Quantcast
Channel: λεξήματα
Viewing all articles
Browse latest Browse all 157

Η ελάχιστη δομή

$
0
0
Σκηνές τηςΚαλύβας


Η έκθεση αυτή επιχειρεί να διερευνήσει το ίχνος της καλύβας μέσα στο καθεστώς των πραγμάτων, τις αδρανείς αλλά και τις εγειρόμενες μορφές της, το πραγματικό τής υλικότητάς της, τις εικόνες της, τις γλωσσικές της μεταστάσεις, το αισθητικό της αποτύπωμά αλλά και την πραγμοποίησή της στον τόπο του ορατού. Τριάντα ένας καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες αναλαμβάνουν όλα τα ονόματά της και διεκδικούν τον τόπο των αναπαραστατικών της εκδοχών. Κάποια έργα επενδύουν στην εννοιολογική ανάλυση, άλλα στη βιογραφικότητα, στη συναισθηματική εμπειρία, στο ίχνος του αναφόρουτους ή και στην αυτοαναφορικότητά τους, όμως όλα επιχειρούν να αφηγηθούν χωρικές συντεταγμένες μιας καθ’ ολοκληρίαν ουτοπίας. Διαφορετικές εκδοχές μιας δομής που επιστρέφει πάντα στην πιο ερειπωμένη της μορφή. Ο εκθεσιακός χώρος γίνεται έτσι ένα πεδίο όπου ο θεατής εν-τοπίζει τις δικές του συνδέσεις, τις δικές του μοναδικές επιθυμίες. Η επιμελητική χειρονομία διήλθε πρώτη αυτή τη δοκιμασία, ένα ιδιοσυγκρασιακό ατόπημα που επόπτευσε στην ελαφρότητα μόνο της συγκίνησής του. Τα έργα της έκθεσης αλλά και τα κείμενα αυτού του τόμου ιχνογραφούν μια απισχνασμένη δομή, αυτή την ίδια την ευθραυστότητα των πραγμάτων, τη διαθεσιμότητά τους στον περίγυρο του ανθρώπου. Η τέχνη, μια διαρκής και επίμονη πάντα μέριμνα πάνω στο τίποτε.


Τον ιδιόχειρο χαρακτήρα της καλύβας διερευνά με τα δύο γλυπτά του ο Δημήτρης Αμελαδιώτης. Φωλιές από ξύλινα θραύσματα που χωροθετούν τον ψυχισμό του ανθρώπου στο κουκούλι μιας φιλοτεχνημένης υλικότητας. Μία επίμονη τεχνουργία που μορφοποιεί διαπλάθοντας και έως τα όρια της εξάντλησής της την ύλη του Πραγματικού. Όσο δια-φθείρεται το υλικό περίβλημα του κόσμου, τόσο και διανοίγεται ακέραιο στην αλήθεια που το διαυγάζει. Η καλύβα είναι η υλικότητά της, μαζί και η απόσυρσή της.

Ένα ξύλινο κουτί με μια τρύπα στη μία πλευρά του απ’ όπου το μάτι του θεατή βλέπει στο εσωτερικό του προβολές εικόνων. Στο έργο αυτό των Γιάννη Αρβανίτη και Δημήτρη Μπαλτά η καλύβα γίνεται ένας μηχανισμός αναγνώρισης του περιβάλλοντός της αλλά κι ένας φορέας αυτού. Μια τοπολογία που απο-καλύπτει τις εικόνες της στο απροσπέλαστο νόημά της. Ένα κενό περιέχον και γι’ αυτό μια συνθήκη στην οποία επενδύεις όλα τα σχήματα των προσδοκιών σου. Όσο εντοπίζεις τη διαφορά της, τόσο και οι εικόνες της αναλαμβάνουν τον παραμυθητικό τους λόγο. Ο πειρασμός του ίδιου και η σαγήνη της διαφοράς.

Στα δύο γλυπτά του Κωστή Βελώνη η θέση της καλύβας εντοπίζεται στο εμφανές και αφανέρωτο ίχνος της. Στο έργο King of the hillsο τύπος μιας αφαίρεσης εκθέτει την κενότητά του. Ένα ομοίωμα ανθρώπου πάνω στο απομεινάρι μιας ρημαγμένης δομής που εγκαταλείπεται στην ενατένισή του, στο πεδίο μιας ορατότητας που μαρτυρά και το δομικό εύρος της θέσης του. Ενώ στο Hut for a Bell Bottom Pantμια αναγνωρισμένη μορφή εκθέτει το αρχετυπικό της περίγραμμά. Ένα υπόστεγο που δεν συμβολίζει, αλλά παριστά την πρωτοτυπία του. Μια ψυχική πραγματικότητα που δεν ενδίδει παρά στο βάθος μόνο των καταδικών της συγκινήσεων. Δύο θέσεις που συγκαλύπτουν και αποκαλύπτουν συγχρόνως την τοπολογική κατηγορία του Είναι, αυτή την άφατη εμπειρία του μέσα στον κόσμο.

