Στον ίσκιο κάποιων Φιλύρων, σ'έναν μικρό κολπίσκο, μια παλιά ξύλινη καλύβα. Το ελάχιστο “κατοικώ” ενός ηλικιωμένου ζευγαριού, του Φιλήμονα και της Βαυκίδας, που στέκε σαν από αιώνες πάνω σ'ένα βράχο που τον χτυπάνε τα κύματα. Μια ειρηνική, ειδυλλιακή ζωή που αναλώθηκε στο περιβάλλον αυτού του τοπίου, στις εγέρσεις και στις σιωπές του, καθώς και στα ίχνη των αναμονών του. Ένα φιλόξενο πάντα κατώφλι που δεξιωνόταν, στην απλότητά του, τις ακριβές και μοναδικές του επισκέψεις. Κι ένα καλύβι όμως που έστεκε στη μέση μιας μεγάλης ιδιοκτησίας, αυτής της αυτοκρατορικής επικράτειαςτου Φάουστ. Στην Πέμπτη και τελική πράξη της τραγωδίας του, όπου απαντάται και η ιστορία της καλύβας, βρίσκομαι τον Φάουστ σ'ένα βαθύ γήρας, “είναι ακριβώς εκατό χρονών”. Κυρίαρχος πλέον της αυτοκρατορίας του αλλά και απόλυτα αφοσιωμένος στη εκσυγχρονιστική του εργασία. Ατμομηχανές που δούλευαν νυχθημερόν, μεταμορφώνοντας τη γη του σε μια γη του πυρός. “Νύχτα ανάβουνε φωτιές / Τη μέρα φράγμα για να χτίζουν”. Και μέσα σ'αυτό τον οικοδομικό οργασμό το ίχνος ενός παλιού κόσμου, ένα σάπιο καλύβι, κι ένα μικρό ξωκκλήσι κάπου κοντά του που καμπάνιζε και δαιμόνιζε τον Φάουστ, θυμίζοντας του ένα μεσαιωνικό παρελθόν που όφειλε επιτέλους να γίνει στάχτη. “Θέλω να διώξω τους δυο γέρους, / Οι φιλύρες να μου ανήκουνε ολοσχερώς / Τα μη δικά μου λίγα δέντρα επιτέλους, / Το βασίλειο μου στενεύουν διαρκώς. / Εκεί θέλω ολόγυρα για να κοιτάζω / Στα δέντρα σκαλωσιές να βάζω”. Το έργο θα αναλάβει ο Μεφιστοφελής. Θα πυρπολήσει, στο όνομα του Φάουστ, το καλύβι και μέσα στο λαμπαδιασμένο του άχυρο θα κάψει και το ηλικιωμένο ζευγάρι. “Είδα φωτιές να σπιθίζουν / στις φιλύρες, νυχτιά, / Δυνατά ν'ανεμίζουν / Στον αέρα κλαδιά / Το καλύβι ν'ανάβει, / Που στεκόταν υγρό. / Να σωθεί να προλάβει, / Που βοήθεια να βρω. / Οι κακόμοιροι οι γέροι, / Έτρεμαν τη φωτιά! / Της φλόγας γίναν ταίρι! / Φρίκη νοιώθει η ματιά!”. Αυτό ήταν. Τώρα το πεδίο είναι ελεύθερο, για να μεταμορφωθεί σε μια εύφορη κοιλάδα, σε μια προσοδοφόρα επένδυση. Αμέσως οι εργάτες θα αναλάβουν το έργο τους. “Πλήθος εργάτες θέλω να μαζέψεις, / Με το καλό και τ'άγριο να τους προτρέψεις”, η νέα εντολή στο Μεφιστοφελή. Αυτός ο ήχος του φτυαριού, ό, τι ηχεί ωραία στα αυτιά του Φάουστ. “Των φτυαριών ο ήχος πως μ'ενθουσιάζει”. Ένας ήχος που ο Φάουστ νόμιζε ότι ερχόταν από τις εργασίες του φράγματος στην αποστραγγιστική τάφρο, αλλά φευ, ήταν τα φτυάρια των Λεμούριων, των κακών πνευμάτων, που έσκαβαν τώρα το δικό του τάφο, κατ'εντολήν, αυτή τη φορά, του Μεφιστοφελή.
