Ήδη από την αυγή της η νεωτερική εποχή, από τον Καρτέσιο και τον Γαλιλαίο ακόμη, προσδιορίζεται ως η εποχή της εκτεχνίκευσης του κόσμου. Η φύση αποσπάται από ιερή της υπόσταση και γίνεται ένα αντικείμενο μετρήσιμο και αποδοτικό. Από τον ενταγμένο στο φυσικό κόσμο άνθρωπο περνάμε στην εκρίζωσή του και στην προοδευτική αντικειμενοποίηση ολόκληρου του περιβάλλοντός του. Το ανθρώπινο υποκείμενο, αυτό το ισχυρό πλέον Gogito, δραπετεύει από τη μεταφυσική του υπόσταση και μέσα από την αυτάρκεια του ορθού του λόγου στέκεται υπεράνω της φύσης. Η άλλοτε υπερβατολογική διάσταση του κόσμου δίνει τη θέση της τώρα στη φυσική του αλήθεια αλλά και σ’ αυτή την τεχνολογική του καταγραφή και υποστήριξη. Μια εκτεχνίκευση που θα γίνει και το κυρίαρχο πρόταγμα, η κοσμοθεωρία που θα οργανώσει και θα διεγείρει εφεξής όλο το ανθρώπινο σκέπτεσθαι. Από τον ευρωπαϊκό ορθολογισμό και τον αγγλοσαξωνικό εμπειρισμό, έως τον ακραίο θετικισμό των αρχών του 20ουαιώνα, ένα τεχνοεπιστημονικό σύστημα θα επιχειρήσει να ελέγξει όλη την επικράτεια του πραγματικού. Από το θέατρο σκιών του πλατωνικού σπηλαίου και τις αποκαλυψιακές αφηγήσεις της χριστιανικής εποχής περνάμε έτσι σ' ένα εκοσμικευμένο εγωλογικό είναι. Η αλήθεια δεν σκιαμαχεί πλέον με τις αμφισημίες της, ούτε με την σκοτεινότητα της θεϊκής καταγωγής της αλλά γίνεται ένα ερώτημα που καλείται να απαντήσει το ίδιο το υποκείμενο, να το διερευνήσει μέσα στην επάρκεια των μοναδικών του συλλογισμών. Μια αλήθεια που θα οργανώσει πλέον όλες τις αναπαραστάσεις του ανθρώπου, όλες αυτές τις συνιστώσες του βίου του μαζί και τις αντιλήψεις του για την κατοίκηση. Μια νέα λοιπόν πολιτική συνείδηση γεννιέται, που θα επαναδιατυπώσει τον κοινωνικό βίο και θα υπαγορεύσει εκ νέου τις αρχιτεκτονικές του αφηγήσεις. Κάθε εποχή έχει και την αρχιτεκτονική που της αρμόζει, μια αρχιτεκτονική που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μορφοποιεί την ιδιαίτερη αυτή θέση του ανθρώπου πάνω στη γη. Το ίδιο θα ισχύσει και για την εποχή της νεωτερικότητας.
Το ρομαντικό πρότυπο της αγροικίας, «το κατοικείν των χωρικών», που θα πει ο Heidegger, θα είναι και το τελευταίο ίχνος μιας αρχαίας αντίληψης για το «κατοικώ» που θα έρθουν να ανατρέψουν εκ βάθρων οι νέοι καιροί. Στο 18οαιώνα ο πολιτισμός δεν παράγεται πλέον στα ανάκτορα και στα μοναστήρια αλλά στις αγροικίες και στις εξοχές. Η περίφημη αγροικία του Goethe, τα τοπία του Turnerκαι του Constable, η αισθησιακή ρέμβη του Rousseau, ο Μέλανας Δρυμός,δεν είναι παρά σημεία μιας ολικής και σχεδόν μαζικής εμβύθυνσης μέσα στη “φύση”, που έμελλε όμως να είναι και η τελευταία ιστορικά. Αυτή η ξύλινη καλύβα στο δάσος, η πιο βαθιά μνήμη του ανθρώπου σύμφωνα με τον Bachelard, ήταν ένας τόπος αλλά και ένας τρόπος μαζί κατοίκησης, που ενσάρκωνε μια ολόκληρη κοσμοθεωρία αιώνων, μια μαρτυρία για τη θέση του ανθρώπου πάνω στη γη και για την οικειότητα αυτής της θέσης. Αυτή η ξύλινη καλύβα, με τις φθαρμένες σανίδες της, θα γίνει έκτοτε και ο τόπος των πιο ισχυρών μας ονειροπολήσεων. Έχουν μάλιστα σημασία αυτές οι σανίδες με τις χαραμάδες τους, που δεν μαρτυρούν μόνο τη χειρονομία της κατασκευής, η την φυσικότητα του υλικού της, αλλά και τον τρόπο της επικοινωνίας της. Κάθε κατασκευή είναι ένα επικοινωνιακό