Quantcast
Channel: λεξήματα
Viewing all articles
Browse latest Browse all 155

Τερατομορφίες της μοναξιάς

$
0
0
   Η Μελανίππη*, ήδη από τις πρώτες πτυχώσεις της, μας διανοίγει σ’ αυτό που είναι το έργο για εμάς αλλά και για τον εαυτό του. Μια καθαρή και απόλυτη δηλαδή «κατάφαση μοναξιάς» (Blanchot). «Αυτή η πρώτη φορά είναι μια φορά τόσο πρώτη, που μου δίνει την αίσθηση ότι ταυτίζεται με το τέλος των πάντων», η αρχική πρόταση του βιβλίου, μια καθηλωτική στιγμή χρόνου. Η Μελανίππη, ένα διάφανο κειμενικό ίχνος, ένα ευτελές πράγμα – λέξεις μόνο – που μας εκθέτει όμως στη βιαιότητα μιας αλήθειας: ότι η Μελανίππη είναι μόνη της. Είναι μόνη της όχι μόνο μέσα στον κόσμο, αυτό λίγη σημασία θα είχε, αλλά και μέσα στο Είναι της. Είναι μια άρνηση του Είναι της, εξού και ο διχασμός της, το πάνω και το κάτω μέρος του σώματός της, και η υπαρκτική της καθήλωση σ’ αυτό το διχασμό. Σ’ αυτή τη μοναξιά, και από ένα σημείο και μετά, η Μελανίππη παύει να αναγνωρίζει τον εαυτό της στην ανθρώπινή του διάσταση και αρχίζει να υπάρχει στην ανωνυμία της μυθικής του εκφοράς. Ένα Κάτι είναι αυτό που θα χαρακτηρίζει εφ εξής το Είναι της, μια εξωκοσμική διάσταση ζωής, μια τερατική μορφή σκότους, ενθυλακωμένη στην μοναδική και απόκοσμη θέση της. Στο καθρέπτη του διαμερίσματος αντικατοπτρίζεται πλέον όχι μια νεαρή γυναίκα αλλά μια γυναίκα Κένταυρος, δυο μέτρα ύψος και δυόμιση πλάτος. Μια τερατομορφία δηλαδή της μοναξιάς. «Ιπποτίθεται ότι ανήκω σ’ ένα είδος που έχει εκλείψει, όχι από την ιστορία αλλά από τη μυθολογία. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν πλέον Κένταυροι. Το φοβερό είναι ότι δεν υπήρξαν ποτέ. Γι’ αυτό θέλησα να τελειώνω, κι αφού δεν είμαι ούτε Ένα ούτε Κάτι, να διχαστώ για τα καλά και να γίνω Τίποτα. Το τραύμα στη μέση της ράχης μου είναι η αιματηρή απόδειξη. Τώρα οι τύψεις μου με βασανίζουν. Κι ας μην υπάρχω πουθενά, υποφέρω. Υποφέρω πολύ αληθινά. Θέλω ν’ ανοίξω το παράθυρο και να φωνάξω. ‘Είμαι Κένταυρος και ζητήστε μου συγνώμη! Ζητήστε μου συγνώμη όλοι’». Η Μελανίππη από-καλύπτεται έτσι ως αυτό το ρήγμα του κόσμου, η απόκοσμη και ανώνυμη προοπτική του. Μια φασματική ύπαρξη, αυτό το μισοκρυμμένο πρόσωπο πίσω απ’ τις περσίδες, ένα κυριολεκτικά εντοιχιζόμενο Είναι, και γι’ αυτό μια εικόνα σαγήνης και απορίας για τους άλλους. Μια μορφική δυνατότητα αδυναμίας που αποκαλύπτει τον κόσμο στο μη πραγματικό του ονόματός του. Όταν ο άλλος θα δώσει τις λέξεις του στην Μελανίππη κάτω απ’ το παράθυρό της τότε αυτή θα αποσυρθεί στο πιο βαθύ της σκοτάδι. Το ομιλιακό συμβάν του άλλου θα είναι και ο διαβρωτικός ιός στο συμπάν της κατάδικής της μοναξιάς. Αυτή η μετάβαση στη μυθική, μορφική, δια-στροφή της, δεν διασώζει την Μελανίππη μόνο από το βλέμμα του άλλου, (η μεγαλύτερη κόλαση, για την Ανιές της Αθανασίας του Κούντερα), αλλά και από τις λέξεις του άλλου. Η ίδια, σ’ αυτό το μορφικό της α-τόπημα, αποκαλύπτεται έτσι ως μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα, μια γλωσσική κρύπτη που διαθέτει το