Απ’ τα συρτάρια του Μπασελάρ. Από πού αλλού; Η ποιητική ενός ίχνους. Ενός ίχνους που δεν σου ανήκει, αλλά που σ’ εγκαταλείπει όμως αποσβολωμένο στη σαγήνη του.
Λίγα χρόνια μετά το θάνατο της Ροζαλίνδης, το οικογενειακό σπίτι της Κέρκυρας βγήκε προς πώληση. Κάποια έπιπλα κρατήθηκαν απ’ τους κληρονόμους της, αλλά τα περισσότερα, που θεωρήθηκαν δεύτερα, δόθηκαν στο παλαιοπώλη της γειτονιάς, για να μην πεταχτούν και πάνε χαμένα. Αυτή η συνήθης δικαιολογία. Μια ξεφτισμένη ροτόντα, κάποιες ραφιέρες, ένας σκαλισμένος καθρέπτης, δυο παλιά κομοδίνα, τρεις καρέκλες τραπεζαρίας, με ψηλή περίτεχνη πλάτη, και μια σερβάντα από ξύλο τριανταφυλλιάς, με δυο ξεχαρβαλωμένα συρτάρια στο κάτω μέρος της. Μαζί με τα πράγματα πουλήθηκε κι ένας μεγάλος κιτρινισμένος φάκελος. Αθηναϊκή Τράπεζα, υποκατάστημα Κέρκυρας. Αγοράσθηκε από μια φίλη μου και ανοίχθηκε σπίτι της το ίδιο εκείνο βράδυ. Μια κορδέλα έδενε με φιόγκο μια δέσμη επιστολών, μαζί με κάποια άλλα χειρόγραφα, κι ένα τετράδιο με αγγλικά κείμενα, ασπρόμαυρες φωτογραφίες και κάποιες παλιές καρτ ποστάλ απ’ την πόλη της Κέρκυρας. Ένα εγκαταλελειμμένο αρχείο μνήμης. Τα περισσότερα γράμματα στέλνονταν από την μεγαλύτερη αδελφή της οικογένειας, την Αικατερίνη Αγάθου, που τα υπέγραφε ως Μπεμπούλα, στην μικρότερη αδελφή της, τη Ροζαλίνδη, στο πατρικό τους στην Κέρκυρα. Τα πρώτα στέλνονταν από το χωριό Τουρκοπάλουκο της Παραμυθίας, η σημερινή του ονομασία είναι Κυψέλη, όπου πρωτοδιορίστηκε δασκάλα η Μπεμπούλα, και ακολουθούν τα γράμματα της απ’ την Αθήνα, όταν παραιτήθηκε από τη θέση της και κατέληξε κι αυτή στην πρωτεύουσα, μαζί με τους δυο μικρότερους αδελφούς της. Τα γράμματα αυτά ήρθαν στα χέρια μου, τρία χρόνια μετά τα γράμματα της Ντόρας. Αυτό το ίδιο αίσθημα πάλι μπροστά στις λέξεις του άλλου, λέξεις που φέρουν τη χειρονομία του, την ιδιόχειρη γραφή του, το ίχνος πάντα μιας αδυναμίας. Αυτή η εκκεντρική πλευρά της απεύθυνσης, όπου έξω απ’ τον ορίζοντα της τίποτε πλέον δεν είναι ορατό. Ένα παιχνίδι συνεπώς χαμένο, μια θέση ακυρωμένη από την ίδια την συνθήκη της, βυθισμένη πάντα σ’ ένα αίσθημα μοναξιάς. Όταν μου έφερε αυτά τα γράμματα η φίλη μου με πληροφόρησε και για το ιστορικό τους, για την μικρή έρευνα που είχε κάνει, σαγηνευμένη και η ίδια απ’ αυτό το μυστικό καθεστώς της παλαιάς αλληλογραφίας. Μου μίλησε και για τα σημεία της ταύτισης της μ’ αυτά τα γράμματα, για το ρωμαλέο ίχνος της Μπεμπούλας, για τα επαγγελματικά και συναισθηματικά της αδιέξοδα, για το πάθος της με το τσιγάρο, αλλά και για τη Νέλη, την γυναίκα του μικρότερου αδελφού της Μπεμπούλας, κάπου στη Κυψέλη, να ζει μόνη της τώρα πια. Με παρότρυνε μάλιστα, στην περίπτωση που μ’ ενδιέφερε να κάνω κάτι μ’ αυτά τα γράμματα, να την επισκεφτώ, να μιλήσω μαζί της, κάτι που όπως μου είπε θα την ευχαριστούσε. Αυτή η ευχαρίστηση των ηλικιωμένων ανθρώπων, να αφηγούνται τα παρελθόντα, με τις ίδιες λέξεις, ξανά και ξανά, σαν να αφηγούνται τις ιστορίες τους για πρώτη και μοναδική φορά. Δεν αμφέβαλα. Όταν χωρίσαμε είχα και το τηλέφωνο της Νέλης.