Η ιστορία του Φάουστ είναι η ιστορία του εξιστάμενου ανθρώπου. Μιας έγερσης που ανθίσταται στον ουράνιο χορό της Βαλπούργιας νύχτας. Αυτής της δαιμονικής αποκάλυψης που εγκαταλείπει τον Φάουστ στην έξοδο του ιστορικού του πεπρωμένου. Αν υπάρχει μια στιγμή όπου ο άνθρωπος εγκαταλείπεται μόνος είναι η στιγμή αυτής της νύχτας, της σκοτεινής της φωτοχυσίας, που απο-καλύπτει τον άνθρωπο στη γυμνότητά του, στην ερημικότητά του, σ'αυτό το ερήμην που εφ εξής θα τον εξουσιάζει. Ο άνθρωπος έτσι επιδίδεται και αποδίδεται στην ελευθεριακότητα της αισθησιακής του απόλαυσης και στο εναρκτήριο της πραξιακής του αλήθειας. “Έζησα για να ποθώ και για να οικοδομώ”, λέει ο Φάουστ. Η ουράνια σφαίρα γίνεται έτσι ένα περίκλειστο αλλού που δεν πενθεί τη δαιμονική εκτροπή του ανθρώπου αλλά απεναντίας την ενισχύει με την αποστολή του Μεφιστοφελή, μια αποστολή που αναλίσκεται, χωρίς να δαπανάται, στην υπηρεσία του Φάουστ. Οι νύχτες και οι μέρες έτσι του ανθρώπου αφιερώνονται στην γνωστική του εργασία, σε μια αντεστραμμένη αφήγηση που εγγράφει τον άνθρωπο στο ισοδύναμο της ανθρωπινότητάς του. Το αισθησιακό σύμπαν που διανοίγει ο Μεφιστοφελής στην επιθυμία του Φάουστ γίνεται και ο ορίζοντας της πολιτικής του ελευθερίας. Η πραξιακή δυνατότητα του ανθρώπου εγγράφεται στη γεγονικότητα του πεπτωκότος είναι του και όχι στην καταγωγική του ανάμνηση. Το σύνορο με την ουράνια τάξη έχει χαραχθεί και η χάραξή του έγινε αποδεκτή κι απ'την άλλη πλευρά. Γράφει ο Στέφανος Ροζάνης πάνω σ'αυτό το παράδοξο: “Ο ίδιος ο λόγος των δοξολογούντων αγγέλων στο κείμενο του Φάουστ ενθηκεύει μα απειλητική σύγχυση: είναι λόγος ά-σχημος μεταξύ ουρανού και γης, θείου και δαιμονικού, αγγελικού και εωσφορικού. Επιδιώκει μάλιστα αυτή τη σύγχυση κι αυτή την α-σχήμια, τη φανερώνει και την αναδεικνύει ως οριακό πεπρωμένο του αγγελικού. Διότι στον λόγο των αγγέλων δεν δοξολογούνται μόνον οι αγαθότητες της δημιουργίας αλλά εξ ίσου και οι δαιμονικές δυνάμεις οι οποίες καθιστούν το χώρο της δημιουργίας πεπρωμένο του ανθρωπίνως πράττειν”. Ο Φάουστ επιθυμεί και ενεργεί έτσι στον ορατό ορίζοντα μιας επί γης οικουμενικότητας. Το μεσαιωνικό κοσμοείδωλο