Το σώμα στο Θέατρο αν κάτι απολύει, αν κάτι οφείλει να απολύει, είναι τη πραγματικότητά του. Εννοώ τον αυτοματισμό των πολλαπλών του πραγματικοτήτων, την αποθησαυρισμένη του ιστορικότητα, τη σκηνογραφία του, την προφανή του αναγνωρισιμότητα. Χειρονομίες που συγκροτούν και τον ημερήσιο κύκλο της διασποράς του. Μία ασύμμετρη δαπάνη που υποτάσσει τη διαφορά του σώματος στην κανονικότητα του βίου. Αλλά το σώμα δεν ανήκει σ'αυτή, το σώμα ανήκει στον πυρηνικό του όλεθρο, στο ιδίωμα του αρνητικού, σε μια γλώσσα που δεν το συγκροτεί αλλά το εξαρθρώνει, το εκμηδενίζει, τ'αφιερώνει στο θάνατο, όπου ανήκει το σώμα, σ'αυτή την εκηβόλο του προοπτική. Ένα συμβάν που διεγείρει την εσωτερική του εμπειρία και το κενό των αντηχήσεών του, ένα κενό που διανοίγει το σώμα στην καθ-οριστική του εκφορά.
Όμως αν η ύπαρξη αναγνωρίζεται σ'αυτή την εξωτερικότητά της, ο τόπος της ύπαρξης αναγνωρίζεται στο περίκλειστο εσωτερικό του. Ένα εσωτερικό που διαφυλάττει και τη δική του χρονικότητα, πάντα αυτή πέραν της ιστορικότητας του άλλου. Η σκηνική συνθήκη αναγνωρίζει κι αναμετράται έτσι μ'αυτόν τον εσωτερικό χρόνο των οργάνων, με την κυκλοφορία του αίματος, μ'ένα Πραγματικό που υποστασιοποιεί την υπόστασή του στον περίγυρο των εσωτερικών του αντιφάσεων και του στοιχειακού του αφανισμού. Ένα γλωσσικό φάσμα που δεν συγκροτεί τόσο, όσο συγκρατεί, την αλήθειά του, την αιμάσσουσα, μορφική του συνοχή. Η ερειπωμένη αυτή μορφή, ανεξάντλητη στην εξαντλημένη της γλώσσα, προϋπάρχει της φωτεινής καταγωγής της, αυτού του ίδιου του υπάρχειντης, της προφάνειάς του, της δι-αφάνειάς του. Προϋπάρχει εκείνου του φωτός που ναι και το καταγωγικό φως της ύπαρξής της, της κοσμικής της εννοιολόγησης και διασποράς. Προϋπάρχει σ'ένα παρόν που δεν διανοίγει το χρόνο αλλά τον συγκεντρώνει στην πυκνότητά του. Μια εν-οντότητα που εν-τοπίζεται στο σχήμα της μοναξιάς της. Δεν εν-νοείται στη κειμενική της διαφάνεια, ούτε θεωρείται στη σκηνική της εκδίπλωση, αλλά διαχέεται στον παλμικό της χρόνο. Μία αντήχηση που δεν δαπανά τη συχνότητά της στην παθητικότητα ενός δέκτη, αλλά συντονίζεται μαζί του σ'ένα εσωτερικό και διαρκώς εσωτερικευόμενο και αδαπάνητο πεδίο εκ-φοράς. Μιας εκφοράς που θα γίνει και το μοναδικό περιβάλλον της συν-κίνησής μας. Γιατί η θεατρική πράξη, αυτή η σκηνική εκφορά του κειμένου, δεν είναι τίποτε άλλο από την εκ-δήλωση μιας αφανούς εσωτερικότητας. Μιας εσωτερικότητας που δι-εγείρει τις λέξεις, την εκ-στατικότητά τους, το δομικό τους αναδιπλασιασμό, τη μετενσάρκωσή τους σ'ένα σώμα τανυσμένο όμως απ'τη σιωπή της αφάνειάς του. Αυτή η καταβύθιση των λέξεων στο ένσαρκο ίχνος της σιωπής που διανοίγει και την σκηνική πραγματικότητα στη μυστικότητά της, σ'ένα μυστικό προϋπάρχον που διεγείρει το λόγο, που ναι η ίδια η διέγερση του λόγου, η από-καλυπτικότητά του, η αναμονή της καταγωγικής του απεύθυνσης. Ένας λυγμός που ιχνογραφείται απ'την γλώσσα, που εγγράφεται επί σκηνής ως ίχνος, ως μία λήθη βιωμένη που διαχέεται μέσα στο τραύμα της γλωσσικής της παρέκκλισης. Διαχέεται μέσα στον ίλιγγο της εσωτερικής του περιδίνησης και δεν εξωτερικεύει την κίνηση του παρά την εγγεγραμμένη του μόνον τροχιά. Μία αδύνατη φαινομενικότητα που διαρκώς εγκαταλείπεται μέσα στη λήθη της εμπειρίας της. Μένω επί σκηνής, σημαίνει αποσύρομαι, σημαίνει στερούμαι το λόγο, τη βία αυτού του φωτός, που 'ναι η ίδια όμως η καρδιά της νύχτας.