Την ετεροτοπικιστική διάσταση της καλύβας διερευνά με το έργοτου ο Γιάννης Γρηγοριάδης. Ο μετανάστης που περιπλέκει στον τόπο της νέας του ζωής μια δικτύωση απόδρασης. Σύλλογοι επαρχιωτών που διατηρούν τα γραφεία τους σε παλιές πολυκατοικίες στο κέντρο της Αθήνας, οι εθιμοτυπικές εκδηλώσεις τους, οι χάρτες των ιδιαίτερων πατρίδων τους στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων τους, διαγράφουν ένα νοσταλγικό περιβάλλον μέθεξης και ψυχικής εκτροπής. Μια φα(ντα)σματική καλύβα, αυτή του πατρογονικού χωριού, που πολλές φορές αναπαρίσταται και σε πραγματικές συνθήκες, όπως στις αυθαίρετες κατασκευές στις ταράτσες των αθηναϊκών πολυκατοικιών, στους ακάλυπτους ή στα πίσω μπαλκόνια. Η καλύβα ως ένας γεωγραφικός αντιπερισπασμός, ακατάβλητος και συμβαντικός, που ρηγματώνει τον αστικό βίο εγγράφοντάς τον στις αποτυχίες του.

Στο κοίλωμα ενός γλυπτού που μοιάζει με βράχο ο Γιώργος Γυπαράκης παίζει ένα μουσικό όργανο. Μια δομή εγκιβωτισμού διαθέσιμη στη μόνωση και στη σαγήνη του ενοίκου της. Η καλύβα είναι το μη ταυτοποιήσιμο, μια ελάχιστη χωρική συνθήκη, ένας μη τόπος για να κουρνιάζει ο άνθρωπος. Κάποιες φορές αρκεί το κοίλωμα ενός βράχου, άλλες ένα υπόστεγο την ώρα της βροχής ή ένα σκιερό δέντρο. Μια «αρχιτεκτονική» χειρονομία που απολλύει το συμβολικό της κύρος και αναλαμβάνει την οριστική της διαφάνειά, την ουτοπία της καταγωγικής της ιδέας.

Ο Γιάννης Δελαγραμμάτικας φωτογραφίζει την καλύβα του Στεφανή, που βρίσκεται στην τοποθεσία Αλώνια, πεντακόσια μέτρα έξω από τη Σπερχειάδα στη Φθιώτιδα. Ένα στρατηγικό ορμητήριο στα χρόνια της Αντίστασης, όπου δόθηκαν και οι πρώτοι όρκοι για την έξοδο στα βουνά. Άλλα ίχνη από καλύβες της Αντίστασης βρίσκουμε στα βουνά του Τυμφρηστού, της Γκιώνας και της Οίτης. Η απρόσιτη θέση της, έξω από το συμβολικό πεδίο, ψηλά στο βουνό ή βαθιά μέσα στο δάσος, γίνεται ένα ορμητήριο εκδήλωσης ψυχικών υπερβάσεων. Η ετεροτοπικότητά τους διαθέτει ένα χώρο απελευθέρωσης και οραματικότητας. Το εξεγερμένο υποκείμενο εξέρχεται του κόσμου και επαναδιατυπώνει, μέσα σε συνθήκες ελάχιστης διαβίωσης, τους όρους της καθημερινότητάς του, μαζί και αυτούς της κατοίκησης.

Στο έργο Detached,του Πάνου Δραγώνα και της Βαρβάρας Χριστοπούλου, η καλύβα εντοπίζεται στην ταράτσα μιας αθηναϊκής πολυκατοικίας. Ένα δώμα που, αν και παραπέμπει στην αρχετυπική φόρμα της καλύβας, εντούτοις αναλαμβάνει τον μοντερνίστικο σχεδιασμό του. Η «καλύβα» εδώ δεν είναι ένας τόπος στη φύση, αλλά ένα απομονωμένο παρατηρητήριο που επιτρέπει στον ένοικό του τη διακριτική σχέση του με τον κόσμο. Ένας δυστοπικός όμως σχεδιασμός, μια και η θέση της ενσωματώνεται εντέλει στο ευρύτερο πλαίσιο που τη δεξιώνεται. Η μόνωση δεν είναι επαρκής και η θέαση του Άλλου στερείται το κρυπτικό της σημείο. Η καλύβα, έτσι, γίνεται μια ακόμη αστική μορφή, μια εκκεντρικότητα που υποκρίνεται την ιδέα της, μια ακυρωμένη προσδοκία, μια διάψευση του φαντασιακού. Στην επικράτεια του λόγου το ακατονόμαστο δεν κατονομάζεται, εμμένει μόνο στο αδύνατο ίχνος.

