Η αστική εμπειρία και το ανεδαφικό της θεμέλιο
Η αντίληψη της πόλης είναι μια σύνθετη αντίληψη μιας καιο αστικός τρόπος ζωής είναι ένα πεδίο συνέρευσης πολλών αντιλήψεων και εμπειριών. Ένα πεδίο ζωής που από τη μια εδράζεται στην υλικότητα-εδαφικότητα της πόλης και στην συνακόλουθη αρχαιολογία της και από την άλλη στο ανεδαφικό της θεμέλιο. “Το έδαφος είναι μια πράξη που απεδαφικοποιεί”έλεγε ο Ντελέζ και έτσι οι κοινωνικές και πολιτικές εμπειρίες της πόλης είναι στην πραγματικότητα ου-τοπικές εμπειρίες. Όπως έχουμε την πόλη της καθημερινής εμπειρίας έχουμε επίσης και την αναπαράσταση αυτής της εμπειρίας, το αναστοχαστικό, φαντασιακό της κοσμοείδωλο. Η πόλη θέαμα, η μετανεωτερική πόλη, ο ρόλος των τεχνών στη φαντασιακή σύλληψη της εμπειρίας της, η πόλη της ελευθερίας και η πόλη της καταπίεσης, αλλά και οι εικονικές πόλεις είναι μερικές μόνο απ'τις τοπογραφήσεις της. Μέσα από αντιθετικές λοιπόν προσεγγίσεις και μεταβαλλόμενους συνδυασμούς, η πόλη και ο αστικός βίος καθίσταται ένα σημείο αμφιλεγόμενο, ένα σημείο όπου στο πυρήνα της απορίας του διαγράφεται το άνισο όσο και αδιόρατο ίχνος του πλάνητα.
Η νεωτερική μητρόπολη - δεν υπάρχει άλλη - είναι ο τόπος που αναλίσκεται στην καταγωγική και προοπτική του αρχαιολογία, στιςπολλαπλές τουριζώσεις. Μία συσώρευση στιβάδων που εγγράφουν την υλικότητά τους στη διαθεσιμότητα της αναστοχαστικής τους εξάντλησης, σ'αυτή την οραματική τους εκφορά. Η πόλη υπάρχει· και υπάρχει γιατί εγγράφεται σ'αυτό που ο Fredric Jameson θα ονομάσει τόσο ωραία: αρχαιολογία του μέλλοντος, μια γλωσσική εκ-φορά που διαθέτει τα μετωνυμικά σημεία του παρόντος στις αποκαλυψιακές τους διαστάσεις. Η αρχαιολογία της μητρόπολης δεν έχει να κάνει έτσι τόσο με το φυσικό της εδραίωμα όσο με το μεταφυσικό της στερέωμα. Το καταγωγικό της συμβάν είναι ο απεδαφικοποιημένος ορίζοντας της ιδέας της, η εσωτερικότητα της εξωστρέφειάς της, μια εσωτερικότητα που δομεί την ιστορικότητά της, αυτή την υλικότητα του εγχειρήματός της. Το υποκείμενό της απολύει την υποκειμενικότητά του μέσα στο θάμβος μιας συμφωνίας, αυτής ενός συλλογικού Geist που εξορθολογίζει την αιχμηρότητα της ανθρωπινότητάς του και αντικειμενοποιεί την ύπαρξη του στο βίωμα της καθημερινότητάς του. Μια πραξιακή αληθοφάνεια που το μέγεθός της το υπερέχει αλλά και το εμπεριέχει μαζί. Δεν είναι πλέον το Geist μιας φυσικής αμεσότητας αλλά ενός φυσικοποιημένου αναστοχασμού που διαγράφει το μητροπολιτικό ορίζοντα του υποκειμένου του. Αυτή η διανοητική διέγερση της πόλης, όπως εύστοχα έχει περιγραφεί στο έργο του Georg Simmel καιπου αναγνωρίζει τις μητροπολιτικές εμπειρίες στις αισθητικές τους συγκινήσεις.