Το σώμα έτσι γίνεται ένα πεδίο οριακό, μια παρυφή του ψυχισμού, η έσχατη καταφυγή. Το γνωρίζει το σώμα. Αυτό είναι. Η αυτοσυνειδησία του. Η ετεροτοπία της αντικειμενικότητάς του. Μια αντικειμενικότητα όμως που δεν διατίθεται στη συνείδηση κανενός υποκειμένου και γι αυτό θεωρείται επί σκηνής ως μια ακραία εμπειρία ενώ είναι η πυρηνική μας αλήθεια κι η υπαρκτική μας εξάρτηση. “Άλλος τρόπος απ'το σώμα δεν είναι”, υπογραμμίζει ο Χειμωνάς. Μια τροπικότητα που είναι αυτή η καθαρότητα της ζωής. Μια καταγωγική εμπειρία απ'το ιερό εσώγλυφο του σώματος, αυτό το ιερογλυφικό του Artaud, που διαθέτει την ζωικότητά του ως μια οριακή, θεατρική εμπειρία. Μια εμπειρία που εγκαθιδρύει τη γλώσσα, τη πραγμάτωσή της. Έξω απ'τον ορίζοντα αυτού του σώματος οι λέξεις δεν υφίσταται, γίνονται έπεα πτερόεντα, σινιάλα που αναλίσκονται και δεν περατώνονται μέσα στο χρόνο. Το σώμα είναι η κατάλυση των λέξεων, η γονιμότητα των αντηχήσεών τους. Μια δισυμμετρία που στερεώνει τις λέξεις, μεταγγίζοντάς τους τη ζώσα πνοή του, μια πνοή που ναι η ίδια όμως η πνοή του θανάτου του. Το σώμα είναι ο ορίζοντας των λέξεων, γιατί η γλώσσα είναι εγγεγραμμένη στην κυτταρική του μνήμη. Το σώμα είναι η γλώσσα που φέρει και η γλώσσα που αποδίδει. Είναι η εσωτερική αντήχηση της απεύθυνσής του, το πρόσωπο με πρόσωπο ενός σκότους κοσμικού, όπου οι λέξεις του προδίδουνε την επικράτειά του, την θερμοκρασία του στην απειρία που το περιβάλλει. Το κάνουν ανιχνεύσιμο το σώμα, του αποδίδουνε το πρόσωπό του. Οι λέξεις πριν γίνουν σκέψεις είναι η κυκλοφορία του αίματός του, η βία της καταγωγής του. Μια καταγωγή που μας εκθέτει στον Άλλον, στον ορίζοντα της ετερότητάς του, στη σφαίρα της μοναδικής μας απόγνωσης. Το σώμα, στο γλωσσικό του κουκούλι, σώμα είναι. Μια ολική εκθετότητα που διατίθεται. Ένα ταυτόν που εν-τοπίζει τον Άλλον μέσα στη γλώσσα του άλλου αλλά και μέσα στη γλώσσα του εαυτού. Το θεατρικό κοίλο ενοφθαλμίζει αυτές τις διακρίσεις, τις επανεισάγει στις φαντασματικές του αναφωνήσεις, τις διαυγάζει μ'ένα φως που δεν είναι το φως της γνώσης αλλά το σκοτεινό φως της απόγνωσης και της δικής του απόγνωσης. Αυτή η δυσανεξία του Άμλετ απέναντι στις λέξεις, η αδιαθεσία του στον άνισο ορίζοντα που του εγείρουν. Οι σιωπές. Οι σιωπές όλες. Σιωπές που εκτρέπουν στη σκιά το χορικό λόγο των τραγωδιών. Γιατί ο λόγος του θεάτρου δεν είναι ο εκφερόμενος λόγος, αλλά ο λόγος του Άλλου, γι'αυτό και εκφέρεται με μια αμηχανία, γιατί είναι ένας δάνειος λόγος, ένα απορφανισμένος λόγος, ο λόγος μιας απουσίας, μιας καθ'ολοκληρίαν απουσίας, ένας εσωτερικός αντίλαλος που διαρκώς μεγεθύνεται και μεγεθύνει το κενό που τον διεγείρει, το κενό των οργάνων, το μέγεθος της δικής τους ανωνυμίας. Το σώμα, στο γλωσσικό του κουκούλι, είναι αυτό το σώμα της ανωνυμίας, της απορίας, των αδύνατων συγκλίσεων και ταυτοποιήσεων. Ένα ενικό σώμα, εδραιωμένο στην εσωτερική και εσωτερικευμένη του εξωτερικότητα, στη διαστροφή της εξωτερικότητάς του.