Την καλύβα του Δημήτρη Εφέογλου μοιάζει να την έχουν χτυπήσει όλες οι θύελλες του κόσμου. Μια αποδομημένη κατασκευή, αλλά αδιάθετη ακόμη, καθώς η είσοδός της είναι αποκλεισμένη από τον τελευταίο ίσως ένοικό της. Η καλύβα είναι μια υπόμνηση, μια μνημική ανάκληση, μια έγερση της εικόνας της, αλλά και γι’ αυτό ένας απαγορευμένος τόπος, η ετεροτοπία του αδυνάτου, ο τόπος που διαφυλάσσει μια αδιαπέραστη γλώσσα, μια σκηνή του απωθημένου και του ανεκπλήρωτου, όπως άλλωστε και κάθε κατασκευή.

Στη καρδιά ενός δάσους της βορειοανατολικής Πενσυλβάνιας βρίσκεταιτο Mildred's Lane, ένακτήμα 96 εκταρίων,που φιλοξενεί διάφορα καλλιτεχνικά projects του Mark Dion. Ο Θεόδωρος Ζαφειρόπουλος μέσα από έναφωτομοντάζ 50 ψηφιακών φωτογραφιών αυτού του χώρου εκθέτει συναρμόζοντας ένα υβριδικό περιβάλλον. Οπτικές διαφυγές που συναρθρώνουν και το ενιαίο του πράγματος. Το τοπίο είναι αυτή η υπερσυσσώρευση των εγγραφών του, η πολλαπλότητα των σημείων του, ένα συμβάν που αποσβολώνει το υποκείμενό του στην ανοικτότητά μιας γλωσσικής κλίμακας που υποκρίνεται τη φυσική της διάσταση. Η καλύβα είναι μια αναμορφωτική θεώρηση του κόσμου, μια κοσμοθέαση του Είναι, μία ελάχιστη, στοιχειώδης δομή που μεριμνάστιςκοσμικές της σημασίες.

Σε ένα κουτί από πλεξιγκλάςκαι πάνω από μια στρώση με φωτογραφίες του Heidegger διαβιεί στο δικό του λαγούμι ένα χάμστερ. Ο τροχός μέσα στον οποίο τρέχει είναι κατασκευασμένος σαν ένα σύστημα πρόβλεψης, με τη βελόνα να κάθεται σ’ ένα διαφορετικό κάθε φορά σημείο χαϊντεγκεριανής προτροπής. Στο έργο αυτό του Γιάννη Ισιδώρου το κατοικίδιο ζώο ενσωματώνεται σε μια δομή που υποκρίνεται τον ζωτικό του περίγυρο, τη νέα του φυσικότητα. Η παρουσία του Heidegger, σ’ αυτό το μετα-καφκικό λαγούμι, υπονοεί ένα κειμενικό πλάσμα που διατρυπά το σώμα της γλώσσας και διαβιεί εντός της. Ο Heidegger ως ένα κατοικίδιο της φιλοσοφίας. Η φυσικότητα της καλύβας και της δικής του καλύβας στον Μέλανα Δρυμό είναι μια επινοημένη κατασκευή, ένα επίτευγμα της γλώσσας, μια αυτοεξορία στον τόπο των ιδεών.

Στο έργο του Αντώνη Κατσούρη η καλύβα αναλαμβάνει την εκκεντρική της φωνή. Ενώ η εικόνα παραπέμπει στο αναγνωρισμένο περιβάλλον της, οι λέξεις που τη συνοδεύουν υποστασιώνουν ένα πλάσμα που μένει μετέωρο στο αμφιλεγόμενο ίχνος του. Ένα απολεσθέν και σκοτεινό ον που αποπειράται την πραγμάτωση στον τόπο των επικλήσεών του. Οι λέξεις του δεν είναι λέξεις απεύθυνσης, αλλά άψυχες σιωπές. Ένα πεπρωμένο που εκπέμπει τη σκοτεινότητά του, το ανεκπλήρωτο της φωνής του, απ'το αδιάθετο εσωτερικό της καλύβας.