Η πολυκατοικία της Κυψέλης ήταν όπως την περίμενα, μια τυπική, μοντερνίστικη, αστική πολυκατοικία. Τα εξέχοντα έρκερ της, το καπνισμένο αρτιφισιέλ της, οι χαμηλωμένες σιδεριές των στρογγυλεμένων μπαλκονιών της, η περίτεχνη σιδερένια εξώπορτα και σε μια γωνία της πρόσοψης, ψηλά, μια μικρή, τσίγκινη, ανάγλυφη επιγραφή: Ασφάλειαι ΑΣΤΗΡ. Το κουδούνι του διαμερίσματος είχε ακόμη το όνομα του εκλιπόντος συζύγου. Το χτύπησα. Μια γυναικεία φωνή σε σπαστά ελληνικά. Είχα μιλήσει και μαζί της στο τηλέφωνο. Η οικιακή βοηθός της Νέλης. Η σκάλα του κλιμακοστασίου με την φιδωτή διαδρομή του. Μην θέλοντας να καθυστερήσω πήρα το στενάχωρο ασανσέρ. Αναγνώρισα το διαμέρισμα από την μισάνοικτη είσοδο. Πλησιάζοντας πρόβαλε στη πόρτα η γυναίκα που χα ήδη μιλήσει μαζί της. Με οδήγησε στο σαλόνι. Μου ζήτησε να περιμένω μέχρι να ετοιμαστεί η κυρία Νέλη. Το σαλόνι του διαμερίσματος ήταν ευρύχωρο, με έπιπλα από γερμανική ψάθα, στους τοίχους του κάποιες ελαιογραφίες με νεκρές φύσεις, δύο μικρές γκραβούρες με ακρογιάλια, η φωτογραφία του Αντρέα, υπέθεσα, μια βαριά ξύλινη τραπεζαρία με πόδια λεόντων, και δυο μεγάλες γλάστρες με πλατύφυλλα κοντά στο τζαμωτό που τρεμόπαιζαν κάτω απ’ το αιρκοντίσιον. Η Νέλη ακουγόταν απ’ το υπνοδωμάτιό της. Λίγο εκνευρισμένη. Έτσι όπως μιλούσε στη γυναίκα. Αισθάνθηκα μάλιστα και λίγο αμήχανα. Όπως εισέβαλα στο καθημερινό κι αδιατάρακτο πρόγραμμα της. Έτσι είναι η ζωή των ηλικιωμένων ανθρώπων. Κι αυτό το σύρσιμο των βημάτων τους. Μετά από λίγη ώρα μπαίνει στο σαλόνι, αρκετά σοβαρή και με εμφανή την προσπάθεια να αποκρύψει την αδυναμία της. Κάθεται στην πολυθρόνα της, απέναντι μου. Με την είσοδο της είχε ήδη δει τις κόκκινες βιολέτες, που της είχα φέρει. Με ευχαρίστησε. Με ένα νεύμα της η κοπέλα τις πήρε για να τις βάλει στο βάζο. Υπήρχε μια αμηχανία, περισσότερο απ’ τη δική της πλευρά. Μπορούσα να το φανταστώ, σχεδόν το ήξερα. Ήταν τα γράμματα. Που βρίσκονταν σε λάθος χέρια. Που έφυγαν από την οικογένεια. Μα πως έγινε αυτό; Θα πει κάποια στιγμή. Πως πούλησαν και τα γράμματα; Δεν σκέφθηκαν ότι μπορεί να λένε κάποια οικογενειακά μυστικά; Να τα διάβασαν τουλάχιστον πριν τα δώσουν; Δεν είχα αυτές τις απαντήσεις. Μπόρεσα μόνο να την διαβεβαιώσω ότι τα γράμματα δεν εξέθεταν κανένα μέλος της οικογένειας της, αν και αυτό δεν ήταν ακριβώς η αλήθεια, αλλά δεν είχε τότε και μεγάλη