπόν, ας μιλήσουμε για Αγγέλους. Πες μου γι'αυτούς τους Αγγέλους της Φάτιμα. Τι κομίζουν;
Μ.Λ. : Παραβολές του βλέμματος, αυτού που ευρισκόμενο στο πουθενά είναι παντού. Η τύφλωση μας απέναντι στο εκθαμβωτικό τους φως, μας οδηγεί σε ότι δεν ψάχνουμε, αιφνιδιαστικά, μερικές φορές, είναι η φαντασίωση τους, αυτών των αγγέλων που δεν διέκρινα στην οροφή της εκκλησίας της Φάτιμας, και παρουσιάζονται σαν ζιζάνια που ποτέ δεν υποψιαστήκαμε την ύπαρξή τους, μεταξύ δυο φράσεων ή δύο εικόνων. Αναφέρομαι σε αυτά τα φαντάσματα που ο Didi Huberman, ονομάζει Phasmes. Αυτά που εμφανίζονται χωρίς να ξέρουμε αν βγαίνουν από τα μάτια ή απ'τα πράγματα. Τι βλέπουμε λοιπόν όταν δεν βλέπουμε τίποτα; Χρειάζεται να απομακρυνθούμε για να εμφανιστούν; Γιατί αυτά ακριβώς που δεν είναι τίποτα, αποτελούν κορμί και χώρο, χώρο και κορμί. Δεν πρόκειται για το αντίγραφο, ούτε για το μοντέλο, είναι το αντίγραφο που τρώει το μοντέλο και το μοντέλο δεν υπάρχει πια. Αποκλείεται να καταφέρουμε να ορίσουμε με τι μοιάζει. Δεν μοιάζει με τίποτε και μοιάζει με όλα. Δεν θα μάθουμε ποτέ να τα αντιμετωπίζουμε μετωπικά όπως έναν ζωντανό ον. Υποθέτουμε τις κινήσεις τους και προσπαθούμε να προσδιορίσουμε το τυφλό τους βλέμμα. Τυφλό σαν βουβό. Το μεγαλείο του φαντάσματος και η αποπλανητική προέλαση του μη όντος. Αυτή η εικόνα χωρίς φόρμα, μια καθαρά, απτική ένταση φωτός, όπως την ονειρεύτηκαν ο Freud, ο Charcot αλλά και ο Άγιος Αυγουστίνος.
Α.Α.: Οι Άγγελοι είναι μια αποκαλυπτική γλώσσα, από-καλυπτική πολλών πραγμάτων. Είναι η μοναδική τους αναγγελία, μια αναγγελία όμως που δεν αναγγέλλεται, μια αναγγελία του ανείπωτου, του αναπαράστατου μέσα στη γλώσσα, ενός ονόματος, που εκφέρεται μυστικά αλλά που δεν εγγράφεται πραγματικά, γιατί είναι το μη μεταφράσιμο όνομα, αυτό που “δεν παύει να (μη) μεταφράζεται”, μέσα στις γλώσσες των ανθρώπων, όπως θα 'λεγε η Kassen. Και επειδή εκ-φέρουν αυτή την απώλεια, δεν εντοπίζονται πουθενά, σε καμιά συμβολική διατύπωση, σε καμιά αναπαραστατική διαφάνεια. Στην αρχαία εκκλησιαστική εικονογραφία, εικονίζονται ως ασώματες κεφαλές, που μόλις και διακρίνονται μέσα απ'τις φτερούγες τους. Φτερουγίσματα, πνοές, μετωνυμικές εξάρσεις, εκστατικές αποκαλύψεις, που δεν ενδίδουν σε κανέναν νόημα και σε καμιά μεταγραφή. Οι Άγγελοι μοιράζονται κάτι απ'τις ζωομορφοποιήσεις, που προαναφέραμε, είναι και τα δύο εικόνες που δεν ανταποκρίνονται στην κατηγορία της εικόνας, γιατί διασώζονται μόνον μέσα στην κοσμική πλάνη της αμορφίας τους. Είναι περισσότερο ίχνη εικόνων, φευγαλέες εντυπώσεις, παράσιτα, που διασαλεύουν τον οπτικό μας ορίζοντα, τις αντοχές του βλέμματός μας. Στο φάσμα του Ντουίνο, αυτό που υπαγορεύει τις εικόνες των Ελεγειών, είναι η διαστροφή των Πραγμάτων, όταν αυτά “χάνουν την πραγμότητά τους”, όπως θα πει ο Gadamerκαι γίνονται εκλάμψεις ποιητικές, αναμνήσεις του ίδιου του εαυτού τους. Σ'αυτή την