Το έργο του Ζήση Κοτιώνη είναι ένα ανθρωπόμορφο πιθάρι, κάτι ανάμεσα σε ρούχο και κέλυφος, που ενσωματώνεται στο σχήμα του ενοίκου του. Ένα περίβλημα που διαγράφει το όριο του κόσμου αλλά και το όριο του εσωτερικού του κόσμου. Μια ελαχιστοποίηση αυτού του διάκενου ανάμεσα στον ζωτικό χώρο μου και στο χώρο του Άλλου, μια κατοίκηση που διαμορφώνεται από την πυρηνική συνθήκη της ενοίκησής της. Η καλύβα είναι αυτό το αρνητικό μέγεθος που απειροποιείται στο εσωτερικό της εμπειρίας του, ένας τόπος μόνωσης, ένα πεδίο ψυχικό που εγκιβωτίζει μέσα του όλη την απουσία του κόσμου.

Στο επιτοίχιο γλυπτό του Ανδρέα Λυμπεράτου ένα καράβι ταξιδεύει φέροντας πάνω του μια ξύλινη καλύβα. Μια αλληγορική σύνθεση που εντοπίζει στην καλύβα τον τόπο των πιο ισχυρών ονειροπολήσεών μας. Η καλύβα είναι για τον Bachelard η πιο βαθιά ανάμνηση του ανθρώπου και γι’ αυτό ο τόπος των φασματικών εγέρσεών του. Εκεί όπου ο άνθρωπος ανακτά και τις νοσταλγικές εικόνες του και την ποιητικότητα της όρασής του. Η λεπταίσθητη κατασκευή από ξυλαράκια συγκροτεί την ευθραυστότητα αυτού του ίχνους, την απισχνασμένη υλικότητά του, αναπαράστατηκαι αδύνατη πάντα στον τόπο του νοητού.

Η καλύβα είναι για την Ειρήνη Μπαχλιτζανάκη ο τόπος του ανέστιου βίου (homelessness). Μια έλλειψη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο και τον αφιερώνει στην αέναη διασπορά του. Η ελαφριά και εφήμερη κατασκευή της καλύβας γίνεται έτσι ένα προσωρινό καταφύγιο, το κατάλυμα μιας στάσης, ένας χώρος «για να κρεμάσεις την κάπα σου», όπως θα έλεγε ο Chatwin. Αυτό το ελάχιστο που χαρακτηρίζει και την ουσία όμως του κατοικείν. Η εγκατάσταση της Μπαχλιτζανάκη διανοίγει στο θεατή μια εννοιολογική αλλά μαζί και μια χωρική συνθήκη και τον προσκαλεί να την αντιληφθεί ως ένα ανοιχτό πεδίο μετα-κίνησης. Το κατοικείν ως μια συνθήκη που διαστρέφει και επανακτά το χώρο και τον ορίζοντα των προσδοκιών του.

Ο αρχιτέκτονας Χρήστος Παπούλιας σχεδιάζει το σπίτι της φίλης του Jane Motley στο Tamarind της Κόστα Ρίκα. Μια ιδιόρρυθμη κατασκευή που ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις του περιβάλλοντός της. Η λεπταίσθητη σχεδιαστική χειρονομία του Χρήστου Παπούλια, ορατή σε όλη την έκταση του έργου του, γίνεται μια χειρονομία ανάδυσης του τοπίου, μια πρακτική που εγγράφει το κατοικείν στην πρωταρχική λειτουργία του, που δεν είναι άλλη από την αντίληψη του περίγυρού του. Μια αρχιτεκτονική θεώρηση που υπαγορεύει τον κόσμο, εκθέτοντάς τον στον γλωσσικό του ορίζοντα. Η καλύβα είναι έτσι το Άλλο που ενσωματώνεται στο ίδιον του φυσικού, μια διαφορά που ελαχιστοποιεί τον εαυτό της στον τόπο της δεξίωσής της, μια δομή που δεν αναγνωρίζεται τόσο στο υλικό της εκτόπισμα, όσο στη γενναιοδωρία της διαλεκτικής της εγρήγορσης.