αδιάθετο ίχνος της απόκρυψής της. Η αποστέρηση του κόσμου μετατρέπεται εδώ σε μια μυστική εμπειρία ανάκτησής του, στη χωρική δυνατότητα της ίδιας της αναχώρησης, μιας διαρκούς και ακατάβλητης μετοικεσίας, που μεταμορφώνει την απώλεια σε ένα κέρδος ελευθερίας. Η Μελανίππη ως ένα αποσυρόμενο ον, εγκαταβιώνει στη κρύπτη του μυστικού της ονόματος, αλλά και στη σαγήνη όμως αυτού του μυστικού. Είναι εκεί, σ’ αυτή τη μυθολογική εκφορά της, που θ’ αναγνωρίζει και το επινοημένο της Είναι: «Δεν υπάρχω. Είμαι επινοημένη. Και, πιο συγκεκριμένα, έχω επινοήσει τον εαυτό μου. Έχω επινοήσει τον εαυτό μου και δεν υπάρχω. Είμαι ένα δημιούργημα της φαντασίας μου. Απορροφήθηκα σε τέτοιο βαθμό στις σκέψεις μου τόσα χρόνια, που δεν κατάλαβα ότι δεν υπάρχω». Είναι οι ώρες όπου η μέρα θα κλείνει προς τη δύση της και η Μελανίππη θα παραδοθεί για άλλη μια φορά στα σκοτάδια της. Είναι οι στιγμές όπου το διαμέρισμα του εγκλεισμού της θα παραδοθεί στη φωτοχυσία της μοναξιάς του. Ένα εμπνευσμένο απόσπασμα από τη σελίδα 35 του βιβλίου όπου η ηρωίδα του εγκαταλείπεται σ’ αυτή τη χειρονομίατου διακόπτη, όπως θα έλεγε ο Flusser. Η Μελανίππη ανάβει όλα τα φώτα του διαμερίσματος, ακόμη κι αυτό το μικρό φωτάκι του αποροφητήρα ή του υπολογιστή. Θέλει να φωταγωγήσει και την παραμικρή γωνιά του σπιτιού, να μην επιτρέψει την παραμικρή περιοχή σκότους όπου το κακό θα μπορούσε ν’ ανθίσει. Μάταια όμως. Ο εξηλεκτρισμός της μοναξιάς είναι ένα φθηνό τέχνασμα.
   Ο τρόπος που εφευρίσκει η Μελανίππη για να επικοινωνεί μυστικά με τον έξω κόσμο είναι με τις σαΐτες που πετά απ’ το παράθυρο της. Σκισμένες σελίδες βιβλίων που πάνω τους, εν είδη παλίμψηστου, γράφει τα δικά της μηνύματα, τα δικά της μοναδικά ίχνη. Οι λέξεις αυτών των σελίδων, αλλά και οι δικές της γραμμένες λέξεις πάνω σ’ αυτές, γίνονται εδώ ακοινώνητα ίχνη, ασύλληπτα, ανυπόστατα, προϋπάρχοντα πάντα. Η εγκαταλελειμμένη και ακοινώνητη παθητικότητά της, δεν είναι άλλη από την ακοινώνητη παθητικότητα των ίδιων των λέξεων. Η Μελανίππη, έχασε την όποια επαφή της με τον έξω κόσμο όχι όταν πρωτοκοίταξε το τερατικό της σώμα στο καθρέπτη, αλλά από την στιγμή που πέταξε την πρώτη της σαΐτα. Οι δεσμοί μας με τον κόσμο κόβονται οριστικά με την πρώτη μας γραμμένη λέξη. Το γλωσσικό μας συμβάν δεν είναι πλέον μια απεύθυνση στον άλλον αλλά αυτή η απόσυρση του απ’ τον μοναδικό μας ορίζοντα. Η γραμμένη λέξη αποδίδει τον κόσμο στη σιωπή των λέξεων του, είναι η λέξη μιας γλώσσας που «δεν μιλάει κάνεις», και για αυτό μια γλώσσα θανάτου, μια επικοινωνία μεταξύ νεκρών, αλλά όχι όμως και μια νεκρή επικοινωνία. Σ’ αυτή τη σκηνή οι λέξεις γίνονται ο αντίλαλος του εαυτού τους και το υποκείμενο τους ένας αντίλαλος του κόσμου. Η Μελανίππη έτσι διέρχεται το αφηγούμενο εικοσιτετράωρό της  μέσα στη νύχτα της λέξης, στη σκοτεινή απουσία του άλλου. Σ’ ένα πυκνό και ακίνητο χρόνο όπου ο πειρασμός του θανάτου συναγωνίζεται τον πειρασμό του άλλου, όταν και οι δύο μπορούν βέβαια να ταυτιστούν πολύ εύκολα και ανά πάσα στιγμή.