απώλεια του κόσμου γράφει ο Rilkeκαι συνομιλεί με τα φαντάσματα του πύργου της δεξίωσής του. Σ'αυτή την απώλεια που μόλις και διαφαίνεται το ίχνος του Άλλου, η τελευταία εικόνα του κόσμου. Εδώ που έχουμε όμως και μια διπλή σιωπή, γιατί αν η αναπαράσταση είναι η σιωπή της παράστασης, η εξαρνημένη αναπαράσταση δεν είναι το εύρημα της παράστασης, αλλά το ανεκπλήρωτο της ίδιας της ύπαρξης, το ανεντόπιστο ίχνος του Άλλου, η εναρκτήρια σιωπή των απευθύνσεών μας, των μοναδικών μας απευθύνσεων. Προσομοιώνουμε μόνον την αγωνία του Άλλου, το ανεκπλήρωτο των ομοιώσεών του, μένουμε καθηλωμένοι, απορημένοι, σ'αυτή την αναπαραστατική του αδιαθεσία, αποσβολωμένοι στη σαγήνη του σκιρτήματός του, του φτερουγίσματός του. Οι Άγγελοι δεν είναι λοιπόν φωτεινές υπάρξεις, αλλά ίχνη εκτυφλωτικά, ένα σκοτεινό ίχνος που μένει στο βλέμμα μετά από ένα κεραυνοβόλημα φωτός, ένα ακαριαίο, ακτινογράφημα των πραγμάτων. Αυτές οι σκιές των Αγγέλων σου στη Φάτιμα, που ρηγματώνουν και αποθησαυρίζουν το πεδίο τους. Σκιές μόνο. Αυτές οι σκιές της αναπαράστασης.
Μ.Λ. : Όπως περιγράφεις τα πράγματα, Αποστόλη, τ'αφήνεις να διαπεράσουν το εκτυφλωτικό τους φως, να εισχωρήσουν σε αυτό και να βγουν από την άλλη, εκτυφλωτικά τα ίδια, φωτεινά, μαζεύοντας την ενέργεια του αρθρωμένου λόγου που καθορίζει την ασάφεια τους, το θαμπό της αμετρίαςτους. Περιστρέφονται του εαυτού τους και τον διαπερνούν συγχρόνως. Η ζάλη προέρχεται απ’ όλες τις αναπαραστάσεις των εκλάμψεων που διεκδικούν συγχρόνως την προσοχή μας. Και από την ανατολή του ήλιου μέχρι τη δύση, οι σκιές κυκλοφορούν στις λευκές επιφάνειες του οικοδομήματος της Φάτιμα, σημαδεμένο, όπως παραμένει, μετά απ'το συγκλονισμό του. Το θαύμα! Αντί, αγάλματος, όπως το ονομάζω εγώ. Γιατί σκανδαλωδώς για σένα; Μου έχει μείνει η απορία.
Α.Α. : Το άγαλμα, στον ορίζοντα της δικής μου κατανόησης, έχει να κάνει με το ανάγλυφο μιας εδραιωμένης αλήθειας. Το άγαλμα είναι το βάθρο του, το υπερβολικό του νόημα, μια εξουσιαστική αλήθεια που δεν υπερβαίνεται. Είναι και η ονοματοδοσία μιας γλώσσας, μιας εικαστικής γλώσσας, που σκαλίζει πάνω στο μάρμαρο, δηλαδή, πάνω στην στερεότητα, όχι μόνο του υλικού της, αλλά και της αλήθειάς της. Εμείς εδώ, μιλάμε όμως για σκιές, για σιωπές, για αποσυρόμενες εικόνες, για διασυρόμενα νοήματα, για χειρονομίες που σβήνουν περισσότερο το ίχνος παρά το εγγράφουν κι όταν το εγγράφουν το κάνουν μέσα στην αδυναμία. Γι'αυτό μίλησα για σκάνδαλο κι απ'την άλλη μπορώ να καταλάβω όμως τη διαστροφή που του επιφυλάσσεις, την ανιχνεύω άλλωστε μέσα στο έργο σου. Είναι αν θες, για μένα αυτή η λέξη, όταν τη προφέρεις, ένα ξάφνιασμα, όχι με μια αρνητική έννοια, μάλιστα θα λεγα καθόλου, τώρα που το σκέπτομαι είναι σαν να αφιερώνεις τους στοχασμούς μας στην αρχαιολογία των αναφορών τους.
Μ.Λ.: Αντί αγάλματος, απέναντι στις εξουσιαστικές αλήθειες που οφείλουμε να υπερβαίνουμε.