Στο βίντεο της Εύας Παπαμαργαρίτη και της Δήμητρας Βογιατζάκη ένα υπερτεχνολογικό περιβάλλον διαγράφει τη σύγχρονη μόνωση του ανθρώπου. Η primitive hut του Laugier εξαϋλώνεται σε ένα διαδραστικό περιβάλλον συσκευών που διαχέουν το σώμα του χρήστη. Ίχνη αυτής της εξαϋλωμένης καλύβας μπορούν να βρεθούν στο ether, στα data centers αλλά και σ’ αυτή τη διαστροφή του παράσιτου που ρηγματώνει την πληροφορική συνθήκη, εκτρέποντάς τη στην αποκαλυπτικότητα του τέλους της ή, έστω, στη στιγμιαία της μεταβολή, ένα συμβάν που διατρέχει ακαριαία την πραγματικότητα της οθόνης αποσβένοντάς τη στο μέγεθος του Πραγματικού. Σ’ αυτόν τον εικονικό χρόνο του augmented και του virtual, όπου το παρόν συσκοτίζεται και καθηλώνεται στην ολική του αμηχανία. Μια τεχνολογική κρισιμότητα που κομίζει στο εικονικό περιβάλλον του χρήστη και μια μοναδική δυνατότητα απόσυρσης.

Μια λεπτή βέργα ξύλου που η μία άκρη της ανασηκώνεται από ένα μπαλόνι με ήλιον. Μια installation-performance του Αλέξανδρου Παπαθανασίου όπου η δομή εξίσταται στο συμβάν της γενετικής διαφοράς της. Ένα γίγνεσθαι που κυριαρχεί στη δομή και την εκτρέπει μορφικά. Η καλύβα είναι ο ίλιγγος του περιβάλλοντός της, μια στοιχειώδης υλικότητα που δεν περιγράφεται τόσο με δομικούς όρους, όσο με όρους γενετικών προσεγγίσεων. Η αντικειμενικότητα ενός στατικού συστήματος που υπονομεύεται από μια αέναη γεγονική αφύπνιση, που εξαρθρώνει κάθε δυνατότητα δομικής και μορφικής κυριαρχίας.

Ένα μπουντουάρ που στα μυστικά συρτάρια του βρίσκει κανείς σεξουαλικά βοηθήματα. Στο έργο αυτό του Λεωνίδα Παπαλαμπρόπουλου η καλύβα είναι μια τοπογραφία της επιθυμίας, η κρύπτη των σεξουαλικών φαντασιώσεων, ένα απόμερο μέρος, έξω από το συμβολικό πλαίσιο της καθιερωμένης κανονικότητας, όπου ο άνθρωπος αναλαμβάνει και τη μοναξιά της σεξουαλικής του απόλαυσης. Τα μυστικά ερμάρια του Bachelard, το απύθμενο βάθος του πεδίου τους, διαθέτουν το χώρο τους σε μια άλλη μορφή σαγήνης. Ο τόπος του σεξουαλικού είναι ο τόπος του μυστικού, είναι ο τόπος που εγγράφει τον άνθρωπο στη μοναξιά του αλλά και στις χαραμάδες της επιθυμίας του.

Πάνω στον τόπο αυτής της επιθυμίας θα στήσει και ο Le Corbusierτη δική του καλύβα. Ακριβώς εκεί. Απέναντι από το σπίτι της Eileen Gray. Από το μικρό παράθυρό του θα κατοπτεύει τις κινήσεις της, όλο τον ορίζοντα του δικού της πεδίου, που θα γίνει και ο μοναδικός ορίζοντας της καλύβας του. Η Βασιλική Πλαβού στήνει τις δικές της χαραμάδες σ’ αυτό το φορτισμένο πεδίο και δρα υπονομευτικά στην ιστορία του. Στη διάσημη σκηνή που ο Le Corbusierζωγραφίζει γυμνός ένα κυβιστικό σχέδιο στην πρόσοψη του σπιτιού της Eileen Gray όταν αυτή απουσιάζει, η Βασιλική Πλαβού εμφανίζεται σ’ αυτό το πλάνο, συνυπογράφοντας αλλά και σαμποτάροντας έτσι αυτό το ιστορικό ντοκουμέντο. Η καλύβα μοιράζεται με την ερωτική επιθυμία μια κοσμική, με την έννοια της ιστορίας, αδιαφορία. Είναι και τα δύο περιβάλλοντα αφοσιωμένα στη μοναχικότητα του ενοίκου τους, στη μοναξιά της επιθυμίας του. Η επιθυμία επιδεινώνει αυτή την κάθειρξη, την αφιερώνει στη μανιακή της εκκεντρικότητα, στη δραματική της ακινησία. Αυτή η φωτογραφία του Le Corbusierπου στέκεται όρθιος με τα κιάλια του στο παράθυρο της καλύβας του, το 1,40 της ενατένισης, ο καθηλωμένος οφθαλμός, η όραση, τι άλλο…

