Τα «Τέσσερα κουαρτέτα» του T.S.Eliot, συνθέτονται μέσα «στη καρδιά του φωτός», ενός εκτυφλωτικού και απόκοσμου όμως φωτός που θα μπορούσαμε και να πούμε ότι εγείρονται μέσα στη καρδιά του σκότους. Εκεί που αναδύεται και η σιωπή της γλώσσας, η καταγωγική και μοναδική επιστροφή της. Μια επιστροφή που εγγράφεται σ’ αυτό το ποίημα, ως το Τέλος του ανθρώπου, η ακρώρεια ενός απομακρυσμένου και εσωτερικευμένου σημείου που ακινητεί μέσα στον ίλιγγο της εκστατικής του απορίας. «Ένα τέλος που είναι πάντοτε παρόν», ένα διαθέσιμο ίχνος μνήμης, που αισθηματοποιεί τις εικόνες της και την διευρυμένη της προοπτική. Οι ποιητικές εικόνες, αυτός ο κήπος με τα τριαντάφυλλα, που γίνονται εδώ – που αλλού; - το α-δύνατο πεδίο της εμπειρίας, ο τόπος της συγκίνησης και ο αποκαλυπτικός της ορίζοντας. «Την αβέβαιη ώρα πριν την αυγή / προς το τέλος της ατέρμονης νύχτας», ακριβώς τότε κροταλίζουν αυτοί οι στίχοι.
Η πρόκληση των Κουαρτέτων αναδεικνύεται έτσι σε μια αδιανόητη πρόκληση. Το υποκείμενο της σκέψης καλείται να αναστοχαστεί το σημείο της οριακής του κατακρήμνισης, να εξέλθει στο φως, στον τόπο της «ενασχόλησης του αγίου», και να μείνει καθηλωμένος στην ακινησία αυτής της έκ-στάσης. Το Είναι σ’ αυτό «το σκοτάδι του θεού», αποθέτει τις ισχνές εμπειρίες του, στην παθητικότητα της ενατένισης, στο απέλπιδο σημείο μιας εναγώνιας αναμονής. «Είπα στη ψυχή μου, μείνε ακίνητη και περίμενε χωρίς ελπίδα». Αυτό το ακίνητο που γίνεται και ο καταγωγικός πυρήνας των κουαρτέτων, το συναισθηματικό τους εδραίωμα. Ένα θεϊκό ίχνος, που ερημώνει τον κόσμο, και προ(σ)καλεί την αναχώρηση του, την τελική και οριστική του εγγραφή. Μια εγγραφή που θα εικονίσει τις λέξεις πέραν της γλώσσας, εκεί όπου οι λέξεις γίνονται αγγέλματαγια έναν μοναδικό Ευαγγελισμό (Moody). Αυτός ο «αιώνιος angelus» του τρίτου κουαρτέτου, που αναπαριστά εδώ την σιωπή του, ακόμη κι αυτή τη σιωπή του σημαίνοντός του. Οι λέξεις έτσι του ποιήματος, λέξεις-αγγέλματα, δεν περιγράφουν τίποτε, δεν αναπαριστούν, δεν συμβολίζουν, αλλά αναγγέλλουν, το τέλος όλων αυτών, αναγγέλλουν τη σιωπή τους, το αμετάδοτο Είναι τους. Σωστά λοιπόν επισημαίνει ο Moody, που δοκίμιο του παρατίθεται στον πρόλογο του βιβλίου, τις φωνέςαυτού του ποιήματος. Έναν απ’ τους βιβλικούς τροπισμούς του Θεού, όπως θα πει ο H. Bloom, που