Quantcast
Channel: λεξήματα
Viewing all articles
Browse latest Browse all 155

Το λογοτεχνικό ιδίωμα

$
0
0


     Υπάρχει ένα κατώφλι όπου η γλώσσα αντιστέκεται, όπου η γλώσσα απλώς είναι. Ένα γλωσσικό ιδίωμαπου μένει αδιάγνωστο μέσα στις κατηγορίες του λόγου και των κριτικών του διακρίσεων. Και μιλώ γι’ αυτή τη σιωπή της γλώσσας, μια σιωπή όμως που δεν σιωπά, αλλά που μορφοποιεί επίμονα το ιδίωμά της, το ιδίωμα του έργου της. Από που εκκινεί όμως αυτή η γλώσσα; Που εκ-δηλώνεται; Δηλώνεται; Σε τι εστιάζει; Που εκ-θέτει το ίχνος της; Έχουμε να κάνουμε κυρίως με τη συνθήκη μιας εσωτερίκευσης, μίας επίμονης εσωτερίκευσης,  όπου το έργο δεν καταφάσκει στο ανάγλυφο των πραγμάτων, αλλά στο εσώγλυφο της συγκίνησής τους. Η συγκίνηση του αντί-κειμένου που 'ναι και η εκδήλωση της απώλειάς του, της εικόνας του, και μάλιστα της μνήμης της εικόνας του, όπως θα σημειώσει χαρακτηριστικά ο Κάλας, μίας απώλειας λοιπόν διπλής. Η τοπική του έργου είναι ο τόπος αυτής της απόσυρσης. Ένα καταγωγικό σημείο που διεγείρει τη γλώσσα και εκθέτει το ίχνος της. Η γλώσσα είναι ίχνος, ένα μοναδικό, καθαρό ίχνος, γιατί είναι απώλεια, αυτή η απώλεια των πραγμάτων. Το έργο εκθέτει έτσι αυτή την αδυναμία, την αδυναμία της γλώσσας. Μια αδυναμία που χαρακτηρίζει τη γλώσσα, την υπαγορεύει και την εκθέτει στον πανωλεθρίαμβό της. Όταν η γλώσσα εκτίθεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, υφίσταται τη πυρηνική της καθαρότητα, το ρυθμό της καταγωγικής της μοναξιάς. Αυτό είναι και το πρωταρχικό της ίχνος, η εναρκτήρια έκλαμψή της: το ότι εκφέρεται ως μοναξιά, ως το αδύνατο της απεύθυνσης. Το λογοτεχνικό κείμενο δεν αναγιγνώσκεται έτσι μέσα στο αντικειμενοποιημένο πεδίο ενός λόγου, που υπομένει έστω την καλλιέπειά του, αλλά στην ακρώρεια μιας νοηματικής κατακρήμνισης, που διανοίγει μέσα στην επικράτεια του λόγου, αυτό που ο Foucaultθα ονομάσει στην Ιστορία της τρέλαςτου: “μεγάλο διαχωρισμό”. Μία τομή που δεν έχει να κάνει τόσο με τις χαιλντερλιανέςεκλάμψεις, για παράδειγμα, στο χώρο της ποίησης, ή με τις νιτσεϊκές μεταφορές στο πεδίο της φιλοσοφικής σκέψης, όσο με αυτή τη θέση του ίδιου του γράμματος μέσα στο πεδίο της ζωής, με τη θέση του ομιλ-όντος που εκφέροντας τις λέξεις του, απονεκρώνει τον κόσμο. Είναι η λέξη λοιπόν, η αλήθεια της λέξης, αυτή η λήθη του κόσμου.