Στο βίντεο με τίτλο When we have found all the meanings and lost all the mysteries, we will be alone, on an empty shoreτης Φωτεινής Παπαχατζή μια σειρά εικόνων από τον τόπο της δικής της «καλύβας» στην Πρέβεζα αντιπαραβάλλονται με μια σειρά από γνωμικά φιλοσόφων της απελευθέρωσης, όπως του Henry Thoreau, της Virginia Woolf, του Jean--Jacques Rousseau, του Ralph Waldo Emerson, του Ludwig Wittgenstein και του Sigmund Freud. Η απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεινά της αστικοποιημένης ζωής του λαμβάνει χώρα στην ανοικτότητα ενός τοπίου που αποκαθάρει με τις μεταβολές του το νου του ανθρώπου. Η καλύβα είναι το τοπίο της, ένας ορίζοντας που ενσαρκώνει και τις εντυπώσεις του κόσμου.

Τη γενεαλογία της καλύβας στον αστικό ιστό διερευνά με το έργο του ο Κώστας Ρουσσάκης. Ένα απόμερο παγκάκι, το εφήμερο «κατοικώ» ενός άστεγου σε μια γωνιά του δρόμου, η μοναχική ζωή ενός αστικού διαμερίσματος, αυτή η συνθήκη ζωής των πολυώροφων κτιρίων, ένα υπόστεγο σε μια ταράτσα, ακόμη και η ευεργετική σκιά ενός δέντρου. Η καλύβα του Ρουσσάκη αναγνωρίζεται στο αστικό περιβάλλον και δοκιμάζει εκεί όλες τις δομικές της αντοχές. Ένας ίχνος ζωής που διαστρέφει το αστικό νόημα και εγκαταλείπει τον άνθρωπο στο αναστοχαστικό βάθος της μόνωσής του. Το κάθισμα βεράντας με την τέντα του να το σκέπει συγκροτεί κι ένα πλαίσιο εξαίρεσης, έναν ουδέτερο περίγυρο, καθώς συνοψίζει γύρω του μια θεμελιώδη ανάγκη εσωτερίκευσης και επικοινωνίας. Σ’ αυτή τη γωνιά, όπου ο καθηλωτικός απόηχος της μεγαλούπολης αποσύρει και τον κόσμο μας στο μελαγχολικό λυκόφως των εικόνων του.

Μέσα από τη χαρακτηριστική υλικότητα του έργου της η Νάνα Σαχίνη διαπλάθει το εφήμερο περίβλημα μιας καλύβας. Ένα χαρτόνι διπλωμένο και καλυμμένο με γύψο, στερεωμένο με ξύλα κανέλας και χρωματισμένο με χρώμα ζαχαροπλαστικής, που αναπαριστά, με μια παιγνιώδη διάθεση, το πλαίσιο του οικείου χώρου. Το ξύλο της κανέλας και το χρώμα της ζαχαροπλαστικής προσδίδουν στο γλυπτό μια οικεία αλλά και μαζί μια παραμυθένια ατμόσφαιρα. Η ομοίωση ενός περιβάλλοντος που φιλοτεχνεί στο βάθος των αναμνήσεών μας τον τόπο μιας ακατανίκητης, όσο και αδύνατης επιστροφής.

Στην εγκατάσταση της Χριστίνας Σγουρομύτη αναπαρίσταται η Αλχουραλίν (Al-hoor al-iyn). Μια μυθική φιγούρα της ισλαμικής παράδοσης που μεγαλώνει τυλιγμένη μέσα στον πέπλο της μυστικής της ζωής. Ένα εσωκλειόμενο πλάσμα που αναλίσκεται στη σπουδή της απόκρυψής του, στο ίχνος μιας υπομένουσας αναμονής, της αναμονής εκείνου που θα διανοίξει και το περίκλειστο κέλυφος. Η μυστική μορφή της Αλχουραλίν είναι το κάλλος που αναμένει τη χειρονομία του άλλου, η παραμυθία του δικού της αλλά και του δικού του χρόνου. Ένας αργός, μυθικός χρόνος που σμιλεύει μυστικά τις μορφές και αναπληρώνει τις ελλείψεις τους. Η μυστική ζωή είναι ο τρόπος της καλύβας, η εσωστρεφής κίνησή της μέσα στην άνιση δοκιμασία που την περιβάλλει. Το έργο όμως αυτό κομίζει στην έκθεση, και μ’ έναν απρόσμενο τρόπο, το γυναικείο ζήτημα. Η γυναικεία υπόσταση θεμελιώνει με τη διαφορά της τον τόπο του ρήματος κατοικώ, αποδίδοντάς του μια διάσταση σχεδόν οντολογική. Οι χειρονομίες του κατοικώ είναι γυναικείες χειρονομίες, μιας γρηγορούσας μέριμνας πάνω στη ζώσα ουσία.