σημασία. Ήταν αυτό που ήθελε ν’ ακούσει. Με κοίταξε λίγο καχύποπτα στην αρχή, αλλά μετά έδειχνε να ησυχάζει και να με κοιτά πιο γλυκά, και με μεγαλύτερη διάρκεια. Με ρώτησε στην αρχή για την κοινή μας φίλη, πως επικοινωνούσαν τηλεφωνικά, αν και είχε χρόνια να τη δει, κι ύστερα για το ενδιαφέρον μου γι αυτά τα γράμματα, πως ένα νέο παιδί, εγώ ο μεσήλιξ πια, ενδιαφέρομαι για τόσο παλιές ιστορίες, τι να ψάχνω, τι να υπάρχει άραγε εκεί μέσα για μένα. Δεν υπήρχε τίποτε για μένα εκεί, ούτε γι αυτήν. Υπήρχα μόνο τα γράμματα, στο δικό τους ορίζοντα. Τα γράμματα μόνα. Όπως μόνη και αδύναμη έστεκε τώρα και η Νέλη μπροστά μου, αδιάφορη στη δική μου ανάγκη, σ’ αυτά που ήθελα ν’ ακούσω απ’ αυτή, αλλά και μ’ αυτή την ευγένεια πάλι, που ερχότανε κι αυτή από παλιά, η προθυμία της να μου παράσχει τις όποιες πληροφορίες της ζητούσα. Μου ήταν αδύνατον ν’ αρχίσω να την ρωτάω διάφορα. Την άφησα μόνη της, έτσι όπως άρχισε να μου λέει για τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, την ανημπόρια της, την μοναξιά της πια στην Αθήνα, μετά το θάνατο του Αντρέα, που θα έκανε μάλιστα και την ανακομιδή των λειψάνων του μόλις την άλλη βδομάδα και θα πρεπε να τα στείλει στον οικογενειακό τάφο της Κέρκυρας, και πως η ίδια δεν θα μπορούσε να κάνει αυτό που του είχε υποσχεθεί η ίδια πως θα κάνει, αλλά θα τα στελνε τώρα μ’ ένα οικογενειακό τους φίλο, εκεί, στο υπερυψωμένο κοιμητήρι της Ανάληψης, κοντά στο Μον Ρεπό, που ναι και τα οστά των γονιών του και της Ροζαλίνδης, και της Μπεμπούλας και του αδελφού του Γιώργου. Τώρα πια όλη η οικογένεια και πάλι μαζί, στην αιώνια κρύπτη της, και για πάντα. Εμένα, λέει η Νέλη, και εννοεί τη σορό της, θα με πάρει η αδελφή μου στην Κρήτη, στο Ηράκλειο. Το είχαμε συμφωνήσει κι αυτό με τον Αντρέα, μου το χε ζητήσει μάλιστα ο ίδιος, επειδή πίστευε, όπως και έγινε, ότι θα έφευγε πρώτος, και πως εγώ έπρεπε να κατέβω δήθεν στην αδελφή μου, για να μην μείνω μόνη μου σ’ αυτό το διαμέρισμα. Αλλά εγώ, συνέχισε η Νέλη, δεν θέλω να φύγω, δεν θέλω να γίνω βάρος σε κανέναν, αφού μπορώ να μείνω και μόνη μου εδώ, έστω με τη βοήθεια του κοριτσιού, γιατί να φύγω; Τα καλοκαίρια κατέβαινα και τους έβλεπα, τώρα έχω δυο χρονιές να κατέβω, δεν μπορώ όπως βλέπετε να περπατήσω, δεν είναι εύκολο πια για μένα το ταξίδι, τώρα πια μόνο πεθαμένη θα ξαναπάω στο νησί, αλλά δεν βαριέστε, αυτά έχει η ζωή. Τα χω χορτάσει και τα ταξίδια, ο Αντρέας ήταν ένας γλεντζές τύπος, του άρεσε να ταξιδεύουμε, ε όλα τελειώνουν κάποτε, μέχρι πότε; Ο Αντρέας, και μου δείχνει τη φωτογραφία του στο κομό του σαλονιού.