γίνεται στάχτη μέσα στο θρίαμβο των ατμομηχανών. Υπάρχει βέβαια πάντα η νύχτα, για την ακρίβεια οι νύχτες, οι αγγελικές και δαιμονικές τους εκλάμψεις, ο κύκλος του θρησκευτικού, αυτός ο ήχος της καμπάνας απ'τη μεριά της καλύβας, στην οποία όμως ο Φάουστ δεν ενδίδει. Αν και υπάρχει μια νύχτα στην οποία αυτός παραδίδεται, που αν και δεν είναι η Βαλπούργια νύχτα των μαγισσών είναι εν τούτοις η νύχτα του μυθολογικού. Στην πραγματικότητα σ'ένα μεταιχμιακό σύνορο, σ'αυτό ακριβώς το σύνορο, όπου συναθροίζονται δύο διαφορετικοί κόσμοι, και διχάζουν τον Φάουστ:“Αχ μέσα μου φωλιάζουν δυο ψυχές. / Η μια θέλει την άλλη να χωρίσει”. Ένας κειμενολογικός ιστός διαφορετικών νημάτων και ριζώσεων που εγγράφει και την τραγωδία του. Η κειμενική υπόσταση του Φάουστ συντάσσεται απ'το Αττικό Δράμα, την Κωμωδία, απ'τον θεολογικό, τον ποιητικό και τον αφηγηματικό λόγο. Ένα λογο-τεχνικό υβρίδιο που διανοίγει και διανοίγεται στη νεωτερική του σκοποθεσία. Από την έδρα τουτου κλασσικού λόγου ο Goetheστήνει τον ορίζοντα της χειραφέτησης του απ'τις θεολογικές του σπουδές. Βέβαια μέσα στη κοσμοχαλασιά της καταγωγικής του νύχτας ο λόγος δεν μπορεί παρά να αναλαμβάνει κάποιες φορές και την σκοτεινότητά του, τη νύχτα του σκοτεινού δρυμού, τα πνεύματα ενός βαθύσκιωτου κόσμου, μικρές φλογίτσες που τρεμοπαίζουν πάνω από ποτάμια και έλη και στις κορυφές των βουνών, όπως στη γαλάζια λάμψητης Ρίφενσταλ, αυτό το απόκοσμο φως της πανσελήνου, γιατί η φύση που απαντάται στον Φάουστ είναι η φύση της πρώτης νύχτας, το κοσμογονικό της ρίγος, οι φωνές της, οι φωνές της δρυός και της φιλύρας, η αποθέωση μιας αιώνιας συνομιλίας, του Φιλήμονα και της Βαυκίδας, μιας συνομιλίας δίχως τέλος, ένας μυστικός και ατελεύτητος ψίθυρος, που δεν μαρτυρά τίποτε, ούτε αποκρύπτει αλλά σημαίνει. Μια νύχτα που δεν καθηλώνει μόνο τον Φάουστ αλλά και τις ουράνιες τάξεις, τις απομυζεί, καθώς τις εκθέτει στην ανελέητη σκοτεινότητά της. Μια σκοτεινότητα που θα γίνει και η μοίρα του ανθρωπίνου. Η έγερση του ανθρώπου προϋποθέτει την πτώση του, την έξοδο του απ'το ουράνιο κατώφλι, αυτή που θα συγκροτήσει και τη ψυχική του ανάμνηση, το πυρηνικό του πένθος.