     Ο Foucault, καταμαρτυρώντας την τρέλα, μια τρέλα που ζητούσε να την γράφουμε με τρία λάμδα, μιλά για την περίκλειστη σιωπή της γλώσσας της, μιας γλώσσας που υπομένει τη μοναξιά της, μη αποδίδοντας κανένα κατοχυρωμένο έργο. Το γράμμα της Λογοτεχνίας, φέρει κι αυτό μέσα του μια παρόμοια σιωπή, τη σιωπή του ονόματος αυτού του έργου, ενός ανώνυμου, διασκορπισμένου είναιμέσα στο χώρο της αδυναμίας. Το λογοτεχνικό κείμενο έτσι μπορεί να υπογράφεται, και φέρει βεβαίως μοναδικές υπογραφές, αλλά είναι και το κείμενο που υπομένει τη χειραφέτησή του. Η Λογοτεχνία διαρρηγνύει έτσι μια παγιωμένη ρηματική ακολουθία που στο έργο του Foucaultεπιγράφεται ως: Οι Λέξεις και τα Πράγματα. Λέξεις που πλέον δεν αναπαριστούν τον κόσμο, δεν μαρτυρούν «τη γνώση των πραγμάτων» του, αλλά παριστούν την αμηχανία του μπροστά σε μια γλώσσα που διεγείρει και παρ’ όλα αυτά, δεν τον εμπεριέχει. Το συμβάν πλέον δεν εκ-δηλώνεται στον κόσμο, αλλά πάνω στο χαρτί. Είναι αυτό το ίχνος του μελανιού που εγγράφει μια φωνή που, όπως θα ’λεγε ο Derrida, δεν ανήκει. Μια φωνή που δεν ετεροπροσδιορίζεται, αλλά προσδιορίζεται. Μια φωνή που έρχεται από αλλού, πέρα απ'την τάξη των πραγμάτων και γίνεται η γλώσσα του Άλλου, ακόμη καλύτερα: το Άλλο της γλώσσας. Αυτό το Άλλο που ο Nietzscheθα τολμήσει να το κατονομάσει, μέσα στη νύχτα της σκέψης του, καταδείχνωντας τη λέξη, τη λέξη μόνη, στην πυρηνική της εν-οντότητα, ένα καθαρό και ατόφιο σκοτάδι που λαμπυρίζει πάνω στην έρημο του χαρτιού, δοκιμάζοντας τα όρια της γλώσσας, την εσωτερικότητα της εμπειρίας της, την ίδια τη γυμνότητά της. «Μια συνεχή ροή γλώσσας», που όπως σημειώνει ο Foucault, στο Στοχασμό του Έξω, βρίσκεται «πριν από κάθε ομιλία, κάτω από κάθε αλαλία», μια γλώσσα που «ανοίγει έναν χώρο ουδέτερο, όπου δεν μπορεί να ριζώσει καμιά ύπαρξη...Η κάθε λέξη είναι η έκδηλη ανυπαρξία αυτού που κατονομάζει». Ο χώρος της Λογοτεχνίαςείναι ένας βρικολακιασμένος περίγυρος, ένα νυχτόβιο ιδίωμα που απομυζεί τον ίδιον του τον εαυτό, αναλώνοντάς τον στη βουβότητα της εκφοράς του. Γλωσσικά θραύσματα που υπομένουν το είναιτους, και εκτίθενται στη νύχτα που τα δοκιμάζει. Η κειμενικότητα αυτή, αν και εγκαταλελειμμένη, είναι εν κινήσει. Ανήκει στην έλξη που την υπαγορεύει. Διαπερνά “πολλά απαγορευμένα κατώφλια”, [Foucault], για να αποκτήσει πρόσβαση σ'αυτό που δεν διατίθεται και που 'ναι η ίδια η περίκλειση και η απελπισία του ορατού. Μια εσωτερικότητα που αντηχεί τις φωνές της, φωνές που προσκρούουν πάνω σε τοιχώματα σιωπής, και μετατοπίζονται, μετατονίζονται, μεταγράφονται. Αναλίσκονται σε μια κωδικοποίηση που δεν αναφέρεται πουθενά. Είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε το γράμμα στη γλώσσα του ίχνους, να το εντοπίζουμε στη μαύρη τρύπα της εμπειρίας. Η Λογοτεχνία δεν εκβλασταίνει στο περιβάλλον «των γραμμάτων», αλλά σ'αυτό που η Durasθα ονομάσει «οδύνη της πραγματικότητας». Είναι μια γλώσσα που πάσχει, μια γλώσσα που πάσχει τη γλώσσα, κι αρθρώνει το υποκείμενό της στην εκφραστικότητα του πάθους της. Μία ακραία κωδικοποίηση που εκφέρει το ανέκφραστο και κάποιες φορές κι αυτό το ανέκφραστο του εαυτού της. Μια παραβατική, όπως θα ’λεγε ο Foucault, στιγμή της γλώσσας, όπου η γλώσσα σαγηνεύεται απ'τις συγκινήσεις της κι εγκαταλείπεται σε ιδιώματα που διαρκώς συσκοτίζουν τις διατυπώσεις της. Μια ιδιοπροσωπία που εξαιρείται μέσα στην επικράτεια του λόγου κι αναγνωρίζεται στην ιδιαίτερη α-ορατότητά της. Δεν είναι επιτήδευση το λογοτεχνικό ιδίωμα, είναι απόσυρση, είναι εγκατάλειψη, είναι η απορία του πραγματικού, το αδιατύπωτο της έγερσής του, η αδύνατη εμπειρία του, που αποσταθεροποιεί τον κόσμο μας και αποκαθάρει την γλώσσα του. Αυτή είναι άλλωστε και η πιο μεγάλη δωρεά της: η σιωπή που κομίζει.