Ανέκαθεν στην πορεία της δουλειάς μου, υπερασπίζομαι θέσεις μέσω αντιθέσεων. Υφαίνω το χάδι με μέταλλο, χαράσσω με το ελάχιστο του αγγίγματος, προσδιορίζω τη φόρμα με τη σκιά, και δίνω μορφή με τη διαφάνεια, αυτό είναι το στοίχημα της δύναμης και της ευθραυστότητας για το οποίο μάχομαι. Το κάθε τι να είναι δυνατό μέσα από τη κατανόηση του νοήματός του.
Α.Α. : Και απ'την ακατανοησία του, θα λεγα εγώ. Η ακαταληψία του Πράγματος αποδίδει και το ίχνος της διαφοράς του, το μόνο ίχνος που διεγείρει την επικοινωνία. Ένα έργο σου, που είχες εκθέσει στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Αθήνας, το 2013, ήταν μια αποδομημένη ντουλάπα που είχε διανοίξει νέα, καινοφανή πεδία, στην πραγματικότητα τους εσωτερικούς της χώρους. Σ'αυτούς τους διανοιγόμενους χώρους της, είχες ενθέσει κάποια παλαιά σου έργα και που κατά κάποιον τρόπο ήταν και σαν να τα απέκρυπτες, για την ακρίβεια, σαν να εξέθετες την κρύπτη τους. Αυτό είναι και το αντίθετο του βάθρου, που έλεγα. Μια δομή που στερεώνει αλλά και αποκρύπτει συγχρόνως. Ήταν χώροι κρύπτες, σκηνές του ασυνειδήτου, που διαφυλάσσουν τα αρχέγονα ίχνη. Ο,τι ο Bachelard ονομάζει: “φαινομενολογία του κρυμμένου”, μια από-καλυπτική τοπολογία που εκτρέπει το οράν στα κρησφύγετα των εικόνων του, όπου οι εικόνες διατίθενται στην αφηγηματική τους εκτροπή και στις εσωτερικές τους αντηχήσεις. Το έργο λοιπόν είναι ένας περίκλειστος χώρος που διαθλά τις εικόνες, που εγγράφει την παραστατικότητά τους, που ανεγείρει την αφηγηματική τους κλίμακα. Εικόνες που παύουν πλέον να είναι εικόνες και γίνονται σινιάλα του νοήματος, φιλοσοφικές οπτασίες, όπως οι εικόνες στο σπήλαιο του Πλάτωνα, μετωνυμίες μιας αμνημόνευτης επιθυμίας. Το έργο είναι το ερώτημα του διανοιγόμενου χώρου, η διάνοιξη αυτού του ερωτήματος, δεν είναι μια ευθύτητα, αυτό το άγαλμα πάνω στο βάθρο του, αλλά μια υποχώρηση, μια ενθυλάκωση, εκεί που δεν υπάρχει το βλέμμα, το βλέμμα της κατανόησης, γι'αυτό και το έργο είναι πάντα ένα ανερμήνευτο έργο, μια αναχώρηση, αυτό που διαφεύγει, το ανεντόπιστο ίχνος. Ένα γλωσσικό αρχείο, αποθησαυρισμένο στα ντουλάπια σου, μια συσσώρευση, η συσσώρευση μιας αδυναμίας, το παλίμψηστο των εγγραφών σου, οι πολλαπλές του γραφές, που εικονίζονται και στις προθήκες της ντουλάπας, αυτή η απολεσμένη του συνείδηση μέσα στον κόσμο. Η κρυψώνα του έργου, δεν είναι η απόσυρση του έργου, αλλά η απόσυρση απ'τον ίδιο του τον εαυτό, όταν εγκαταλείπει το νόημά του, την παραδεδεγμένη του θέση. Το έργο αυτό το ονομάζεις: Συλλογική Αυτοβιογραφία, κι αν καταλαβαίνω κάτι απ'αυτό είναι τούτο: η διασπορά σου μέσα στη γλώσσα, αλλά και η αναχώρησή σου απ'όλες τις γλώσσες, μια περιπλάνηση μέσα στα νοήματα, μέσα στην πληθώρα των ονομάτων, στα χίλια πλατόπου συσσωρεύονται και επαυξάνονται.
