Έμενε ακίνητος για ώρες στο καθεστώς των πραγμάτων. Με την ακατανόητη όψη τους. Και την αλλόγλωσση φωνή τους. Ένας ίλιγγος που τον εξέθετε σε μια αδυναμία. Γιατί οι λέξεις του, όπως εξέρχονταν σ'αυτό το φως, είχανε κάτι απ'το κρακ του πάγου. Ένας υπόκωφος σπασμός που σχεδόν δεν ακουγόταν. Αλλά ακουγόταν. Γινότανε αντιληπτός. Ένας βαθύς, απόκοσμος ήχος που έβγαινε από μέσα του. Και αντηχούσε σ'έναν ορίζοντα θαμπό που δεν μπορούσε παρά να είναι της θάλασσας.
Μια θάλασσα που τρικυμίζει. Που αναταράσσει τα ναυάγιά της. Γιατί οι λέξεις... Οι λέξεις είναι... Αυτός ο βύθιος πλους των ναυαγίων. Όχι τη στιγμή του καταποντισμού τους αλλά τη στιγμή όπου αυτά επιστρέφουν. Σ'εκείνη την ολόφωτη ομίχλη. Με τα βυθιζόμενα φώτα και το κροτάλισματων πάγων. Μια πλεύση αντικατοπτρισμών. Προς μια περιοχή που είναι η ίδια η εξάρνηση του χώρου. Η προοδευτική αχλή μιας εξαΰλωσης. Μια αδαπάνητη σφαίρα. Που αναριγεί μέσα στο ίδιο της το φως.
Αλλά οι λέξεις... Έχουνε κάτι απ'αυτή την ακατάπαυστη ομίχλη. Τη πυκνότητα της. Το ακίνητο που εδραιώνει. Ένα στερέωμα που δεν ηχεί. Μια θαμπή μέρα. Η θαμπή μέρα των λέξεων. Όπου τίποτε δεν αγγίζεται. Μία κενότητα που τη μεταχειρίζονται οι λέξεις. Την αποδίδουνε στη σιωπή. Στη σιωπή των λέξεών της. Και όπου η παρουσία γίνεται μια θολή αναλαμπή φωτός. Μία ισχνή αναμνημόνευση. Περίλυπη, μιας λύπης που δεν υφίσταται πια.
Κι επέστρεφε. Και άφηνε το βλέμμα του. Ένα βλέμμα που απονέκρωνε το κόσμο. Ο, τι αυτό διέτρεχε. Αυτή η νύχτα του βλέμματος. Γιατί το βλέμμα αυτό είναι. Αυτό είναι μόνο. Η νύχτα του. Η αδυναμία του. Το αβυσσαλέο των ειδώλων του. Που συσσωρεύονται. Αδυνατώντας το βλέμμα. Περιορίζοντάς του το πεδίο. Τα είδωλα. Τα είδωλα μόνα. Η ανυπαρξία τους. Η ξ-ενικότητά τους.
Κι ύστερα αυτό που κυρίευε το βλέμμα. Κι αυτό που διέτρεχε το σώμα. Ένας αόριστος φόβος. Γι'αυτό που δεν αγγίζεται. Για την κενότητα του πεδίου. Όταν το βλέμμα δεν ακουμπά πουθενά. Αυτή η δι-αφάνεια του κόσμου. Όταν αποσύρεσαι στο βύθιο ύπνο σου. Όπου τα ναυάγια. Τα ναυάγια των λέξεων και τα ναυάγια των πραγμάτων. Το ένα που τορπιλίζει το άλλο. Ο ατέρμονος πόλεμος των λέξεων και των πραγμάτων. Που δεν αγγίζονται. Και όσο τα πράγματα δεν αγγίζονται τόσο οι λέξεις ηχούν. Ηχούν όλες.
Αυτή είναι η εκκεντρικότητα του βλέμματος. Το ανέγγιχτο του κόσμου. Η απρόσβλητη θέση του. Η γλωσσική του ονειροπόληση. Γιατί το βλέμμα τις λέξεις διαγράφει. Αυτές εγείρει. Ένα αίσθημα που τον διακατέχει καθώς μένει ακίνητος στην πολυθρόνα του παραθύρου. Ότι αυτός είναι που απωθεί τον κόσμο. Ονοματίζοντάς τον. Εγκαλώντας τον. Στο μεσότοιχο της γλώσσας. Σ'αυτό το αδιαπέραστο του κόσμου.