Ο Φάουστ είναι μόνος, στην ανοικτότητα αυτού του κόσμου, στη διαθεσιμότητα της επικράτειάς του, στη βάσανο των επιλογών του, σ'ένα κυκεώνα αναπαραστάσεων που εγείρονται και διαγράφουν την οραματική τους τροχιά. Ο Φάουστ δεν μοιράζεται τίποτε με τους ενοίκους της καλύβας, ούτε καν τον τόπο τους. Το ηλικιωμένο ζευγάρι είναι στα μάτια του δέσμιο μιας καθηλωτικής αφοσίωσης, μιας ουράνιας αναμονής. Είναι μια ζωή που δεν συντονίζεται στην ιστορική της πραγματικότητα, δεν εξελίσσεται, δεν αναλαμβάνει την κοσμική της αγωνία. Αυτός ο μεσαιωνικός λήθαργος που είναι για τον Φάουστ και το μεγάλο εμπόδιο στην αισθησιακή του αποπλάνηση. Ο Μεφιστοφελής πυρπολεί την καλύβα, μαζί και τους ενοίκους της μέσα, γιατί είναι και ο μόνος εγγυητής αυτής της ελευθερίας, αυτής της ιστορικής δοκιμασίας του ανθρώπου. Το εκμηχανισμένο περιβάλλον της αυτοκρατορικής επικράτειας του Φάουστ είναι και η εναρκτήρια στιγμή της ιστορίας, όπου ο άνθρωπος αναλαμβάνει την τελικότητά του και την ιστορική του επανέναρξη. Και είναι σ'αυτό το μεσοδιάστημα που η παρέμβαση του Μεφιστοφελή είναι μια παρέμβαση μείζονος σημασίας. Γιατί είναι αυτός που εγείρει και εδραιώνει τις σκεπτομορφές του Φάουστ, που ιχνογραφεί τις αναπαραστάσεις του, το καινοφανές ίχνος μιας νέας ιεροφάνειας που διακηρύσσει την πίστη της και στοιχίζει το ακροατήριό της. Ένα μεταιχμιακό μεσοδιάστημα που προοδευτικά θα υποχωρήσει μπροστά στη νέα μοίρα που διανοίγεται για τον άνθρωπο. Ο Μεφιστοφελής επεμβαίνει στην ανθρώπινη ιστορία όσο του το επιτρέπει ο Φάουστ. Είναι, εν τέλει, η επιθυμία του Φάουστ, η κρυπτωνυμία του. Οι όποιες παρεμβάσεις του αποδεικνύεται ότι είναι προωθητικές ενέργειες αυτής της φαουστικής επιθυμίας. Το πεπρωμένο του είναι το πεπρωμένο του Φάουστ, η μοναδική του κοσμική αποκάλυψη. Ο εωσφορικός άγγελος εισχωρεί στο χωροχρόνο του ανθρώπου εκτρέποντάς τον. Ο Φάουστ έτσι είναι μετά την αναμονή, δεν αναμένει, ενεργεί, η αναμονή ανήκει στον ένοικο της καλύβας, είναι η αναμονή ενός τέλους, αλλά το τέλος στον Φάουστ έχει ήδη επέλθει, είναι το τέλος του παλιού κόσμου, αυτός θα είναι τώρα και το λάκτισμα του καινούργιου. Ένα νέο σύμπαν συμβόλων αναδύεται. Το περιβάλλον μιας εκκοσμίκευσης. Σημαίνοντα που αναλαμβάνουν τις νέες ονοματοδοσίες τους, τις νέες τους απεικονίσεις. Ο Μεφιστοφελής καταλύτης πάντα αυτών των αναμορφωτικών καταστροφών. Ο άγγελος του νέου νοήματος που αναδύεται μέσα απ'τις στάχτες της καλύβας. Χωρίς αυτή τη δαιμονική συνέργεια – η νεωτερικότητα ως μια εργασία του διαβόλου - οι αμφιβολίες του Φάουστ θα υπερίσχυαν και η αδυναμία του θα ήταν καταλυτική στο αποτέλεσμα του εγχειρήματός του.