Η ανωνυμία της πόλης, η διακριτική ζωή του μαζί και χώρια, διανοίγει το πεδίο μιας μοναχικής ελευθερίας που συγκροτεί και την περίκλειστη ζωή του υποκειμένου της. Μια περίκλειση που δεν αναλίσκεται τόσο στην κλειστοφοβική της καθήλωση όσο στην αναστοχαστική της προσήλωση και στην εσωτερίκευση του βιώματός της. Η κλειστότητα αυτή είναι και ο αδιάθετος ψυχισμός του ανθρώπου, ο τρόπος του να δεξιώνεται τον κόσμο, οι μελετημένες του διαφυγές. Ο άνθρωπος δεν συμβιώνει με τον άλλον στην ανοικτότητα του περιβάλλοντός του αλλά στην ξ-ενικότητά του μέσα στο απορημένο πεδίο του κοινωνικού. Ένα αρνητικό λοιπόν ίχνος που όμως εδώ δεν διαπραγματεύεται την αρνητικότητα του, όπως στο έργο των Simmel και Nietzsche, κορυφαία παραδείγματα αυτά του αρνητικού, αλλά ακριβώς τη μοναδική δυνατότητα που εγείρει για τον άνθρωπο να επικεντρωθεί στην αυτοσυνειδησία της μοναχικής και περισπούδαστης κατ'οίκον διαβίωσής του. Η μεγαλούπολη έτσι είναι ένας απομονωτικός μηχανισμός συσωμάτωσης. Μια συνισταμένη που διασπείρει και πυκνώνει την επιθυμία. Κατευθύνσεις που εξακοντίζουν το βλέμμα στα σημεία της σαγήνης και κατάρρευσής του. Μια αρνητική διαλεκτική που δεν ενδίδει όμως στον αρνητισμό της αλλά στην παραμυθητική του εκτροπή. Ο μητροπολιτικός ιστός όσο διακτινίζεται τόσο και επιδεινώνει τους όρους της συγκατοίκησης αλλά και τις αυτοματοποιημένες της τεχνικές. Μια επιδείνωση που από τη μια αφιερώνει το άτομο στη νοσταλγική του εκφορά και από την άλλη το εγγράφει στο ίχνος του κοινωνικού του δεσμού. Ένα αμφίπλευρο βίωμα που διαγράφει την υποκειμενικότητα μιας “παράξενης κατάστασης”, όπως θα την χαρακτηρίσει ο Benjamin. Μιας κατάστασης που διεγείρει τον άνθρωπο στις αισθητικές του ενοράσεις, στο πεδίο της ενατένισής του, σ'αυτή τη δεξίωση του ορατού. Μια σαγήνη που καθηλώνει το υποκείμενό της. Το εκτρέπει στην περιδίνηση και στην αναστοχαστική του τροχιά. Γράφει ο Benjaminστο κείμενο του για τον Μπωντλαίρ: “Η σαγήνη της πόλης είναι ένας έρωτας όχι τόσο με την πρώτη όσο με την τελευταία ματιά”. Μ'αυτή τη ματιά που ακινητοποιεί το χρόνο στην ακαριαία λάμψη της αποκαλυπτικής του εικόνας. Γιατί το περιβάλλον του διάσημου πλέον πλάνητα των παρισινών στοών του Passagen Werk, είναι ένα μεταιχμιακό, οριακό περιβάλλον, μια τοπογραφία που εγγράφει τα ίχνη της - όλα ίχνη της απώλειας – στις πιο μύχιες πτυχώσεις του ψυχισμού, στα χίλια πλατώ μιας μυστικής περιοχής όπου η μητροπολιτική ζωή αναλαμβάνει και τη μυστική της διάσταση. Μια διαδικασία εσωτερίκευσης που αποδίδει τη βιωματική εμπειρία του καθημερινού βίου στη καθήλωση της αναστοχαστικής του διατριβής, της μυθοπλαστικής του αφήγησης και της μνημονικής του επαναφοράς. Ο χωρικός περίγυρος ανακτά έτσι την αληθινή του διάσταση στη νοητική του σύλληψη. Μια εγγραφή που απο-καλύπτει τον κόσμο στο μη είναι του μέσα στον κόσμο, στην ήδη ακυρωμένη του θέση. Σημειώνει ο Στέφανος Ροζάνης μέσα στο θάμβος αυτής της μπενγιαμινικής σκέψης: “Εδώ, η χαρτογράφηση της Μητρόπολης προηγείται της Μητρόπολης ή, καλύτερα, η Μητρόπολη δεν είναι παρά μια Nervenleben που φθάνει τις αισθήσεις σε τέτοιο επίπεδο όξυνσης, ώστε η προκύπτουσα τοπογραφία να εκτινάσσεται πέραν των ορίων του χώρου και να καθίσταται χαρτογράφηση βιωματικών αναταράξεων ασύμβατων με τη διαλεκτική σύνδεση, η οποία εγκλωβίζει την αρνητική σκέψη εντός των ορίων της μεγαλούπολης”. Σ'αυτή τη διασύνδεση η μητροπολιτική