     Είμαστε ήδη όμως μέσα σ'αυτό που ο Batailleθα ονομάσει «εσωτερική εμπειρία». Μια ετεροτοπική συνθήκη που δια-στρέφει τα γραμματολογικά σημεία προς μια συνάρθρωση πέραν της κοινοτοπίας της γλώσσας και του νοήματός της. Μία μετοίκηση που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι και μια νέκυια γλωσσική, μια καταβύθιση στη νύχτα του κόσμου. Από εκεί που αρδεύει η γλώσσα και το αδύνατο είναιτης, απ'αυτή τη νύχτα, μια λέξη που μας πηγαίνει κατευθείαν βέβαια στον Mallarmé. Ένα είναιεγκαταλελειμμένο στις φωνές αυτής της νύχτας, που γίνονται και οι φωνές του έργου της. Συντονιζόμαστε μέσα στη νύχτα αναγνωρίζοντας το ίχνος του άλλου, την ευθραυστότητά του, έναν, εν τέλει, εξαρνημένο εαυτό. Η γραφή διαφυλάττει αυτό το άρρητο. Κατονομάζοντας το, λεκτικοποιώντας το, το καθιερώνει μέσα στην επικράτεια της μοναδικής της σιωπής. Γίνεται έτσι ο μεταφυσικός του ορίζοντας, μια απειρία που την δεξιώνει και την καθιστά ορατή. Οι λέξεις είναι, η άπειρη σιωπή τους. Λέξεις του άρρητου, γλωσσικές του εκ-στάσεις που δεν καθεύδουν. Αυτός ο εσωτερικός, μυστικός, θα πει ο Levinas, ορίζοντας των λέξεων, που διανοίγει τις λέξεις στο ακατονόμαστο. Η γλώσσα υπομένει αυτόν ακριβώς το σπαραγμό, την ενοχή αυτής της διαφάνειας. Ό,τι γράφεται διασύρεται. Ό,τι διαφυλάσσει αυτή η εσωστρέφεια των λέξεων. Ό,τι αποκαλύπτει κι ό,τι αποκρύπτει, και όσο αποκαλύπτει τόσο αποκρύπτει, γιατί το άρρητο είναι το μόλις ορατό της αορατότητάς του, το αποσιωπημένο, όχι μια χάραξη πάνω στην πέτρα, όπως ήθελε ο Celan, αλλά στην άμμο, όπως «έγραφε» ο Ιησούς.