Η Νέλη εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να ξέρει και πολλά για την οικογένεια τον καιρό της αλληλογραφίας. Γνώρισε τον Αντρέα, και τον παντρεύτηκε, πολλά χρόνια μετά το θάνατο της Μπεμπούλας. Η ίδια γνώρισε μόνο την Ροζαλίνδη, την παραλήπτρια των γραμμάτων. Ό, τι πληροφορίες θα της ζητούσα για εκείνη την εποχή θα έρχονταν όλες μέσα από το φίλτρο των αναμνήσεων του Αντρέα. Θα ήταν ο Αντρέας μόνο, και η Ρόζα, τα δύο πρόσωπα που γνώρισε η Νέλη. Όλα θα επανέρχονταν μέσα από την ιστορία του άντρα της, η αδιάφορη θέση της μητέρας του, η αγάπη και η προστατευτικότητα που του έδειχνε η Μπεμπούλα, αλλά και αυτή η μακρινή σκιά του Γιώργου στη ζωή του.
Ο Αντρέας, είπε η Νέλη, ήταν από μικρός ένα ήσυχο και ευγενικό παιδί, του άρεσε, όπως θυμόταν ο ίδιος, να παρατηρεί με τις ώρες, απ’ τις γρίλιες του δωματίου του, την κίνηση στο καντούνι, τις γειτόνισσες απ’ τα απέναντι παράθυρα να απλώνουν τα ασπρόρουχα, την κίνηση των κάρων πάνω στο πλακόστρωτο, και το κυνηγητό των παιδιών. Τον είχαν μάθει και οι γειτόνισσες, και τον χαιρετούσαν. Μια μέρα που τον έπιασε η μητέρα του να κρυφογελάει σε μία, τον μάλωσε πολύ. Ήταν η περίοδος που η επιχείρηση του πατέρα του είχε αρχίσει να μην πηγαίνει καλά. Λίγα χρόνια μετά ο πατέρας του θα πέθαινε. Ήταν Μάρτιος του 29, τότε που ο Ανδρέας, μόλις τεσσάρων χρονών, είχε ανέβει, παίζοντας μ’ άλλα παιδιά της γειτονιάς του, σ’ ένα κάρο, λύσα το λέγαν τότε. Μόλις τον είδε ο πατέρας του, που γύριζε απ’ το μαγαζί, τον κατεβάζει κάτω και τον χτυπά πολύ δυνατά. Το θεώρησε φαίνεται ανάρμοστο να παίζει έτσι με τα άλλα παιδιά. Γενικώς οι γονείς του δεν ήθελαν τα παιδιά να είχαν σχέση με τους άλλους γείτονες. Ποιος ξέρει γιατί. Το ίδιο βράδυ ο πατέρας του πεθαίνει από ανακοπή καρδιάς, εντελώς ξαφνικά, μετά το δείπνο. Ένας Εβραίος γείτονας τους, θυμόταν ο Ανδρέας, άναψε τότε ένα σπίρτο και το κουνούσε μπροστά στα μάτια του πατέρα του, για να δει αν ζει ή αν πέθανε. Ο Ανδρέας ποτέ στη ζωή του δεν ξέχασε αυτή τη φλόγα, αυτό το σπίρτο που φλόγιζε μπροστά στα ακίνητα μάτια του πατέρα του. Ποτέ. Την θυμόταν αυτή τη φλόγα σ' όλη του τη ζωή.