Μ.Λ. : Το έργοΣυλλογική Αυτοβιογραφία, προέκυψε μέσα από το βιβλίο Συλλογική Αυτοβιογραφία, μιαςσειράς μονογραφιών των εκδόσεων PEAK. Η ένταση του να περιορίσεις στιγμιαίες αναφορές μιας πορείας, που μόνο στο σύνολο της κατανοείς τη σημασία των επί μέρους αποσπασμάτων της, έκτος από ελάχιστες εξαιρέσεις, παράγει τον ευνοϊκό χώρο της απόκρυψής τους. Την ασφαλή τους θέση απέναντι στην αιωνιότητα; ή την αποκαλυπτική τους σημασία, εντοπισμένη μόνο μέσα στο σύνολο συσχετισμένων αποδόσεων; Ως συνέχεια λοιπόν του βιβλίου και για την παρουσίασή του, προέκυψε το έργο που θα περιέκλειε με τη σειρά του την πορεία μιας εργασίας τριάντα χρόνων. Η αναδρομή, πληκτική, μου προκαλούσε δυσχέρεια και μου αναιρούσε κάθε σημασία παράθεσης γεγονότων, που κατά τα άλλα, η μόνη σημασία της παρουσίας τους, επισημαίνεται από τη συνέχεια τους. Στο σημείο αυτό κρίθηκε η απόδοση του βιβλίου, οι εικόνες του, τα κείμενά του. Η σαφήνεια τους ήταν και η μόνη διέξοδος στην απόδοση του έργου. Η οικογενειακή ντουλάπα που εξυπηρετούσε μια αγροτική οικογένεια, για ένα αιώνα και κάτι, πέρασε στα χέρια μου και μας εξυπηρέτησε σαν ντουλάπα για ακόμη κάποια χρόνια. Στο πέρασμα της σε μας και προσπερνώντας μια γενιά, της αφαίρεσα όλα τα στρώματα της μπογιάς που δέχτηκε εξωτερικά, μέχρι να φθάσω στο ξύλο κυπαρισσιού, με το οποίο ήταν κατασκευασμένες οι ντουλάπες της εποχής, απελευθερώνοντας την αντισκορική της μυρωδιά, ιδιότητα του συγκεκριμένου ξύλου. Εσωτερικά, κράτησα όλα τα χαρακτηριστικά που τη συνόδευαν, τα λιγοστά συρτάρια της, τη κρυμμένη θέση του κλειδιού, τη θήκη των πολύτιμων αντικειμένων, τόσο μικρή όσο το μέγεθος ενός πορτοφολιού, και κυρίως στη δεξιά πόρτα, τη γραφή μιας σειράς ονομάτων, με τις ημερομηνίες γέννησης των παιδιών, τα διαδοχικά τους ύψη, όπου πρόσθεσα και το όνομα του δικού μας παιδιού. Για ένα διάστημα εξυπηρέτησε μια καλή φίλη, για να την αναζητήσω εκ νέου, αυτή τη φορά έχοντας υπόψη μου την αποσυναρμολόγησή της. Η αυτοσχέδια σύνδεση των κομματιών που την αποτελούν, χωρίς καρφιά και κόλλες, μου παρείχε την δυνατότητα μιας εύκολης αποσυναρμολόγησης. Η δυσκολία ήρθε στη συνέχεια, που θα έπρεπε να τεμαχιστεί στη μέση, προκειμένου να καταφέρω να την αναποδογυρίσω, όπως ένα παλτό, και ο εσωτερικός της χώρος να προβληθεί σαν εξωτερικός αλλά και αντίστροφα. Οι ελάχιστοι παραδοσιακοί μαραγκοί που διαθέτει το νησί, αναγνώρισαν την αξία της και μου υποσχέθηκαν άλλες ντουλάπες, νεότερες, για να προστατεύσουμε την συγκεκριμένη. Ο πολύ καλός μου φίλος και βοηθός, έπεισε κάποιον από αυτούς και έτσι πολλαπλασιάστηκαν στη ντουλάπα οι συρταριέρες, οι θήκες, οι θήκες μέσα στις θήκες, κρατώντας την ταυτότητα των κινήσεων μας και κατ’ επέκταση την ταυτότητα της ντουλάπας. Σε αυτή χώρεσαν ως εκ μαγείας, τα προσχέδια, οι μακέτες, τα μικρογλυπτά, πολύτιμο υλικό αρχειοθέτησης που φύλαγα στα δικά μου συρτάρια στο εργαστήριο μου. Οι διαστάσεις ακριβείς, χωρίς μέτρημα, τα υφιστάμενα κομμάτια χωρούσαν στις υφιστάμενες θήκες! Οι άγγελοι παρουσιάστηκαν και πάλι! 30Χ30Χ20, 15Χ15Χ20, 60Χ20Χ10, κ.λ.π.. Ένα χρωματιστό δικό μου φόρεμα, σιδερωμένο και καλά διπλωμένο, που δηλώνει κι ένα από τα προσεχή απραγματοποίητα μέχρι σήμερα project μου, χώρεσε σε μια από τις θήκες. Σειρά ασημένιων χερουλιών μικρογλυπτικής, ειδικά κατασκευασμένα για να παρέχουν μια ευκολία χρήσης στο θεατή, καθώς επίσης και μια σειρά χάρτινων μικροκατασκευών, σκάλες τοποθετημένες στον ενδιάμεσο χώρο της κομμένης ντουλάπας στα δύο, και ελαφριά μετακινούμενων μερών και τέλος η αφήγηση της όλης διαδικασίας σε χειροποίητο βιβλίο, με βάση την νέα έκδοση Συλλογική Αυτοβιογραφία, εξέθεσαν τα πιο πρόσφατα δείγματα της πορείας μου. Η απομάκρυνση του πάνω σκαλιστού μέρους της ντουλάπας, στοιχείο δεξιοτεχνίας του τεχνητή που την πρωτοκατασκεύασε και η ακροβατική θέση που έλαβε στο χώρο του μουσείου, επισήμανε νομίζω και τη δεκτικότητα μου απέναντι στον πιθανό αποχωρισμό μου από την ντουλάπα και όχι μόνο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μ'απασχολεί ακόμη.