γεγονός. Ο άνθρωπος της καλύβας δεν επικοινωνεί με τον κόσμο μέσα από τον ορίζοντα των παραθύρων, τη διαφάνεια του γυαλιού, όπως στην αρχιτεκτονική του μοντερνισμού, αλλά μέσα από το κενό μιας χαραμάδας, από το κενό σημείο της κατασκευής που διαθέτει την κατασκευή, μέσα απ' τα κενά της αντικειμενοποιημένης της αντίληψης, απ' αυτές τις κοσμικές της απορίες. Από τις χαραμάδες της καλύβας βλέπουμε το Έξω μ’ ένα μάτι, με μισό μάτι, στην πραγματικότητα από κει κρυφοκοιτάμε τον κόσμο. Η καλύβα έτσι είναι μια κατασκευή που αποθαρρύνει την κατασκευή, ένα εφήμερο ίχνος πάνω στη γη, ένα αντίσκηνο, όπως θα πει ο Thoreau, για τον ανέστιο άνθρωπο. Θα είναι μάλιστα ο Φάουστ που θα εντοπίσει σ’ αυτή την κατασκευή της καλύβας το ίχνος μιας διαφοράς. Θα βάλει έτσι τον Μεφιστοφελή να πυρπολήσει την μοναδική ξύλινη καλύβα που χει απομείνει στον κόσμο, το σπιτάκι ενός ηλικιωμένου και καλοκάγαθου ζευγαριού που στεκόταν, σαν από αιώνες, μόνο του, σ’ ένα απομονωμένο, ειδυλλιακό ακρογιάλι. Αυτό το τελευταίο ίχνος μιας ασυνείδητης αντίστασης που τώρα επιτέλους θα γίνει στάχτη. Στους νεωτερικούς καιρούς που ακολουθούν, ο άνθρωπος θα αποσπάται όλο και περισσότερο απ’ αυτό το «φυσικό» περιβάλλον, συγκεντρωνόμενος και αυτονομώντας τον αστικό του περίγυρο, και πάντα υπό την επήρεια της επιδεινούμενης τεχνολογικής του μέθης. Το μοτίβο μάλιστα που θα κυριαρχήσει σε όλη την διάρκεια του 20ουαιώνα θα είναι και το μοτίβο του ξεριζώματος, της αποξένωσης, και του εκ-τοπισμού. «Η δυναμική της νεώτερης τεχνικής, σε συνδυασμό με την επιστημονική εκβιομηχάνιση του κόσμου, εξαλείφουν κάθε δυνατότητα διαμονής», θα πει ο Heidegger. Μια κοσμοϊστορική εξέλιξη απόλυτα υπαγορευμένη από το τεχνολογικό πρόταγμα της εποχής της. Μια μετοικεσία που καθόρισε την νεωτερική εποχή και υπαγορεύθηκε, όπως εύστοχα επισημαίνει ο LacoueLabarthe, από τη βιομηχανία και το κεφάλαιο, από τα φασιστικά και μαρξιστικά κινήματα του 20ουαιώνα. Έκτοτε το φαινόμενο της αστικοποίησης παίρνει διαστάσεις ανεξέλεγκτες, μαζί και η εκτεχνίκευση του. Η κατοίκηση του ανθρώπου θα επηρεαστεί ραγδαία. Ο LeCorbusier, ο κατεξοχήν αρχιτέκτονας της νεωτερικότητας, θα μιλήσει με φανατισμό για αυτή την εκμηχανισμένη κατοικία, «machineahabiter», όπου «το σπίτι θα' ναι μία μηχανή για να κατοικείς, και η πολυθρόνα μία μηχανή για να κάθεσαι.». Το νέο περιβάλλον που αναδύεται δεν θα είναι τίποτε άλλο από ένα περιβάλλον μηχανών. Μέσα στο πνεύμα αυτής της «νέας οικονομίας» θα επιχειρηθεί η αναθεώρηση όλων των «αξιών» και των «συστατικών στοιχείων» της κατοικίας. Μια βαριά οικοδομική βιομηχανία θα στηθεί για να υπηρετήσει αυτή τη νέα κατοίκηση μεταδίδοντας της το πνεύμα της τυποποίησης. Το «διεθνές στυλ» του μοντερνισμού, η αυθεντία του ορθού του λόγου, θα αποχαρακτηρίσει κτίρια αλλά και πόλεις ολόκληρες και θα ανοίξει το δρόμο σε μια απεδαφικοποιημένη ζωή. Ο αρχιτέκτονας όμως που σχεδίασε πόλεις ολόκληρες, και οραματίστηκε ουρανοξύστες χιλιομέτρων, δεν έχτισε για τον εαυτό του παρά μόνο μια μικρή ξύλινη καλύβα, μόλις τρεισήμισι μέτρων, «στην άκρη ενός βράχου που χτυπούνε τα κύματα», στο Cap– Martin, της Κυανής Ακτής. «Νοιώθω τόσο όμορφα στη καλύβα μου», γράφει ο Le Corbusier στον Bassai, «που σίγουρα θα τελειώσω τη ζωή μου εδώ».
