Στο φινάλε της
επίδειξης WidowsofCulloden
(2006), ο Alexander McQueen, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του κοινού του,
προβάλλει το ολόγραμμα της Kate Moss να φορά ένα αέρινο φόρεμα του από
εκατοντάδες πτυχώσεις μιας μεταξωτής οργάντζας. Οι θεατές του βρέθηκαν αυτόματα
τότε σε μιαν άλλη σκηνή, σε μια σκηνή αφαίρεσης, όπου όλα εξέλειπαν, και το
μοντέλο και το φόρεμα, κι όμως όλα ήταν εκεί, στην αϋλότητα της ιδέας τους. Ήταν
η σκηνή μιας εκτροπής, μιας και αυτό που θεωρούταν ήταν η γυμνότητα της αλήθειάς
του, η καθαρότητά της σ’ έναν ορίζοντα που υπερέχει. Η μόδα άλλωστε, όπως
τουλάχιστον εγώ την καταλαβαίνω, ήταν πάντα αυτό, ο ορίζοντας μιας σαγήνης, μια
αύρα που ενδύει το σώμα και το εγκαταλείπει στις διαφυγές του. Η σαγήνη της
μόδας εκχέεται απ’ την επιφάνεια αυτών των αέρινων εντυπώσεων που ιχνογραφούν
τις συνδέσεις τους κι ευθύς αμέσως απελευθερώνονται απ’ αυτές. Είναι τότε οι
χειρονομίες του άλλου, που υπαγορεύουν το σχεδιασμό των αντικειμένων, που
διεγείρουν τη χάρη τους, το έκδηλο κι ανίσχυρο της υλικότητάς τους. Η γοητεία
έχει μια αέρινη καταγωγή, καθώς διαγράφει τις εντυπώσεις της στο παιγνίδι αυτών
των ανακλήσεων. Όπως αυτός ο στροβιλισμός της Moss στην ολογραμματική διαφυγή
της, το φουρφούρισμα της οργάντζας, οι κυματισμοί της, κι αυτά μόνο ν’ αρκούν.
Το βλέμμα επενδύει στις
μορφές, η μόδα συντρέχει το βλέμμα. Είμαστε σ’ αυτό που ο Μούζιλ θα ονομάσει
τόσο ωραία: το βάθος της επιφάνειας,
κανένα βάθος, η επίδειξη μόνο μιας αποπλάνησης, μιας φαντασιωσικής διαφυγής. Η
σκηνή αυτή, η σκηνή της επίδειξης, που ’ναι για τη μόδα και το καταγωγικό της
θεμέλιο, είναι ο τόπος όπου εδραιώνεται μια δυνατότητα, η δυνατότητα μιας
λειτουργίας, μιας λειτουργίας των εικόνων, εκ των πραγμάτων απωθημένης. Η
σαγήνη αυτής της σκηνής αναγνωρίζεται σ’ αυτήν ακριβώς την απόκρυψη, στην
απόκρυψη ενός πραγματωμένου λόγου, χάριν των ισχυρών του εντυπώσεων. Είναι το
νιτσεϊκό πέπλο που από-καλύπτει τις αποκρύψεις του. Δεν υπάρχει αληθής
ορίζοντας εδώ, παρά μόνο η πιο ανίσχυρη υπόσχεσή του. Η τελευταία επίδειξη του
John Galliano, Artisanal Show (2024), στα υγρά και υποφωτισμένα σοκάκια της
Pont Alexandre III στο Παρίσι, εκθειάστηκε για τη ριζοσπαστικότητα των εικόνων
της που αναδείκνυαν, απέναντι στα ολόφωτα catwalk της εποχής μας, το θάμβος
μιας παρωχημένης, παρισινής ατμόσφαιρας. Η επίδειξη άρχιζε μ’ ένα αλύχτισμα
λύκου, όταν παρακμιακοί χαρακτήρες ξεπρόβαλαν τρεκλίζοντας, σπασμένα σώματα, γυναίκες
της νύχτας μ’ ένα δεύτερο δέρμα, λάτεξ μάσκες που αποπροσωποποιούσαν το
χαρακτήρα τους, το ονειροπόλο τους βλέμμα, όλο υπόσχεση, η υγρασία του, και ξεφτισμένες
δαντέλες που σέρνονταν στο υγρό πλακόστρωτο, σημεία όλα που εγγράφονταν στη
προοπτική μιας εντύπωσης, μιας εντύπωσης καθαρής. Απεικονίσεις που δεν ήταν
υπάκουες μιας δραματουργίας, το θέατρο είναι άλλωστε μιαν άλλη σκηνή, αλλά
φασματογραφίες που υπαγόρευαν τη δική τους συγκίνηση και μια καταδική τους
μεταφυσική. Η αλήθεια αυτού του eventήταν η αληθοφάνειά του, κι αυτό το λίγο έμοιαζε να ’ναι πολύ.