Α.Α.: Το έργο, και δεν αναφέρομαι σ'ένα συγκεκριμένο έργο, δεν είναι παρά η συνεχής ανακατασκευή της υλικότητάς του. Μια μορφική αναδιάταξη στον ορίζοντα πάντα μιας μοναδικής, γλωσσικής εκφοράς. Το πεπρωμένο του, δεν είναι η τελείωσή του, αλλά η ελευσόμενη μορφή του. Μια πραγματικότητα που εγγράφεται και στην κατασκευαστική διαδικασία, στο μετεωρισμό της απόφασης και στο εκκρεμές της χειρονομίας. Είναι αν θες μια τελικότητα πάντα διαθέσιμη, μια συνεχής υποχώρηση στο γίγνεσθαι, στην επαναδιατύπωση της μορφής. Το αρχείο, η αναμονή του, είναι επίσης το πεπρωμένο της γλώσσας, οι μορφικές της συγκινήσεις κι αντηχήσεις, οι αποκαλύψεις της μέσα στο χρόνο, μέσα στις άπειρες στιγμές του χρόνου. Όλα μοιάζουν να είναι μοναδικά, αλλά αυτό που εγγράφει τη μοναδικότητά τους, είναι το βλέμμα που τα διεγείρει, η γλώσσα του βλέμματος, αυτή η ακαριαία εργασία του μέσα στον κόσμο. Κι ύστερα η Ιστορία της Τέχνης, οι διάφορες ιδέες που κυριαρχούν και διεγείρουν το πεδίο. Όλα εκθέτουν μπροστά στα μάτια μας, μια ελευσόμενημοναδικότητα, όχι μορφική, επαναλαμβάνω, αλλά γλωσσική. Το έργο έτσι της Συλλογικής Αυτοβιογραφίας, είναι για μένα ένας γλωσσικός ίλιγγος, μια στιγμή, αλλά όχι όμως μια στιγμιαία στιγμή, που έρχεται να επαναδιατυπώσει τις μορφές του εργαστηρίου σου, το ιστορικό τους ίχνος και ταυτόχρονα να εκθέσει τη μοναδικότητά τους, την ανάμνηση της μοναδικότητάς τους. Είναι εκεί μέσα, όπως μου λες, και η προσμονή της γλώσσας. Αυτό το χρωματιστό φόρεμά σου, που αναμένει το μορφικό του αποτύπωμα μέσα στο έργο σου. Για μένα λοιπόν, σ'αυτή τη συνθήκη, έχουν μεγαλύτερη σημασία αυτές οι αναμονές, γιατί προσιδιάζουν περισσότερο στον καταγωγικό πυρήνα του έργου, που 'ναι όλος μια αναμονή, αυτή η φλέγουσα αναμονή του έργου, που ναι, εν τέλει, κι η μοναδική του αλήθεια.