Η Μπεμπούλα αγαπούσε πολύ τον Ανδρέα, τον είχε σαν γιο της. Πρέπει να φαίνεται κι από τα γράμματα της αυτό. Έτσι δεν είναι; Με ρώτησε. Το επιβεβαίωσα. Ήταν και η μεγαλύτερη απ τα αδέλφια κι αυτός ο μικρότερος. Του είχε αδυναμία. Η μάνα του δεν του παραστεκόταν και τόσο, δεν είχε υπομονή μαζί του. Τον χτυπούσε δε συνέχεια, για το παραμικρό που θα κανε μικρός. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν το λούσο, τα καπέλα και το βέλο της, ακόμη και μετά την οικονομική καταστροφή που πάθαν, αλλά και μετά τον θάνατο του άντρα της. Σαν να μην ήθελε να δει τη νέα πραγματικότητα. Δούλευε η Μπεμπούλα για να συντηρήσει όλη την οικογένεια, μια ποιότητα ζωής που εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσαν πια να έχουν. Ουσιαστικά αυτή και η Ροζαλίνδη τον μεγάλωσαν. Αλλά κι ο Ανδρέας τις αγαπούσε πολύ και τις δύο. Όταν πρωτοήρθε Αθήνα η Μπεμπούλα έμενε σε μια ξαδέλφη τους, την Κατερίνα όπου της βρήκε κάποιον κύριο για να προσέχει στην Καλλιθέα. Ήταν δύσκολα τα πρώτα χρόνια εδώ, ήταν φτωχός άνθρωπος η Κατερίνα, δούλευε κι η ίδια σ’ ένα εργοστάσιο για να τα βγάλει πέρα. Κι η Μπεμπούλα έκανε διάφορες δουλειές μέχρι να διοριστεί δασκάλα εδώ. Το 47 διορίστηκε, σ' ένα σχολείο στη Μιχαήλ Βόδα. Όταν ο Αντρέας πέρασε στην νομική Αθηνών και ήρθε να σπουδάσει, έμενε μαζί με την Μπεμπούλα σε ένα μικρό σπιτάκι που είχαν νοικιάσει και οι δύο στον Άγιο Παντελεήμονα. Τότε ήταν καλή περιοχή, μην βλέπετε τώρα πως κατήντησε. Και επειδή η Μπεμπούλα δεν είχε ακόμη διοριστεί, έκανε ιδιαίτερα μαθήματα στον γιο του κρεοπώλη της γειτονιάς τους, για να ανταπεξέρχονται στα έξοδα. Έκαναν πολύ παρέα εκείνα τα χρόνια οι δυο τους, σινεμάδες, θέατρα, γύριζαν σπίτι αργά το βράδυ περπατώντας απ’ το κέντρο, και επειδή η Μπεμπούλα κάπνιζε πολύ εκείνη την εποχή, πάντα δηλαδή κάπνιζε, ο Ανδρέας ντρεπόταν να είναι μαζί της στο δρόμο και πήγαινε από τ’ άλλο πεζοδρόμιο, ή έμενε λίγο πίσω της και όταν το έσβηνε την πλησίαζε πάλι. Ήταν κακόφημο μια γυναίκα τότε να καπνίζει έτσι δημόσια. Κουράστηκε πολύ η καημένη για τον Ανδρέα, αλλά και τον χαιρόταν, ήθελε να τον δει να προοδεύει. Όταν τέλειωνε τη Νομική ο Ανδρέας, το 1946, συμμετείχε σε μια αριστερή φοιτητική ομάδα, ονόματι «Λόρδος Μπάιρον». Κάποια στιγμή, άνοιξη θυμάμαι μου έλεγε ότι ήταν, όλα τα μέλη της ομάδας