Η εμπειρία της κρίσης επιδεινώνει τη γλώσσα, την εξαντλεί, την εξαντλεί στη υπερβολή της. Ένα οριακό, υφαιρετικό γεγονός που αίρει όλη τη κανονικότητα του προτέρου νοήματος. Μια ελλειπτική στιγμή μέσα στην συνείδηση των υποκειμένων που τα εκθέτει στη γυμνότητά τους, στην αδυναμία του ακατανόητου. Γιατί η κρίση είναι η απορία της ίδιας της γυμνότητας μπροστά στο γεγονός της κατάρρευσης. Ηείσοδος μας στο ακατάληπτο, σ'αυτή τη στιγμή, μια πρώιμη στιγμή πένθους, όπου καμιά γλώσσα και καμιά σιωπή δεν ιστορούνετον άνθρωπο. Στα ερείπια των συμβολικών μας αναπαραστάσεων τα πεπλανημένα μας σημαίνοντα υπό-μένουν κι αυτά την αναμονή τους.
Στο τοπίο αυτής της εξελισσόμενης κρίσης, τα σημάδια της γίνονται πιο δραματικά στο χώρο της “χειραφετητικής πολιτικής”, ενός θύλακα που τελεί επί των ημερών μας εν υπνώσει και έως θανάτου. Γιατί ενώ αυτό που δοκιμάζεται είναι το καπιταλιστικό σύστημα, έστω για τη χώρα μας αυτή η ψευδεπίγραφη εκδοχή του, αυτό που αποτιμάται από παντού είναι ο αντιστασιακός λόγος, το κενό της καταχρηστικής του δαπάνης. Η κρίση κυριολεκτικά τον ισοπέδωσε. Ότι εκπέμπεται απ'αυτό το χώρο δεν είναι μια οραματική, μια έστω αγωνιούσα, επί των τύπων, διάκριση, αλλά μια μονότονη, δευτερεύουσα, και όλο και λιγότερο απευθυντική μονοφωνία. Στη κάμινο αυτής της εντροπίας, ο αριστερός λόγος, είναι ένας λόγος καθηλωμένος στο φασματικό του πάνθεον, στις ιστορικές του απολήξεις. Μια δια-στροφή που αδυνατεί να αναγνώσει τους συμπτωματολογικούς θριάμβους των ημερών μας. Ένας λόγος παραδομένος εξ ολοκλήρου στη μετασοβιετική του μελαγχολία. Οι ιδεοληπτικές του αγκυλώσεις, και οι λαϊκιστικές εξάρσεις του, διαγράφουν ένα ζοφερό, ασφυκτικό και αδιέξοδο περιβάλλον, που αδυνατεί να εντοπίσει τα σημεία των καιρών και να αναζητήσει τις λύσεις τους. Ούτε την εκτακτικότητα της κρίσης μπορεί να αναγνωρίσει, αλλά ούτε και την συντριπτικότητα του γεγονότος της χρεοκοπίας μιας χώρας. Δέσμιος μιας ψυχικής κάθειρξης που του επέβαλλε η εμφυλιοπολεμική του ήττα, αλλά και καθηλωμένος στα σπάργανα της ιδεολογικής του κουρελαρίας, αδυνατεί να συλλάβει το μέγεθος του Πραγματικού και να εκτιμήσει το δικό του συμβολικό κύρος μέσα σ'αυτό.
Το Πραγματικό όμως, αν και αδιανόητο, εκθέτει την υλικότητά του, τη μεταβλητή του υλικότητα, μέσα στο ρου της ιστορίας. Οι συμβαντικές του εγέρσεις επιδεινώνουν αυτό το ανεντόπιστο ίχνος του αλλά και την εργασία μαζί της κατανόησης του. Μια φιλοσοφικοεπιστημονική πρακτική εννόησης, όπως αυτή της μαρξικής ανάλυσης, που συγκροτεί τη πολιτική πραγματικότητα της ίδιας της σκέψης. Ένα μεταβλητό όμως ίχνος που διασκεδάζει, μεταξύ άλλων, και το αγκυροβόλι του αριστερού λόγου. Γιατίόπως μας έδειξε κι ο Althusser,μαρξική συνέχεια δεν υπάρχει,ο χειραφετητικός λόγος οφείλει διαρκώς να επινοεί το γλωσσικό του εαυτό, τον επικαιροποιημένο στοχασμό του. Αναλαμβάνει το παρόν του, στο βαθμό που έχει υποστεί, και έως τα κατάβαθα του είναι του, αυτή τη τομή της φιλοσοφικής του διάρρηξης. Σ'αυτό το πεδίο, της ακατάβλητης ερμηνευτικής, ο αριστερός λόγος, εδώ και δεκαετίες, είναι απών, και γι αυτό μια τελειωμένη υπόθεση στο πεδίο της πολιτικής πρακτικής.
