από την έκλειψη στην έκλαμψή του
Το αντικείμενο, η μετουσίωση του, το Πράγμα, οι σχέσεις που το συναρθρώνουν κι οι λόγοι που το συνομολογούν. Μια αντικείμενο-ποίηση απέναντι στον άλλον, στον άλλον που με συνεγείρει, που με συγκροτεί, και μ’ εξαντλεί στην αμφιθυμία του. Ο άλλος, που γίνεται, άμα τη εμφανίσει του, κι ο μοναδικός μου ορίζοντας, μέσα στον οποίον το αντικείμενο του κατονομάζεται, κι εδραιώνει την εικόνα του, την απολεσθείσα και μόλις ανευρεθείσα, το αναπόδραστο ίχνος της, το ίχνος μιας απώλειας και μιας δυνατής παραμυθίας.
Το αντικείμενο είναι πάντα παραμυθιακό, ο Freud μάλιστα, το αντιλαμβάνεται πιο δραστικά, ως μια ασπίδα που μας προστατεύει απ’ τις φοβίες και τα άγχη μας. Ένα αντικείμενο έτσι, συνοχής, που επουλώνει τα χάσματα του μοντέρνου κόσμου μας, τις ασυνέχειές του, τα τραύματα απ’ την αρχή της πραγματικότητας, ένα μαγικό αντικείμενο. Ένα αντικείμενο που ανθίσταται κι εκδηλώνεται στο θόλο του φαντασιακού. Αντικατοπτριζόμαστε στο πολυπρισματικό του ανάγλυφο κι ενσωματωνόμαστε σ’ αυτό, ανακαλύπτοντας πάνω του δικές μας ανεξερεύνητες πτυχές. Ο Lacanθα πει προσαρμοζόμαστε, με την ηπιότητα μιας κλίσης φυσικής, σ’ ένα παιγνίδι ενσαρκώσεων και ματαιώσεων. Εγκαταλειπόμαστε σε σχήματα που ανθίσταται, και πάλι σε σχήματα που υποχωρούν. Όλα ενεργήματα της γλώσσας, μιας μεταμορφωτικής σκηνής, που διευρύνει διαρκώς τα όρια της και τα όρια μας. Οι γλωσσικές αυτές επενδύσεις, ακόμη και στο ελάχιστο ίχνος μιας υλικότητας, είναι εμπειρίες μιας έλλειψης, γλωσσικά σινιάλα που αναγνωρίζονται, κι εν τέλει, υποχωρούν στη καταγωγική τους σκοτεινότητα. Το αντικείμενο των επενδύσεών μας θα ’ναι πάντα κι ένα αντικείμενο που θα μας διαφεύγει διαρκώς, που θα μας από-καλύπτεται, και θα μας εκτρέπει στην έλλειψή του. Αυτός είναι κι ο τρόπος μας να υπάρχουμε στον κόσμο, δοκιμαζόμενοι ακριβώς στο χάσμα αυτού του κενού, στη λύση της συνέχειάς μας.