Μ.Λ. : Μέσα απ'τη συνομιλία μας, κατανοώ το κείμενο, όπως και το έργο, μέσα στο χρόνο, που καθορίζεται απ'αυτή την ελευσόμενη μορφή, που λες. Κατανοώ τη σημασία της αναμονής και με ανακουφίζει. Αρχίζω επίσης να κατανοώ, ή αν θέλεις, να θέτω το ερώτημα, αν τελικά ο καλλιτέχνης, αυτός δηλαδή που επεξεργάζεται την υλικότητα των πραγμάτων, ο αφοσιωμένος στη κατανόηση του χώρου, αντιλαμβάνεται συγχρόνως και τη σημασία αυτού του γλωσσικού ορίζοντα. Αν από την μεταφορά μιας αφηρημένης έννοιας, και μέσα από εικόνες εκτυφλωτικής έντασης, όπως είναι συνηθισμένος να αντιλαμβάνεται τα πράγματα, μπορεί να εντοπίσει και να διαχειριστεί τη δραστική στιγμή αυτής της γλωσσικής διέγερσης, που καθορίζει το έργο και προδιαθέτει τις ελευσόμενες μορφές του. Η αναφορά σου σε αυτό το χρωματιστό φόρεμα, μιας δικής μου απραγματοποίητης προς το παρόν επιθυμίας, αναρωτιέμαι αν από μόνη της δεν αποτελεί και μια αλήθειά του. Αν δηλαδή δεν του αποδόθηκε ήδη η μορφή, αυτής της ελευσόμενης γλώσσας.
Α.Α. : Θα μπορούσαμε να εξαντληθούμε, κουβεντιάζοντας για ώρες, πάνω σ'αυτό το ζήτημα. Έχω την εντύπωση, κι όπως πρόχειρα το σκέφτομαι τώρα, ότι η γλώσσα είναι η δυναμική των μορφών, αλλά μαζί κι ο διασυρμός τους, η από-γοήτευσή τους. Στη γλώσσα υπάρχουν μόνο υβρίδια μορφών, που εξαντλούνται σχεδόν εν τη γενέσει τους. Μορφογενέσεις που εκδηλώνονται στην εκφορά τους και αποθέτουν το ίχνος τους στον αντίλαλο της ανταπόκρισής τους. Όπως κι εδώ οι δικές μας απευθύνσεις που αντικατοπτρίζονται μέσα στη γλώσσα του άλλου, οι δικές μου στον ορίζοντα της δικής σου κατανόησης και οι δικές σου στο πεδίο της δικής μου αδυναμίας, και των δυο μας στον ορίζοντα αυτού του αδιανόητου άλλου, του δυνητικού μας αναγνώστη, Θέλω να πω, ότι αυτό που διασώζει τις μορφές – αν διασώζει κάτι τις μορφές, μέσα στον όλεθρο της γλώσσας – είναι η γλωσσική τους ανάμνηση, το ίχνος τους, που αχνοφαίνεται στο επερχόμενο έργο. Οι μορφές δεν εντοπίζονται στην ενεστωτική τους εκφορά, αλλά στον παρατατικό του μέλλοντός τους, στην υπόσχεση δηλαδή, της καταγωγικής τους χειρονομίας, που θα 'ναι πάντα μια χειρονομία απώλειας και πένθους. Αυτή η απώλεια χώρου που αναγκάζει τα ανδρείκελα του έργου σου να σκαρφαλώσουν στον τοίχο της παλιάς πόλης της Λευκωσίας κι αφιερώνονται στον ορίζοντα των προσδοκιών τους. Δίνεις μάλιστα σ'αυτό το έργο τον τίτλο: Το τοπίο του Άλλου,ένα λεκτικό πείραγμα της λακανικής έννοιας, που επιδεινώνει τις γλωσσικές του καταγωγές. Δεν ξέρω αν γίνομαι κατανοητός, αλλά αυτό που θέλω να πω, και που δεν μπορώ να το πω πιο καθαρά, είναι ότι οι μορφές των έργων έρχονται από αλλού, απ'το αλλού μιας γλωσσικής αδυναμίας, που 'ναι και ο τόπος των επιθυμιών μας, των αδύνατων επιθυμιών μας, ναι λοιπόν, αυτός, ο τόπος του Άλλου.
Image may be NSFW.
Clik here to view.