Η απόσυρση του από το διαλεκτικό πεδίο, αποτέλεσμα αυτής της πολύχρονης ερμηνευτικής του ραθυμίας, εγκαταλείπει έναν στρατηγικό χώρο στην αποιδεολογικοποίηση και στο πραγματισμό μιας διαχειριστικής γλώσσας. Εκεί όπουαναδύεται, εκ νέου, κι ένας ανελέητος ανταγωνισμός μεταξύ ενός λαϊκιστικού και ενός αντιλαϊκιστικού ιδιώματος. Στην πραγματικότητα δυο διαφορετικές εκπομπές νοήματος που ξεπερνούν προηγούμενες και ισχυρότερες ιδεολογικές διακρίσεις. Ο λαϊκισμός είναι μια κενή γλώσσα, όπου πάνω στην κενότητά της ο καθένας μπορεί να εγγράψει οτιδήποτε.Ο Balibar για παράδειγμα, τον περιγράφει ως “μια κίνηση πολιτικοποίησης του λαού”.Ενώ ο Laclau, σε μια πρόσφατη συνέντευξη του (Αυγή, 10/11/13), υποστηρίζει: “ο λαϊκισμός δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι ένα κίνημα που βασίζεται σε απόλυτους, συγκεκριμένους κοινωνικούς τομείς. Ο λαϊκισμός είναι ένας τρόπος να οικοδομηθεί το πολιτικό. Θέτει τους ασθενέστερους, τους "από κάτω", αυτούς που είναι στον πάτο του συστήματος, ενάντια στο σύστημα”. Θεμελιακές όμως αντιφάσεις για τον θεωρητικό της Ηγεμονίας μια και το υποκείμενο του λαϊκιστικού λόγου δεν αναγνωρίζεται τόσο στον πολιτικό του ορίζοντα όσο στην ιδιωτεία του ατομικού ή συντεχνιακού συμφέροντος, στη στρέβλωση δηλαδή του λαϊκού αιτήματος.Ο ορίζοντας της απεύθυνσης του λαϊκίστικου λόγου δεν είναι η κοινωνία, το καθολικό, αλλά οι αντικοινωνικές ομάδες, τα αποσυνάγωγα συλλογικά υποκείμενα ενός κατακερματισμένου κοινωνικού σώματος. Είναι η επιδείνωση μάλιστα αυτού του κατακερματισμού, η αποθέωση της μερικότητάς του, η απώλεια, του ούτως η άλλως, ανόμοιου και ποικιλώνυμου λαϊκού ίχνους. Εκεί που διακρίνεται όμως και ο θρίαμβος του ιδεολογικού λόγου, όταν χειραγωγεί, μέσα στη σφαίρα της ολοποιητικής του αφήγησης, την χαοτική πολυσημία του λαϊκού, στο σχήμα της χειραφέτησης της. Ο λαϊκισμός όμως δεν είναι ιδεολογία αλλά κατακερματισμός και διασάλευση μόνο. Μια λογική που αποϊδεολογικοποιεί και αποχαρακτηρίζει το υποκείμενό της, εκθέτοντάς το σε μια απολίτικη και ανορθολογική κατάσταση. Ένα πολιτικό πρότυπο που μεταλλάσσει τα ταξικά συμφέροντα σε καταναλωτικές επιθυμίες και όπου οι κομματικοί μηχανισμοί απλά συντονίζονται στην εξυπηρέτηση αυτών των αιτημάτων. Αιτημάτων επίμονων και μέσα σ'αυτό το κατακερματισμένο τοπίο της κρίσης που βιώνουμε. Γιατί οι όποιες ατομικές ή συντεχνιακές διεκδικήσεις δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να υπακούν μανιακά στην πραγμάτωση πρότερων καταναλωτικών προτύπων.