Το γλυπτό της Ιωάννας Στρατόγλου, μια καλαμένια κατασκευή μ’ ένα γύψινο κουκούλι, παραπέμπει σε μια ποιητική συνθήκη κατοίκησης. Μια ζωή που εξίσταται του κόσμου και αναλαμβάνει την ακρώρεια μιας απρόσιτης θέσης. Η κατοίκηση σ’ ένα κουκούλι εξάπτει πάντα μια μυσταγωγική φαντασίωση, το ρίγος μιας ανάλαφρης μοναχικότητας, απροσπέλαστης και ανεντόπιστης. Ο ένοικος αυτής της φωλιάς γίνεται μια εμψυχωμένη σιωπή, η ανεντόπιστη κρυψώνα του ονόματός του.

Το γλυπτό του Νίκου Σεπετζόγλου είναι ένα υπερμέγεθες σκάφανδρο που διανοίγει έναν διασωστικό χώρο ενοίκησης. Κατασκευασμένο από θραύσματα μιας ξύλινης φλούδας, στην πραγματικότητα από κομμάτια ενός βιομηχανικού απορρίμματος, διερωτάται για την αλήθεια της υλικότητάς του. Την ευθραυστότητα και το εφήμερο που διαφυλάττει τον άνθρωπο. Τι εγείρει αυτή η φετιχιστική προσήλωση στην αισθητικότητα του απορρίμματος; Το αδιάφορο της κατασκευής, την αφερεγγυότητά της, το αθεμελίωτο θεμέλιό της, ό,τι επαινεί ο Thoreau στις όχθες της λίμνης…

Στα δύο σχέδια του ιερομονάχου ποιητή Συμεών η καλύβα της καρδιάς ιχνογραφείται στο αποτύπωμα της μυστικής της αλήθειας. Ένας ενορατικός τόπος που διαγράφεται στις ποιητικές ανακλήσεις του και στους τροπισμούς των συγκινήσεών του. Η καλύβα του Συμεών είναι ο γενέθλιος τόπος της ποιητικής φωνής του, ένα συμβάν που το φέρει μέσα του, η συνθήκη της ίδιας της μοναχικότητάς του, η υπομονή του μέσα στο χρόνο. Ένα περιβάλλον εκστατικών ενοράσεων το οποίο διέρχεται η σιωπή όλων των ονομάτων.

Ο Κωστής Σωτηρίου απομονώνεται με τις ώρες στο όρος Δίκαιο της Κω. Εκεί κατασκευάζει ένα σκελετό από καλάμια. Οι ενστικτώδεις χειρονομίες του ανεγείρουν μια σκηνή μόνωσης και περισυλλογής, ένα προσωρινό κατάλυμα για τον πλάνη της νύχτας. Η καλύβα εδώ είναι μια διάνοιξη, η πανοραμική δεσποτεία του βλέμματος αλλά και ο τόπος μιας εγκατάλειψης, μιας αναχώρησης, μιας στάσης μέσα στον κόσμο. Μια κατασκευή που διαθέτει τον εαυτό της σ’ αυτό που εντέλει δεν είναι κατασκευή ούτε καν τόπος, αλλά ένα σημείο μόνο υπέρβασης και διασποράς. Το αποσπασματικό της πλαίσιό στον τόπο της έκθεσης μαρτυρά και το αναπαράστατο των πραγμάτων, την αδιαφάνεια της ολικότητάς τους. Μόνο στη θραυσματική μορφή αχνοφαίνεται η αλήθεια του Άλλου, στην απο-γοήτευση του φαντασιακού του ειδώλου. Η καλύβα είναι η ερειπωμένη της μορφή, οι ελλείψεις της, οι αντοχές της.

