Το ζωγραφικό έργο του Μιχαήλ Μιχαλακάκου, έχει την αύρα μιας παλαιάς ζωγραφικής, αυτής των περίφημων εκθέσεων του Ζαππείου. Το διαμέρισμα του, γνωστός αντικέρ του Κολωνακίου αυτός, είναι κατάφορτο από συμβολιστικούς και ρομαντικούς πίνακες, δικών του, αλλά και άλλων. Η ανθεκτική τυπολογία της ρομαντικής εικονοποιίας που γίνεται, στις εικόνες του, φορέας μιας δυνατής αλληγορίας, το ρομαντικό κοσμοείδωλο που εκδηλώνεται στις νεφέλες του οράματός του. Στο έργο του, η φύση είναι παραδομένη στις εξάρσεις της, σε μορφικά πεπρωμένα που σκιαγραφούν έναν ορίζοντα αποκαλυψιακό. Στον κόσμο αυτόν διαβιούν πνοές που δεν ησυχάζουν, εγκαταλελειμμένες ομοιώσεις και πραγμοειδής αποκαλύψεις. Ο εκπεπτωκός κόσμος ενός απολεσμένου ορίζοντα που φέρει όμως τα ίχνη και τη μνήμη της απώλειάς του. Η ρομαντική εικόνα, είναι η εικόνα μιας απολεσμένης μορφής, μιας μορφής που εκλείπει, και μιας έκλειψης που υποστασιώνει, διαρκώς κι επιμόνως, αυτή την απώλεια, το πένθος της αναπαράστασής της στις φυσικές της ομοιώσεις. Μια μορφή, η ρομαντική μορφή, που δοκιμάζεται ως μια ξένη μορφή, ξένη ως προς τη τάξη των πραγμάτων. Μια μορφική διέγερση καταδικασμένη στη πένθιμη ακολουθία του κανόνα της, καθώς η τυφλότητά της, αυτή η ανομολόγητη αναφορικότητά της, αφιερώνει την εικόνα της στα πιο απορφανισμένα σημεία της γλωσσικής καταφυγής της. Η φύση, οι πνοές της, ο ουράνιος θόλος της, το μελόδραμά του, όλη αυτή η τάξη του κόσμου, που εγγράφεται σε μία δίνη, σε μία δίνη του εαυτού, όπως θα πει ο Blanchot, ενός εαυτού που ’χει απολέσει όμως τη φυγόκεντρη τροχιά του.
Η Μάρω Μιχαλακάκου, σ’ αυτό το περιβάλλον των εικόνων, έρχεται ν’ αποδώσει ένα έργο ετεροφροσύνης, μια διαφορά, που δεν μπορεί παρά να εγγράφεται, ξανά και ξανά, ως τέτοια, πάνω σ’ αυτή την εικονοποιία. Μια γλυπτική, ριζωματική εγκατάσταση, που αναλαμβάνει όλο το περιβάλλον της εικονοποιίας του πατέρα της, το επανεπικυρώνει μέσα της, το διαστρέφει, και διαγράφει τη γλωσσική διαφορά του στον ορίζοντα της υποδοχής του. Το κληρονομημένο ίχνος είναι το ίχνος πάντα μιας διαστροφής, μιας οριακής διασάλευσης, που το αποκαλύπτει ενεργό στον ορίζοντα της διάρκειάς του. Είναι το ίχνος μιας γλώσσας που διατίθεται στις ιδιωματικές της διεγέρσεις. Ένα παλλόμενο ίχνος, παλλόμενο από ζωή, που διασώζει την ακεραιότητά του, όχι στη μορφική του καθήλωση, αλλά στην ανοικτότητα της μεταστοιχείωσής του. Δεν είναι το έργο πλέον, αλλά η γλώσσα του έργου, το περιβάλλον της γλώσσας, το ζωτικό της πεδίο, οι προκλήσεις του κι οι αντιστάσεις του, οι υποσχέσεις του κι οι αδύνατές του εκφορές. Η κληρονομιά, η όποια αυτή, δεν επιβιώνει στη καθαρότητα του ίχνους της, αλλά στην ανοικτότητά της, στο συμβάν της αέναης και καινοφανούς της επαλήθευσης. Αυτή είναι η πραγματικότητα της δημιουργίας, το παλίμψηστο, μια εργασία που δεν εκδηλώνεται στη λευκότητα μιας επιφάνειας, αλλά στο πληθωρισμό των σημείων