Το ανέγγιχτο του πάγου. Καθώς καίει τα δάκτυλα. Η πυκνότητά του. Μια αδιαφάνεια που υποκρίνεται το στερεό. Κι όταν υγραίνειγίνεται το ίχνος που το δοκιμάζει. Ένοιωθε τώρα μέσα του αυτό το πάγο. Να κατακαίει τα σωθικά του. Αποσβένοντας του τη θέρμη της ζωής. Μέσα του και γύρω του. Μια πολική δίνη που κάνει και τον ίδιον ένα απροσπέλαστο πράγμα. Μια φυσική μοναξιά. Η φυσική μοναξιά των λέξεων του.
Το απροσπέλαστο. Το ακατάβλητο του κόσμου. Μία διάρκεια που δεν διαρκεί. Που εξωθεί την γλώσσα. Αυτή τη σκιά των πραγμάτων. Που καταλαμβάνει τώρα κι αυτή εδώ τη γωνιά. Τον περικλείει. Τον αποδίδει σ'έναν ιδιότυπο θάνατο. Που δεν είναι ο θάνατός του. Ο φυσικός του θάνατος. Αλλά η νύχτα του. Όταν το βλέμμα του διαχέεται αφηρημένο στο τοπίο του παραθύρου. Μετέωρο σ'ένα απροσδιόριστο σημείο. Σε μία θέση μοναδική. Όπου ο κόσμος.
Ο πάγος πάλι. Η ιδέα του πάγου. Ο αχνός του. Που δεν είναι ο αχνός του θανάτου. Αλλά η δική του ζωή. Ο τρόπος του να υπάρχει στον κόσμο. Να μην υπάρχει. Να μένει ανέγγιχτος. Ένα απονεκρωμένο πεδίο ζωής. Η εσωτερικότητά του. Η εγκαρσιότητά του. Το δριμύ που εμπεριέχει. Αυτό που εκπέμπει. Το αναισθητικό του ίχνος πάνω στα πράγματα. Καθώς αποκρυσταλλώνει την υγρασία. Τα δάκρυα. Όλα τα ύδατα του κόσμου.
Η μοναξιά του, είχε τη μοναξιά των λέξεων του. Ο αδιάθετος κόσμος του ήταν και ο περιβάλλων του κόσμος. Ο περίγυρός του. Η θέα του παραθύρου του. Ένα βλέμμα που ερχόταν απ'έξω και κατόπτευε το χώρο του. Τον ημερήσιο κύκλο του. Ακόμη κι όταν αποσυρόταν απ'αυτό τον οφθαλμό, έμεναν οι σκέψεις του προσκολλημένες στο φως του παραθύρου. Σκέψεις στερημένες απ'το μυελώδες τους σφρίγος. Κι έμεναν. Έμεναν αδύναμες οι σκέψεις, σ'αυτό που τις κατείχε και που δεν θα του ανήκουν ποτέ.
Όταν το τοπίο αλλάζει, αλλάζει και το σχήμα της μελαγχολίας. Όπως κροταλίζουνε οι λέξεις του μέσα στη νύχτα. Στη νύχτα του σώματος. Που τη χαράσσουν αστραπές. Λάμψεις που συσκοτίζουν. Η μια μετά την άλλη. Η μια μέσα στην άλλη. Μία αλύσωση φωνών. Σ'αυτό το ακατοίκητο σώμα. Το απολύτως διαπερατό. Το διασχίζουν. Το διακορεύουν με τις πύρινες γλώσσες τους. Το εξαντλούν. Ένα διφορούμενο σώμα. Μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Που δεν καθεύδει.
Είναι η στιγμή όπου το ψύχος καταλαμβάνει το χώρο και αγγίζει το σώμα του. Το σώμα που δεν αγγίζεται. Το ενσωματώνει αργά. Το αποδίδει στο μοναδικό του θάνατο. Στο θάνατο που δεν εξέλιπε απ'αυτό το σώμα. Το διαγαύζει με το σκότος του. Το ενοφθαλμίζει. Το κατακυριεύει. Μ'αυτή την υγρασία του συννέφου. Που διεισδύει στο σώμα. Από τους πόρους του στα ζωτικά του όργανα. Μία αργή, σταδιακή μεταμόρφωση. Που πυρακτώνει το πρόσωπο. Ένα ύστατο φως. Μια τελευταία συναστρία. Καθώς οι λέξεις. Καθώς οι λέξεις τ'αποχωρίζονται. Το σάρκινο ίχνος τους. Τη διαφορά τους.
Η φωτογραφία είναι του Ren Hang