Υπάρχει μια προκατάληψη απέναντι στην εικόνα, μια αντίληψη που θέλει την εικόνα να μαγεύει τον άνθρωπο, καθηλώνοντάς τον στην αποσβολωτική της σαγήνη. Αυτή η αμφιβολία του Πλάτωνα απέναντι στη σκηνή του θεάτρου. Μια ψευδαισθησιακή σκηνή που σαγηνεύει το θεατή της αποκλείοντάς τον απ'την πραξιακή της αλήθεια κι απ'τον ορίζοντα της ενεργητικής του μετοχής. Ένα παράδοξο που διανοίγει και τον ορίζοντα της προβληματικής του. Η επικράτεια των σκιών, το σαγηνευμένο βλέμμα, αλλά και κάτι ακόμη που είναι για τον Jacques Rancière και ο καταγωγικός τόπος του θεάτρου, αυτή η επιτελεστική του διάσταση, καθώς εκτρέπει τον θεατή στη συν-κίνηση των εικόνων του. Από τον αποσβολωμένο θεατή περνάμε στο υποκείμενο μιας θέασης που αντιλαμβάνεται όχι μόνο την πραγματικότητα της εικόνας αλλά και το μοναδικό της ίχνος, το ίχνος της απουσίας της, όσων η εικόνα αποκρύπτει και αποκαλύπτει συγχρόνως, τη μυστική και μοναδική της διάσταση, αυτό το αναστοχαστικό της εδραίωμα. Μια εμπειρική δεξίωση που διανοίγει τη θεατρική σκηνή αλλά και γενικότερα την εικονοποιία της τέχνης στο συμβάν της δεξίωσής της. Μια διάνοιξη που συνιστά και μια ανθρωπολογική διάρρηξη. Ο διανοιγόμενος εαυτός εκτίθεται στη φωτεινότητα μιας εξωτερικότητας, σε μία θέαση που από-καλύπτει, συν-κινεί και διαθέτει στο υποκείμενό της ένα καινοφανές περιβάλλον, αυτόν τον εσώτατο πυρήνα του, το γόνιμο ψυχικό του εδραίωμα. Η θέαση είναι έτσι μια θέαση πέραν της εικόνας, η εσωτερίκευσή της, η δημιουργικότητα ενός αποθέματος εικόνων αποθησαυρισμένων εντός μας που διεγείρει την εκκεντρική μας αντίληψη.
Ο Ρανσιέρ στοχαζόμενος πάνω στο παράδειγμα της πολιτικής τέχνης επιχειρεί να διερευνήσει την παράδοξη θέση αυτής της επίδρασης. “Το πρόβλημα”, λέει ο Ρανσιέρ, “δεν αφορά την ηθική ή την πολιτική εγκυρότητα του μηνύματος που μεταδίδεται από τον μηχανισμό της αναπαράστασης. Αφορά τον ίδιο τον μηχανισμό. Το ράγισμα του αφήνει να διαφανεί ότι η τέχνη δεν επιδρά μεταδίδοντας μηνύματα , προσφέροντας πρότυπα ή αντιπρότυπα συμπεριφοράς, ή διδάσκοντας την αποκρυπτογράφηση των αναπαραστάσεων.” Δεν είναι έτσι για τον Ρανσιέρ η πραγματικότητα της αναπαράστασης, αλλά η προβληματική της αναπαράστασης, η αναστοχαστική και διεγερτική της στιγμή. Πρόκειται για ένα ακόμη παράδοξο, σύμφωνα με τον Ρανσιέρ, αυτό της “ασυνέχειας ανάμεσα στις αισθητές μορφές της καλλιτεχνικής παραγωγής και τις αισθητές μορφές μέσω των οποίων οικειοποιούνται αυτή την παραγωγή οι θεατές, οι αναγνώστες, οι ακροατές.” Μία “παράδοξη επίδραση” που εκπέμπεται στο καθεστώς μιας “αφαίρεσης”. Μια υπό-κειμενοποίηση της εικόνας που εκτρέπει το αισθητικό ανάφορο στη σκηνή της οικειοποίησής του. Μια “αισθητική ρήξη” που εκλέγει, εκτρέπει και εν τέλει διαχωρίζει τις αισθητικές μορφές απ'τις καταγωγικές τουςεγέρσεις, αλλά κι απ'τις ελκόμενες σημασίες τους. Μια διχαστική κίνηση μέσα στο σύμπαν των εικόνων που αποδίδει την τέχνη στο ίχνος της ξ-ενικότητάς της, στη διαφορά της αισθαντικής της πρόσληψης, στη συμβαντική από-κάλυψη του τόπου της αλήθειάς της, όπως θα έλεγε ο Badiou. Το έργο τέχνης εγγράφει στον κόσμο αυτήν ακριβώς την διαφορά, ένα νόημα πέραν κάθε παραδεδεγμένης “καλλιτεχνικής” ορθότητας και σκοπιμότητας. Σ'αυτόν τον ρηξιγενή του χαρακτήρα που θα αναγνωρίσει κι ο Ρανσιέρ την πολιτική του διάσταση, την ριζοσπαστική προοπτική που διανοίγει στον χώρο των αισθητών. Η πρόσληψη έτσι του έργου, η κατανόησή του, είναι μια μοναδική εμπειρία, μια προσωπική κατάκτηση, το συμβάν μιας αισθητικότητας που εγκαταλείπει το υποκείμενο της στην αρπαγή της σαγήνης του. “Σε ένα θέατρο, σε μια παράσταση, όπως ακριβώς και σε ένα