Ο θεατρικός λόγος εκφέρεται επειδή ακριβώς εγκαταλείπει την εκφορά του, επειδή αντηχεί αναλισκόμενος στο άπειρο της καταγωγικής του επιστροφής. Ένα ζωικό είδος που ταλαντώνεται στις συστροφές του, στις ηχογενείς του κοιλότητες, στις ριζωματικές του απολήξεις. Το σκηνικό σώμα, το σώμα της σκηνής, δεν είναι ένα σχήμα λόγου, αλλά ο λόγος του σχήματός του, το σκήνωμα του λόγου, το εγκαταλελειμμένο του σαρκίο, η εσωτερική του αντήχηση. Οι εκφορές αυτού του σώματος δεν ανήκουν στο κείμενο, αλλά στο ίχνος του κειμένου, στην αρνητική του εγγραφή. Αντηχήσεις που αναγγέλλουν ότι δεν αναγγέλλεται, που εκφέρουν το ανέκφραστο και αντηχούν όλη τη σιωπή του κόσμου. Το σώμα αυτής της σκηνής αναπαριστά έτσι το αναπαράστατο ίχνος του. Μια αντεστραμμένη σκηνική συνθήκη που δεν αναγνωρίζεται σε καμιά εξωτερική αναφορά παρά μόνο σ'αυτή την αναφορά του Έξω, στην απειρία της εσωτερικής του καταβύθισης και έως τα όρια της μηδενικής του συνθήκης, εκεί όπου το σώμα συρρικνώνεται, στον τελευταίο του σπασμό, στην ύστατη κραυγή της απεύθυνσής του. Ένα επέκεινα που εσωτερικεύει τον ορίζοντά του στον τόπο της απώλειας, στο σάρκινο κοίλο των παροξυσμών. Έχουμε εδώ έναν σπασμό, έναν γλωσσικό σπασμό, που δι-εγείρει το σώμα στον τόπο του Άλλου. Ένα ιοβόλο ίχνος που διασαλεύει τη γενετική μας ισορροπία και κάνει το σώμα μας να τανύζεται επί σκηνής. Επί μας σκηνής που δεν μπορεί παρά να είναι η σκηνή του Άλλου. Μια σκηνή που δεν μας αποκλείει απεναντίας μας προσκαλεί κατονομάζοντας τη διαφορά μας. Μια διαφορά που δεν κομίζει όμως τόσο μια ταυτότητα, μια ιστορική ταυτότητα, όσο μια υπαρκτική θέση. Είμαι εγώ, εδώ, ενώπιον μιας ειμαρμένης, της ειμαρμένης Εκείνου, που διανοίγεται ενώπιόν μου και καινοτομεί, δια-σχίζοντας τον οντολογικό μου βίο. Η θεατρική έτσι γλώσσα, αν πρέπει να την προσδιορίσουμε εκ νέου, δεν είναι μια ιστορική γλώσσα, αλλά μια εκ βαθέων απώλεια της γλώσσας και γι αυτό η βιαιότητα της γλώσσας, ή ίδια η έδρα της βίας. Οι σιωπές, ακόμη κι όταν αυτές κατονομάζονται ως “Σιωπή” μέσα στο σώμα του κειμένου, διανοίγουν το υπό-κείμενό τους στην δια-περατότητα του ορίζοντά του, στην εκθετότητά του σ'αυτό το απροσδόκητο και ανεντόπιστο ίχνος του Άλλου.
Η αναφορικότητα αυτού του λόγου θέτει και το ζήτημα της παραστατικότητάς του. Το παραστατικό είναι το ανάγλυφο μιας μεταιχμιακής τοπολογίας. Η αρνητική μορφή της εξωτερικότητας πάνω στο σώμα του λόγου που θεωρείται όμως απ'την πλευρά της εσωτερικότητάς μας. Η θεατρική αναπαράσταση επιχειρεί πάνω στην ανάπτυξη αυτής της εσώγλυφης μορφής. Μια θεωρεία του Άλλου που 'ναι εξ'ανάγκης μια υποκειμενική θεώρηση, αυτή η εκλειπτική του αντί-κείμενου κόσμου, η σκοτεινή του πλευρά, το ίδιο το αθέατο μέσα στο κόσμο μας. Γι'αυτό και η σκηνική εργασία οφείλει να λαμβάνει υπ'όψιν της την υπερεκχείλιση αυτού του σκότους, το μη αναγώγιμο του χαρακτήρα του, την ίδια την αγνωσία του Άλλου. Η μη αναπαραστατικότητα του θεάτρου υπαγορεύεται απ'αυτή την αδυνατότητα της αντί-κειμενοποίησης του κόσμου, εν τέλει της κειμενοποίησής του και της σκηνικής του εκφοράς. Η σκηνή διανοίγεται στον κόσμο και στην αλήθεια του κόσμου, όσο συστέλλεται στη δική της αλήθεια που 'ναι και η έδρα της κατασκευής της, η μοναδική της φαινομενολογία. Μια ορατή αορατότητα που διανοίγει τη γλώσσα στην ολότητά της, στην ολογραμματική της διατύπωση. Μια ολότητα που αναμετράται με την απειρία του Έξω και αφιερώνεται στην εσχατολογική της τροχιά, όπως θα έλεγε ο Levinas, στα αποκαλυψιακά της σημεία, στο θεϊκό της ίχνος. Είναι αυτό ακριβώς το ίχνος που συνιστά και καθιερώνει τη θεατρική εμπειρία ως μια ακραία εμπειρία θανάτου. Θανάτου του κειμένου, της αναπαράστασής του, αλλά κι αυτών ακόμη των σιωπών του. Η αναφορησιακή δεινότητα του θεατρικού κειμένου και των σκηνοθετικών του εκπληρώσεων είναι μια αδύνατη εμπειρία που εν τούτοις εκδηλώνεται στη συνθήκη της κατασκευής της. Ο κόσμος κειμενοποιείται, εκφέρεται, εικονοποιείται, εκδραματίζεται και έπειτα, μετά το πέρας της θεατρικής του αναλογικότητας, εμμένει πάλι στην απαραμείωτη διαφορά του, στο αναπαράστατο ίχνος του. Σαν η αναφορικότητα να είναι πάντα και μόνον αυτό: μια αδύνατη αναφορικότητα, ένα ψεύδος της γλώσσας, μια φαντασματική έγερση, μια αναγωγή σε κάτι που παραμένει ανεντόπιστο στη γλώσσα, πέραν κάθε εν νόησης, αυτή η φαντασμαγορία και φαντασματοποιία του Άλλου. Οι υπερκόσμιες συνομιλίες του Άμλετ, οι σιωπές του Μπέκετ, ή οι Βαλπούργιεςνύχτες του Φάουστ είναι ένα συνεχές που δεν καταλήγει. Η αδυνατότητα του Άλλου που γίνεται εδώ η αδυνατότητα του ίδιου του θεάτρου. Ένα ανέφικτο που γίνεται εφικτό μέσω της εξάρνησης του Ίδιου. Το Θέατρο είναι Θέατρο όταν εξαιρεί το είναιτου, όταν δοκιμάζει τα όρια του στη δοκιμασία ενός συμβάντος που το εκ-δηλώνει στην ακατανόητη γλώσσα του. Η τέχνη γενικότερα, έλκει την καταγωγή της απ'αυτό το Άλλο που τη δοκιμάζει και γι αυτό ακριβώς είναι γλώσσα, μια γλώσσα όχι του Ίδιου αλλά, όπως λέει ο Lacan, η γλώσσα του Άλλου. Τα όρια του Άλλου γίνονται έτσι και τα ανέφικτα όρια του εαυτού, του Ίδιου, της οικείας γλώσσας. Όρια που διανοίγονται, διαχέονται, γίνονται τα όρια του Έξω, οι αδύνατοι στοχασμοί του, οι άφατες εικόνες του και η μυστική του εμπειρία. Η θεατρική εμπειρία είναι μια μυστική εμπειρία, οφείλει να είναι τέτοια, μια μετοχή σ'ένα διαρκές και απαραμείωτο Είναι, σ'ένα Είναι που διαρκεί πέραν των ιστορικών του καθηλώσεων και προοπτικών, μια διαλογική υπέρβαση σ'αυτό που συγκροτεί το πυρήνα του, τον ίλιγγο μιας ακίνητης καταγωγής.