ζωή δεν μπορεί να ειπωθεί στην προφάνεια του καθημερινού βίου και λόγου παρά μόνο να βιωθεί μυστικά. Αυτός ο αργός χρόνος του πλάνητα που στο διάβα του απονεκρώνει τον τόπο, αναμνημονεύοντάς τον, τοπογραφόντάς τον, στη μυστική περιοχή της καρδιάς. Ο πλάνητας έτσι είναι πάντα ο περισσευούμενος, αυτός που εξέχει, ο ανεντόπιστος, η ίδια η ου-τοπία της πόλης και γι αυτό η τοπό-γραφία της, η αισθητικοποιημένη της ανάληψη. Η περιπλάνηση του διαγράφει και τις μοναδικές διαδρομές της, αδιάθετες και ακοινώνητες βιωματικές εμπειρίες που εσωτερικεύουν, εκτρέποντας, την αντικειμενικότητα των μητροπολιτικών συν-κινήσεων. Η τοπογραφία του πλάνητα δεν είναι και δεν θα γίνει ποτέ μια ολική αφήγηση αλλά μια αντιδιαλεκτική, οπτική έκφραση που αποδομεί αλλά και ανασυγκροτεί συγχρόνως το μητροπολιτικό κοσμοείδωλο μέσα απ'τις αντανακλάσεις των αποσπασματικών του ενοράσεων. Αυτή η ατελεύτητη και ακατάπαυστη εργασία του Passagen Werk που αποκαλύπτει το ολικό στις ακαριαίες του λάμψεις, στα μοναδικά του και απαστράπτοντα σκορπίσματα. Μια ανησυχαστική τοπογραφία που αναγνωρίζει και εντοπίζει το αχαρτογράφητο σημείο, το Έξω, που διεγείρει και εκθέτει τον τόπο στις αποκαλυψιακές του εξάρσεις και στις αισθαντικές του αποκλίσεις. Υπάρχει μια στιγμή - αυτή η στιγμή - όπου το βλέμμα στρέφεται εντός του, αλληθωρίζοντας σ'ένα σημείο - σ'αυτό το σημείο - που δεν λέει τίποτε στο βλέμμα, και όπου το βλέμμα μένει βουβό, στη διαφάνεια του, σ'ένα κενό σημείο, σε μια μαύρη τρύπα, όπου ο πλάνητας παραδίδεται και επιστρέφει στην πιο βαθιά του νοσταλγία, εκεί όπου οι άλλοι εκλείπουν και η πόλη γίνεται η κατάδική του μόνωση, η ονειρική του περιπλάνηση, η ίδια η φυσικότητά του. Κι εδώ αυτή η μεγάλη δωρεά της μητρόπολης και η δική μου όμως μυστική απόκλιση απ'τη σκέψη του αρνητικού, όπως έχει χαρακτηριστεί απ'τον Cacciari, η σκέψη της πόλης.
Η νεωτερική μητρόπολη - δεν υπάρχει άλλη - είναι ο τόπος που αναλίσκεται στην καταγωγική και προοπτική του αρχαιολογία, στιςπολλαπλές τουριζώσεις. Μία συσώρευση στιβάδων που εγγράφουν την υλικότητά τους στη διαθεσιμότητα της αναστοχαστικής τους εξάντλησης, σ'αυτή την οραματική τους εκφορά. Η πόλη υπάρχει· και υπάρχει γιατί εγγράφεται σ'αυτό που ο Fredric Jameson θα ονομάσει τόσο ωραία: αρχαιολογία του μέλλοντος, μια γλωσσική εκ-φορά που διαθέτει τα μετωνυμικά σημεία του παρόντος στις αποκαλυψιακές τους διαστάσεις. Η αρχαιολογία της μητρόπολης δεν έχει να κάνει έτσι τόσο με το φυσικό της εδραίωμα όσο με το μεταφυσικό της στερέωμα. Το καταγωγικό της συμβάν είναι ο απεδαφικοποιημένος ορίζοντας της ιδέας της, η εσωτερικότητα της εξωστρέφειάς της, μια εσωτερικότητα που δομεί την ιστορικότητά της, αυτή την υλικότητα του εγχειρήματός της. Το υποκείμενό της απολύει την υποκειμενικότητά του μέσα στο θάμβος μιας συμφωνίας, αυτής ενός συλλογικού Geist που εξορθολογίζει την αιχμηρότητα της ανθρωπινότητάς του και αντικειμενοποιεί την ύπαρξη του στο βίωμα της καθημερινότητάς του. Μια πραξιακή αληθοφάνεια που το μέγεθός της το υπερέχει αλλά και το εμπεριέχει μαζί. Δεν είναι πλέον το Geist μιας φυσικής αμεσότητας αλλά ενός φυσικοποιημένου αναστοχασμού που διαγράφει το μητροπολιτικό ορίζοντα του υποκειμένου του. Αυτή η διανοητική διέγερση της πόλης, όπως εύστοχα έχει περιγραφεί στο έργο του Georg Simmel καιπου αναγνωρίζει τις μητροπολιτικές εμπειρίες στις αισθητικές τους συγκινήσεις.