αποφάσισαν να πάνε στην Κόρινθο και να συναντήσουν μια αντάρτικη ομάδα. Συνδετικός κρίκος επικοινωνίας μεταξύ των ανταρτών και των φοιτητών, ήταν ο αδελφός του Γιώργος που ήταν ήδη στρατευμένος με τους αντάρτες στην Πελοπόννησο. Αυτό όμως το έμαθε η αστυνομία και έβγαλε ένταλμα για την σύλληψη όλων των μελών αυτής της ομάδας. Μη βρίσκοντας όμως τον Ανδρέα συλλαμβάνουν τη Μπεμπούλα και την οδηγούν στις φυλακές του Χατζηκώστα. Ο Ανδρέας μόλις το πληροφορήθηκε αυτό, επιστρέφει αμέσως, πηγαίνει και την συναντά στις φυλακές και της λέει ότι σκοπεύει να παραδοθεί στην αστυνομία, όπως και το κάνε. Τους είπε τότε ότι τάχα δεν ήξερε τίποτε για τις προθέσεις της ομάδας και ότι δεν συμμετείχε στο αντάρτικο. Με τούτα και μ’ εκείνα την ελευθερώνουν την Μπεμπούλα και ούτε που ξαναενόχλησαν και τον Ανδρέα. Ο Γιώργος όμως σκοτώθηκε κάπου σε μια μάχη στην Πελοπόννησο. Ούτε μάθαν που, ούτε βρήκαν ποτέ τίποτε απ’ αυτόν. Λίγα χρόνια αργότερα πεθαίνει και η γυναίκα του, παιδιά δεν είχαν. Ο Ανδρέας ήταν αριστερός, όπως και όλη η οικογένεια, αλλά μην φανταστείτε και τίποτε ακραία πράγματα, ήθελε και τη βολή του, ήθελε πάντα να κρατάει τη θέση του, ΠΑΣΟΚ ψήφιζε μετά την μεταπολίτευση. Αγάπησε τον Αντρέα.
Η Ροζαλίνδη, επειδή παρέμεινε στην Κέρκυρα, ήταν το κέντρο αναφοράς για όλα τ’ αδέλφια. Δεν ήρθε στην Αθήνα όπως οι άλλοι. Έτσι όλοι απευθύνονταν στη Ρόζα. Ήταν όμως και μια προσωπικότητα η Ρόζα , ένας δυνατός χαρακτήρας. Είχε κάτι από την παλιά στόφα της οικογένειας. Της έλεγε ο Ανδρέας, όταν είχε πάρει πια σύνταξη της, δούλευε στο υποκατάστημα της Αθηναϊκής τράπεζας, μετέπειτα Εθνικής, στην Κέρκυρα, έλα βρε Ρόζα μου να κάτσεις και λίγο μαζί μας εδώ, τι κάθεσαι εκεί μόνη σου. Τίποτε αυτή. Αν και είχε γυρίσει όλον τον κόσμο, μέχρι και στη Μόσχα είχε φτάσει, 75 χρονών παρακαλώ, ταξίδεψε τόσο μακριά και μόνη της. Της έλεγα τότε εγώ, βρε Ρόζα που θα πας τώρα τόσο μακρινό ταξίδι σ’ αυτή την ηλικία, και μόνη σου, δεν φοβάσαι; Γιατί; μου απαντούσε, τι θα μου συμβεί; Θα ζητήσω από κάποιον βοήθεια για να κατέβω τα σκαλιά του αεροπλάνου, δεν θα βρεθεί κάποιος; σιγά το πράγμα. Και ήταν όμορφη η Ρόζα, πιο όμορφη απ’ την Μπεμπούλα, η Μπεμπούλα ήταν λίγο παχουλή στο πρόσωπο, η Ροζαλίνδη όμως ήταν ωραία, με μακριά ξανθά μαλλιά, είχε και μια έντονη προσωπικότητα που αντικατοπτριζόταν