Στην προοπτική αυτή το Θέατρο δεν υπάρχει. Το Θέατρο είναι πάντα ελευσόμενο, όπως ίσως θα έλεγε ο Blanchot. Ένα συμβάν που ακόμη δεν έχει συμβεί, και εν τούτοις συμβαίνει, εξαίφνης πάντα και σπανίως, στην σκηνή του κόσμου. Το Θέατρο είναι το μη είναιτου ονόματός του. Η ακατονόμαστη θέση του, η καταγωγική του διαφορά. Ο Άμλετ συνομιλεί με τα φαντάσματα όχι της ιστορίας του, ούτε καν της Ιστορίας, αλλά με τα φαντάσματα της σκηνής του, με την αρνητικότητα που περιβάλλει τον κειμενικό του εαυτό και το αποκείμενο ίχνος του. Αυτή είναι και η μοναδική του έγερση, το ιχνογραφημένο σαρκίο της ύπαρξής του. Μια ύπαρξη κατάγραφη και γι αυτό κατάσαρκη. Η καθαρότητα της αλήθειάς της, η μοναδική της εν-οντότητα που αποκαλύπτεται στην παράσταση της απεύθυνσής της. Ο Άλλος με εγγράφει πάνω σ'αυτή τη σκηνή και επί σκηνής χαράσσει το είναιμου. Το ίχνος μιας εγγραφής, το καταγραμμένο της ίχνος, η λύση της συνέχειας που επιφέρει και το αιμάτινο ανάβλυσμά της, μια μυστική περιοχή, ένας τόπος εξαίρεσης που ανά-παριστά “εμένα τον ίδιον”, όπως θα πει ο Artaud. Γιατί ό, τι ιχνογραφείται σ'αυτή την απώλεια είναι το μυστικό και αφανέρωτο είναιτου ανθρώπου, όχι η ορατή του πλευρά, “το θέατρο δεν έγινε για να περιγράφει τον άνθρωπο κι αυτό που κάνει” επισημαίνει ο Artaud, αλλά το αναπαράστατο ίχνος του, η άρση της ζωικής του εκδήλωσης. Ο άνθρωπος αναλαμβάνει αυτή την εκ-δήλωση, την προ-καλεί και γίνεται τότε η λήθη της ατομικότητάς του, των θριαμβικών, επί σκηνής, χαρακτήρων του. Έρμαιο ενός λόγου που πηγάζει από το κοίλο των οργάνων και εκχύνεται στις εκβολές των κειμένων και των σκηνοθετικών χειρονομιών. Σε μια πραγματικότητα διαβρωμένη απ'τον άγλωσσο λόγο των σπλάχνων, αλλά κι απ'την γλωσσική τους υπεροχή. Ένας λόγος που δεν αντανακλά αλλά αντανακλάται, διαστρέφει τη γλώσσα, απολύει το νόημά της και όλες τις δυνατές της αναπαραστάσεις. Το κοίλο του Θεάτρου είναι το κοίλο των οργάνων του σώματος, το καταγωγικό λίκνο, οι εσωτερικοί ψίθυροι που μεγεθύνονται στις αντηχήσεις τους και έπειτα το σκοτάδι αυτού του κοίλου, η θαλπωρή της νύχτας, η φιλανθρωπία της, η απανθρωπιά της, οι σκιές που την διαγράφουν, σκιές όλες του πλατωνικού σπηλαίου, του αρχιθεάτρου, σκιές που συνθλίβουν τις μορφές, τις εξαϋλώνουν, εξαϋλώνουν την ταυτότητά τους, τις ερμηνείες τους, ένα θέατρο λοιπόν των σκιών, του όντως ορατού, του ορατού που είναι αυτή η σκιά του αοράτου. Αυτή είναι και η αλήθεια της σκηνής, το αρνητικό ιχνογράφημα του κόσμου, η μοναδική του ορατή συνθήκη, η αποφατική του εμπειρία, η ζωή που δεν αναπαριστά τη ζωή, αλλά παρίσταται η ίδια στη σκηνή της απώλειάς της. Η σκηνή ιχνογραφεί, διαγράφει αυτή την απώλεια, την εκθέτει στα ίχνη της, στη ρηματική της ανακολουθία, στη σιωπή των λέξεών της, στη διαστροφή τους, στην επιστροφή τους σ'αυτό που τις εγείρει. Είμαστε ήδη όμως μέσα στη μοναδικότητα του συμβάντος, στο ανεπανάληπτο της εγγραφής του, στην απαραμείωτη διαφορά. Το Θέατρο έτσι εγγράφεται στη σκηνή της δικής του απώλειας, στην αδύνατη διάρκειά του και γι αυτό στη μοναδικότητα της επαναληψιμότητάς του, στον τόπο της ποιητικής του πραγμάτωσης.