Η ανωνυμία της πόλης, η διακριτική ζωή του μαζί και χώρια, διανοίγει το πεδίο μιας μοναχικής ελευθερίας που συγκροτεί και την περίκλειστη ζωή του υποκειμένου της. Μια περίκλειση που δεν αναλίσκεται τόσο στην κλειστοφοβική της καθήλωση όσο στην αναστοχαστική της προσήλωση και στην εσωτερίκευση του βιώματός της. Η κλειστότητα αυτή είναι και ο αδιάθετος ψυχισμός του ανθρώπου, ο τρόπος του να δεξιώνεται τον κόσμο, οι μελετημένες του διαφυγές. Ο άνθρωπος δεν συμβιώνει με τον άλλον στην ανοικτότητα του περιβάλλοντός του αλλά στην ξ-ενικότητά του μέσα στο απορημένο πεδίο του κοινωνικού. Ένα αρνητικό λοιπόν ίχνος που όμως εδώ δεν διαπραγματεύεται την αρνητικότητα του, όπως στο έργο των Simmel και Nietzsche, κορυφαία παραδείγματα αυτά του αρνητικού, αλλά ακριβώς τη μοναδική δυνατότητα που εγείρει για τον άνθρωπο να επικεντρωθεί στην αυτοσυνειδησία της μοναχικής και περισπούδαστης κατ'οίκον διαβίωσής του. Η μεγαλούπολη έτσι είναι ένας απομονωτικός μηχανισμός συσωμάτωσης. Μια συνισταμένη που διασπείρει και πυκνώνει την επιθυμία. Κατευθύνσεις που εξακοντίζουν το βλέμμα στα σημεία της σαγήνης και κατάρρευσής του. Μια αρνητική διαλεκτική που δεν ενδίδει όμως στον αρνητισμό της αλλά στην παραμυθητική του εκτροπή. Ο μητροπολιτικός ιστός όσο διακτινίζεται τόσο και επιδεινώνει τους όρους της συγκατοίκησης αλλά και τις αυτοματοποιημένες της τεχνικές. Μια επιδείνωση που από τη μια αφιερώνει το άτομο στη νοσταλγική του εκφορά και από την άλλη το εγγράφει στο ίχνος του κοινωνικού του δεσμού. Ένα αμφίπλευρο βίωμα που διαγράφει την υποκειμενικότητα μιας “παράξενης κατάστασης”, όπως θα την χαρακτηρίσει ο Benjamin. Μιας κατάστασης που διεγείρει τον άνθρωπο στις αισθητικές του ενοράσεις, στο πεδίο της ενατένισής του, σ'αυτή τη δεξίωση του ορατού. Μια σαγήνη που καθηλώνει το υποκείμενό της. Το εκτρέπει στην περιδίνηση και στην αναστοχαστική του τροχιά. Γράφει ο Benjaminστο κείμενο του για τον Μπωντλαίρ: “Η σαγήνη της πόλης είναι ένας έρωτας όχι τόσο με την πρώτη όσο με την τελευταία ματιά”. Μ'αυτή τη ματιά που ακινητοποιεί το χρόνο στην ακαριαία λάμψη της αποκαλυπτικής του εικόνας. Γιατί το περιβάλλον του διάσημου πλέον πλάνητα των παρισινών στοών του Passagen Werk, είναι ένα μεταιχμιακό, οριακό περιβάλλον, μια τοπογραφία που εγγράφει τα ίχνη της - όλα ίχνη της απώλειας – στις πιο μύχιες πτυχώσεις του ψυχισμού, στα χίλια πλατώ μιας μυστικής περιοχής όπου η μητροπολιτική ζωή αναλαμβάνει και τη μυστική της διάσταση. Μια διαδικασία εσωτερίκευσης που αποδίδει τη βιωματική εμπειρία του καθημερινού βίου στη καθήλωση της αναστοχαστικής του διατριβής, της μυθοπλαστικής του αφήγησης και της μνημονικής του επαναφοράς. Ο χωρικός περίγυρος ανακτά έτσι την αληθινή του διάσταση στη νοητική του σύλληψη. Μια εγγραφή που απο-καλύπτει τον κόσμο στο μη είναι του μέσα στον κόσμο, στην ήδη ακυρωμένη του θέση. Σημειώνει ο Στέφανος Ροζάνης μέσα στο θάμβος αυτής της μπενγιαμινικής σκέψης: “Εδώ, η χαρτογράφηση της Μητρόπολης προηγείται της Μητρόπολης ή, καλύτερα, η Μητρόπολη δεν είναι παρά μια Nervenleben που φθάνει τις αισθήσεις σε τέτοιο επίπεδο όξυνσης, ώστε η προκύπτουσα τοπογραφία να εκτινάσσεται πέραν των ορίων του χώρου και να καθίσταται χαρτογράφηση βιωματικών αναταράξεων ασύμβατων με τη διαλεκτική σύνδεση, η οποία εγκλωβίζει την αρνητική σκέψη εντός των ορίων της μεγαλούπολης”. Σ'αυτή τη διασύνδεση η μητροπολιτική ζωή δεν μπορεί να ειπωθεί στην προφάνεια του καθημερινού βίου και