Οι ομοιώσεις της μόδας
δεν έχουν όμοιές της. Αιθέρια σχήματα που δεν εγγράφονται στο πεδίο των οικείων
αντικειμένων, αλλά στοιχειώνουν, διαστρέφοντας πολλές φορές, το ανθρώπινο
σχήμα. ΣταArmadillo shoes
(2010), του Alexander McQueen, ηPatrizia Cavalli αναρωτιέταιαποθεώνοντάςτα: Is walking really necessary? Το
υποκείμενο εδώ είναι εκστασιασμένο, απολαμβάνει τη στατικότητα της εικόνας του,
το μοναδιαίο σημείο της απεικόνισής του. Ένα σημείο εκθετικό κι επιθετικό μαζί,
ένα σημείο υπεροχής. Το ανθρώπινο σώμα που απολύει την κινησιολογία του καθημερινού
του βίου κι αναλαμβάνει την ποιητική του διάσταση. Μονάχα αντικείμενα
εξαντλημένα στην αυτοαναφορικότητά τους μπορούν να δι-εγείρουν αυτή την ομοίωση
του ανθρωπίνου. Υπερσχεδιασμένα σχήματα που αναλίσκονται στις δυνατές τους
εντυπώσεις και στις επακόλουθες συγκινήσεις τους. Η πραγματικότητά τους
εδράζεται στη καθαρότητα της πρόθεσής τους. Τίποτε δεν αποκρύπτεται εδώ, όλα
εκτίθενται, όλα διασύρονται επί σκηνής. Τεχνουργήματα, εκτεθειμένα στη ποιητική
τους αξία, υπερβατικότητες που διαγράφουν τις τροχιές τους στο μεταφυσικό τους
στερέωμα. Η υπεροχή τους, η έξαρση μας· μια κίνηση που υποβάλει.
Οι εικόνες της μόδας
είναι εικόνες ναρκισσιστικές, εικόνες που αυτoσαγηνεύονται στην επιφάνεια των
αντανακλάσεών τους. Υπάρχει σ’ αυτή τη καθήλωση μια εξαρνημένη αναφορικότητα. Η
εικόνα του Νάρκισσου είναι, απ’ τη μυθολογική του απαρχή, η εικόνα όχι του
ίδιου, αλλά ενός απολεσμένου προσώπου, και γι’ αυτό μια εικόνα που δεν έχει
ταίρι στο χώρο του πραγματικού. Ο Νάρκισσος ως το πιο μοναχικό πλάσμα στο κόσμο
κι ο πιο εξαρνημένος εαυτός. Η σαγήνη της εικόνας του είναι έτσι μια
φαντασματογραφία, ο αισθησιασμός του άλλου, κι εννοώ του θανάτου. Στο χώρο της
μόδας, η αισθητική της σκηνικής επίδειξης το μαρτυρά αυτό, όλη η κινησιολογία
παραπέμπει σε τελετουργία μιας σκηνής που μας έλκει στον ελλειπτικό της
ορίζοντα. Η όποια ποιητική αξία της μόδας, αυτή η καλλιτεχνική της υπόσταση,
έγκειται στην αφοσίωσή της στην αληθοφάνεια των εικόνων της, δηλαδή στη
κενοφάνειά τους. Εικόνες κενών σημείων, που λόγω της κενότητάς τους αυτοαναφλέγονται
στο εφήμερο στερέωμα που διαγράφουν. Γι’ αυτό και είναι επιφάνειες, γιατί δεν
μεσιτεύουν τίποτε άλλο πέρα απ’ την κενότητά τους, την απελευθέρωσή τους απ’ τη
γείωση του νοήματος. Τα υποκείμενα έτσι αυτής της σκηνής, της σκηνής της
επίδειξης, υποκείμενα που φέρουν, ή που φέρονται απ’ αυτή, είναι υπάρξεις ανίσχυρες.
Αυτό που υπερέχει πάνω τους είναι, εν τέλει, κι αυτό που τα διασώζει: η σαγήνη
του βλέμματος, το πιο απατηλό όμως στρατήγημα.
Τα αντικείμενα της
μόδας, κι αναφέρομαι πάντα σ’ αυτά της Haute Couture, είναι αντικείμενα
πρόκλησης. Η ακρότητα τους, αυτή η σχεδιαστική τους εκκεντρικότητα, πηγάζει από
μια καλλιτεχνική ανάγκη υπέρβασης ορίων, για την ακρίβεια, μετάθεσης αυτών των ορίων.