Όμως αν η ύπαρξη αναγνωρίζεται σ'αυτή την εξωτερικότητά της, ο τόπος της ύπαρξης αναγνωρίζεται στο περίκλειστο εσωτερικό του. Ένα εσωτερικό που διαφυλάττει και τη δική του χρονικότητα, πάντα αυτή πέραν της ιστορικότητας του άλλου. Η σκηνική συνθήκη αναγνωρίζει κι αναμετράται έτσι μ'αυτόν τον εσωτερικό χρόνο των οργάνων, με την κυκλοφορία του αίματος, μ'ένα Πραγματικό που υποστασιοποιεί την υπόστασή του στον περίγυρο των εσωτερικών του αντιφάσεων και του στοιχειακού του αφανισμού. Ένα γλωσσικό φάσμα που δεν συγκροτεί τόσο, όσο συγκρατεί, την αλήθειά του, την αιμάσσουσα, μορφική του συνοχή. Η ερειπωμένη αυτή μορφή, ανεξάντλητη στην εξαντλημένη της γλώσσα, προϋπάρχει της φωτεινής καταγωγής της, αυτού του ίδιου του υπάρχειντης, της προφάνειάς του, της δι-αφάνειάς του. Προϋπάρχει εκείνου του φωτός που ναι και το καταγωγικό φως της ύπαρξής της, της κοσμικής της εννοιολόγησης και διασποράς. Προϋπάρχει σ'ένα παρόν που δεν διανοίγει το χρόνο αλλά τον συγκεντρώνει στην πυκνότητά του. Μια εν-οντότητα που εν-τοπίζεται στο σχήμα της μοναξιάς της. Δεν εν-νοείται στη κειμενική της διαφάνεια, ούτε θεωρείται στη σκηνική της εκδίπλωση, αλλά διαχέεται στον παλμικό της χρόνο. Μία αντήχηση που δεν δαπανά τη συχνότητά της στην παθητικότητα ενός δέκτη, αλλά συντονίζεται μαζί του σ'ένα εσωτερικό και διαρκώς εσωτερικευόμενο και αδαπάνητο πεδίο εκ-φοράς. Μιας εκφοράς που θα γίνει και το μοναδικό περιβάλλον της συν-κίνησής μας. Γιατί η θεατρική πράξη, αυτή η σκηνική εκφορά του κειμένου, δεν είναι τίποτε άλλο από την εκ-δήλωση μιας αφανούς εσωτερικότητας. Μιας εσωτερικότητας που δι-εγείρει τις λέξεις, την εκ-στατικότητά τους, το δομικό τους αναδιπλασιασμό, τη μετενσάρκωσή τους σ'ένα σώμα τανυσμένο όμως απ'τη σιωπή της αφάνειάς του. Αυτή η καταβύθιση των λέξεων στο ένσαρκο ίχνος της σιωπής που διανοίγει και την σκηνική πραγματικότητα στη μυστικότητά της, σ'ένα μυστικό προϋπάρχον που διεγείρει το λόγο, που ναι η ίδια η διέγερση του λόγου, η από-καλυπτικότητά του, η αναμονή της καταγωγικής του απεύθυνσης. Ένας λυγμός που ιχνογραφείται απ'την γλώσσα, που εγγράφεται επί σκηνής ως ίχνος, ως μία λήθη βιωμένη που διαχέεται μέσα στο τραύμα της γλωσσικής της παρέκκλισης. Διαχέεται μέσα στον ίλιγγο της εσωτερικής του περιδίνησης και δεν εξωτερικεύει την κίνηση του παρά την εγγεγραμμένη του μόνον τροχιά. Μία αδύνατη φαινομενικότητα που διαρκώς εγκαταλείπεται μέσα στη λήθη της εμπειρίας της. Μένω επί σκηνής, σημαίνει αποσύρομαι, σημαίνει στερούμαι το λόγο, τη βία αυτού του φωτός, που 'ναι η ίδια όμως η καρδιά της νύχτας.