Ο “λαός” όμως είναι μια ρευστή συλλογική ταυτότητα, μια ταυτότητα που αδυνατεί να εδραιώσει το ανιχνεύσιμο ίχνος της μέσα στη σφαίρα του πολιτικού. Συγκροτείται ως οντότητα και ως αίτημα μέσω μιας μυστικής, συλλογικής υποκειμενοποίησης που τον εγγράφει και στην προοπτική της πολιτικής του εκφοράς. Η ταύτισή του όμως αυτή δεν συγκροτείται ως μια ενιαία ταυτότητα, όπως αυτή του “συνδικαλιστή” ή του “εργάτη” για παράδειγμα – μια ακόμη μαρξική αστοχία - αλλά στοιχειώνεται στις πιο μύχιες και αδιαφανείς πτυχές ενός μυστικού και ασύμπτωτου Πραγματικού. Οι σκέψεις του Lacan και του Badiou σ'αυτό το κομβικό ζήτημα, είναι μια κατάθεση μείζονος σημασίας. Η αταυτοποίητη ταυτότητα του συλλογικού πολιτικού υποκειμένου αναθεωρεί εκ βάθρων όλο το θεωρητικό πλαίσιο της πολιτικής σκέψης και κυρίως της πολιτικής πρακτικής. Το υποκείμενο εγγράφεται στη συλλογική του αναφορά μέσω της συν-κίνησής του, της φοράς που του μεταδίδεται και που μεταδίδει. Όταν ο λαός αναλαμβάνει την απόλαυση του κοινωνικού δεν το κάνει από την ειδική θέση του αιτήματός του αλλά από τη καθαρότητα μόνο της επιθυμίας του. Μιας επιθυμίας που μένει όμως ανεντόπιστη και ανεξυπηρέτητη από κάθε παραγωγικό λόγο. Στη συχνότητα αυτής της συν-κίνησης κάθε πολιτική-κομματική διαμεσολάβηση κρίνεται καταστροφική. Το λαϊκό αίτημα, είναι έτσι ένα ανώνυμο, μοναχικό, αδιατύπωτο αίτημα, μια βουβότητα που εκτοπίζει το υποκείμενο της σε μια άλλη τοπική επανυποκειμενοποίησης, στην τοπική του Λόγου του άλλου. Εκεί όπου αναλαμβάνει ο ιδεολογικός λόγος και τον ποιητικό του ρόλο μέσα στην ιστορία, καθώς αναλίσκεται μορφογενετικά, κομίζοντας στο αδιατύπωτο λαϊκό αίτημα μια γλωσσική σαφήνεια και μια επιτελεστική εκδοχή. Μια φαντασιακή στιγμή εδώ του λόγου που επιτρέπει το ανεπίτρεπτο, την αδύνατη κοινωνική δομή. “Η φαντασίωση”, θα πει ο Zizek, “είναι ένα μέσο ώστε η ιδεολογία να λάβει εκ των προτέρων υπόψη την ίδια την αποτυχία της”. Την αποτυχία του Κοινωνικού.
Όταν ο ιδεολογικός λόγος αναλαμβάνει το λαϊκιστικό του ιδίωμα εισέρχεται αναπόδραστα και στην εκπτωτική του συνθήκη, στην τελικότητά του, στο τέλος των ιδεών του. Η υποχώρησή του είναι αντιπροσωπευτική μιας κατακερματισμένης κοινωνίας, όπου ο κοινωνικός δεσμός αντικαθίσταται από την ευθραυστότητα των εξυπηρετήσεων. Είναι αλήθεια βέβαια ότι αυτός ο λόγος σπάνια συντονίζεται με τις πολιτικές της ιστορίας. Τις περισσότερες φορές αυτές επιβιώνουν στη χαμέρπεια της λαϊκιστικής τους αποδοχής αλλά η ριζοσπαστικότητα και η πρωτοπορία ήταν πάντα ένας εξ-ιστάμενος λόγος, μια δι-έγερση και όχι μια διαχειριστική, “λαϊκή” πολιτική, κοινοβουλευτικής απόδοσης. Ο λαϊκιστικός έτσι λόγος δεν κομίζει στο πολιτικό πεδίο κάποια ριζοσπαστικότητα, όπως υποστηρίζεται σήμερα από διάφορους θεωρητικούς (Balibar, Σταυρακάκης), αλλά αντιθέτως επιβεβαιώνει τη μπαναλιτέ του, (ψηφοθηρία, πολιτικό κόστος, κλπ.). Είναι ένα σύμπτωμα που δεν διασαλεύει αλλά εξομαλύνει την επίπλαστη επιφάνεια του κοινωνικού, χειραγωγώντας τη στη συλλογιστική μιας εξατομικευμένης κουλτούρας. Ένα πελατειακό αλισβερίσι που μεταλλάσσει - η αλήθεια