Μ.Λ. : Το τοπίο του Άλλου, πραγματοποιήθηκε όταν ακόμη η πόλη της Λευκωσίας αλλά και ολόκληρη η Κύπρος δεν διέθετε σημεία περάσματος στην άλλη πλευρά, ανοίγματα, με η χωρίς διαβατήρια για όλους. Η αναρτημένη κατασκευή, σε ανδρείκελα και βοηθητικές σκάλες, βρίσκεται σε αναμονή απέναντι στη συνάντηση του άλλου. Ο άλλος, κοντινός και απόμακρος, τόσο όσο μπορείς να τον ακούσεις, να τον μυριστείς, κι απλώνοντας το χέρι να τον αγγίξεις, απομακρύνεται για να παραμείνει ίχνος, ακόμη και σήμερα, που σωματικά έχεις πλησιάσει κοντά του. Η απαγορευτική οικειοποίηση του οικείου, μας αποπροσανατολίζει και η ασήμαντη γεωγραφική απόσταση που μας χωρίζει από τον άλλον, γίνεται πολυσήμαντη και αντιπροσωπευτική του νοήματός του, ακριβώς όπως την περιγράφει ο Lacanκαι όπως την επεξεργάζεται η νεότερη ψυχαναλυτική σκέψη. Μεγάλωσα με τις αφηγήσεις των πατεράδων μας που άκουγαν από τη Κερύνεια τα κοκόρια των παραθαλάσσιων πόλεων της Τουρκίας. Μια γλυκιά αφήγηση που συσχετίζεται όμως με το φόβο του άλλου. Και όταν επέστρεψα στη Κύπρο κι είχα το πρώτο μου εργαστήριο στη πράσινη γραμμή, θύμωνα με τα γατιά που είχαν την ελευθερία μετακίνησης, από στέγη σε στέγη και πηγαινοέρχονταν μυστηριακά. Σε τούτο το κτίριο λοιπόν, που μου έδινε την ευκαιρία να αναρριχηθώ ευκαιριακά, μεταξύ των δύο πόλων, του εδώ και του εκεί, του αυτού και του άλλου, του νότου και του βορρά, όπως συνηθίζουμε να λέμε, ο ορίζοντας προβάλλει και τον τόπο της επιθυμίας μας. Ο ίδιος ορίζοντας όπως αυτός που ορίζει τα όνειρα και τις προσδοκίες της παιδικής μας ηλικίας, της οριακής κλειστότητας της γης μας, που ανοίγεται απροκάλυπτα στον κόσμο όλο. Από εκεί, από αυτό τον ορίζοντα, έρχονται οι μορφές των επιθυμιών μας, των ονείρων μας, των φόβων μας και του εφιάλτη μας. Το τραύμα σημειοποιεί τον ορίζοντα και μας απομακρύνει από την αφαιρετική ικανότητα μιας αέανης συνθήκης. Με αυτό παλεύει Το τοπίο του Άλλουκαι αναμένει να αυτοπροσδιοριστεί μέσα από την εξέλιξη της ιστορίας, την δεδομένη στιγμή, σήμερα, που ο φόβος επαναπροσδιορίζει τις αντοχές μας.
Clik here to view.

Α.Α. : Υπάρχουν στιγμές, μέσα στην ιστορία, που αυτό το τραύμα του Άλλου, ανακτά και μια χωρική, γεωγραφική διάσταση. Μια τομή που διαγράφει ακόμη και τον οικείο μας τόπο και προσβάλει το χαρακτήρα του. Η επιστημονική ονομασία του τραύματος είναι: λύση της συνέχειας του δέρματος. Μια ασυνέχεια που διανοίγει αποκαλυπτικά τον ορίζοντά της και που βεβαίως, οφείλουμε πάντα να είναι αυτός ένας ορίζοντας επιθυμίας και πλήρωσης. Αλλά μίλησες για όνειρα, και μ'οδηγείς σ'ένα ξέφωτο που ναι ωραίο για να κλείσουμε τη συνομιλία μας, ακόμη κι όταν αυτά τα όνειρα είναι πραγματικοί εφιάλτες. Κι αναφέρομαι στο έργο σου Τα μαξιλάρια του εφιάλτη μου, που 'χες κάνει το 1988, στηνΕκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, στις Βρυξέλλες.Λευκά υφάσματα που έστεκαν σαν φαντάσματα μέσα στο Ναό, εκτεθειμένα στις εσωτερικές τους προβολές, σκηνές από τον πόλεμο του 74. Τα όνειρα είναι η σιωπή της γλώσσας, η πιο βαθιά της ανάμνηση, η ίδια η γλώσσα της νύχτας. Μια αδιάθετη γλώσσα, που ακόμη κι όταν εμφανίζεται ρηγματωμένη, απ'τα ιστορικά της τραύματα, απ'τις ιστορικές της αποκαλύψεις, όπως στο συγκεκριμένο έργο σου, παραμένει μια απόκρυφη γλώσσα. Κι αυτό γιατί στο όνειρο δεν υπάρχει κανείς, στο όνειρο υπάρχει μόνον η νύχτα. Μια ύπνωση του νου, ένα ολίσθημα γλωσσικό, όπως θα πει ο Freud, μετωνυμίες, απόκρυφα σημαίνοντα. Γι'αυτό και τα όνειρα δεν διατυπώνονται, παρά εν-τυπώνονται μόνο, εγγράφονται, όχι στη διαφάνεια του χαρτιού, αλλά στη σκοτεινότητα του ψυχισμού μας. Και λέγοντας τα τώρα όλα αυτά, αισθάνομαι, σαν να περιγράφω πάλι το έργο της Τέχνης, την απόκοσμη και αδιάθετη αλήθειά του. Ο Adorno, στην Αισθητική θεωρίατου, λέει ότι “ταέργα τέχνης είναι ιερογλυφικά ενός κώδικα ήδη χαμένου”. Μια γλώσσα έτσι που αδυνατεί να κατονομάσει, αλλά που αίφνης, σχεδόν άθελά της, μαρτυρά για τ'ανείπωτο. Θέλω να σκέφτομαι επίσης ότι αυτή η φαντασματοποιία σου, εγείρεται μέσα σ'έναν Ναό, εκεί όπου το αόρατο γίνεται ορατό κι αποκαλύπτεται το νόημά του. Ο Benjamin, έλεγε ότι η Τέχνη είναι μια γλώσσα θεϊκήκαι ο Γιώργος Χειμωνάς, ότι είναιότι μας απέμεινε απ'το Θεό. Δεν λένε και οι δυο το ίδιο πράγμα, αλλά σ'αυτή την ακρώρεια, τι σημασία πλέον έχει...