λόγου παρά μόνο να βιωθεί μυστικά. Αυτός ο αργός χρόνος του πλάνητα που στο διάβα του απονεκρώνει τον τόπο, αναμνημονεύοντάς τον, τοπογραφόντάς τον, στη μυστική περιοχή της καρδιάς. Ο πλάνητας έτσι είναι πάντα ο περισσευούμενος, αυτός που εξέχει, ο ανεντόπιστος, η ίδια η ου-τοπία της πόλης και γι αυτό η τοπό-γραφία της, η αισθητικοποιημένη της ανάληψη. Η περιπλάνηση του διαγράφει και τις μοναδικές διαδρομές της, αδιάθετες και ακοινώνητες βιωματικές εμπειρίες που εσωτερικεύουν, εκτρέποντας, την αντικειμενικότητα των μητροπολιτικών συν-κινήσεων. Η τοπογραφία του πλάνητα δεν είναι και δεν θα γίνει ποτέ μια ολική αφήγηση αλλά μια αντιδιαλεκτική, οπτική έκφραση που αποδομεί αλλά και ανασυγκροτεί συγχρόνως το μητροπολιτικό κοσμοείδωλο μέσα απ'τις αντανακλάσεις των αποσπασματικών του ενοράσεων. Αυτή η ατελεύτητη και ακατάπαυστη εργασία του Passagen Werk που αποκαλύπτει το ολικό στις ακαριαίες του λάμψεις, στα μοναδικά του και απαστράπτοντα σκορπίσματα. Μια ανησυχαστική τοπογραφία που αναγνωρίζει και εντοπίζει το αχαρτογράφητο σημείο, το Έξω, που διεγείρει και εκθέτει τον τόπο στις αποκαλυψιακές του εξάρσεις και στις αισθαντικές του αποκλίσεις. Υπάρχει μια στιγμή - αυτή η στιγμή - όπου το βλέμμα στρέφεται εντός του, αλληθωρίζοντας σ'ένα σημείο - σ'αυτό το σημείο - που δεν λέει τίποτε στο βλέμμα, και όπου το βλέμμα μένει βουβό, στη διαφάνεια του, σ'ένα κενό σημείο, σε μια μαύρη τρύπα, όπου ο πλάνητας παραδίδεται και επιστρέφει στην πιο βαθιά του νοσταλγία, εκεί όπου οι άλλοι εκλείπουν και η πόλη γίνεται η κατάδική του μόνωση, η ονειρική του περιπλάνηση, η ίδια η φυσικότητά του. Κι εδώ αυτή η μεγάλη δωρεά της μητρόπολης και η δική μου όμως μυστική απόκλιση απ'τη σκέψη του αρνητικού, όπως έχει χαρακτηριστεί απ'τον Cacciari, η σκέψη της πόλης.
Η “υπνούσα οδοιπορία” του πλάνητα διαγράφει μια παρασιτική τροχιά που δεν εντοπίζεται μέσα στον εξορθολογισμένο χωροχρόνο της μητρόπολης. Είναι μια ανθρωπολογική παρέκκλιση που διαστρέφει τον χαρτογραφημένο ορίζοντα εσωτερικεύοντάς τον. Το δομημένο περιβάλλον της εμπειρικής του καθήλωσης είναι μια μνημοτεχνική έγερση που δεν συναρμολογεί μια συνθήκη όσο απολύει κάθε δυνατότητα συγκρότησής της. Μια ονειροποίηση του πραγματικού, όπως στο εικαστικό έργο του Wekua, που αφυπνίζει τον εσωτερικευμένο μας ορίζοντα και διαθέτει τη δωρεά του. Αυτός ο αργός χρόνος του πλάνητα, που ενθυλακώνεται και εν συνεχεία διασπείρεται μέσα στο επιταχυνόμενο σώμα της πόλης, είναι και ο χρόνος της σαγήνης, η αποσβολωτική σαγήνη των εικόνων του. Ο πλάνητας δεν χαρτογραφεί τις διαδρομές του, τις εικονο-γραφεί. Εγείρει και διασώζει εντός του τις εικόνες της. Εικόνες πάλι που δεν είναι της πόλης αλλά της κατάδικής του νοσταλγίας. Μια αρχαιολογία της μνήμης που εντοπίζει πάνω στο χωροχρόνο των πραγμάτων τα βαθιά πηγάδια της ανάκλησής της. Μαύρες τρύπες που εξακτινώνουν την υλικότητα του κόσμου και επιστρέφουν τις εικόνες του, πάντα όμως αυτές εν ετέρα μορφή. Ναρκισσιστικές αντανακλάσεις πάνω στο υδάτινο σώμα της μνήμης όπου η παραμικρή διαταραχή της πραγματικότητας μπορεί και να τις αφανίσει. Η υγρασία αυτή του πλάνητα μαρτυρά και τη μυθική καταγωγή του, το ανιστορικό του περιεχόμενο. Ένα παράσιτο που ανθίσταται σε κάθε διαδικασία εξορθολογισμού, σε κάθε πράξη καταχώρησης. Μια συμβαντική, αταυτοποίητη και ακατάτακτη κατηγορία που αποδίδει το ακαριαίο αισθητικό της ίχνος κυριολεκτικά στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.
