Αρχαία τείχη, ρωμαϊκοί και βυζαντινοί προμαχώνες, κάστρα, και στη νεώτερη εποχή μας κεκαλυμμένες θέσεις οπλοπολυβόλων. Οχυρά που μοιάζουν να ’ναι και το πεπρωμένο του ανθρώπου, η μετωνυμία της ιστορίας του. Δομές που περιελίσσονται στον εαυτό τους κι αναλίσκονται στο αρνητικό που τις υπαγόρευσε. Ο τόπος τους, ένας τόποςρηγματωμένος, ένα πεδίο βολής, το βεληνεκές της ορατότητάς τους.
Η περίκλειστη δομή του οχυρού και η ανοικτότητα του τοπίου, πάντα σ’ αυτή στοχεύουν οι διαφυγές του. Μια ανοικτότητα που καθιστά απαραμείωτη και τη διαφορά του στο περιβάλλον. Η εσωστρέφειά του υπαγορεύεται και καθιερώνεται στην ουτοπία αυτής της ανοικτότητας, μιας ετερογένειάς που μορφοποιεί και τη δομή του. Στην πραγματικότητα αυτή η απουσία του τόπου, το αόριστο μόνο πεδίο της στρατηγικής του. Ένα παγωμένο βλέμμα που εποπτεύει, που σκανάρει το περιβάλλον του, απονεκρώνοντάς το διαρκώς.
Το οχυρό όμως δεν προσβάλλεται, είναι η απρόσβλητη μοναξιά του στο χώρο. Μια δομή που αποκαλύπτει και την κατασκευή της αλήθειάς της. Η κεντρικότητα της εδραιώνει ένα παρόν και χαράσσει την προοπτική του. Φυσικοποιεί ένα νόημα και ανιχνεύει τα σημεία του στην απειρία των σημαινόντων του. Μετωπικό και θωρακισμένο, παραστέκει στην αναμονή του, στην αναμονή του τέλους του. Ένας αποκαλυψιακός τόπος που εκ-δηλώνεται κι όσο εκδηλώνεται τόσο σιωπά.
Τα οχυρά φέρουν το συμβολικό τους βάρος, εξαντλούνται απ’ αυτό, ερειπώνουν και καταρρέουν με την έλλειψή του. Η αφάνειά τους είναι κι η αφάνεια του νοήματός τους. Στέκουν σιωπηλά, μπροστά σ’ αυτό που κατονομάζουν και υποστηρίζουν, στο μεταίχμιο του κοσμικού και του υπερκόσμιου, όπου και το Πολιτικό διαγράφει τον ορίζοντά του, το ενεστωτικό του παρόν και το υπεσχημένο του μέλλον. Η αδιάφορη αρχιτεκτονική τους είναι και το αχαρακτήριστο της μεθοριακότητάς τους. Ενώ τα εγείρει η ιστορία, τα ερειπώνει ο χρόνος της, αυτή η μοναδική του αδιαφορία.
Το οχυρό εξαντλείται στις τελέσεις των αυτοταυτίσεών του. Ό,τι συναθροίζει τον πυρήνα του, συνομολογεί και την εκδραμάτισή του, την ιστορική του αποκαθήλωση, την ερειπωμένη του αλήθεια. Γιατί η ιστορία των ταυτίσεων είναι μια ιστορία καταστροφών. Η μορφή που διατίθεται στην ιστορία είναι κι η μορφή που διολισθαίνει στη λήθη της ιστορίας. Γι’ αυτό και το ερείπιο είναι το μόνο που μαρτυρά την αλήθεια του Ιστορικού, αυτή η διαθεσιμότητα των δομών του στο αέναο των μορφογενέσεών τους, όπως η μία γλώσσα που διαχέεται μέσα στην άλλη, όπως τα ερείπια που συσσωρεύονται, κι όσο συσσωρεύονται, στα πόδια του Αγγέλου, θα πει ο Benjamin, τόσο αποκαθιστούν και την αποκαλυψιακή τους μορφή. Το οχυρό είναι η ερειπωμένη του μορφή, μια μορφή του θανάτου. Ενός θανάτου όμως που δεν επέρχεται με τη λήξη του συμβάντος, αλλά που κυοφορούσε εξ αρχής, και μυστικώς, τα σημεία της εκδήλωσής του, ενθυλακώνοντας τα στις κόγχες των δομών, στις ρηγματώσεις του φέροντος οργανισμού μας.
Η σκηνή του οχυρού είναι μια σκηνή μεταφυσική εφόσον εποπτεύει επί παντός. Παριστά με την ακινησία του μια ισχυρή συγκέντρωση παρόντος, ενός παρόντος καταγωγικού, διανοιγόμενου, ελευσόμενου πάντα. Μια ενεστωτική εκφορά που καταλύει το χρόνο εκθέτοντάς τον στις μεσσιανικές του προσβλέψεις. Οι διαφυγές του διαγράφουν την απειρία, την εξεικονίζουν στο σκοτεινό εσωτερικό του, τη προσαρμόζουν, τη παριστούν. Ακόμη ένα σπήλαιο εικόνων λοιπόν, ακόμη μια παγίδα της γλώσσας. Ήττα! Μόνο ήττα!
Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε για τον κατάλογο της έκθεσης «Το οχυρό», που θα πραγματοποιηθεί στο οχυρωματικό συγκρότημα των Τρουπάκηδων - Μούρτζινων στην Καρδαμύλη. Διάρκεια 18/6- 28/10 2018. Επιμέλεια: Θεόδωρος Ζαφειρόπουλος
Στη φωτογραφία: P. Virilio, Bunker της Νορμανδίας
Στη φωτογραφία: P. Virilio, Bunker της Νορμανδίας