     Η λογοτεχνική γλώσσα δεν είναι έτσι μια θριαμβεύουσα γλώσσα, μια αποκάλυψη, αλλά μια επιδεινούμενη κρίση. Θεμέλιο του έργου δεν είναι το κυρίαρχο νόημά του, αλλά το απορημένο είναι του δημιουργού του. Δεν είναι η «ανάγκη για γράψιμο» που γεννά το έργο, ούτε το ταλέντο του δημιουργού, αλλά ούτε κι’ αυτή η ακριβή επίσκεψη της έμπνευσης, αλλά ο προγενέστερος Άλλος, ο ήδη παραδομένος του λόγος, οι λέξεις του, διαθέσιμες στο ανείπωτο, αυτή η διαρκής τους συσσώρευση, η γονιμότητά τους, η επαναδιέγερσή τους. Ο συγγραφέας έτσι παραδίδεται στην κυριαρχία αυτού του πρότερου λόγου, που τον αποδέχεται, τον δαπανά, τον μεταθέτει, τον εκμεταλλεύεται ανενδοίαστα. Η λογοτεχνία ως ένας ενεργοπαθητικός ερωτισμός. Αφήνομαι να ενεργήσω πάνω σου. Ένα έργο πάντοτε εν εξελίξει, κυριολεκτικά ελευσόμενο. Ανιστορημένο στη καταγωγική του απορία και γι’ αυτό η «αλήθειά» του θα είναι πάντα και το πιο αμφιλεγόμενο σημείο του, αυτή ακριβώς η δι-αφάνειά του, το «σιωπηλό του κενό», [Blanchot]. Όταν σκεφτόμαστε τη γραφή αναγκαστικά εκκινούμε τις σκέψεις μας απ’ αυτό το μηδέν. Την αδύνατη θέση της πάνω στο σώμα του Πραγματικού. Μια γραφή που γίνεται και η ανάμνηση του εαυτού της, η πιο αδύνατη εκφορά του. Η σκηνή της έκλειψης του κόσμου και η «πανούργα» δεξίωση της απώλειάς του. Παραφράζοντας μια ρήση του Barthes, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η λογοτεχνία αντιγράφει αυτό που είναι ήδη απωλεσμένο. Ό, τι απομένει είναι η διακειμενικότητα, το συμπαντικό στερέωμα της γραφής, όπως αυτός ο διάφανος ορίζοντας της θάλασσας που συνέχει και διεγείρει πάντα όλα τα τοπία της Duras. Είναι αυτή η «παραβατικότητα της λογοτεχνίας», η ομιλούσα σιωπή του κόσμου, το κατοπτρικό του ίχνος, η επιστροφή όλων των εξαρνημένων του λέξεων, το αδύνατο ίχνος τους επί χάρτου. «Ο χώρος της λογοτεχνίας», γράφει ο Blanchot,«είναι ο χώρος της καταστροφής». «Το τέλειο έγκλημα» του Baudrillard.

     Η λέξη ραγίζει και διαχέει το σκοτάδι της, που ΄ναι αυτό το κοσμικό σκοτάδι. Ένα σκοτάδι που δεξιώνει και διαφυλάττει το Πραγματικό του κόσμου. Μια ανερμήνευτη ροή Λόγου, που δρα αθόρυβα. Ένα ρίγος - αυτό το ρίγος των λέξεων - που δεν εγγράφεται, αλλά αποδίδεται στις λέξεις, τις διατρέχει, τις διασύρει, τις αποσπά απ’ την επικράτεια του νοητού. Γιατί οι λέξεις, οι λέξεις είναι, αυτή η απεύθυνση στον Άλλον, στο Άλλο του άλλου, η συν-κίνησή τους, το Εσύ που εμπεριέχουν. Μία αλλότητα που στοιχειώνει τις λέξεις και κάνει το ειπωμένο τους ανείπωτο, και την περιοχή της εμβέλειάς τους ένα άβατο πεδίο. Όπου αυτές απευθύνονται, σ’ αυτό το πέραν του Άλλου, που ξάφνου δεν είναι ο Άλλος της πρωταρχικής μας απεύθυνσης, αλλά ο Άλλος της από-γοήτευσής μας, ο Άλλος του αοράτου και του ανείπωτου. Ένας Άλλος που δεν ενδίδει. Το έργο έτσι, ως έργο αυτής της γλώσσας, είναι ένα έργο «οὐχὶ παραδεδεγμένης χρησιμότητας»,όπως θα περιγράψει το λογοτεχνικό έργο ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ένα άχρηστο αντί-κείμενο, μέσα στο πεδίο του λόγου, που εκθέτει απλώς την αδυναμία του. Ένα ίχνος που δεν εφάπτεται πουθενά. Ο εσωτερικός του αντίλαλος μόνο. Ένα έργο μετά το έργο, μια καθαρή μεταγλώσσα. Αν υπάρχει μιαν αλήθεια μέσα στη γλώσσα αυτή δεν είναι άλλη απ'το απόκοσμο των ιχνογραφήσεών της. Χαράξεις που δεν την περατώνουν, παρά διαθέτουν μόνο τα σημεία της διαφυγής της πάνω στο ρημαγμένο και ρηγματωμένο σώμα του πραγματικού. Αυτό που εγγράφεται σ'αυτό το σώμα, απ'τη μεριά της λογοτεχνίας, γιατί είναι πολλά αυτά που επιχειρούν πάνω σ'αυτό το παλίμψηστο, δεν είναι ένας εκ-φερόμενος λόγος αλλά ένας φέρων λόγος, ένας λόγος που δεν εντοπίζεται στο πεδίο των αναφορών του, αλλά στη τοπική μιας περίκλειστης και αδιάθετης οντολογίας.