Στη τραγωδία του “Φάουστ” ο Goethe εκθέτει ποιητικά όχι μόνο τη δαιμονοπάθεια του Φάουστ, αλλά και το διχασμό της δικής του γραφής. Ο “Φάουστ” είναι απ'τα πρώτα λογοτεχνικά κείμενα που πειραματίζονται πάνω στην μίξη των ειδών. Μετακινούμενος απ'την καθαρότητα της κλασσικής τραγωδίας ο Goethe καταθέτει ένα κείμενο που διανοίγεται στη modernitéτης δικής του γραφής, προετοιμάζοντας το δρόμο στο έργο του Ίψεν και του Στρίντμπεργκ. “Γιατί δύο ψυχές ζουν και μέσα στην κυρία Άλβιγκ στους Βρικόλακες του Ίψεν, ή στη Νόρα στο Κουκλόσπιτο και κυρίως στη Δεσποινίδα Τζούλια του Στρίντμπεργκ”, όπως θα σημειώσει ο μεταφραστής του Π. Μάρκαρης. Η νεωτερικότητα είναι μια τομή που εγγράφει. Ένας υπαρκτικός διχασμός που αναθέτει τη γραφή στον τόπο της αναστοχαστικής της εμβάθυνσης, αυτών των πολλαπλών της φωνών που κατακλύζουν τη νύχτα της κι αναλαμβάνουν όλες τις δυνατές και αδύνατες μαζί εγγραφές της. Το γλωσσικό μέγεθος του “Φάουστ” είναι αυτή η μορφική του συσσώρευση, ο μυθολογικός του εαυτός, ο εκκοσμικευμένος του ορίζοντας, η μανιακή του ιδεοληψία, οι κοσμογονικές, πολιτικές του υποσχέσεις. Μια διαθεσιμότητα που αποκαλύπτει τη γραφή ως μια γραφή της περιπλάνησης, της μετα-τόπισης, της α-τοπίας της εν τέλει. Η διαθεσιμότητα αυτής της ίδιας της γης του Φάουστ που συνεχώς αλλάζει καθημερινά πρόσωπο σε αντίθεση με το αμετάβλητο τοπίο της καλύβας που ο ταξιδιώτης το αναγνώρισε, ίδιο κι απαράλλακτο, πολλά χρόνια μετά. Η νεωτερική γραφή δεν εδράζεται παρά μόνο στον ακυρωμένο τόπο της απώλειάς της. Δεν τη συνέχει καμιά βεβαιότητα, παρά μόνο η πίστη της αέναης περιπλάνησής της. Αυτά τα μορφολογικά α-τοπήματα του Goethe που συνεχώς παρεκκλίνουν τη γραφή του, μη ανταποκρινόμενα σε καμιά παραδεδεγμένη συνθήκη. Το ποίημα απολύει το καθεστώς των πραγμάτων διευρύνοντας τον ορίζοντα της προσδοκίας του και μέχρι τα όρια της ολικής του εξάρνησης. Ο Φάουστ, υπό την επήρεια της μεφιστοφελικής του μέθης, δεν ησυχάζει, δεν καταλήγει, είναι σε μια διαρκή εγρήγορση, σε μια δαιμονική ενέργεια που θα υπερβεί μ'αυτή ακόμη και την ύστατη στιγμή του θανάτου του. “Αν αδρανής ποτέ στη κλίνη μου ριχτώ / Τότε ας χαθώ την ίδια εκείνη ώρα”. Αυτές οι υποσχέσεις του Φάουστ... Το ίδιο και η ποιητική γραφή της τραγωδίας του, ο χορός των μαγισσών της, εκείνη την προαναφερθείσα νύχτα, και οι δοξολογούντες της άγγελοι, και οι δαιμονικές της φωνές και πάλιν όμως μόνον αυτή η γραφή Goethe. Το κείμενο της τραγωδίας του ανήκει στα κατατεθειμένα του ίχνη, στην αρχαιολόγηση του κόσμου του, στα χίλια πλατό των ομοιώσεών του, μια γραφή που δεν πραγματώνεται πουθενά, αλλά αναλίσκεται αέναα στις αναφορικές της εξάρσεις και στα απολεσθέντα της σημεία. Η τραγωδία του “Φάουστ” είναι αυτή η δέσμευση του Goethe στους καταγωγικούς και προοπτικούς ορίζοντες της γραφής του. Μιας ανεκπλήρωτης γραφής, δέσμιας των φα-ντα-σματικών της καθηλώσεων. Ο Goethe δεν γράφει πάνω στην καθαρότητα της γλώσσας, αλλά πάνω στις αναμνήσεις και στις αναμονές της. Γι αυτό και είναι μια γλώσσα που υπονομεύει το ίδιο της το ύφος, τη φυσική έδρα της κατασκευής της. Ο εξεγερμένος Φάουστ είναι ο εξεγερμένος Goethe, είναι η ανάνηψη της γλώσσας και γι αυτό η ανάληψή της, το ανεντόπιστο ίχνος της διαφοράς της.
Η φωτογραφία είναι του Predrag Pajdic