μεταγγίζουν μέσα στον κόσμο των λέξεων τη σιωπή του Λόγου. «Γιατί οι λέξεις της περσινής χρονιάς ανήκουν / στη γλώσσα της περσινής χρονιάς / και οι λέξεις της επόμενης χρονιάς / προσμένουν μια άλλη φωνή». Φωνές, που διασπειρόμενες εκτρέπουν τις λέξεις, διαρρηγνύοντας τις συνδέσεις τους. Δοξαστικές φλόγες μπροστά στο Θεό, σύμφωνα με τον W. Benjamin, που δεν αναπαριστούν αλλά παριστούν το Λόγο του Άλλου. «Μια φωνή τραγουδάει, όχι όμως στο αυτί [… ] και όχι σε όποια γλώσσα». Ο ψίθυρος μιας απόκοσμης γλώσσας που καταβυθίζει τον κόσμο στην απουσία του, στην εναγώνια αναμονή του. Αναμονή, που εγκαλεί τον κόσμο στο αλαβάστρινο κενό των σημαινόντων του. «Εδώ η ανέφικτη ένωση / των σφαιρών της ύπαρξης είναι πραγματική». Μια συμβαντική, αποκαλυπτική εμπειρία, στα όρια ακριβώς της γλώσσας, όπου οι λέξεις αγγίζουν όχι το όνομα αλλά τη σιωπή του ονόματος. Η αισθησιακή, αισθηματική, και συναισθηματικήέτσι γλωσσική αντίληψη (Moody), του ποιήματος, πάλιν αυτός ο κήπος με τα ρόδα, εκτρέπεται στην έρημο της μεταφυσικής του εκφοράς. Εκεί όπου συλλαμβάνεται και το ακίνητο θεμέλιο του Είναι. Σ’ αυτόν τον ίλιγγο μιας σβούρας που γυρίζει, και ακινητεί μέσα στους ιλιγγιώδεις στροβιλισμούς της: «το φως είναι ακίνητο / στο ακίνητο σημείο του κόσμου», «όπως ένα κινέζικο ακίνητο βάζο / κινείται αδιάκοπα μέσα στην ακινησία του». Μια αιώρηση σ’ αυτή τη σιωπή του Λόγου, πάνω απ’ το αμήχανο τέλος της ιστορίας. «’Έτσι τελειώνει ο κόσμος, όχι μ’ ένα κρότο αλλά μ’ έναν λυγμό». Το ποίημα συγκροτεί και συγκρατεί τη γλώσσα σ’ αυτό το μετεωρισμό του τέλους, στη διάρκεια της σιωπής. Μια καταβύθιση στη πιο μύχια προσδοκία της γλώσσας, που δεν είναι άλλη από την μυστική απόκριση του Άλλου. Εγέρσεις οι λέξεις του, στην αφιλόδοξη αναμονή του. Είναι εδώ όπου το πνεύμα, όπως σημειώνει ο Moody, ενσωματώνει τα ιδιώματα της φυσικής εμπειρίας, της σκέψης, και του στοχασμού, και τα αναγάγει σε μέσο πνευματικής αντίληψης. Έχουμε να κάνουμε με μια αυτοπαράδοσητης γλώσσας. Όπου η γλώσσα παύει να είναι γλώσσα, και γίνεται μια «γλώσσα πύρινη, πέρα απ’ τη γλώσσα των ζωντανών». Δεν πρόκειται περί της αισθαντικότητας όμως του θρησκευτικού, ή για τον ηδονισμό μιας θανατόληπτης αφήγησης, αλλά για τη γλωσσική κατάφαση στο αρνητικό ίχνος, στη δαιμονική φύση του γλωσσικού συμβάντος.