Μ.Λ. : Τα μαξιλάρια του εφιάλτη μου, ή τα αιματηρά χρόνια της ιστορίας ενός πολέμου, είναι η στιγμή της καθόδου, το τέλος της εφηβείας και η αρχή των αντιθέτων. Οι δεκάδες πτώσεις των ανοιγμένων λευκών πανιών, σ’ ένα φόντο καλοκαιρινού ουρανού της ανατολικής Μεσογείου και ο εκκωφαντικός ήχος που σηματοδοτεί το σκότος, το άγνωστο της προσμονής, της συνείδησης, της αδικίας, η απώλεια της γαλήνης και όλα μέσα στη λειτουργία του ναού, ανάμεσα στις μαντόνες και τους αγγέλους, τους σκάμνους και τους πιστούς, που τα δέχονται σαν επιβεβαίωση της ανυπαρξίας του θεού και της παρουσίας του γεννήτορα, όχι του πατέρα, αλλά αυτού που ταλαιπωρεί την Louise και κατακυριεύει κι εμένα με εφιάλτες. Και τα σημαίνοντα του εφιάλτη, ακουμπισμένα όλα στα μαξιλάρια, όλων των εποχών, όλων των ταξιδιών, όλων των ύπνων κι όλων των παραληρημάτων του πυρετού μου, που διανοίγονται αποκαλυπτικά(αυτή η ακρίβεια των λέξεων σου), στο ανάποδο των έργων: το ατελείωτο του ονείρου, ά-λόγο, ενθυμητικό σημείωμα, το χαμένο αντικείμενο,τα μαξιλάρια του εφιάλτη μου , η άλλη πόλη,trauma, let’ s get lost,το ναυάγιο της Γαλήνης, self other, gps/memoscapes, the pattern of 4+1 asphyxiascapes, a transfer,και σε όλα τα άλλα, τα ενδιάμεσα και ατελή, απ'το μερίδιο των δαιμόνων.
Α.Α.: Μεταξύ θεών και διαμονών, λοιπόν Μαρία, σ'αυτές τις ταλαντώσεις του ψυχισμού και μέχρι τέλους. Σ'ευχαριστώ για την προνομία αυτής της συνομιλίας, που αν και δεν ήταν ατέρμονη, είχε εν τούτοις μια δέσμευση. Ο Lacan μας καλεί να πειθαρχούμε σε τέτοιου τύπου δεσμεύσεις, σε διάρκειες που μας προσηλώνουν, στο επίμονο των απευθύνσεών μας, που δεν μας οδηγεί σε μια αλληλοκατανόηση, αλλά μας καταβυθίζει στις πρωταρχικές μας απορίες και αγωνίες. Για τη προνομία λοιπόν αυτής της ακατάβλητης αγωνίας, που αποζητά τώρα - τι άλλο; - την επανέναρξη της συνομιλίας.
Μ.Λ. : Κρατώ την υπόσχεση Αποστόλη και κλείνω με τα δικά σου λόγια, που περιγράφουν πιστεύω την εμπειρία της συνομιλίας μας:αυτό που κάνουμε εδώ, εμείς οι δύο, όπου μιλάμε, όχι για τα έργα, αλλά πάνω στα έργα, όπου γίνονται αυτά κι η μοναδική μας δυνατότητα να στοχαστούμε...
Περισσότερα για το έργο της Μαρίας Λοϊζίδου μπορείτε να δείτε ΕΔΩ.