     Η γραφή διανοίγει το πεδίο της. Ένα πεδίο έγερσης και άσκησης του υποκειμένου της. Του υποκειμένου του συγγραφέα αλλά κι αυτό του αναγνώστη. Ένα πεδίο έτσι υποκειμενοποίησης, όπως κατέδειξε και ο Foucaultστην περίφημη διάλεξή του Questcequunauter?. Όταν το κείμενο δεν είναι πια ένα πεδίο έκφρασης του ενός, αλλά ένα πεδίο ιχνογράφησης αυτής ακριβώς της απουσίας, της «ενικότητας της απουσίας», όπως χαρακτηριστικά λέει ο Foucault, αλλά μαζί κι ένα πεδίο δυνατοτήτων. Δυνατοτήτων αυτού του ισχνού υποκειμένου, που μόλις κι αχνοφαίνεται μέσα απ’ τις γραμμές. «Ο συγγραφέας», σημειώνει ο Agamben, σχολιάζοντας τη διάλεξη του Foucault, «χαράσσει το σημείο όπου η ζωή διακυβεύτηκε στο έργο. Όπου παίχτηκε, όχι όπου εισακούστηκε και εκπληρώθηκε. Για τον λόγο αυτόν και ο συγγραφέας δεν μπορεί παρά να παραμείνει, στο έργο, ανεκπλήρωτος και άρρητος. Αυτός είναι το δυσανάγνωστο που καθιστά εφικτή την ανάγνωση, το θρυλικό κενό από το οποίο απορρέουν η (συν)γραφή και ο λόγος». Μια φαντασματική παρουσία που δι-εγείρεται στο φάσμα της γραφής κι αναγνωρίζεται. Μια εργασία καθ’ υπαγόρευση του Λόγου, που κειμενοποιεί την εμπειρία του, προσδιορίζοντας συγχρόνως και την ισχνή θέση του υποκειμένου του. Γι’ αυτό και ο Foucaultμιλά για το «χνάρι του συγγραφέα», όταν ο συγγραφέας παίρνει τη θέση του νεκρού. «Το χνάρι του συγγραφέα», λέει ο Foucault, «βρίσκεται μόνο στην ενικότητα της απουσίας του, σε αυτόν ανήκει ο ρόλος του νεκρού στο παιχνίδι της συγγραφής». Η γραφή έτσι γράφει στο αδιάθετο εσωτερικό του, αναπαριστά την πυρηνική του συνθήκη. Μια συνθήκη που εξαχρειώνει το ίχνος της ζωής, δοκιμάζοντάς το, απομυζώντας το, απομυζώντας το έως θανάτου. Η δι-αφάνεια του συγγραφέα είναι στην πραγματικότητα μια νεκροφάνεια, η νεκροφάνεια των λέξεών του. Το ανεκπλήρωτο και άρρητο που συνέχει τον πυρήνα της γραφής, και που είναι ένα αδιάβατο κατώφλι στη σκηνή του Έξω, άλλη μια έννοια που κομίζει ο Foucault, στοχαζόμενος πάνω στο έργο του Blanchot. Η σκηνή αυτή είναι η σκηνή μιας απομακρυσμένης εγγύτητας, μίας παρούσας απουσίας, μίας αδύνατης άρθρωσης που εξαντλεί το Λόγο στην μοναδική του σκηνή. Το ποίημα έτσι δεν είναι η έκφραση κανενός, ούτε του ποιητή, ούτε του αναγνώστη, είναι το ανέκφραστο του Λόγου, η αμετάδοτη εμπειρία του βιώματός του, ένα επέκεινα που διατίθεται αποσυρόμενο, διαθέτοντας μόνο τη τροχιά της απομάκρυνσης του, όπου το ποίημα υπάρχει. Μια κατάσταση δαιμονική, που φέρει τον δαίμονά της, διεγείρεται στην ενέργειά του, αναλίσκεται στο ζόφο του και γίνεται ο τόπος του μυστικού, της απόκρυψης, της κατάχωσης, του σβησίματος του ίχνους, όταν το υποκείμενο της αποτραβιέται, όχι μόνον απ’ τον κόσμο, αλλά και απ’ τον ίδιον του τον εαυτό. Να υπάρχει μόνο η σειρά των λέξεων, ο απόκοσμος ρυθμός τους. Μια καταφυγή. Αυτή η καταφυγή του κανενός.