Στον τόπο αυτόν όπου αναδύεται κι ένας ακόμη τροπισμός του θεού, η πρωταρχική εικόνα της φωτιάς,(Bloom). Είναι θαρρείς και ολόκληρος ο κόσμος έχει μετατραπεί σε ιερή φωτιά. Η ίδια η γη κυριεύεται από τρόμο και μεταμορφώνεται σε λευκή φλόγα, που προσφέρεται από την Κυριακή της Πεντηκοστής. Εδώ η λέξη pyre (:πυρά) δεν σχετίζεται με την αποτέφρωση και το χώμα που γίνεται στάχτη όσο με την αρχική σημασία της καθαρτήριας φλόγας. Η αγάπη του Θεού για το δημιούργημα του εκδηλώνεται σαν φωτιά που καταβροχθίζει τα πάντα, σημειώνει ο Moody. «Μια ζωή που φλέγεται κάθε στιγμή» στην «καθαρτήρια εκείνη φλόγα», (Eliot). Η φωτιά ως το πύρινο άρμα του Λόγου και μέχρις ότου «φωτιά και τριαντάφυλλο να γίνουν ένα» και έτσι «να λυτρωθούμε απ’ τη φωτιά δια της φωτιάς». Σ’ αυτή τη πύρινη γλώσσα του Άλλου όπου οι λέξεις αποβάλλουν τις μετωνυμικές και μεταφορικές τους εξάρσεις αγγέλλοντας της σιωπής τους, τη μοναδική και εξ-αιρετική τους εκφορά μέσα στον κόσμο. Το ποίημα σ’ αυτή την αποκλίνουσα προοπτική του, φέροντας τις λέξεις φέρει τη σιωπή τους, τη σιωπή του ονόματος του Άλλου. Τώρα «Άλλοι αντίλαλοι / κατοικούν στον κήπο. Να τους ακολουθήσουμε;».
Σ’ αυτές τις ακρώρειες του νοητού, το ποίημα δεν καταλήγει στην αποκάλυψη ενός νοήματος, ακόμη και ενός ιερού νοήματος. Η «θεϊκή ιερή φωτιά» κατακαίει κάθε δυνατό ορίζοντα προσδοκίας, επιτρέποντας την παρηγοριά μόνο ενός απόκοσμου μουσικού τόνου. Στον κήπο με τα τριαντάφυλλα, «νεκρά φύλλα κροτάλιζαν ακόμη σαν τσίγκος». Ο αποκαλυπτικός ορίζοντας είναι πάντα ένας αρνητικός ορίζοντας, ένας ορίζοντας απορίας και αναμονής. Σ’ αυτή την εξωστρεφή προοπτική η αποξένωση του κόσμου καθίσταται και η μόνη ασφαλής του μέθοδος, όπως και η ερημική αναχώρηση η μόνη χωρική του δυνατότητα. «Είπα στην ψυχή μου, μείνε ακίνητη και άσε το σκοτάδι να σε κυριεύσει / γιατί θα ναι το σκοτάδι του Θεού». Οι λέξεις αποσπώνται τώρα απ’ τις γλωσσικές τους ριζώσεις ελκόμενες από το Έξω που τις περιβάλλει. Ένα Έξω, που θα γίνει κι αυτή η εκκεντρική τους προοπτική. «Στο ακίνητο σημείο του κόσμου που γυρίζει», διαρκεί ένα φως, που θα εξακτινώσει τις λέξεις στην προοπτική του ανέκφραστου και ανεικόνιστου, ακριβώς στη καρδιά της σιωπής της γλώσσας. Μια γλωσσική επιστροφή σ’ αυτό το Έξω που ενυπάρχει.