Το σώμα έτσι γίνεται ένα πεδίο οριακό, μια παρυφή του ψυχισμού, η έσχατη καταφυγή. Το γνωρίζει το σώμα. Αυτό είναι. Η αυτοσυνειδησία του. Η ετεροτοπία της αντικειμενικότητάς του. Μια αντικειμενικότητα όμως που δεν διατίθεται στη συνείδηση κανενός υποκειμένου και γι αυτό θεωρείται επί σκηνής ως μια ακραία εμπειρία ενώ είναι η πυρηνική μας αλήθεια κι η υπαρκτική μας εξάρτηση. “Άλλος τρόπος απ'το σώμα δεν είναι”, υπογραμμίζει ο Χειμωνάς. Μια τροπικότητα που είναι αυτή η καθαρότητα της ζωής. Μια καταγωγική εμπειρία απ'το ιερό εσώγλυφο του σώματος, αυτό το ιερογλυφικό του Artaud, που διαθέτει την ζωικότητά του ως μια οριακή, θεατρική εμπειρία. Μια εμπειρία που εγκαθιδρύει τη γλώσσα, τη πραγμάτωσή της. Έξω απ'τον ορίζοντα αυτού του σώματος οι λέξεις δεν υφίσταται, γίνονται έπεα πτερόεντα, σινιάλα που αναλίσκονται και δεν περατώνονται μέσα στο χρόνο. Το σώμα είναι η κατάλυση των λέξεων, η γονιμότητα των αντηχήσεών τους. Μια δισυμμετρία που στερεώνει τις λέξεις, μεταγγίζοντάς τους τη ζώσα πνοή του, μια πνοή που ναι η ίδια όμως η πνοή του θανάτου του. Το σώμα είναι ο ορίζοντας των λέξεων, γιατί η γλώσσα είναι εγγεγραμμένη στην κυτταρική του μνήμη. Το σώμα είναι η γλώσσα που φέρει και η γλώσσα που αποδίδει. Είναι η εσωτερική αντήχηση της απεύθυνσής του, το πρόσωπο με πρόσωπο ενός σκότους κοσμικού, όπου οι λέξεις του προδίδουνε την επικράτειά του, την θερμοκρασία του στην απειρία που το περιβάλλει. Το κάνουν ανιχνεύσιμο το σώμα, του αποδίδουνε το πρόσωπό του. Οι λέξεις πριν γίνουν σκέψεις είναι η κυκλοφορία του αίματός του, η βία της καταγωγής του. Μια καταγωγή που μας εκθέτει στον Άλλον, στον ορίζοντα της ετερότητάς του, στη σφαίρα της μοναδικής μας απόγνωσης. Το σώμα, στο γλωσσικό του κουκούλι, σώμα είναι. Μια ολική εκθετότητα που διατίθεται. Ένα ταυτόν που εν-τοπίζει τον Άλλον μέσα στη γλώσσα του άλλου αλλά και μέσα στη γλώσσα του εαυτού. Το θεατρικό κοίλο ενοφθαλμίζει αυτές τις διακρίσεις, τις επανεισάγει στις φαντασματικές του αναφωνήσεις, τις διαυγάζει μ'ένα φως που δεν είναι το φως της γνώσης αλλά το σκοτεινό φως της απόγνωσης και της δικής του απόγνωσης. Αυτή η δυσανεξία του Άμλετ απέναντι στις λέξεις, η αδιαθεσία του στον άνισο ορίζοντα που του εγείρουν. Οι σιωπές. Οι σιωπές όλες. Σιωπές που εκτρέπουν στη σκιά το χορικό λόγο των τραγωδιών. Γιατί ο λόγος του θεάτρου δεν είναι ο εκφερόμενος λόγος, αλλά ο λόγος του Άλλου, γι'αυτό και εκφέρεται με μια αμηχανία, γιατί είναι ένας δάνειος λόγος, ένα απορφανισμένος λόγος, ο λόγος μιας απουσίας, μιας καθ'ολοκληρίαν απουσίας, ένας εσωτερικός αντίλαλος που διαρκώς μεγεθύνεται και μεγεθύνει το κενό που τον διεγείρει, το κενό των οργάνων, το μέγεθος της δικής τους ανωνυμίας. Το σώμα, στο γλωσσικό του κουκούλι, είναι αυτό το σώμα της ανωνυμίας, της απορίας, των αδύνατων συγκλίσεων και ταυτοποιήσεων. Ένα ενικό σώμα, εδραιωμένο στην εσωτερική και εσωτερικευμένη του εξωτερικότητα, στη διαστροφή της εξωτερικότητάς του.
Ο θεατρικός λόγος εκφέρεται επειδή ακριβώς εγκαταλείπει την εκφορά του, επειδή αντηχεί αναλισκόμενος στο άπειρο της καταγωγικής του επιστροφής. Ένα ζωικό είδος που ταλαντώνεται στις συστροφές του, στις ηχογενείς του κοιλότητες, στις ριζωματικές του απολήξεις. Το σκηνικό σώμα, το σώμα της σκηνής, δεν είναι ένα σχήμα λόγου, αλλά ο λόγος του σχήματός του, το σκήνωμα του λόγου, το εγκαταλελειμμένο του σαρκίο, η εσωτερική του αντήχηση. Οι εκφορές αυτού του σώματος δεν ανήκουν στο κείμενο, αλλά στο ίχνος του κειμένου, στην αρνητική του εγγραφή. Αντηχήσεις που αναγγέλλουν ότι δεν αναγγέλλεται, που εκφέρουν το ανέκφραστο και αντηχούν όλη τη σιωπή του κόσμου. Το σώμα αυτής της σκηνής αναπαριστά έτσι το αναπαράστατο ίχνος του. Μια αντεστραμμένη σκηνική συνθήκη που δεν αναγνωρίζεται σε καμιά εξωτερική αναφορά παρά μόνο σ'αυτή την αναφορά του Έξω, στην απειρία της εσωτερικής του καταβύθισης και έως τα όρια της μηδενικής του συνθήκης, εκεί όπου το σώμα συρρικνώνεται, στον τελευταίο του σπασμό, στην ύστατη κραυγή της απεύθυνσής του. Ένα επέκεινα που εσωτερικεύει τον ορίζοντά του στον τόπο της απώλειας, στο σάρκινο κοίλο των παροξυσμών. Έχουμε εδώ έναν σπασμό, έναν γλωσσικό σπασμό, που δι-εγείρει το σώμα στον τόπο του Άλλου. Ένα ιοβόλο ίχνος που διασαλεύει τη γενετική μας ισορροπία και κάνει το σώμα μας να τανύζεται επί σκηνής. Επί μας σκηνής που δεν μπορεί παρά να είναι η σκηνή του Άλλου. Μια σκηνή που δεν μας αποκλείει απεναντίας μας προσκαλεί κατονομάζοντας τη διαφορά μας. Μια διαφορά που δεν κομίζει όμως τόσο μια ταυτότητα, μια ιστορική ταυτότητα, όσο μια υπαρκτική θέση. Είμαι εγώ, εδώ, ενώπιον μιας ειμαρμένης, της ειμαρμένης Εκείνου, που διανοίγεται ενώπιόν μου και καινοτομεί, δια-σχίζοντας τον οντολογικό μου βίο. Η θεατρική έτσι γλώσσα, αν πρέπει να την προσδιορίσουμε εκ νέου, δεν είναι μια ιστορική γλώσσα, αλλά μια εκ βαθέων απώλεια της γλώσσας και γι αυτό η βιαιότητα της γλώσσας, ή ίδια η έδρα της βίας. Οι σιωπές, ακόμη κι όταν αυτές κατονομάζονται ως “Σιωπή” μέσα στο σώμα του κειμένου, διανοίγουν το υπό-κείμενό τους στην δια-περατότητα του ορίζοντά του, στην εκθετότητά του σ'αυτό το απροσδόκητο και ανεντόπιστο ίχνος του Άλλου.
