Το αντικείμενο δεν υπάρχει! Υπάρχει μόνον η πρόσληψή του, η διαρκής και επίμονη κειμενοποίησή του. Μια διαλεκτική αντί-στάση που προσκρούει στο συμπαγές της υλικότητάς του. Μία αλλότητα που αν και μορφοποιημένη, εμμένει ανθιστάμενη στην όποια απόπειρα εννόησής της. Στον ορίζοντα αυτών των μετωνυμιών, το Πράγμα, η υλικότητα του Πράγματος, εξαντλείται στις μορφές της, στις μορφογενέσεις της, στο συμβάν μιας καθολοκληρίαν απουσίας - παρουσίας. Όπου διαφαίνεται είναι κι εκεί που αποκρύπτεται. Και πάλιν σ’ αυτόν τον αποκαλυψιακό τόπο της απόκρυψης, να μην υπάρχει τίποτε το υποκατάστατο, τίποτε που να αποκρύπτει και να διαφαίνεται αντ’ αυτού, παρά μόνον αυτή η μορφή του Άλλου. Οι νόμοι του φυσικού, οι νόρμες της εξουσίας, ο επιστημονικός λόγος, το έργο της τέχνης, μορφοποιούν ακατάπαυστα αυτή την καταγωγική απορία. Όλα τελέσεις του Λόγου που υπαγορεύουν τη γλώσσα, τις διαφορές της, αλλά και το ίχνος των μοναδικών της υπογραφών.
Σε περιόδους κρίσης οι μορφές αναλαμβάνουν και την έκπτωσή τους, την εκχυδαϊσμένη τους πλευρά. Από τη μια ένας μορφικός πληθωρισμός διαθέσιμος προς κατανάλωση, για παράδειγμα αυτή η αρχιτεκτονική του μεταμοντερνισμού, και απ’ την άλλη μια αντίστροφη επιτάχυνση που διαφυλλάτει το νόημά της, πολιτευόμενη ως μια καθαρή μορφή βίας. Υπεραξίες που δεν διακρίνουν διαφορές, δεν αναλίσκονται διαλεκτικά, παρά επιδεινώνουν μόνο τη θέση του σημείου τους. Αυτιστικές καθηλώσεις που αντικειμενοποιούν τη γλώσσα, απονευρώνοντάς την από κάθε πειρασμό, καταγωγικό, ή τελεολογικό. Οι μορφές έτσι μοιάζουν καθηλωμένες, στερεοτυπικές, κι ανασφαλείς. Ένα περιβάλλον ανιστορικών αντικειμένων, ύψιστης εμμένειας, που πάνω τους δεν ιχνογραφείται μια αγωνία του Πραγματικού, όπως τελευταίως την διατύπωνε αυτή ο μοντερνισμός, αλλά η ψευδής μόνο υπόσχεση της πραγμάτωσής του. Η απονευρωμένη πολιτική των ημερών μας, αλλά και μια αδιανόητη τρομοκρατία που διαχέει την ιοβόλο της δράση σε πλανητικό επίπεδο, μαρτυρούν νέες μορφές του Πολιτικού αλλά και του Αισθητικού. Το σύστημα σε κρίση εσωτερικεύει την ισχύ του και απολυτοποιεί το χαρακτήρα του. Ακόμη και οι αντιδράσεις που προκαλεί εγγράφονται, εν τέλει, μέσα στο πεδίο της δικής του μεταφυσικής. Είμαστε στην αισθητική του ταυτού, του περίκλειστου σημείου. Το Έξω υπάρχει, αλλά κανείς δεν έχει πρόσβαση στο Έξω, ή κανείς δεν είναι εντελώς Έξω. Όλοι είμαστε στη φορά μιας συστημικής ακολουθίας εν προόδω, ακόμη και στις κρίσεις της, και μάλιστα ειδικά σ’ αυτές.