Ο Φυσικός έτσι κόσμος μέσα σ’ αυτό το ποίημα, όπου εικονίζεται δεν απεικονίζεται. Είναι ένα απροσδιόριστο κάτι που διαφυλάσσει ακέραιο το αμετάδοτο ίχνος της αλήθειάς του. «Ούτε σάρκα ούτε μη σάρκα», «Ούτε μπουμπούκιασμα ούτε μαρασμός», «γιατί η αγάπη θα ταν αγάπη για λάθος πράγμα» (η υπογράμμιση δική μου). Τα πράγματα εδώ δεν ονοματίζονται, αλλά ιχνογραφούνται απλώς στο γλωσσολογικό τους πεδίο. Αδύνατα γλωσσικά σημαίνοντα που μόνο μέσω της ποιητικής ενόρασης ανακτούν τη μυστική τους σαφήνεια. Το ποίημα εκτρέπει τη γλώσσα στη λευκότητα της σιωπής της, κάτω απ’ το άηχο πέπλο του χιονιού που σκεπάζει το ροδώνα. Ο κήπος με τα τριαντάφυλλα γίνεται έτσι ένας κήπος μυστικός, απρόσιτος και αδιάγνωστος στην ενότητά του, ένας κήπος που δεξιώνεται το αποκαλυπτικό του ίχνος, το γλωσσικό του εύρος. Ο κόσμος στο ποίημα αχνοφαίνεται μόνο στον αρνητικό του αντίκτυπο. «Τα σπίτια όλα χάθηκαν κάτω απ’ τη θάλασσα / οι χορευτές όλοι χάθηκαν κάτω απ’ τον λόφο». «Ο χρόνος…σαν το ποτάμι με το φορτίο του από νεκρούς νέγρους, αγελάδες και κοτέτσια». Δεν μπορούμε να σκεφθούμε «ωκεανό που να μην λυμαίνεται από σκουπίδια». Ο τόπος του αισθητού ήταν άλλωστε πάντα για την ποίηση κι ένας τόπος θανάτου. «Στάχτη πάνω σ’ ενός γέρου το μανίκι / είναι όλη η στάχτη που αφήνουν τα καμένα τριαντάφυλλα. / Σκόνη που αιωρείται στον αέρα / σημαδεύει το μέρος όπου μια ιστορία ολοκληρώθηκε. / Η σκόνη που εισπνεύσαμε ήταν ένα σπίτι / ο τοίχος, η ξύλινη επένδυση και το ποντίκι, / ο θάνατος της ελπίδας και η απελπισία, / αυτός είναι ο θάνατος του αέρα». «Υπάρχει πλημμύρα και ξηρασία / πάνω απ’ τα μάτια και στο στόμα, / νεκρό νερό και άμμος νεκρή». Η γλώσσα που χαράσσει έτσι τον κόσμο είναι η γλώσσα των νεκρών, μια «γλώσσα πύρινη πέρα απ’ τη γλώσσα των ζωντανών». Σ’ αυτόν τον λειμώνα όμως του θανάτου μια αδύνατη υπόσχεση αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Η υπόσχεση της αγάπης. Στον μυστικό ροδώνα, και πριν ακόμη όλα τα τριαντάφυλλα του γίνουν στάχτη, ένα περιβάλλον εκστατικών εμπειριών διαγράφει το πλαίσιο μιας νέας συγκίνησης. Η συγκίνηση πάντα του άλλου, οι στιγμές της αγωνίας του. «Στην αγωνία των άλλων που σχεδόν την βιώσαμε, εμπλέκοντας τον εαυτό μας καλύτερα, απ’ ό, τι στη δική μας». Σ’ αυτόν τον «ψίθυρο από τρεχούμενα ρυάκια και χειμωνιάτικη αστραπή», το ίχνος του άλλου διαφαίνεται ως ένα εναγώνιο ίχνος, μια ευθραυστότητα που εικονίζει και το ανέφικτο της σχέσης μας μαζί του. «Η αγάπη είναι το ανοίκειο Όνομα». Η επιθυμία έτσι γίνεται μια ανεπιθύμητη επιθυμία και υπαγορεύει και την αρνητική της εγγραφή. Η εξάρνηση του κόσμου γίνεται έτσι ο τρόπος τότε ώστε η αγάπη να εκφραστεί στο σωστό πράγμα και σωστό πράγμα είναι το εξαρνημένο πράγμα, η απωλεσθείσα και αδύνατη πραγμότητά του, αυτό το πέπλο του χιονιού που νεκρώνει τον κόσμο και τον διαθέτει στη μυστική του λευκότητά. «Κατέβα χαμηλότερα, κατέβα μόνο / στον κόσμο της αέναης μοναξιάς, / κόσμος όχι κόσμος, αλλά εκείνο που δεν είναι κόσμος, / εσώτερο σκοτάδι, αποστέρηση / και απώλεια…»
