Υπάρχουν στιγμές, που
διαταράσσουν τις ροές και τις λογικές του βίου μας. Ρηξιγενή συμβάντα, που
εκθεμελιώνουν τη ζωή μας και διασαλεύουν τον ορίζοντά της. Είμαστε τότε «επέκεινα του είναι», όπως θα πει ωραία ο
Badiou.
Η ετερογένεια αυτών των στιγμών, στιγμών βεβαίως που διαρκούν και πέραν της
στιγμιαίας τους εκδήλωσης, εκθέτει το Είναι σ’ ένα εκλειπτικό ορίζοντα, σε μια
αρνητική κατάφαση ζωής. Ένα ρηγματωμένο Είναι που εκχέει απ’ τις ρηγματώσεις
του αυτό το μάγμα του Πραγματικού, ενός αδιάγνωστου κι ανοικονόμητου
Πραγματικού, που μας εγκαταλείπει στην απορία.
Μια τέτοια στιγμή*, κι όλες οι στιγμές μετά που την ακολούθησαν, οδήγησαν τη Λίζη Καλλιγά στο «μικρό, στενόμακρο δωμάτιο» ενός κέντρου ψυχολογικής υποστήριξης. Εξαντλημένη και σαστισμένη, εγκαταλείπεται στη μόνωση αυτού του δωματίου, αντιμέτωπη μ’ ένα άσπρο τοίχο, και με τη κενότητα εκείνων των ημερών. Η Λίζη τότε κάνει ενστικτωδώς αυτό που έκανε πάντα, παίρνει τη φωτογραφική της μηχανή και καταγράφει, σχεδόν ασυνείδητα, τα θαμπά ίχνη εκείνων των ημερών, τη κουρτίνα του δωματίου που πτύχωνε το φως, τις μεταβολές του, μια αργή, βασανιστική μεταμόρφωση. Κατέγραφε ερμητικά, αυτό που δεν υπήρχε, και την αδύνατη μαζί υπόσχεσή του, κάτι ελάχιστο, που θησαύριζε όμως πολλά.
Και όλο αυτό μια οριακή εμπειρία μέσα στο λευκό, όχι στο μαύρο, το μαύρο είναι νύχτα, κι η νύχτα είναι γεμάτη φωνές, αλλά το λευκό· το λευκό είναι η σιωπή του κόσμου, η απόσυρσή του. Μια εμπειρία που δύσκολα αντικειμενοποιείται, μιας κι αυτό που την υποστηρίζει είναι ένας λόγος αδύνατος, αυτός ο λόγος του ανείπωτου. Ό, τι αναφύεται μέσα απ’ αυτές τις πτυχώσεις της σιωπής, κάποιοι αδύναμοι ψιθυρισμοί μόνο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά φασματικές ακολουθίες, μυθικά αινίγματα, μυστικές εμπειρίες που διαπλάθουν, ησύχως, τ’ ανάγλυφό τους. Υπάρχει μια σκηνή εδώ που εγείρεται, μια αδύνατη τοπολογία που ιχνογραφεί το υποκείμενό της, ένα υποκείμενο ανοικτό, διαθέσιμο και διάτρητο, καθόλου φερέγγυο με την εγώτητά του. Το υποκείμενο είναι το τραύμα του, η λύση της συνέχειάς του, ένα διάκενο που διανοίγεται, κι όσο διανοίγεται τόσο διασύρει το υποκείμενό, αποκαλύπτοντάς το.
Από εκείνες τις μέρες, η Λίζη λέει ότι ανακάλυψε τον ενεστώτα χρόνο, τη μοναχική αλήθεια του παρόντος, το μόνο εχέγγυο: τη στιγμή. Μια σωματική διάσταση του χρόνου, τη σωματοποιημένη εμπειρία της ακεραιότητάς του, ό, τι μαρτυρά κάθε φορά τη ζωή.
*Στις
20 Μαρτίου του 2022 μια φωτιά, που προκλήθηκε από βραχυκύκλωμα, κατακαίει
ολοσχερώς το σπίτι της Λίζης Καλλιγά στις Σπέτσες, μαζί κι ένα μέρος του
καλλιτεχνικού της έργου.
Το παρόν κείμενο
γράφτηκε για τον κατάλογο της έκθεσης: Λίζη Καλλιγά, «Ο Άσπρος τοίχος»,
επιμέλεια Θάνος Σταθόπουλος, στο Αρχείο του Αλέξη Ακριθάκη, το Μάιο του 2024,
στην Αθήνα.