μουσείο, σε ένα σχολείο ή σε έναν δρόμο, υπάρχουν πάντα μόνον άτομα που ψάχνουν να βρουν το δρόμο τους ανάμεσα στο δάσος των πραγμάτων, των πράξεων και των σημείων που βρίσκονται απέναντί τους ή τα περιβάλλουν”, θα πει ο Ρανσιέρ. Όταν το βλέμμα εγκαταλείπεται εισέρχεται βιαίως σε μια αδιανόητη περιοχή, στον τόπο μιας εξ-αίρεσης, μιας ψυχικής και κοινωνικής εκτροπής. Είναι ένα βλέμμα που οδηγεί τον εαυτό αλλού, στη μόνωση του άλλου. Ο ορίζοντας αυτού του βλέμματος είναι ένας ορίζοντας ελευθερίας, ο κατακτημένος ορίζοντας μιας έκφρασης ατομικής, μιας μοναχικής επανάχρησης του κόσμου, αυτή ακριβώς η φιλανθρωπία του έργου, του αβυσσαλέου του σκότους. Ο Ρανσιέρ αυτό το ονομάζει “ράγισμα”, το ονομάζει “απέκδυση”, “παράδοξο”, “ανωνυμία”, “αδιαφορία”. Ονοματοδοσίες όλες μιας εκτροπής, μιας ολικής διαθεσιμότητας προθέσεων και προσδοκιών. “Το έργο”, λέει ωραία ο Ρανσιέρ, “αλλάζει τις συντεταγμένες του αναπαραστάσιμου·Αλλάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα αισθητά συμβάντα, τον τρόπο με τον οποίο τα αναφέρουμε σε διάφορα υποκείμενα, τον τρόπο με τον οποίον ο κόσμος μας κατοικείται από συμβάντα και μορφές”. Η καινοφάνεια αυτή έχει πάντα για τον Ρανσιέρ κι έναν αντίκτυπο στη σφαίρα του κοινωνικού. Διαμορφώνει ατομικότητες, σχέσεις, δυνητικές προοπτικές. Και πάλιν χωρίς να ταυτοποιεί καταστάσεις, παρά διαθέτοντάς τες στην κατηγορία του ανωνύμου. Η πολιτική γα τον Ρανσιέρ, “η πολιτική που προσιδιάζει στην τέχνη”, μοιράζεται εδώ κάτι απ'το Πολιτικό του Badiou, το απροσδόκητο και ακατανόητο ίχνος του και ως ίχνος το ίχνος πάντα μιας απουσίας.
Η πολιτική τέχνη δεν εγγράφεται έτσι ως μια πολιτική χειρονομία του καλλιτέχνη στο κοινωνικό πεδίο, ο Ρανσιέρ καταθέτει οξυδερκέστατες σελίδες αποδόμησης αυτής της φενάκης, αλλά οφείλει να εγγράφει το δικό της Πραγματικό, να το διευρύνει, να ιχνογραφεί την πλαστικότητά του, το μυθικό του εύρος, αλλά κι αυτή την διαθεσιμότητά του. Η πολιτική τέχνη όταν επιχειρεί να αποκαλύψει την πραγματικότητα, τις περισσότερες φορές καταλήγει, όπως υποστηρίζει ο Ρανσιέρ, στην κατηγορία της μηντιακής κοινοτοπίας, να αναπαράγειαυτό που έχουμε καθημερινά μπροστά στα μάτια μας. Η τέχνη εντάσσεται έτσι σε μια κυρίαρχη ροή εικόνων, σε μια αφιλόδοξη κατάσταση. Είτε έχουμε να κάνουμε με σχεσιακά περιβάλλοντα, είτε με αντικείμενα της τέχνης, η πολιτιστική τους κατηγορία εντάσσεται στην κατηγορία των φαινομένων. Το Πραγματικό όμως, που η πολιτική τέχνη επικαλείται, ανήκει στην κατηγορία του αναπαράστατου. Οι απεικονίσεις του και οι μαρτυρίες του δεν καταδείχνουν το ίδιο αλλά τη δική τους μόνον ανεπάρκεια. Το ανυπόφορο του Πραγματικού, όπως το χαρακτηρίζει ο Lacan,δεν παραδίδεται στην “ανυπόφορη εικόνα” του πολιτικού καλλιτέχνη, αλλά εμμένει στην αδιαθεσία του, στην απομακρυσμένη του πλευρά. Η πολιτική τέχνη δεν μπορεί να είναι έτσι μια “ακτιβίστικη αυτοεπίδειξη”, μια οπτικοποίηση των κοινωνιολογικών μας αντιλήψεων, η αισθητικοποίηση απλώςτης πραγματικότητάς μας, όπως συμβαίνει σε μια πληθώρα σήμερα εκθέσεων με θέμα την κρίση (για παράδειγμα η πρόσφατη έκθεση Depression Era), αλλά ένας αγώνας για να καταδειχθεί το αόρατο στο μόλις ορατό, το αφανέρωτο στις δυνατές αλλά κυρίως στις αδύνατες αναπαραστάσεις του. Μια γλωσσική δηλαδή υπέρβαση, μια μετατόπιση των οπτικών μας κανόνων, η δυναμική μιας ετερογενετικής διαφοράς που θα αναστατώσει τη θεαματικότητα των πραγμάτων. Σινιάλα όλα ενός περίκλειστου κόσμου που διασπείρει τα ανεικόνιστα ίχνη του, φασματικές υπάρξεις που εκτρέπονται πέραν του βλέμματος, εγέρσεις απ'την περιοχή της σκιάς.
Ζακ Ρανσιέρ, Ο χειραφετημένος θεατής, Εκδόσεις Εκκρεμές.