και πάνω της, στο ντύσιμο της, στις κινήσεις της, παντού. Ατύχησε όμως κι αυτή, έμεινε μόνη της, αν και δεν φαινόταν να την πειράζει, ή δεν το έδειχνε. Είχε φίλους βέβαια, για έναν Νίκο, θυμάμαι που μας έλεγε, απ’ την Λαμία, αλλά είχε κι έναν μεγάλο κύκλο στην Κέρκυρα, δεν μιζέριαζε. Έτσι ήταν και ο Ανδρέας, μποέμ τύποι και οι δύο τους, τους άρεσαν να ξοδεύουν, δεν ήταν άνθρωποι της οικονομίας, ήταν άνθρωποι της διασκέδασης, και του καλού γούστου. Ε, στα τελευταία της βέβαια αναγκάσθηκε να έρθει και να μείνει μαζί μας στην Αθήνα. Είχε γίνει πια και πολύ ιδιότροπη, πάντα ήταν βέβαια, αλλά τότε θυμάμαι η κατάσταση της είχε γίνει ανυπόφορη. Την φέρναμε εδώ στο διαμέρισμα και καθόταν στον καναπέ του καθιστικού και έβαζε στη διαπασών την τηλεόραση. Κατέβασε την λίγο βρε Λίντα μου, της λέγαμε, τύχαινε να χαμε και κόσμο εμείς συνέχεια στο σπίτι τα απογεύματα και τα βράδια, και δεν μπορούσαμε να ακούσουμε τι λέγαν κι οι ξένοι άνθρωποι. Τίποτε αυτή. Σαν να μην άκουγε τι της λέγαμε. Δεν έζησε όμως και πολύ εδώ, απ’ όταν ήρθε, ούτε τρία χρόνια. Στα τελευταία της μάλιστα είχε κλειστεί πολύ στον εαυτό της, έπεφτε σε μια μελαγχολία, σε μια βαθιά νοσταλγία, ήθελε να επιστρέψει στο νησί. Τις τελευταίες μέρες της τής πέρασε νοσηλευόμενη στο νοσηλευτικό ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Δέκα μέρες εκεί μέσα, αλλά μαζί με όλα τα χρυσαφικά της φορεμένα, τα βραχιόλια και τα σκουλαρίκια της. Μέχρι βέβαια να της βγει η ψυχή, φρόντισε να βγάλει την ψυχή των νοσοκόμων, άσε το τι τράβηξαν οι καημένοι… Όταν η κατάσταση της επιδεινώθηκε, μας ειδοποίησαν και τρέξαμε. Πρόσεξα τότε ότι τα μάτια της, είχαν κολλήσει στο τζάμι του παραθύρου, σ’ ένα φως που άφηνε αργά το θάλαμό. Μετά από λίγο η Ρόζα έφυγε, σφράγισε τα χείλη της και άφησε το χέρι της στις παλάμες του Ανδρέα. Αυτό ήταν, είπε ο Ανδρέας. Πέθανε στις 17 Νοεμβρίου του 82, από ανακοπή καρδιάς κι αυτή. Και η Μπεμπούλα πως πέθανε ρώτησα. Από συγκίνηση, απάντησε σοβαρά η Νέλη, από μια ταινία. Έπαιζε η Κυβέλη, ένα δράμα εποχής, μαζί με τον Κωνσταντάρα, Η άγνωστος, διάσημη ταινία, σίγουρα την ξέρετε. Είχαν πάει μαζί με τον Αντρέα για να την δουν, στο σινεμά Έλλη, στην Ακαδημίας, καλοκαίρι του 54, μετά την ταινία γύρισαν σπίτι αμίλητοι, στο δρόμο κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Όταν