Η Μάρω Φασουλή και σ’ αυτό το έργο της διερευνά πτυχές της λαϊκής αρχιτεκτονικής, τη διαφορά της στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Το λαϊκό κατοικείν το υπαγορεύει η φυσική ανάγκη του ανθρώπου για στέγαση και η διαθεσιμότητα των υλικών του εγγύτερου περιβάλλοντός του. Η δομιστική απαίτηση απαντάται εδώ σε μια ελλιπή, αλλά, παρ’ όλα αυτά, στέρεη συγκρότηση, σε μια εκ των πραγμάτων αντικειμενικότητα και όχι στην «αντικειμενικότητα» των πραγμάτων. Μια στατικότητα που τη διαμορφώνει η ενεργητικότητα της κατασκευαστικής χειρονομίας και όχι η παθητικότητα μιας σχεδιαστικής συνείδησής που υπαγορεύει. Η εγκατάσταση της Μάρως Φασουλή δεν θεμελιώνεται, αλλά εγείρεται αντιστικτικά, δείχνει έτσι να μετεωρίζεται σε μια δομική ανεπάρκεια, αλλά στην πραγματικότητα εκθέτει μόνο τη μοναδική της στερέωσή.

Η καλύβα του Κώστα Χριστόπουλου είναι ένας τόπος κατάκρυψης. Κάτω από την επιφάνεια ενός ξύλινου δαπέδου βρίσκουμε ένα σωρό από παλιά χρησιμοποιημένα κεριά. Σε παλαιότερες εκδοχές του έργου τα κεριά αυτά είχαν αντικατασταθεί από σφαίρες ή από ξερά κλαδιά. Το λαγούμι της καλύβας που διαφυλάσσει το φυσικό αλλά και ιστορικό περιβάλλον του εγγράφοντάς το στις αλληγορικές και συμβολικές του εξάρσεις. Ένα απόθεμα που συγκροτεί τη μυστική κρύπτη του και συγκρατεί τις αναπαραστάσεις του. Ένα ασάλευτο κατώφλι που συσσωρεύει στο εσωτερικό του όλα τα ονόματα των πραγμάτων, μαζί και τις σιωπές τους. Αυτά τα καμένα κεριά που καταύγαζαν και το εσωτερικό της καλύβας, το ιερό και μόλις αποσυρόμενο ίχνος της μέσα στον κόσμο.

Στην εγκατάσταση της Μαρίας Λιανού, του Πάνου Ξενάκη και του Αλέξανδρου Χριστοφίνη ένας ημιδιάφανος τοίχος και πίσω του ένα thaumatrope που το κινεί ο θεατής ενεργοποιώντας τον κύκλο των εικόνων του. Οι εικόνες της επιθυμίας είναι οι εικόνες του Άλλου, εικόνες που οργανώνονται και αναδύονται μέσα στη σαγήνη του ανεντόπιστου, στην κεκρυμμένη τουςθέση. Μια εικονοποιία που διαγράφει και το θρίαμβο της ενοφθαλμικής της στερέωσής. Η καλύβα είναι οι χαραμάδες της, οι λόχμες αυτού του φωτός που διεγείρει και τις σκιές του, ένα πλατωνικό σπήλαιο και τίποτε άλλο.


Κάθε πλάσμα, μαζί και ο άνθρωπος, θέλει να αποτραβιέται στη γωνιά του. Να χάνεται στο βάθος μιας φωλιάς, στη φυλλωσιά ενός δέντρου, πίσω από τις χαραμάδες μιας καλύβας, στη πιο μυστική της γωνιά, πίσω από τα φύλλα μιας ντουλάπας, κάτω από ένα σκληρό κέλυφος. Όσο πιο μικρό είναι το σπίτι, όσο πιο ενσωματωμένο δείχνει με τον ένοικό του, όπως το σαλιγκάρι στο καβούκι του στο έργο των Extra-Conjugale (Ειρήνη Καραγιαννοπούλου και Sébastien Marteau), τόσο περισσότερο και ανταποκρίνεται στις παραμυθητικές εικόνες της οικειότητας που μας κάνουν να ονειροπολούμε, να βυθιζόμαστε σε μια αρχαία νοσταλγία, να ζούμε εν τέλει στο άθραυστο τσόφλι μας. 



Η ελάχιστη δομή, Ρομάντσο 4 - 13 Νοεμβρίου 2014

Το παραπάνω κείμενο εμπεριέχεται στον τόμο – κατάλογο της έκθεσης Η ελάχιστη δομή που κυκλοφορεί απ'τις Εκδόσεις Κριτική. Τον τόμο συμπληρώνουν κείμενα των Κωστή Βελώνη, Δήμητρας Βογιατζάκη, Φοίβης Γιαννίση, Γιάννη Γρηγοριάδη, Ζήση Κοτιώνη, Ίριδας Λυκουριώτη, Σταύρου Μαρτίνου, Γιώργου Μητρούλια, Χρήστου Παπούλια, Βασιλικής Πλαβού, Γιώργου Τζιρτζιλάκη και Χρήστου Χρυσόπουλου.

Viewing all articles
Browse latest Browse all 157

Trending Articles