Στο έργο “Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι”, της Δέσποινας Μεϊμάρογλου, μια βιντεοεγκατάσταση δύο προβολών, παραγγελία του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών, για το έτος Καβάφη, εγγράφεται η εμβληματική και βιωματική πόλη της Αλεξάνδρειας στο παλίμψηστο της Ιστορίας. Σε μια δίνη που δεν είναι μόνο αυτή της πόλης και των ανθρώπων της αλλά και της ιστορίας του μοναδικού ανθρώπου, που δείχνει, μέσα στον ίλιγγο της καταδικής του συγκίνησης, να δραπετεύει απ'τη σφαίρα του ιστορικού αλλά εν τέλει να αποδεικνύεται ότι είναι κι αυτός που τη διασώζει.
Στη πρώτη προβολή, “Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι”, μανιασμένα κύματα τσακίζουν ένα πλοίο στα βράχια μιας προκυμαίας. Μια εικόνα που επανέρχεται δις στη σύντομη αυτή προβολή, ρυθμοποιώντας την αφήγησή της. Μια δοκιμαζόμενη πόλη μέσα στο ρου της ιστορίας που αποδίδει την ιεροφάνεια των εικόνων της. Οι αμέριμνες μέρες του παρελθόντος διαχέονται μέσα στη ταραχώδη ζωή των σημερινών της εικόνων. Εικόνες που εξαντλούνται στη σιωπή και στις σειρήνες των ημερών τους. Σημαίνοντα όλες ενός νοήματος. Κρυπτωνυμίες. Αλληγορίες του πραγματικού. Εικόνες που αιωρούνται μέσα στην αχλή της πόλης. Ή του χρόνου; Οι ονοματοδοσίες της. Η διάχυσή της μέσα στη σφαίρα του ανθρώπου. Γιατί η Αλεξάνδρεια είναι απ'τις πόλεις που δεν εξαντλούνται στην ενικότητά τους, αλλά στην πληθυντική και αφηρημένη τους διάσταση, στην ιστορική τους διαθεσιμότητα. Μια κοινοχρησία που δεν την καταβυθίζει στην ανωνυμία - αυτό το τσακισμένο καράβι που ανθίσταται στα βράχια - αλλά την αφιερώνει στην πρόσβλεψη του ανθρώπου, στο μοναδικό του πεπρωμένο. Οι οριακές έτσι στιγμές αυτής της πόλης, κυρίαρχες μέσα στη διαχρονία της, είναι σινιάλα ιστορικών εγέρσεων, μεσσιανικές απο-καλύψεις. Εκλάμψεις που συσκοτίζουν φωτίζοντας τις αναμονές και τις πιο βύθιες προσδοκίες του ανθρώπου.
Στη “Συνάντηση”, στη δεύτερη προβολή αυτής της εγκατάστασης, η ανθρώπινη ιστορία ενθυλακώνεται στις βαθιές της πτυχώσεις. Η ιστορία μιας συνάντησης και της υπόσχεσης που δόθηκε για μια κοινή ζωή, μεταξύ δύο ανθρώπων, της Πηνελόπης και του Απόστολου, γονέων της καλλιτέχνιδος. Αφηγήσεις αναμνήσεων που μένουν μετέωρες, αδύναμες, όπως και το καράβι που το τσακίζουν τα κύματα. Τώρα και σ'αυτά τα κύματα της λήθης. Η μνήμη του ανθρώπου, η προσωπική του μνήμη, είναι η δαπανώσα σιωπή του. Μια αγωνιακή σιωπή που διαχέει την ευωδία της σ'αυτό που ήταν και που δεν θα ναι ποτέ. “Αχ, ο Απόστολος...”. Ακούγεται κάποια στιγμή μέσα στο βίντεο. Η εικόνα του σ'εκείνη την αφετηρία του τραμ της Αλεξάνδρειας, το 1920. Η πρώτη συνάντηση. Μία ανάμνηση που επανέρχεται. Ξανά και ξανά. Μία ολόκληρη τελετουργία πένθους, που δαπανάται τώρα σ'αυτά τα κύματα της λήθης, μιας αδαπάνητης φουρτουνιασμένης θάλασσας, και δεν εξαντλείται. Ανα-μένει μόνο, την τελική της εκφορά, τη πιο αδύναμη σιωπή της. Η προσωπική ιστορία του ανθρώπου, οι καταδικές του συγκινήσεις, διαχέονται μέσα στους δρόμους της πόλης, μέσα στην κίνηση των άλλων, αλλά δεν συγχωνεύονται. Χρωματίζονται απ'τη δημόσια σφαίρα αλλά μορφοποιούνται και εξεικονίζονται στη σιωπή τους. Μοιάζουν να είναι συγκινήσεις πέραν του κόσμου. Ερημικές εκδοχές. Μεταμορφώσεις της μοναξιάς. Αλλά στο τέλος είναι πάντα η πόλη, οι δρόμοι της, η αφετηρία εκείνου του τραμ, η φευγαλέα οπτασία απ'το παράθυρο του, η υπόσχεση που δόθηκε στα καφενεία της. Το ίχνος που αφήνουν οι ιστορίες του ανθρώπου πάνω στο ανάγλυφο της πόλης, σ'αυτά τα ντουβάρια που κατοίκησε. Ίχνη του χρόνου που δεν διαγράφονται, αλλά προστίθενται μόνο, συσσωρεύονται, συμβολοποιούνται. Εγέρσεις όλα ενός ερειπιώνα που εκθέτει τα σημεία του, τα βιωμένα του ίχνη. Εγέρσεις, αναμονές.
Το έργο “Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι” προβλήθηκε στο Ίδρυμα Κακογιάννη 13-15 Δεκεμβρίου 2013