Η αναφορικότητα αυτού του λόγου θέτει και το ζήτημα της παραστατικότητάς του. Το παραστατικό είναι το ανάγλυφο μιας μεταιχμιακής τοπολογίας. Η αρνητική μορφή της εξωτερικότητας πάνω στο σώμα του λόγου που θεωρείται όμως απ'την πλευρά της εσωτερικότητάς μας. Η θεατρική αναπαράσταση επιχειρεί πάνω στην ανάπτυξη αυτής της εσώγλυφης μορφής. Μια θεωρεία του Άλλου που 'ναι εξ'ανάγκης μια υποκειμενική θεώρηση, αυτή η εκλειπτική του αντί-κείμενου κόσμου, η σκοτεινή του πλευρά, το ίδιο το αθέατο μέσα στο κόσμο μας. Γι'αυτό και η σκηνική εργασία οφείλει να λαμβάνει υπ'όψιν της την υπερεκχείλιση αυτού του σκότους, το μη αναγώγιμο του χαρακτήρα του, την ίδια την αγνωσία του Άλλου. Η μη αναπαραστατικότητα του θεάτρου υπαγορεύεται απ'αυτή την αδυνατότητα της αντί-κειμενοποίησης του κόσμου, εν τέλει της κειμενοποίησής του και της σκηνικής του εκφοράς. Η σκηνή διανοίγεται στον κόσμο και στην αλήθεια του κόσμου, όσο συστέλλεται στη δική της αλήθεια που 'ναι και η έδρα της κατασκευής της, η μοναδική της φαινομενολογία. Μια ορατή αορατότητα που διανοίγει τη γλώσσα στην ολότητά της, στην ολογραμματική της διατύπωση. Μια ολότητα που αναμετράται με την απειρία του Έξω και αφιερώνεται στην εσχατολογική της τροχιά, όπως θα έλεγε ο Levinas, στα αποκαλυψιακά της σημεία, στο θεϊκό της ίχνος. Είναι αυτό ακριβώς το ίχνος που συνιστά και καθιερώνει τη θεατρική εμπειρία ως μια ακραία εμπειρία θανάτου. Θανάτου του κειμένου, της αναπαράστασής του, αλλά κι αυτών ακόμη των σιωπών του. Η αναφορησιακή δεινότητα του θεατρικού κειμένου και των σκηνοθετικών του εκπληρώσεων είναι μια αδύνατη εμπειρία που εν τούτοις εκδηλώνεται στη συνθήκη της κατασκευής της. Ο κόσμος κειμενοποιείται, εκφέρεται, εικονοποιείται, εκδραματίζεται και έπειτα, μετά το πέρας της θεατρικής του αναλογικότητας, εμμένει πάλι στην απαραμείωτη διαφορά του, στο αναπαράστατο ίχνος του. Σαν η αναφορικότητα να είναι πάντα και μόνον αυτό: μια αδύνατη αναφορικότητα, ένα ψεύδος της γλώσσας, μια φαντασματική έγερση, μια αναγωγή σε κάτι που παραμένει ανεντόπιστο στη γλώσσα, πέραν κάθε εν νόησης, αυτή η φαντασμαγορία και φαντασματοποιία του Άλλου. Οι υπερκόσμιες συνομιλίες του Άμλετ, οι σιωπές του Μπέκετ, ή οι Βαλπούργιεςνύχτες του Φάουστ είναι ένα συνεχές που δεν καταλήγει. Η αδυνατότητα του Άλλου που γίνεται εδώ η αδυνατότητα του ίδιου του θεάτρου. Ένα ανέφικτο που γίνεται εφικτό μέσω της εξάρνησης του Ίδιου. Το Θέατρο είναι Θέατρο όταν εξαιρεί το είναιτου, όταν δοκιμάζει τα όρια του στη δοκιμασία ενός συμβάντος που το εκ-δηλώνει στην ακατανόητη γλώσσα του. Η τέχνη γενικότερα, έλκει την καταγωγή της απ'αυτό το Άλλο που τη δοκιμάζει και γι αυτό ακριβώς είναι γλώσσα, μια γλώσσα όχι του Ίδιου αλλά, όπως λέει ο Lacan, η γλώσσα του Άλλου. Τα όρια του Άλλου γίνονται έτσι και τα ανέφικτα όρια του εαυτού, του Ίδιου, της οικείας γλώσσας. Όρια που διανοίγονται, διαχέονται, γίνονται τα όρια του Έξω, οι αδύνατοι στοχασμοί του, οι άφατες εικόνες του και η μυστική του εμπειρία. Η θεατρική εμπειρία είναι μια μυστική εμπειρία, οφείλει να είναι τέτοια, μια μετοχή σ'ένα διαρκές και απαραμείωτο Είναι, σ'ένα Είναι που διαρκεί πέραν των ιστορικών του καθηλώσεων και προοπτικών, μια διαλογική υπέρβαση σ'αυτό που συγκροτεί το πυρήνα του, τον ίλιγγο μιας ακίνητης καταγωγής.