Το αποκαλυπτικό περιβάλλον του ποιήματος είναι και ένα αποκαλυψιακό περιβάλλον. Για τον Moodyτα Κουαρτέτα γράφονται μέσα σε μια ευρύτερη μυστικιστική παράδοση όπου ο κόσμος εντοπίζεται όχι στην κατάφαση των στιγμών του, αλλά στις αποφατικές του εξάρσεις. Μια διαύγαση του παρελθόντος χρόνου μέσα από τη συμβαντική εμπειρία του παρόντος. Εδώ που «δεν υπάρχει μυρωδιά γης ή μυρωδιά από ζωντανό πλάσμα», λαμβάνει χώρα η «ενασχόληση του αγίου», το «ανοίκειο Όνομα», η κίνηση του Άλλου, η συν-κίνηση της αγωνίας του. Όλα εγγράφονται ή αποκαλύπτονται σ’ αυτή τη δια-στροφή της γλώσσας, σ’ αυτόν τον τρόπο της επανάκτησης του κόσμου. Ο κόσμος αναδύεται μέσα στη ξενότητα του γλωσσικού του ίχνους, κατονομάζεται, στο «ανοίκειο Όνομα» του Άλλου. Όπου το Όνομα δεν είναι εδώ ένα απλό σημαίνον αλλά η ίδια η πλησμονή της γλώσσας, το γλωσσικό της α-τόπημα, το απροϋπόθετο θεμέλιό της, ο τόπος του άρρητου, αυτό το περιούσιο ίχνος της γλώσσας, όπως κατέδειξε και η μεσσιανική σκέψη του Benjamin. Η απόσυρση του κόσμου, η καταβύθισή του στο ζόφο του θανάτου, εμφανίζεται έτσι και ως η μοναδική δυνατότητα της δι-έγερσής του. Το γλωσσικό ίχνος είναι ένα από-καλυπτικό ίχνος στο βαθμό μόνο που νεκρώνει και ζωοποιεί, και όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά. Ο κόσμος έτσι αποσύρεται, εγκαταλείπεται στη λειτουργία αυτού του ίχνους, καταβυθίζεται όπως «μια βάρκα που βουλιάζει αργά καθώς την παίρνει το κύμα», ένας ακόμη στίχος από τα Κουαρτέτα αποσβολωτικής όμως ομορφιάς.
Αν και τα «Τέσσερα κουαρτέτα» δεν έχουν κακοποιηθεί τόσο, όπως άλλα σπουδαία έργα, στην μεταφραστική τους απόδοση, είναι ανάγκη να επαναδιατυπώνονται κάθε φορά στη γλώσσα της εποχής, να αποδίδονται στις αναγνωστικές τους προκλήσεις. Η παρούσα μεταφραστική απόδοση του ποιητή Χάρη Βλαβιανού, σμιλεμένη λέξη λέξη, και για περισσότερο από δύο δεκαετίες, καταφέρνει να αποδώσει τη μουσικότητα αλλά και το πνεύμα αυτού του ποιητικού ίχνους στον ελληνόγλωσσο τόνο του. Μια εργασία που δεν επιθυμεί να εξουσιάσει ή να εξαντλήσει την ελαστικότητα του έργου αλλά να αναζητήσει αυτές μόνο τις εκφραστικές του αντιστοιχίες.
T.S.Eliot, «Τέσσερα κουαρτέτα», Εκδόσεις Πατάκη.
Εικονογράφηση: Πάνος Μιχαήλ
Εικονογράφηση: Πάνος Μιχαήλ