Το αντικείμενο είναι φαντασιακό, και βεβαίως δεν είναι. Είναι επένδυση, είναι φορέας επένδυσης. Επένδυσης, τι άλλο; Βιώματος. Είναι αντικείμενα που εισχωρούνε στις βαθύτερες πτυχώσεις μας, κι εκεί ανακτούν τον υπαρκτικό τους ορίζοντα, επαναπροσδιορίζοντάς μας διαρκώς. Ένα γλωσσικό παίγνιο, στα κατάβαθα του είναι μας, που μας διεγείρει και μας εξουθενώνει μαζί. Ένα παίγνιο που διαγράφει το υποκείμενο του σ’ αυτό που ο Freud θα ονομάσει «ένστικτο θανάτου». Η θεώρηση μιας τελικότητας που υπαγορεύει κι αυτή την ίδια τη διαθεσιμότητά μας. Το αντικείμενο καθίσταται έτσι μια υπαρκτική διακινδύνευση, δική μας και δική του. Η τελικότητά του που γίνεται κι η απαρχή του, η εκ νέου νοηματοδότησή του. Εδώ που εγγράφεται και η γενεαλογία των αντικειμένων, οι επιστροφές τους, που δεν είναι όμως επιστροφές του παρελθόντος τους, αλλά αποκαλύψεις του μέλλοντος τους. Η έκλειψη του αντικειμένου, σ’ αυτά τα ενεργήματα της γλώσσας, δεν είναι παρά η εκ νέου ανακάλυψή τους. Το αντικείμενο είναι πάντα ελευσόμενο, έρχεται πάντα απ’ τη μεριά του φωτός, κι ας φέρει το πιο αρχαϊκό όνομά του. Γι αυτό και το αντικείμενο δεν θεμελιώνει τόσο μιαν αντικειμενικότροπη πραγματικότητά, όσο έναν απολεσμένο ορίζοντα, έναν αθεμελίωτο κόσμο που δεν ησυχάζει. Ένα ανησυχαστικό περιβάλλον που στέλνει τα σινιάλα του, τις υποσχέσεις του, κι επανεγγράφει, ξανά και ξανά, τον τόπο και τον τύπο της από-κάλυψής του. Το αντικείμενο είναι πάντα ανακτημένο, κρύφιο, και γι αυτό φανερωμένο, και μάλιστα μιας φανέρωσης μοναδικής. Γι’ αυτό και είναι ένα μοναδικό, κάθε φορά, αντικείμενο, γιατί είναι αυτό που ανακλήθηκε μες απ’ το χάος, και άπαξ διαπαντός. Η προοπτική του δεν υπάρχει, υπάρχει μόνον αυτή η στιγμιαία του αλήθεια, δεν υφίσταται η επιστροφή του, είναι άπαξ αυτό, στη μοναδική του στιγμή, που ’ναι κι η στιγμή της συγκίνησής του, η μοναδική του εμπειρία. Η συν-κίνηση αυτή, η μοναδικότητά της, είναι μια κίνηση που μας προ-ορίζει, που μας προ-διαθέτει στις ψευδαισθησιακές μας εξάρσεις, σ’ ένα αόριστο επέκεινα που πραγματώνει τις μυστικές μας εμπειρίες, αλλά κι αυτή τη θέση του ίδιου του αντικείμενου.
Το αντικείμενο ακόμη και σ’ αυτή την φαντασιακή του διάσταση, κατέχει μια θέση ιστορική, πραγματώνεται στο χρόνο του υποκειμένου, και συντάσσεται στη ζωή του. Είναι η περίπτωση ενός ναρκισσιστικού αντικειμένου που στοιχειώνεται στην ένταση της εξάρτησής μας απ’ τον άλλον, απ’ την εικόνα του άλλου. Είναι έτσι ένα αντικείμενο που δομείται απ’ αυτά τα εικονοστοιχεία του άλλου. Ένα σαγηνευτικό αντικείμενο που επουλώνει όλα τα τραύματα του Πραγματικού, όλες τις δυνατές, τοτεμικές του ελλείψεις. Ο Lacan αναγνωρίζει σ’ αυτό και τη διεστραμμένη πλευρά του, αυτή που μας εγκαταλείπει, όπως ωραία θα πει, «στο επέκεινα της εικόνας του άλλου». Σ’ ένα επέκεινα όπου το υποκείμενο έχει πρόσβαση και πάλιν δεν έχει. Έχει πρόσβαση όταν εξέρχεται, όταν δοκιμάζει το όριο της εσωτερικότητάς του, ως όριο μιας α-δύνατης δεξίωσης. Μια διάνοιξη που δοκιμάζεται στην ένταση των στιγμών της, στιγμών βεβαίως που μπορεί και να διαρκούν. Είναι η στιγμή, όλες αυτές οι στιγμές, όπου το αντικείμενο αναλαμβάνει όλο το ελλειπτικό περιβάλλον του ανθρώπου, κι εγείρει γύρω του και μέσα του, το θάμβος μιας πραγματωμένης ενότητας. Ένα φετιχιστικό αντικείμενο, που καθώς εκ-δηλώνει τη σιωπηλή του υπόσταση αποκαλύπτει μια προνομιούχα συνθήκη, μια δυνατή συνθήκη υποκείμενο-ποίησης, όπου η έκλειψη του άλλου γίνεται κι η μοναδική του έκλαμψη, η στιγμιαία και διαρκής μοναδική εκφορά του.