   Ο άλλος είναι για την Μελανίππη το «χείλος του γκρεμού», αυτό το χείλος της αβύσσου. Από την μια αγωνίζεται να αφεθεί στη δύναμη της έλξης που της ασκεί, να επικοινωνήσει με τις λέξεις του, να αφήσει, όπως χαρακτηριστικά λέει, τις λέξεις της να σβήσουν σ’ αυτό το ποτάμι λέξεων που κυλά κάτω απ’ το παράθυρο της, περιμένει το τυχαίο βλέμμα του, και από την άλλη, προδιαγράφει με μελετημένες κινήσεις την μυθολογική εξάντληση του χώρου της. Εγκαταλείπεται σ’ αυτή την άλλη όχθη του κόσμου, όπου όλες οι γέφυρες του έχουν γίνει ήδη συντρίμμια. Ηδονίζεται όταν εντοπίζει τον εαυτό της εκτοπισμένο σ’ αυτό το μεθοριακό σύνορο της πραγματικότητας και όπου μόνο η ίδια μπορεί και να το αγναντέψει. Σ’ αυτή τη μελαγχολική-καταθλιπτική της απόσυρση η μόνη της ελπίδα, κι αυτό φανερώνει και τον αμετάκλητο όμως εγκλωβισμό της, δεν είναι ο άλλος, αλλά η αντοχή της στην απουσία του, η διάρκεια της μελαγχολίας της, η προοπτική που διανοίγει καθημερινά στο μη είναι της-μέσα-στον-κόσμο. Μια αρνητική εδώ χαϊντεγγεριανή λάμψη σ’ αυτό το ζόφο. Όταν η Μελανίππη εξέλθει στον κόσμο θα βιώσει μια ακραία και ακαριαία εμπειρία. Την κοσμική της αφάνεια, το φαντασματικό της κοσμοείδωλο. Στο εσωτερικό αυτού του μηδενός θα συνειδητοποιήσει ότι δεν Είναι, ότι είναι μόνο η Απόσταση που την χωρίζει απ’ όλους τους άλλους. 