     Η γραφή είναι έτσι ο «εχθρός του ποιητή», [Χειμωνάς]. Υπονομεύει τον δημιουργό της και την προοπτική του έργου του. Τους εξωθεί και τους δύο στις ακρώρειες μιας τελικής διακινδύνευσης. Είναι αυτός ο κενός πυρήνας του έργου, το αδιατάρακτο σημείο του, ό, τι έχει κατανοηθεί, έστω και λανθασμένα, ως η μοναξιά του ποιητή. Είναι το έργο που κλείνει μέσα του την απουσία, την απουσία τώρα κι αυτού του ίδιου του δημιουργού του, όταν προσέρχεται σ’ αυτό για να καταφύγει στον εαυτό του, βιώνοντας εκεί την πιο οριακή του μοναξιά. Αυτή ακριβώς η απουσία του έργου καθίσταται πλέον και η αιώνια ουσία του. Η γραφή που δεν είναι η α-λήθεια του κόσμου αλλά η λήθη του, η εκτροπή του στη σκηνή της σαγήνης, μια σκηνή αυτή του θανάτου. Εν τούτοις ο συγγραφέας γράφει, γράφει αυτό το «ίχνος του μολυβιού», όταν το άλλο χέρι, το χέρι που δεν γράφει, όπως θα πει ο Blanchot, πετά το μολύβι που γράφει και μένει μόνο του αυτό το ίχνος, στη μοναξιά της αφαίρεσής του, απ’ αυτή την ατέρμονη κυκλοφορία του λόγου. Μένει το ίχνος μίας καθήλωσης αποσπασματικής. Μια ατελή και αναμένουσα δομή. Αυτό το παράδειγμα του Kafka, το ημιτελές έργο του. Ένα έργο που ξέρει μόνο να αποσπά και ν’ ακυρώνει. Η ματαιότητα της κατασκευής και η διάψευση της υπόσχεσής της, όταν αυτή η ροή διακόπτεται από μιαν άλλη ροή και οι παραναγνώσεις της δεν υπερέχουνε πια. Ο συγγραφέας έτσι δεν είναι ο δεξιοτέχνης της γραφής, αλλά αυτός που γράφεται, που αφήνεται στο καθεστώς της εγγραφής του, στην επήρεια της γλώσσας. Μια γλώσσας όμως χαοτικής και αμφίσημης που καθιστά σχεδόν αδύνατη οποιαδήποτε απόπειρα τελεσίδικης ερμηνείας. Υπάρχει μόνο αυτή η διασπορά του κειμένου, οι στιγμιαίες αναγνωστικές του καθηλώσεις και εκτροπές. Αυτό το περιβάλλον της διακειμενικότητας, του κειμενικού αποθέματος, του «άγχους της επίδρασης», όπως θα πει ο Bloom, που κατατρώει το δημιουργό. Το πρωτότυπο δεν υπάρχει. Το πρωτότυπο απωλέσθη. Αυτό που υπάρχει είναι η κυκλοφορία του, η διάχυσή του, η μεταβολή του σ’ αυτό το καθεστώς της επανεγγραφής, η μετάθεση του σε μια νέα σκηνή, σ’ ένα νέο ύφος. Ακόμη και η πιστή του αντιγραφή είναι σχεδόν αδύνατη, αυτή η μοναδική, οντολογική, υπεροχή της υπογραφής. Η λογοτεχνία έτσι συγκροτεί το δικό της αυτονομημένο κόσμο, ήρωες που αναλαμβάνουν τη ζωή τους, που εξελίσσονται, κυκλοφορούν, μέσα από άλλες υπογραφές, από άλλες αναγνωστικές εμπειρίες. Το λογοτεχνικό έτσι έργο γίνεται ο δικός μου μοναδικός καθρέπτης, η δική μου αλήθεια, ο δικός μου ρεαλισμός, το δικό μου χάσιμο. Αυτή η σιωπή των Σειρήνων. Ακόμη μια ενέδρα της νύχτας.