έφθασαν σπίτι η Μπεμπούλα κλείστηκε στο δωμάτιο της, ο Αντρέας τη βρήκε μετά από λίγη ώρα. Ε, κάτι προβλήματα υγείας μπορεί και να είχε, την ενοχλούσε και το στομάχι της εκείνες τις μέρες, θυμόταν ο Αντρέας, αλλά πάλι όπως έλεγε κι αυτός την σκότωσε η ταινία. Τότε ο κινηματογράφος επηρέαζε τους ανθρώπους, δεν είναι όπως σήμερα, τα ζούσαν τα δράματα της οθόνης, ήταν και ευαίσθητος άνθρωπος η Μπεμπούλα. Της ομολόγησα ότι η αιτία του θανάτου της με κάλυπτε και εμένα, σκεπτόμενος σιγανά ότι οι ήρωες των μυθιστορημάτων μόνο συγκινούμενοι πεθαίνουν. Δεν της το πα, η Νέλη δεν θα μάθει ποτέ γι αυτό το βιβλίο.
Για την περίοδο του Τουρκοπάλουκου, απ’ όπου και τα περισσότερα γράμματα της Μπεμπούλας, δεν είχε να μου πει και πολλά η Νέλη. Μόνο μια πληροφορία που φώτιζε κάπως όλο αυτό το δυσοίωνο περιβάλλον των γραμμάτων. Η επιδημία γρίπης που σκότωσε πολύ κόσμο εκείνη την εποχή και η μεταφορά σ' εκείνα τα χωριά της Ηπείρου ανδρών που έπασχαν από σύφιλη. Υπόκοσμος, θα πει η Νέλη, που δυσφήμιζε την περιοχή και ίσως όχι χωρίς λόγο. Λίγο πριν την αποχαιρετήσω βρήκα το θάρρος μόνο να της ζητήσω κάποιες παλιές φωτογραφίες απ την εποχή των γραμμάτων. Μου υποσχέθηκε ότι θα βάλει το κορίτσι να κοιτάξει σε κάποιες απ’ τις κούτες της ντουλάπας που θυμόταν ότι τις φυλούσε ο Αντρέας και ότι θα με ειδοποιούσε. Της τηλεφώνησα εγώ μετά από βδομάδες, δεν βρέθηκε τίποτε. Μετά τον θάνατο του Αντρέα κάτι ανίψια που τακτοποιούσαν τα πράγματα του μπορεί και να τα πέταξαν. Της ζήτησα αν θα το επιθυμούσε και αυτή να συναντιόμασταν ακόμη μια φορά. Μου απάντησε ευγενικά ότι δεν θα μπορούσε να θυμηθεί κάτι άλλο, και ότι αν παρόλα αυτά βρει καμιά φωτογραφία θα με ειδοποιούσε. Ακουγόταν στο τηλέφωνο πολύ καταβεβλημένη, σαν να αποσυρόταν, όλο και πιο βαθιά, σ’ αυτό το περίκλειστο αλλού της καταδικής της συγκίνησης. Δεν την ξανάδα τη Νέλη…
Τα γράμματα όμως ήταν εδώ, στον παλμό της δικής τους συγκίνησης. Έπρεπε λοιπόν να κάνω πάλι αυτό, ν’ αφουγκραστώ ξανά αυτά τα ίδια τα γράμματα, τις μοναχικές τους απευθύνσεις, κι απ’ τη δική τους πάντα εσχατιά.
...................................................................................................................................
Το παραπάνω κείμενο είναι η αρχή ενός ανέκδοτου επιστολικού μυθιστορήματος με τίτλο "Αγαπημένη μου Lyda".