Στην προοπτική αυτή το Θέατρο δεν υπάρχει. Το Θέατρο είναι πάντα ελευσόμενο, όπως ίσως θα έλεγε ο Blanchot. Ένα συμβάν που ακόμη δεν έχει συμβεί, και εν τούτοις συμβαίνει, εξαίφνης πάντα και σπανίως, στην σκηνή του κόσμου. Το Θέατρο είναι το μη είναιτου ονόματός του. Η ακατονόμαστη θέση του, η καταγωγική του διαφορά. Ο Άμλετ συνομιλεί με τα φαντάσματα όχι της ιστορίας του, ούτε καν της Ιστορίας, αλλά με τα φαντάσματα της σκηνής του, με την αρνητικότητα που περιβάλλει τον κειμενικό του εαυτό και το αποκείμενο ίχνος του. Αυτή είναι και η μοναδική του έγερση, το ιχνογραφημένο σαρκίο της ύπαρξής του. Μια ύπαρξη κατάγραφη και γι αυτό κατάσαρκη. Η καθαρότητα της αλήθειάς της, η μοναδική της εν-οντότητα που αποκαλύπτεται στην παράσταση της απεύθυνσής της. Ο Άλλος με εγγράφει πάνω σ'αυτή τη σκηνή και επί σκηνής χαράσσει το είναιμου. Το ίχνος μιας εγγραφής, το καταγραμμένο της ίχνος, η λύση της συνέχειας που επιφέρει και το αιμάτινο ανάβλυσμά της, μια μυστική περιοχή, ένας τόπος εξαίρεσης που ανά-παριστά “εμένα τον ίδιον”, όπως θα πει ο Artaud. Γιατί ό, τι ιχνογραφείται σ'αυτή την απώλεια είναι το μυστικό και αφανέρωτο είναιτου ανθρώπου, όχι η ορατή του πλευρά, “το θέατρο δεν έγινε για να περιγράφει τον άνθρωπο κι αυτό που κάνει” επισημαίνει ο Artaud, αλλά το αναπαράστατο ίχνος του, η άρση της ζωικής του εκδήλωσης. Ο άνθρωπος αναλαμβάνει αυτή την εκ-δήλωση, την προ-καλεί και γίνεται τότε η λήθη της ατομικότητάς του, των θριαμβικών, επί σκηνής, χαρακτήρων του. Έρμαιο ενός λόγου που πηγάζει από το κοίλο των οργάνων και εκχύνεται στις εκβολές των κειμένων και των σκηνοθετικών χειρονομιών. Σε μια πραγματικότητα διαβρωμένη απ'τον άγλωσσο λόγο των σπλάχνων, αλλά κι απ'την γλωσσική τους υπεροχή. Ένας λόγος που δεν αντανακλά αλλά αντανακλάται, διαστρέφει τη γλώσσα, απολύει το νόημά της και όλες τις δυνατές της αναπαραστάσεις. Το κοίλο του Θεάτρου είναι το κοίλο των οργάνων του σώματος, το καταγωγικό λίκνο, οι εσωτερικοί ψίθυροι που μεγεθύνονται στις αντηχήσεις τους και έπειτα το σκοτάδι αυτού του κοίλου, η θαλπωρή της νύχτας, η φιλανθρωπία της, η απανθρωπιά της, οι σκιές που την διαγράφουν, σκιές όλες του πλατωνικού σπηλαίου, του αρχιθεάτρου, σκιές που συνθλίβουν τις μορφές, τις εξαϋλώνουν, εξαϋλώνουν την ταυτότητά τους, τις ερμηνείες τους, ένα θέατρο λοιπόν των σκιών, του όντως ορατού, του ορατού που είναι αυτή η σκιά του αοράτου. Αυτή είναι και η αλήθεια της σκηνής, το αρνητικό ιχνογράφημα του κόσμου, η μοναδική του ορατή συνθήκη, η αποφατική του εμπειρία, η ζωή που δεν αναπαριστά τη ζωή, αλλά παρίσταται η ίδια στη σκηνή της απώλειάς της. Η σκηνή ιχνογραφεί, διαγράφει αυτή την απώλεια, την εκθέτει στα ίχνη της, στη ρηματική της ανακολουθία, στη σιωπή των λέξεών της, στη διαστροφή τους, στην επιστροφή τους σ'αυτό που τις εγείρει. Είμαστε ήδη όμως μέσα στη μοναδικότητα του συμβάντος, στο ανεπανάληπτο της εγγραφής του, στην απαραμείωτη διαφορά. Το Θέατρο έτσι εγγράφεται στη σκηνή της δικής του απώλειας, στην αδύνατη διάρκειά του και γι αυτό στη μοναδικότητα της επαναληψιμότητάς του, στον τόπο της ποιητικής του πραγμάτωσης.
Στη φωτογραφία η Σοφία Δημοπούλου στην παράσταση Νανούρισμα του θεάτρου Άττις.
(Φώτο: Johanna Weber)