της, και στον αστερισμό των αναφορών της. Μια γραφή πάνω στη γραφή, μια εικόνα μέσα από μιαν άλλη εικόνα, το παρελθόν που γίνεται έργο του παρόντος, και το ανακτημένο που διασώζεται ως υπεσχημένο. Η δημιουργία, η πρωτοτυπία της, είναι αυτή ακριβώς η ανάλαφρη σχέση της με τις αναφορές της, μ’ ένα παρελθόν, όχι νοσταλγημένο, αλλά ανακτημένο στις νέες του εκλάμψεις. Τα ράμφη έτσι, και τα νύχια των πτηνών, απ’ το έργο της Μιχαλακάκου, θα μπορούσαν να ’ρχονται απ’ αυτά τα ονειρικά περιβάλλοντα των εικόνων του Μιχαλακάκου, απ’ τα τιτιβίσματα των δασών του, κι όλο αυτό το παιγνίδισμα των αναφορών να εκδηλώνεται με μια αδιάφορη διάθεση. Γιατί η χειρονομία αυτή είναι μια χειρονομία εγκαταλελειμμένη, μια ασύνειδη έλξη, μια χαμηλόφωνη καταλλαγή. Τα σχέδια πάνω στα βελούδα της Μιχαλακάκου είναι επίσης ίχνη εικόνων, απολεσμένων κι ανευρεθέντων. Είναι ότι απέμεινε απ’ την εικόνα, ότι αποθανατίστηκε στη λήθη της. Γι’ αυτό κι έχουν ένα πένθιμο βάρος οι εικόνες της, κι η βιαιότητα της ανάδυσής τους, το ξύσιμο του βελούδου, η καταστροφή του, πάλιν εδώ αυτή η χειρονομία του παλίμψηστου, η απόξεση, μια νέα εικόνα, μια νέα εγγραφή, ένα νέο ιδίωμα, που φέρει μέσα του τη καταστροφή, τη χειρονομία της καταστροφής. Στην εγκατάσταση της Μιχαλακάκου, ένα ζευγάρι καρέκλες του 19ουαιώνα, απ’ την αντικερί του πατέρα της, κυριολεκτικά ξεκοιλιάζονται κι αναδομούνται σε μια νέα συνθήκη. Η συμφωνία τους είναι, πάλιν εδώ, αυτή η φυσική βία που απεικονίζεται, λιγότερα δραματικά, στα έργα του πατέρα της. Ρίζες και κλαδιά που ανασυνθέτουν αυτό το ζεύγος των αντικειμένων, σε μια νέα, πρωταρχική, σκηνή. Οι εικόνες άλλωστε δεν είναι ποτέ παλιές, οι εικόνες θα ’ναι πάντα νέες.
Η έκθεση κλείνει με μια ταινία μικρού μήκους της κόρης της Μάρως Μιχαλακάκου, Σεμέλης Σαφού, με θέμα τη καθημερινή ζωή στο σπίτι του παππού της Μιχαήλ και της γιαγιάς της Ευαγγελίας. Μια διαφορά, ακόμη μία, που κομίζει η Σαφού, στη δική της γλώσσα, στο ίχνος της δικής της συγκίνησης. Η εμπειρία του οικείου, το θρόισμα των χειρονομιών του, οι εξάρσεις κι οι σιωπές του, είναι βιώματα που αποδίδονται και δεν αποδίδονται. Το όποιο εξέχον νόημά τους εξαχνώνεται μπροστά στη φλόγωση αυτών των οικείων εικόνων. Δεν μαρτυράται εδώ κάτι σπουδαίο, παρά μόνον αυτή η κοινοτοπία της καθημερινής ζωής, οι σπαταλημένες στιγμές της, κι η παράστασή τους γύρω απ’ ένα τραπέζι. Εκεί δεν εξαντλείται κι ολόκληρη η ζωή μας; Και επειδή ο χρόνος τρέχει, αυτές οι εικόνες θα βρουν, κάποια στιγμή, τ’ αληθινό τους βάρος στο βάθος του ψυχισμού. Θέλω να πω, ό, τι θα μείνει, ό, τι στο τέλος πάντα απομένει, είναι συγκίνηση...
Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε για την έκθεση, «Φωνές μιας άνοιξης», της Μάρως Μιχαλακάκου, του Μιχαήλ Μιχαλακάκου, και της Σεμέλης Σαφού, στο χώρο του Potential Projects, 16/05 - 22/06, 2024, στην Αθήνα. Επιμέλεια έκθεσης: Αποστόλης Αρτινός.