   Τα σημεία στα οποία επέμεινα πάνω στο κειμενικό σώμα της Μελανίππης είναι και τα σημεία που με αφιερώνουν στις αναφορές μου. Μια τελευταία: η ερωτική επιθυμία της Μελανίππης είναι μια επιθυμία για την νύχτα του άλλου, για το Πραγματικό ίχνος της απουσίας του. Η αναφορά της μάλιστα στο ιπποτισμό θα καταδείξει την επιθυμία της ως μια αδύνατη εν τέλει επιθυμία. Στον τόπο αυτής της καθήλωσης ο άλλος αναγνωρίζεται ως ένα αδύνατο σύμπτωμα. Το σύμπτωμα ενός Πραγματικού που δεν αποκαλύπτεται πλήρως αλλά διαθέτει απλώς τα ανησυχαστικά του σημεία. Οι σαΐτες της γίνονται σινιάλα μιας απόκοσμης λάμψης και γι αυτό αδιάγνωστα στο πληθυντικό σώμα του άλλου. Αυτό το σώμα που εγγράφεται στον ορίζοντα της Μελανίππης ως μια κοσμική ετερότητα, ως αυτή η όχληση του Πραγματικού που θα διαταράξει και την εύθραυστη ισορροπία του εγκλεισμού της. Η νύχτα του άλλου γίνεται έτσι και το περιβάλλον των μορφολογικών και μυθοπλαστικών διαφυγών της, η απαραίτητη δηλαδή συνθήκη της υπάρξεως της. Προσεγγίζοντας τους άλλους η Μελανίππη αναγνωρίζει το επινοημένο της είδωλο, τον κατοπτρικό εαυτό της, την κοσμική ασυμβατότητα του φαντασιακού της, την ίδια την ετεροτοπική του διάσταση. Η έξοδός της στον κόσμο, που θα στεφθεί βεβαίως κι από μια πλήρη αποτυχία, αγγίζει τα όρια της ύβρεως. Η μέρα των άλλων δεν ανήκει στη νύχτα της Μελανίππης. Οι άλλοι την προσπερνούν αόρατη και ανέγγιχτη. Μια φαντασματική ύπαρξη αφιερωμένη στο φασματικό της περιβάλλον. Ένας ίσκιος μόνο, μια αποτυχία της στιγμής, ένα παραστράτημα, για να εξέλθει στο φως το αδιάγνωστο ίχνος της, και στον τόπο τώρα αυτής της αναγνωστικής του διαστροφής.
   Η αναχώρηση της Μελανίππης καθιερώνει και το πλαίσιο της λογοτεχνικής μεταγραφής της, ένα άλλο εδώ μη είναι-μέσα-στον-κόσμο. Το λογοτεχνικό ίχνος, ένα κατ’ εξοχήν αποκαλυψιακό ίχνος, διαγράφεται ως το μεταιχμιακό εκείνο σημείο της διαφυγής των μορφών. Οι μορφές εξερχόμενες από την κοσμική τους κυκλοφορία ανακτούν τη μοναδική τους διάσταση. Μια μορφική μετά-στροφή που εμψυχώνει τις λέξεις στη νύχτα του άλλου. Εκεί ακριβώς όπου εμψυχώνεται και η τερατομορφία της Μελανίππης, και η διαταραχή του λόγου της, και η ξ-ενικότητα της ετερότητάς της. Ένα γλωσσικό αίνιγμα που επιστρέφει τις λέξεις του άλλου στην καταγωγική τους απορία. Το λογοτεχνικό αποτύπωμα των μορφών αν έχει κάποια αξία μέσα στον κόσμο, συμβαίνει, γιατί εγκαταλείπεται, στις μεγάλες στιγμές του, σ’ αυτή την αποκαλυψιακή του διάσταση, στο εύρος δηλαδή των μορφικών του διαρρήξεων, στην προαισθητική, μυθολογική, και μυθοπλαστική, καταγωγή του.
   Η Μελανίππητης Μαρίας Γιαγιάννου εγγράφεται σ’ αυτή τη διακεκαυμένη ζώνη της λογοτεχνίας που διεγείρει το υπαρξιακό πεδίο του ανθρώπου. Μια γραφή που φιλοδοξεί να αναμετρηθεί με τη νύχτα του ψυχισμού. Σ’ αυτό το ακρότατο όμως σημείο όπου το κείμενο οφείλει διαρκώς να ελέγχεται εξονυχιστικά και σε όλα τα στάδια της κατασκευής του, να αποψιλώνεται, να υποβάλλεται, σχεδόν ψυχαναγκαστικά, στη δοκιμασία της αφαίρεσης του. Στον πυρήνα αυτού του ολέθρου οποιοσδήποτε γλωσσικός, πληροφοριακός, ή αισθητικός εξιμπισιονισμός καταρρέει και ακυρώνει τον ίλιγγο αυτού του ίχνους. Ένα κείμενο δεν είναι υποχρεωμένο να τα πει και όλα. Η μόνη του οφειλή είναι στο ανείπωτο. Σ’ αυτό και μόνο.  

Μαρία Γιαγιάνου, Μελανίππη, εκδόσεις Σμίλη.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 155

Trending Articles