     Η γραφή είναι ο τόπος αυτής της απόσυρσης αλλά και ο τόπος μιας ανάδυσης. Το αποσυρόμενο ίχνος του υποκειμένου της και το αναδυόμενο ίχνος του γράμματος, μοναδικός και αδύνατος μάρτυρας αυτής της απόσυρσης. Αν ο αυτοβιογραφούμενος λόγος εξιστορεί έτσι κάτι, αυτό δεν είναι τίποτε άλλο απ'το αδύνατο της εξιστόρησης, μιας και το υποκείμενο της δράσης είναι πλέον εγκαταλελειμμένο στην αλαλία των φασματικών του καθηλώσεων. Η σκηνή της γραφής είναι η σκηνή αυτής της ζωικής απώλειας, των αντεστραμμένων της ιχνών, που συσσωρεύονται και δια-γράφουν τους ποιητικούς της ψιθύρους. Ακόμη κι όταν ο τόνος της γραφής εμμένει στη πιστότητα των αφηγηματικών της τοπίων, αυτό που αναβλύζει απ'τις εικόνες της είναι το σκοτεινό πεπρωμένο του γράμματος, μια πληγή που εκκινεί τη γραφή και δι-εγείρει τη μοναδική της εμπειρία, πάντα αυτή, μια εμπειρία θανάτου. Το υποκείμενο έτσι της γραφής διασώζεται στο αδύνατο της καταγραφής του, στις ρηγματώσεις της αναπαράστασής του. Ενα υπο-κείμενο που αναλαμβάνει τις μετωνυμικές του εξ-άρσεις, τις οντολογικές του εκδιπλώσεις και τις υπαρκτικές του επιστροφές. Δεν γράφεις, αλλά εγγράφεσαι, απ'τη χειρονομία που σε κατακλύζει και κατακλυζόμενον σε αποδίδει στη δική της μορφική αν-ακολουθία. Οι αφετηριακέςαναμνήσεις του μυθιστορήματος, εισερχόμενες στη σκηνή του, αναλαμβάνουν ένα πάθος που δεν είναι το καταγωγικό τους πάθος αλλά το πάθος των λέξεων του, τον ίλιγγο της αφήγησής τους. Η αφήγηση της ζωής που ’ναι και το πανούργο τέχνασμα του γράμματος, η ζωική του αδιαφορία, η αφιέρωσή του στο αμνημόνευτο και ανεντόπιστο. Σημεία όλα που εκτρέπονται στην ετερονομία της γραφής και στην καινοφανή προοπτική της. Η γραφή δεν μαρτυρά έτσι τίποτε, αλλά και δεν αποσιωπά όμως. Σιωπά μόνο. Είναι αυτή η σιωπή του γράμματος που διαστρέφει τις φωνές της επιθυμίας και τις ενθηκεύει στις πιο βαθιές της πτυχώσεις. Ένα διασαλευμένο τοπίο, εγκαταλελειμμένο στην αναμορφωτική προοπτική του, στην αρχαιολογία των ονομάτων του, στις πολλαπλές αλλά και μοναδικές του αναγνώσεις. Ένα διασωθέν ίχνος που ’χει απωλέσει το αρχικό του σχήμα και εκτρέπεται, ξανά και ξανά, στη δίνη των αφηγηματικών του προκλήσεων. Ένα συμβάν, αυτό το συμβάν της γραφής, που κατονομάζει το ίχνος, διασώζοντάς το από τον κύκλο της απώλειάς του. Ό,τι διασώζεται στον τόπο της γραφής είναι ό,τι απωλέσθηκε στον κύκλο της ζωής, ό,τι ανευρέθηκε ακέραιο στην ανωνυμία του κόσμου και ανέλαβε το όνομά του. Δεν μας διασώζει όμως απ'την απώλεια το γράμμα κατονομάζοντάς μας, μας υπαγορεύει μόνο, στον ενιαύσιο κύκλο του αναστοχαστικού μας χρόνου, στην ανεπικαιρότητα μιας γλωσσικής μας καταβύθισης, εκεί όπου εισακούεται η γλώσσα, όχι στην ολότητά της αλλά στην αποσπασματικότητα του ύφους της, εκεί όπου η γλώσσα γίνεται έκ-φραση, η ύστατη μορφή της απώλειας.