Ο πλάνητας δεν είναι ο διαβάτης, όπως εύστοχα τους διαχωρίζει ο Benjamin. Ο πλάνητας δεν συγχρωτίζεται, δεν μετέχει, δεν ελίσσεται, δεν καταναλώνει το χωροχρόνο της πόλης, εγκαταλείπεται μόνο, αφήνεται στο ρυθμό μιας περίκλειστης αργοπορίας, γίνεται έτσι η διαφορά της μητροπολιτικής αδιαφορίας, ο χαρακτήρας που εξέχει της ανωνυμίας της. Ο μητροπολιτικός ρυθμός, αν και ξένος του, του διαθέτει τη λιβιδινική του έξαρση, ο μακρινός βόμβος μιας δικής του υπερεκχείλισης. Μια ευερέθιστη μεμβράνη που δονείται σ΄ αυτό που δεν μετέχει αλλά προσλαμβάνει μέσα απ'τα φίλτρα της μόνωσής του. Μια πρόσληψη έτσι στον τόπο της αδυναμίας. Ο πλάνητας του Baudelaire περιδιαβαίνει τις στοές του Παρισιού αντικατοπτριζόμενος στις βιτρίνες τους. Η εικόνα μιας ίμερης έξαψης και πάντα απ'την άλλη μεριά. Ο πλάνητας δεν καταναλώνει, ενοφθαλμίζει μόνο, γινόμενος η ακραία συνείδηση αυτής της φετιχιστικής διάστασης του μητροπολιτικού. Οι παρισινές στοές του Baudelaire αλλά και του Passagen Werk, γίνονται έτσι ο θρίαμβος του φετιχισμού, η ετεροτοπία της επιθυμίας, όχι τόσο λόγω της διαθεσιμότητας τους όσο της φαντασιακής τους διάστασης, ένα περίκλειστο περιβάλλον που όπως λέει κι ο Frisby εσωτερικεύουν το έξω, όπως ο πλάνης εσωτερικεύει τον κόσμο, το ασίγαστο του μητροπολιτικού του ρυθμού. Ένα κουκούλι αντικατοπτρισμών που αφιερώνει τον ένοικο του στη “πορνικότητα της όρασής”του, όπως θα πει ο Ροζάνης, όλος ένας ευερέθιστος οφθαλμός, που αποσύρει τον κόσμο στο καταγωγικό του μηδέν, στο α-τόπημα της απόλαυσής του. Εκεί ακριβώς όπου αναδύεται και ο αισθητικός ορίζοντας του κόσμου. Όσο μένεις απ'έξω, ακόμη καλύτερα όσο μένεις στο Έξω, ο κόσμος ιχνό-γραφείται στο αβίωτο της αναμονής του, στη φαντασμαγορία του, στις φαντασματικές του εγέρσεις, σ'αυτή τη μπενγιαμινική αύρα που περιζώνει τα σημεία του καθιστώντάς τα αδύνατα στην όποια εννοιολόγησή τους. Εδώ και οι αμηχανίες της φιλοσοφικής σκέψης πάνω στο ακατάτακτο έργο του Simmel ή του Benjamin όταν αρνούνται να αντικειμενικοποιήσουν το αντικείμενο του βλέμματός τους. Ό, τι εντοπίζει το βλέμμα μένει ανεντόπιστο στον αντικειμενοποιημένο ορίζοντα και γι αυτό ένα σημείο ανησυχαστικό μέσα στη γλώσσα του κόσμου, ένα σημείο που εκθεμελειώνει το νόημα. Βρισκόμαστε μέσα στη φαινομενολογία της απώλειας, στην υποχώρηση του υλικού συμβάντος χάριν των άυλων εν-τυπώσεων του πάνω στη μαλακή επιφάνεια του ψυχισμού. Σ'αυτή την περίκλειστη στοά, στο έσω του Έξω, όπου το Είναι διανοίγεται στις αποκαλυψιακές του προσδοκίες και αναμονές. Ο πλάνητας έτσι είναι αυτή η φαντασματική υπόσταση που δεν αγγίζει ούτε αγγίζεται απ'τον κόσμο, αλλά αθελά του τον αποσπά, τον εκτρέπει στο μυστικό του ρυθμό, στο καταγωγικό και ανιστορικό του θεμέλιο. Η αναστοχαστική του αργοπορία κειμενοποιεί την πόλη, την εξαντλεί σημειολογικά. Ο κειμενολογικός της ιστός (M. de Certeau),διατίθεται τώρα στην εξονυχιστική όσο και μυστική εργασία του βλέμματος του, μια εργασία αποξήλωσης και ανάταξης μαζί. Μια αστική ζωή που διατίθεται στην ιδιοποιήσή της, σε μια συνθήκη που δεν υπονομεύει τόσο την εξορθολογιστική της διάσταση, όσο αφήνει να την διατρέξει και μέσω των ρηγματώσεων που της επιφέρει, η καθήλωτική στιγμή μιας παραμυθητικής σαγήνης. Μια λαθραία καθημερινότητα που κομίζει στη ζωή της πόλης έναν άλλο ρυθμό, μια ελάσσονα, ενική, συγκίνηση, που είναι όμως ικανή να διαθέσει κι έναν άλλο ορίζοντα, μια άλλη δυνατότητα μητροπολιτικού βίου.