Το αντικείμενο δεν ανήκει όμως τόσο στην καθαρή εμπειρία του, όσο στη γλωσσική υπεροχή του. Είναι ένα αντικείμενο που αξιώνει την εμπειρία του ανατροφοδοτώντας την όμως με μια συμβολική αξία που πάνω του υπερέχει. Η υπεροχή αυτή ενώ καθιστά δυνατή την εμπειρία του, ταυτοχρόνως τη διαβάλλει, την εκτρέπει στο διάκενο της αφερεγγυότητάς της. Κι αυτό γιατί το αντικείμενο της επιθυμίας είναι εδώ, αλλά συγχρόνως είναι κι αλλού, μια φαντασμαγορική παρουσία, αλλά μαζί και μια οδυνηρή απουσία. Το ανικανοποίητο της πλήρωσής του που ’ναι κι αυτό το ίδιο το σύμπτωμά του. Η επιθυμία άλλωστε πάντα στοχεύει ξώφαλτσα, το εκηβόλο βέλος της εξακοντίζεται πέραν του στόχου, πέραν του αντικειμένου. Και γι αυτό θα ’ναι πάντα μια επιθυμία λειψή, ενός αντικείμενου που αφήνει πάντα το ίχνος του, το ίχνος του εκτοπισμού του, μια απουσία περισσότερο, παρά παρουσία, μια κυκλοφορία σημείων, ένας αδύνατος ορίζοντας. Το αντικείμενο διαχέει την αύρα του και θεωρείται μέσω αυτής, κι αυτή που το αποκρύπτει, είναι κι αυτή που το φανερώνει, αυτή που το καθιστά ποθητό, όχι η χειροπιαστή του υλικότητα, αλλά το διαφεύγον μέρος της. Τι είναι όμως αυτή η αύρα; Ένα απροσδιόριστο κάτι, ο Lacan θα πει «μπορεί και τίποτε», κι όμως το θάμβος της μας καθυποβάλει. Στη πύκνωση αυτής της ομιχλώδους επιφάνειας αχνοφαίνεται μία α-δύνατη εικόνα, μία εικόνα σαγήνης. Είναι η στιγμή όπου το υποκείμενο αναλαμβάνει αυτή την εκ-στατικότητά του, την καθηλωτική του διάρκεια, τη διάρκεια όλων των άχρονων στιγμών του, μπροστά σ’ έναν ορίζοντα αποκαλυψιακό που μόλις και διανοίγεται μπροστά του. Μιλώ, ίσως αδόκιμα, για άχρονες στιγμές, θέλοντας να μεταδώσω τη καθηλωτική στιγμή της σαγήνης που μέσα της διαρκεί. Όταν ο χρόνος εκείνη τη στιγμή σταματάγια το υποκείμενο, αν και δεν σταματά ποτέ ο χρόνος. Το υποκείμενο της επιθυμίας όμως νοιώθει καθηλωμένο σ’ ένα commaτης ιστορίας, σ’ ένα περιθώριο όπου ο χρόνος αδρανεί, και το βλέμμα, σ’ αυτό το στρίψιμο της βίδας, χάνεται στη πύκνωση μιας δικής του ομίχλης, που ’ναι η ομίχλη των εικόνων του.
Το αντικείμενο είναι μυθικό. Ενώ εγγράφεται στον ιστορικό μας χρόνο, εμμένει στην αχρονική του θέση. Είναι προαιώνιο κι αναμένει την ιστορική του στιγμή, τη στιγμή της εμπειρίας μας. Στη μεθόριο αυτή το αντικείμενο μένει απαθές, εμπλουτίζει απλώς το μυθοπλαστικό μας εύρος. Κάτι αφήνουμε πάνω του, κι αυτό, αν και αδιάφορο, διανοίγει τον ορίζοντας μας, που ’ναι κι ο ορίζοντας της αποδοχής του. Και πάλιν, αυτό που σαγηνεύει το υποκείμενο δεν είναι το ιστορημένο του πάθος, αλλά μια δομική κυριαρχία που υπερέχει, ένα διακριτό σχήμα που διατίθεται. Το αντικείμενο, παραφράζοντας τον Κωνσταντινίδη, αν κι όχι ακριβώς, είναι ένα δοχείο ζωής, φέρει μέσα του τη ζωή και της διαθέτει το σχήμα του. Η εμπειρία του είναι μια εμπειρία υπαρκτική, μα και γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, μια αντικειμενικότητα εκτεθειμένη. Το αντικείμενο φέρει τις χειρονομίες μας, τις μοναδικές μας παρακρούσεις, κι είναι πάντα αυτό. Διατίθεται, κοινωνεί την υπόστασή του, κι απομακρύνεται στο ανυπόστατο μίας διάχυσης φαντασιακής. Υπερέχει μόνο το συμβάν της σαγήνης του.