     Η απώλεια του κόσμου είναι πάντα εγγράψιμη. Ακόμη κι αυτό που είναι πέραν της γραφής, και εξελίσσεται στην επικράτεια της ζωής, αναλαμβάνει τον εαυτό του στην εκκεντρικότητα του καταγραμμένου του ίχνους. «Υπάρχω», θα πει ο Derrida, «σημαίνει είμαι-μέσα-στο-βιβλίο». Αυτό που με αποξενώνει απ'τον κόσμο είναι κι αυτό που μ'αποδίδει στην ξ-ενικότητά μου, στο κρυπτογράφημα που φέρω και συντάσσω μυστικά εντός μου. «Είμαστε το χειρόγραφο ενός άλλου», λέει κι ο Jaspers. Μία ανάγνωση του εαυτού μας, ένα κείμενο εν εξελίξει και έως θανάτου. Γράφω τη ζωή σημαίνει γράφω ό, τι μου υπαγόρευσε τη ζωή, ό, τι κατέστησε τη ζωή δυνατή στο πεδίο των αφηγήσεών της. Το κείμενο υπαγορεύεται από έναν ψυχισμό που έχει συνταχθεί απ'την τεχνική των κειμένων. Ίχνη όλα, που εν-τυπώνουν στο ψυχικό μας εύρος τις παραστάσεις τους. Το ίχνος στην ψυχανάλυση είναι πάντα ένα ίχνος απώλειας, ο μάρτυρας μιας καθολοκληρίαν απουσίας. Οι εικόνες έτσι της γραφής είναι σκιές του εαυτού τους, κειμενικές απολήξεις, μετέωρα θραύσματα που μένουν, αυτός ο λήθαργος των πραγμάτων, η αφηρημένη τους διάρκεια σ'αυτόν τον μετεωρισμό, ο ανιστορικός τους χρόνος. Σ’ αυτήν ακριβώς την εκτροπή, οι λέξεις, η μία μετά την άλλη, μια αλύσωση εξιστορήσεων, αναβάλλουν τον πόθο και τον εκβάλουν στο ολοκαύτωμα της αναμονής του. Ο εκ-τοπισμός του πόθου, από την πραγματικότητα της σαρκικής του υπόστασης, και ο εν-τοπισμός του στην αφηγηματικήτης από-κάλυψής του, που ’ναι ο τόπος της γραφής, το καθεστώς μιας καθαρής επιθυμίας, «μιας επιθυμίας χωρίς τον Άλλον», όπως θα πει ο Lacan. Αυτή η ακύρωση της απόλαυσης και η υποκατάστασή της με λέξεις, η τοπολογική της κατακρήμνιση και το ανεγγράψιμο της διαφωράς της. Μια απονεκρωτική γλώσσα που κρυπτογραφεί στον πυρήνα των καρκινικών της κυττάρων όλα τα αποθησαυρισμένα μας σημεία. Είμαστε ένα υστερόγραφο της γλώσσας, ένα εξαντλημένο αρχείο, αφυδατωμένο απ’ όλα όσα θα έδειχναν ζωή.  


Η φωτογραφία είναι του Kenneth Josephson



Viewing all articles
Browse latest Browse all 155

Trending Articles