Μια μετάθεση που διακυβεύει τις σχέσεις και το λόγο των αντικειμένων. Σ’ αυτή
την ακρώρεια, αν και δεν πρόκειται περί κάποιου ακρότατου σημείου, αυτό που
ανακαλείται, όχι απ’ το Πέραν, αλλά απ’ τη παράδοση των μορφών, η μόδα είναι
ακόμη μια αναστοχαστική τέχνη, είναι η υπόσχεση αυτών των διεγερμένων μορφών
που ανθίσταται στην τελική τους εκφορά και στο αποκατεστημένο νόημά τους. Οι
μορφές έτσι είναι εδώ και δεν είναι εδώ, διαθέσιμες μόνο στην αέναη διασάλευσή
τους, στην προαιώνια modernité
της επιθυμίας τους. Στο TheBridegroomStrippedBare(2006),
ο Alexander McQueen χειρονομεί δημιουργικά πάνω σ’ ένα μοντέλο που φορά ένα
σακάκι του YohjiYamamoto.
Οι χειρονομίες του μεταβολίζουν, διαγράφοντας, και τ’ αντικείμενα και το
μοντέλο στην αισθητική της απόσυρσής τους. Δεν έχουμε να κάνουμε τόσο εδώ με τη
διασάλευση μιας αντικειμενοποιημένης πραγματικότητας, όσο με τη ρευστή
επιφάνεια κάποιων σαγηνευμένων μορφών. Απογύμνωση κι ολική διαθεσιμότητα, τίποτε
δεν ανθίσταται κι όλα υποχωρούν.
Η σκηνή της επίδειξης,
όπως κάθε σκηνή, είναι μια σκηνή τελετουργίας, μια σκηνή που καθιερώνεται απ’
τις χειρονομίες των υποκειμένων της. Η γραμμική διάταξη, η αυστηρότητα των
χειρονομιών, η θεατρικότητά τους, το απαθές βλέμμα, κυρίως αυτή η έλλειψη του
χαμόγελου, δημιουργούν ένα coolπεριβάλλον μέσα στο οποίο τα αντικείμενα της μόδας σαγηνεύουν με τη διαφορά
τους. Έπειτα οι θέσεις των θεατών, εκατέρωθεν της σκηνής, το χαρακτηριστικό,
σπαστό κάθισμα, που ο Ηelmut Lang θα το κάνει γλυπτό (FrontRow 2009), εκθέτοντας την ισχυρή του
θέση, κι η αυστηρή ιεραρχία αυτού του κόσμου, οι πολύτιμες προσκλήσεις, κι ο
πυρετός του παρασκηνίου, ο διαπιστευμένος τύπος, όλα υπηρετούν, κάτω απ’ το
θόλο μιας τέντας, ή ενός παλατιού, ένα ολόκληρο στρατήγημα σαγήνης. Τίποτε δεν
αυτονομείται εδώ, κανένας κανόνας δεν παραβιάζεται, μόνο η κυριαρχία αυτής της
σκηνής και το πάθος που εκπέμπεται, όλοι και όλα εμφορούνται απ’ αυτό. Η σκηνή
που εγείρει τα σημεία της και τα σημεία που στηρίζουν τη σκηνή. Η τροπικότητά
της που ’ναι κι η τοπικότητά της. Η εθιμοτυπία ενός περίκλειστου μυητικού κόσμου
που διαθέτει τον τελετουργικό του κανόνα κι επαναπροσδιορίζει όλη τη φυσιολογία
των μελών του. Ένας αναπόδραστος κύκλος, αυτή η ίδια η σκηνή του μαγικού.
Πρέπει
να συγχωρούμε τα πάντα στη μόδα γιατί πεθαίνει τόσο νέα,
έλεγε ο Oscar Wilde. Εφήμερα ίχνη, αντικατοπτρισμοί σ’ έναν πληθωρισμό
εντυπώσεων. Ένα παιγνίδισμα σημείων που δεν αρθρώνει τόσο μία γλώσσα, όσο την
αδύνατη προοπτική της. Μορφικές διεγέρσεις που εγκαταλείπονται στην απαρχή
τους. Επανέρχονται συνεχώς χωρίς να καταλήγουν, όπως πλανώνται τα φαντάσματα με
τα κουρέλια τους. Τίποτε δεν διασώζεται σ’ αυτή τη σκηνή, παρά τον συλλεκτικό
και μουσειακό χαρακτήρα κάποιων αντικειμένων της, η δυνατότητα μόνο μιας νέας
εκτροπής, μιας νέας σειραϊκής παραγωγής. Αυτό είναι εν τέλει, και το πεπρωμένο
της μόδας, η αέναη παραγωγή της, κι η ακόλουθη καταναλωτική της απόλαυση, ο
βαθμός μηδέν της επιθυμίας.