Ο πλάνητας δεν είναι ο διαβάτης, όπως εύστοχα τους διαχωρίζει ο Benjamin. Ο πλάνητας δεν συγχρωτίζεται, δεν μετέχει, δεν ελίσσεται, δεν καταναλώνει το χωροχρόνο της πόλης, εγκαταλείπεται μόνο, αφήνεται στο ρυθμό μιας περίκλειστης αργοπορίας, γίνεται έτσι η διαφορά της μητροπολιτικής αδιαφορίας, ο χαρακτήρας που εξέχει της ανωνυμίας της. Ο μητροπολιτικός ρυθμός, αν και ξένος του, του διαθέτει τη λιβιδινική του έξαρση, ο μακρινός βόμβος μιας δικής του υπερεκχείλισης. Μια ευερέθιστη μεμβράνη που δονείται σ΄ αυτό που δεν μετέχει αλλά προσλαμβάνει μέσα απ'τα φίλτρα της μόνωσής του. Μια πρόσληψη έτσι στον τόπο της αδυναμίας. Ο πλάνητας του Baudelaire περιδιαβαίνει τις στοές του Παρισιού αντικατοπτριζόμενος στις βιτρίνες τους. Η εικόνα μιας ίμερης έξαψης και πάντα απ'την άλλη μεριά. Ο πλάνητας δεν καταναλώνει, ενοφθαλμίζει μόνο, γινόμενος η ακραία συνείδηση αυτής της φετιχιστικής διάστασης του μητροπολιτικού. Οι παρισινές στοές του Baudelaire αλλά και του Passagen Werk, γίνονται έτσι ο θρίαμβος του φετιχισμού, η ετεροτοπία της επιθυμίας, όχι τόσο λόγω της διαθεσιμότητας τους όσο της φαντασιακής τους διάστασης, ένα περίκλειστο περιβάλλον που όπως λέει κι ο Frisby εσωτερικεύουν το έξω, όπως ο πλάνης εσωτερικεύει τον κόσμο, το ασίγαστο του μητροπολιτικού του ρυθμού. Ένα κουκούλι αντικατοπτρισμών που αφιερώνει τον ένοικο του στη “πορνικότητα της όρασής”του, όπως θα πει ο Ροζάνης, όλος ένας ευερέθιστος οφθαλμός, που αποσύρει τον κόσμο στο καταγωγικό του μηδέν, στο α-τόπημα της απόλαυσής του. Εκεί ακριβώς όπου αναδύεται και ο αισθητικός ορίζοντας του κόσμου. Όσο μένεις απ'έξω, ακόμη καλύτερα όσο μένεις στο Έξω, ο κόσμος ιχνό-γραφείται στο αβίωτο της αναμονής του, στη φαντασμαγορία του, στις φαντασματικές του εγέρσεις, σ'αυτή τη μπενγιαμινική αύρα που περιζώνει τα σημεία του καθιστώντάς τα αδύνατα στην όποια εννοιολόγησή τους. Εδώ και οι αμηχανίες της φιλοσοφικής σκέψης πάνω στο ακατάτακτο έργο του Simmel ή του Benjamin όταν αρνούνται να αντικειμενικοποιήσουν το αντικείμενο του βλέμματός τους. Ό, τι εντοπίζει το βλέμμα μένει ανεντόπιστο στον αντικειμενοποιημένο ορίζοντα και γι αυτό ένα σημείο ανησυχαστικό μέσα στη γλώσσα του κόσμου, ένα σημείο που εκθεμελειώνει το νόημα. Βρισκόμαστε μέσα στη φαινομενολογία της απώλειας, στην υποχώρηση του υλικού συμβάντος χάριν των άυλων εν-τυπώσεων του πάνω στη μαλακή επιφάνεια του ψυχισμού. Σ'αυτή την περίκλειστη στοά, στο έσω του Έξω, όπου το Είναι διανοίγεται στις αποκαλυψιακές του προσδοκίες και αναμονές. Ο πλάνητας έτσι είναι αυτή η φαντασματική υπόσταση που δεν αγγίζει ούτε αγγίζεται απ'τον κόσμο, αλλά αθελά του τον αποσπά, τον εκτρέπει στο μυστικό του ρυθμό, στο καταγωγικό και ανιστορικό του θεμέλιο. Η αναστοχαστική του αργοπορία κειμενοποιεί την πόλη, την εξαντλεί σημειολογικά. Ο κειμενολογικός της ιστός (M. de Certeau),διατίθεται τώρα στην εξονυχιστική όσο και μυστική εργασία του βλέμματος του, μια εργασία αποξήλωσης και ανάταξης μαζί. Μια αστική ζωή που διατίθεται στην ιδιοποιήσή της, σε μια συνθήκη που δεν υπονομεύει τόσο την εξορθολογιστική της διάσταση, όσο αφήνει να την διατρέξει και μέσω των ρηγματώσεων που της επιφέρει, η καθήλωτική στιγμή μιας παραμυθητικής σαγήνης. Μια λαθραία καθημερινότητα που κομίζει στη ζωή της πόλης έναν άλλο ρυθμό, μια ελάσσονα, ενική, συγκίνηση, που είναι όμως ικανή να διαθέσει κι έναν άλλο ορίζοντα, μια άλλη δυνατότητα μητροπολιτικού βίου.