Το αντικείμενο μέσα στη
σαγήνη του είναι ακέραιο, όταν στην πραγματικότητα της έλλειψής του υπομένει τη
μερικότητά του. Το θραύσμα του, που καθίσταται και το σύμβολο της αλήθειάς του,
το ελάχιστο ίχνος του που διασώζει ακέραιο το χαρακτήρα του. Το θραύσμα δεν
εμπεριέχει το όλον, αλλά το συμβολοποιεί, το αναπαριστά στην ισχνότητά του. Για
την ακρίβεια εμπεριέχει όλη την έλλειψή του πραγματικού, και τη δοκιμάζει πάνω
του ως μία ταύτιση αρνητική, μια ταύτιση που ’ναι κι αυτή η αλήθεια του
αντικειμένου, η επιστροφή του στην οικονομία των συμπτωμάτων και των αναπληρώσεων.
Το αντικείμενο μας από-καλύπτει έναν ορίζοντα εκστατικότητας και ταυτόχρονα μας
αποσύρει αυτόν. Η μερικότητά του έχει να κάνει και μ’ αυτήν ακριβώς την
απόσυρση. Ο κόσμος μας θεωρείται στις αστραπιαίες του εκλάμψεις, στις
θραυσματικές του αποκαλύψεις, μια προοπτική αναχώρησης, που μας απογυμνώνει
διαρκώς απ’ όλα τα δυνατά μας σημεία. Σ’ αυτή την αδυναμία, τα αντικείμενα
μοιάζουν αποσυρμένα, απολιθωμένα, θα
πει ο Benjamin,
φαντάσματα του εαυτού τους, μα και γι’ αυτό το λόγο, ελεύθερα στη κυκλοφορία
τους. Παραδινόμαστε σ’ αυτά με το πάθος ενός συλλέκτη, ακόμη κι όταν αυτά δεν
μας δίνονται. Είναι περίκλειστα, και διανοίγονται μόνο στις θωπείες μας, όπως
τα στρείδια, στη φλόγωση ενός μυστικού μας πάθους, που δεν ησυχάζει. Καταβυθιζόμαστε
στην εσωτερική τους ενέργεια, στη δίνη της, κι απολύουμε εκεί τον εαυτό μας,
τον όποιον αυτόν…
Το
αντικείμενο έτσι είναι εδώ και δεν είναι εδώ, οLacan θα ’λεγε,
ποτέ εδώ. Είναι εδώ το Fort-
Daμόνο
της επίκλησής του. Στην απεύθυνση αυτή εκδηλώνει και τον παραμυθητικό του λόγο,
ενώ στην αντίστροφη κίνηση της αναχώρησής του υπαγορεύει το πληθυντικό του
ίχνος. Αυτό που πληροί τη μέθεξη μου, με την απομάκρυνσή του δίνει τη θέση του
όχι στο κενό, αλλά στην ακολουθία του. Το φετιχιστικό αντικείμενο πολλαπλασιάζεται,
γίνεται μια συλλογή εμπειριών, μια κίνηση που δεν καταλήγει.
Στη φωτογραφία έργο
του Γιώργου Παπαφίγκου: Untitled II (plant) (2022), τρισδιάστατη εκτύπωση
(SLS), φωτοπολυμεριζόμενη ρητίνη, ανοξείδωτο ατσάλι, βελόνα αλουμινίου,
ανθρακόνημα, διαστάσεις μεταβλητές.