Η έκθεση του Μανώλη Μπαμπούση στοχάζεται κριτικά αυτό το περιβάλλον της κρίσης και συγκροτείται γύρω από δύο δοκιμαζόμενα πεδία. Από τη μια η αυτιστική καθήλωση της εξουσίας και των θεσμών της, κυβερνητικών, ακαδημαϊκών, καλλιτεχνικών, όπως φαίνεται σε μια σειρά σχεδίων του από μουσεία και ακαδημαϊκούς χώρους στην φαντασιακή του πόλη, και από την άλλη μια υπερσυσώρευση αντικειμένων - σημείων, που παρά τον πλουραλισμό τους, μαρτυρούν την αδιέξοδη πολλαπλότητα και πολλαπλασιαστικότητά τους στη κοσμική τους σφαίρα. Αντικείμενα που εγείρονται εδώ στην ατοπία τους, στη μη διαθεσιμότητά τους, στη σφαιρική τους περίκλειση. Οι σφαίρες του Μπαμπούση είναι αυτή η δραματουργία του ταυτού, της περίζωσης και του αποκλεισμού, του αποκλεισμού του Άλλου, της εξορίας του. Αυτό το γλυπτικό ανάφορο της νήσου της εξορίας μπροστά σε μια φωτογραφία του κοινοβουλίου. Η σκηνή αυτή, εδραιώνει, άθελά της πάντα, μια νέα συμβολική τάξη, το αδύναμο ίχνος της διαφοράς των αντικειμένων της. Μία μετέωρη αφήγηση, που δεν προσβλέπει, εν τέλει, σε καμιά καταγωγή και σε κανένα επέκεινα.
Η καλλιτεχνική χειρονομία του Μπαμπούση εκτρέπει την έδρα των πραγμάτων στην εκδοχή μιας υλικότητας που ο GiorgioAgambenθα ονομάσει «παρωδικό αντικείμενο». Μια παρά-ποιητική λειτουργία που διαθέτει το αντικείμενο στην πιο ευγενή, αλλά ταυτοχρόνως, και στην πιο ευτελή του μορφή. Το παρωδικό αντικείμενο είναι ένα απροσπέλαστο αντικείμενο, ένα αντικείμενο που αληθεύει στο ανεκπλήρωτο της γλωσσικής του εκφοράς και γι αυτό ένα αδύνατο αντικείμενο, ένα αντικείμενο που δεν αντικειμενοποιείται, αλλά διαρκώς υποκειμενοποιείται. Δεν διατίθεται, αλλά αποδίδεται, κι όσο αποδίδεται, τόσο λανθάνει, τόσο διαγράφει την απομακρυσμένη του τροχιά. Στο φάσμα αυτής της απομάκρυνσης, το αναφορικό αντικείμενο, μια εξουσία, ένα κτήριο, ένα χρηστικό ή διακοσμητικό αντικείμενο, ακόμη και μια αισθητική γλώσσα, μεταγλωτίζονται και γίνονται το ιδιάζον, αναπαράστατο αντικείμενο της ποιητικής λειτουργίας. Μια διχαστική λειτουργία που εγκαθίσταται και στο γλωσσικό πυρήνα του έργου του Μπαμπούση, φωτογραφικού, εικαστικού, ποιητικού, αποκαλύπτοντας τη γλώσσα ως μια αδυναμία, ως ένα πεδίο εξάσκησης του μη ασκούμενου, του αδιατύπωτου, αυτού που εκτρέπεται διαρκώς, και μένει ασύλληπτο σε όλες τις αποκαλυπτόμενες στιγμές του. Ό,τι διαφεύγει απ’ το αντικείμενο είναι κι αυτό που το διασώζει, αυτό που το ιχνογραφεί στη σφαίρα του νοητού. Πάνω σ’ αυτή τη συστατική αναδίπλωση της φόρμας, στην εκδραματισμένη της πλευρά, φιλοτεχνεί και ο Μπαμπούσης τον κριτικό του λόγο, για την ακρίβεια την από-γοήτευσή του απ’ το καθεστώς των πραγμάτων.
Μια γλώσσα έτσι παραστέκει στη γλώσσα, αλλά όχι όμως κι ένα παραγλωσσικό φαινόμενο, που επιδεινώνει τους αναδιπλασιασμούς των πραγμάτων και καθιστά το αισθητό δυνατό μόνον στην αισθητική του εμπειρία. Υπάρχει ένα πένθος εδώ. Ένα πένθος που δεν ζωοποιεί το λανθάνων αντικείμενο, αλλά την εμπειρία των μετωνυμιών του. Γιατί η γλώσσα κατονομάζει το πράγμα αλλά με το αδύνατο όνομα της μοναδικής, αναμορφωτικής της εμπειρίας. Η σκηνή έτσι των αντικειμένων του Μπαμπούση ενώ αναγνωρίζεται στα σημεία και στις αναφορικές τους ριζώσεις, είναι εν τούτοις αυτή η παιγνιώδη γραφή του που τα υπαγορεύει και στον ορίζοντα της απώλειάς τους, στον ορίζοντα μίας αδύνατης τοπογραφίας, αυτής της τοπογραφίας του μηδενός.
Mανώλης Μπαμπούσης,«SomethingStupid»,27 Μαρτίου- 13 Απριλίου, Ρομάντσο.