Ο πλάνητας είναι ένας εδαφικός ήρωας, μια γειωμένη, καφκική ύπαρξη και γι αυτό ένα υποκείμενο που διαβιεί πάνω, αν όχι μέσα στις συστρωματώσεις της. Ο αργός και ατελεύτητος ρυθμός των βημάτων του δεν προσμετρά αποστάσεις, αλλά διανοίγει χώρους και εμβαθύνει την υπόστασή τους. Στο διάβα του η χωρική τάξη απολύει το συμβατικό της χαρακτήρα. Οι διαδρομές του δεν είναι τόσο διαδρομές όσο ανιχνεύσεις σημείων, σημείων που παρεκκλίνουν απ'τον ορίζοντα του κόσμου και απ'το νόημα των χωρικών του σημαινόντων. Τα βήματα του τοπογραφούν τη σκιά του τόπου, σκιαγραφούνε τα ίχνη του, ίχνη που ανθίστανται στην εμφάνεια του παρόντος και γι αυτό λανθάνουσες πορείες καθώς καταβυθίζονται στην αλήθεια του τόπου, στη μυστική του πραγμάτωση. Μια χωρική ενεργοποίηση που διαστρέφει την αντικειμενικότητα του χωρικού προς το αλλού της ψυχικής εγρήγορσης των βημάτων. Δεν είναι το εδώκαι το εκείπου περιγράφουν την επικράτεια του ορατού αλλά το συμβάν μιας γλωσσικής καταβύθισης σ'εκείνο το σημείο όπου ο τόπος αποσύρεται στο μη-είναι του ονόματός του. “Περπατώ σημαίνει δεν έχω τόπο”, θα πει ο de Certeau. Η περιπλάνηση ως μια ψυχική διαδικασία αποτοποποίησης και απεδαφικοποίησης της πόλης, ακόμη και του τοπίου, του φυσικού τοπίου, όπως στη περίπτωση του πεζοπόρου προσκυνητή που όλη η διαδρομή του δονείται και σκοποθετείται απ'την ευχή της καρδιάς. “Η περιπλάνηση”, θα πει ο de Certeau, “μετατρέπει την πόλη σε μια απέραντη κοινωνική εμπειρία αποστέρησης του τόπου – μια εμπειρία, είναι αλήθεια,που, θρυματισμένη σε αναρίθμητες, απειροελάχιστες εκτοπίσεις (πορείες και μετατοπίσεις), αντισταθμίζεται από τις σχέσεις και διασταυρώσεις των ομαδικών αυτών εξόδων οι οποίες συνυφαίνονται, δημιουργώντας έναν αστικό ιστό, τοποθετούμενος στον αστερισμό εκείνου που θα πρεπε να είναι εν τέλει ο τόπος, αλλά είναι μονάχα ένα όνομα, η Πόλη”. Σ'αυτόν τον συμβολοποιημένο ορίζοντα, όπου τα ονόματα υποχωρούν μπροστά σ'αυτό το κύριο όνομα, ο πλάνητας, κι απ'την άνιση θέση του δικού του ονόματος, εξέρχεται στην ακολουθία της μνήμης του. Αποχωρίζεται τον τόπο χάριν των μυστικών του και ασύνειδων στοών. Διέρχεται μέσω των κενών τους, προς μια περιοχή που δεν είναι άλλη απ'αυτή της μοναδικής του αφήγησης, αυτή που θα τον αποχωρίσει εν τέλει κι απ'τον κόσμο. Γιατί ο βιωμένος τόπος είναι κι ένας αβίωτος τόπος, μια τελικότητα, μια ανάμνηση, ένα ίχνος ζωής, κι αυτό μόνο.
Οι φωτογραφίες είναι του Philip Lorca-diCorcia