είναι, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο ζήλο, απλά αδιαφορώντας - το πολιτικό ορίζοντα του κοινωνικού δεσμού σε μια πρακτική συμφιλιωτικής μηχανής, οριακής συμπερίληψης. Το υποκείμενο αυτού του λόγου δεν υποκειμενοποιεί τη ταξική διαφορά του, διεκδικείτο φαντασιακό μόνο της αδιαφανούς του θέσης. Στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία δεν υπάρχουν τάξεις, ταξικές ταυτότητες, αυτό το μαρξικό κοσμοείδωλο, παρά μόνο μια κενή δραστηριότητα στην οποία και τα υποκείμενα επιδίδονται με μανία. Δεν είναι ο λαός που εξυπηρετείται από έναν τέτοιο λόγο, αλλά η ανομική ηθική μιας κατακερματισμένης, και γι αυτό αντικοινωνικής απόλαυσης, στην καλύτερη περίπτωση, μια κοινή συνισταμένη διάφορων συντεχνιακών συμφερόντων. Στο λαϊκιστικό ιδίωμα, η επίκληση του λαού (Canovan), είναι μια επίκληση κενού περιεχομένου, αφού δεν αναμετριέται σε αληθινά λαϊκά αιτήματα. Η προσπάθεια των υποστηρικτών του λαϊκιστικού λόγου να τον συνδέσουν με τα συμφέροντα του λαού, εκθέτει και εξαντλεί το λαϊκό υποκείμενο - το όποιο αυτό - στη τοπική της μερικής του απόλαυσης και όχι στη δυναμική της συμμετοχικής του εκδήλωσης στο πεδίο της εξουσίας. Είναι στην πραγματικότητα η επίκληση μιας μερικότητας, που λόγω της καταστατικής της συνθήκης, αποκλείει ολοσχερώς τη κοινωνική προοπτική. Ο απολίτικος μηχανισμός μιας ψηφοθηρικής λογικής που πραγματώνει την ίδια τη γυμνότητα του πολιτικού πεδίου. Γι αυτό και σε περιόδους κρίσης, κρίσης του λόγου, τα λαϊκίστικα κόμματα αυξάνουν την εμβέλειά τους, (ΣΥΡΙΖΑ, Χ.Α.). Ο αειθαλής μέσα στη περίοδο της μεταπολίτευσης παπανδρεικός λαϊκισμός εντοπίζεται σήμερα στον αντιπολιτευτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα σε όλες τις χαρακτηριστικές του πτυχές. Από τον ευρωσκεπτικισμό του έως τις ανέξοδες ανταποκρίσεις του σε όλα ανεξαιρέτως τα λαϊκά αιτήματα, προσφάτως μάλιστα και στη διάσωση της σύνταξης των άγαμων θυγατέρων, ενός χουντικού, αντινεωτερικού νομοθετήματος.
Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν μοιραία σ'ένα μελαγχολικό συμπέρασμα: αφού ο αντιστασιακός λόγος στο καπιταλιστικό γίγνεσθαι απώλεσε την οραματική του διάσταση και ενσωματώθηκε στον διαχειριστικό λόγο, το υποκείμενο, το σύγχρονο υποκείμενο αυτής της κρίσης, έμεινε αποκλεισμένο απ'τον ορίζοντα της αλήθειας του. Εξ ου και οι αμήχανες, σπασμωδικές του εξ-εγέρσεις, εδώ κι εκεί, χωρίς καμιά ορατή προοπτική (Αγανακτισμένοι, Occupy Wall Street, Αραβική άνοιξη). Η συμβαντική αφοσίωση του υποκειμένου - καταγωγή και σκοποθεσία του - απολύει την α-λήθειά της όσο δεν υπάρχει μια ιδέα που θα την εκμαιεύσει και εμπνεύσει. Το σύγχρονο υποκείμενο, εγκαταλείπεται έτσι στην αναπηρία αυτής της έλλειψης, της έλλειψης της ιδέας, διαγράφοντας τις εγέρσεις του σ'ένα έδαφος σαθρό, σε μια τοπική που στερείται το ιδεολογικό της δικτύωμα. Καθίσταται έτσι το υποκείμενο μιας ασυνείδητης αναμονής, ένα αμάλγαμα μόνο της σιωπής του, μια αδιαφανή ορατότητα. Αλλά ποιος ξέρει; Ίσως στις μέρες μας, κι αυτό το ελάχιστο, να είναι ήδη πολύ.
Διαβάστε επίσης: Η ποιητική της ιδέας, Το ακατοίκητο ίχνος του Μαρξισμού
Οι φωτογραφίες είναι τουPaul Graham