Η καλύβα, αυτό το αρχαίο «κατοικώ», στοιχειώνει ακόμη και σήμερα το φαντασιακό μας. Η οικογένεια Eagles, τα δεντρόσπιτα, η κατασκήνωση στη φύση, τα παιδιά των διαμερισμάτων που συνεχίζουν στις ιχνογραφίες τους να σχεδιάζουν καλύβες με ξύλινους φράχτες, όταν τους ζητείται να σχεδιάσουν το σπίτι τους, μαρτυρούν μια αλήθεια που δείχνει να αντιστέκεται σθεναρά: την καταγωγική “αλήθεια” του “φυσικού”, την αυθεντικότητα του απωλεσθέντος του ίχνους. Είναι εδώ όμως που εγείρεται και η ετεροτοπία μιας φαντασιακής διαφυγής, αυτό το μετά-νεωτερικό φαντασιακό της καλύβας. Γιατί το φυσικό δεν υπάρχει, δεν υπήρχε ποτέ. Η “φύση”δεν είναι φυσική, είναι Ιστορική, μια πολιτισμικήκατασκευή, και έτσι έναπεδίο ανοιχτό στη νοηματοδότησή του, στην τοπογράφησή του στο περιβάλλον της διαλεκτικής. Στη σύγχρονη εποχή, το οικολογικό ζήτημα μας φέρνει αντιμέτωπους, εκ νέου, μ' αυτό το ανοικτό ερώτημα. Έζησε ποτέ ο άνθρωπος σε αρμονία με τη Φύση; Υπήρξε ποτέ η Φύση αμόλυντη και παρθένα; Υπάρχει δυνατότητα επιστροφής σ' αυτόν το χαμένο παράδεισο; Ήδη όμως βρισκόμαστε στον χώρο του Αδυνάτου. Το Πραγματικό, όπως μας έδειξε ο Lacan, και οι σκηνές μαζί της αναπαράστασής του, είναι εικόνες μετέωρες. Η “φύση” λοιπόν είναι Αδύνατη, όπως και η “επιστροφή” μας σ' αυτή. Ο "πρωτογονισμός" του Rousseau, η καλύβα του Thoreau, οι σκοτεινές πάντα δρυάδες των ρομαντικών, η νεομυθολογία του ευγενούς αγρίου που ελαφροπατά πάνω στη γη, όλα είναι σκηνές της σαγήνης τους, και γι αυτό σινιάλα όλα μιας αδύνατης επιστροφής.
Από την καλύβα του Heideggerπου μετεωρίζεται μεταξύ ουρανού και γης, και τις κρυψώνες του Bachelard,έως την απόλυτη διασάλευση του ρήματος «κατοικώ» των αναχωρητών Πατέρων, η καλύβα φαντάζει ως αυτό το αρχέγονο καταφύγιο για το χειμαζόμενο είναι.Το «κατοικώ» που καλείται να στεγάσει αυθεντικά την ανεστιότητα του ανθρώπου αλλά και να ετοιμάσει τον ένοικο του και για αυτή την αδύνατη δεξίωση του Άλλου.
Το παραπάνω κείμενο είναι εισαγωγικό μιας ενότητας κειμένων με θέμα την καλύβα.
Στη φωτογραφία έργο του Δημήτρη Εφέογλου.
Διαβάστε επίσης την Καλύβα του Heideggerκαι τη Καλύβα του Thoreau.