«Η υγεία είναι η σιωπή των οργάνων»
Michel Serres
Ήταν το σώμα γυμνό. Γιατί αυτό είναι το σώμα. Η γυμνότητά του. Η εκθετότητά του στο περιβάλλον. Στον πάγκο ενός χειρουργείου. Κάτω από δυο μεγάλους προβολείς. Το ψύχος. Κι οι μάσκες, στα πρόσωπα των άλλων. Κι οι σπασμοί. Οι σπασμοί των άκρων. Η διάρκειά τους. Οι πόνοι που έρχονται. Κι οι πόνοι που φεύγουν. Που δεν φεύγουν. Ποτέ δεν φεύγουν οι πόνοι, όσο η ζωή. Αυτοί οι σπασμοί μόνο. Όταν επανέρχεσαι στο σώμα. Κι όταν εγκαταλείπεις το σώμα. Οι σπασμοί της ζωής που ’ναι, εν τέλει, αυτοί οι σπασμοί του θανάτου.
Και εισχωρείς όπου εξέρχεσαι. Ίδιος, αλλά ρημαγμένος. Σε μία νύχτα που ’ναι η νύχτα του σώματος. Η ασυντρόφευτη νύχτα του σώματος. Όπου εγκαταλείπεται το σώμα. Εγκαταλείπεται μόνο. Στην ακινησία του. Όπου τα χέρια των άλλων. Το κοιμίζουν και το τανύζουν στο φως. Διασχίζουν την εσωτερική του ερημιά. Που όσο σιγεί μένει ακέραιο το σώμα. Κι όταν το πυρώνουνε οι λέξεις της το διανοίγουνε στο φως. Σώμα που δεν μοιάζει με σώμα, αλλά με σαρκίο βεβηλωμένο κι εξουθενωμένο. Σώμα που αναλαμβάνει το μαρτυρολόγιό του. Το μαρτυρολόγιο των οργάνων του. Αιχμές που διατρυπούν το σώμα κι εκτρέπουν τις ροές του σε προσθετικές απολήξεις. Η αντοχή του. Η διάρκειά του. Το αίμα. Ό,τι κυρίευε το σώμα κι αιμάτωνε τα όργανά του. Τη σιωπή των οργάνων του. Κι ένας πυρετός που έρχεται. Κι ένας πυρετός που θα φύγει.
Γυμνό το σώμα, μ’ ένα άσπρο σεντόνι στο θάλαμο. Βαρύ σαν μολύβι. Ποτέ δεν εξαϋλώνεται το σώμα. Αναπνευστήρας. Οροί. Πιεσόμετρο να μετρά διαρκώς. Ο πόνος στο λαιμό απ’ το σωλήνα της νάρκωσης. Το σώμα που ακόμη δεν είναι σώμα. Αλλά κάτι που αγωνίζεται, κάτι που αντιστέκεται. Σώμα πάντα προς θάνατο. Αναπαυμένο και κατατρεγμένο. Οριακό. Αυτή η μεθοριακότητά του στη ζωή και στο θάνατο. Ανίσχυρο μες την ακινησία του. Παραδομένο στις βιοχημικές του διεγέρσεις. Που διαψεύδουν το σώμα. Σαρκίο πέρα από τη σάρκα. Συναρμογές και διακλαδισμοί. Το ανυπέρβλητο μίας αντίστροφης ενσάρκωσης.
Κι όσο το Fentanyl υποχωρεί, το σώμα ξαναγίνεται σώμα. Αργά αναλαμβάνει τα άκρα του κάτω απ’ το άσπρο σεντόνι. Σ’ ένα σκληρό νοσοκομειακό κρεβάτι. Ενός απογυμνωμένου θαλάμου. Κι όσο το σώμα ανακάμπτει, αναγνωρίζει τις καλωδιώσεις του και τα σωληνάκια που το διατρέχουν. Ψυχανεμίζεται τις διαδρομές τους στο εσωτερικό του. Τις νέες του διακλαδώσεις. Όπου υποκρίνονται το σώμα. Τις λειτουργίες του. Σώμα των έσχατων ποινών που δεν ζητάς τίποτε πια. Μόνο τη σιωπηλή σου αναμνημόνευση. Κι όχι ακόμη.
Η νοσηλεία. Μετά τη φιλανθρωπία της νάρκωσης. Η τακτικότητά της. Και το στερητικό της σύνδρομο. Η ώρα της αντιβίωσης, τα παυσίπονα, ο πυρετός. Ο κύκλος τους κι η διάρκειά τους. Καθηλωμένο, απορημένο σώμα. Καρφιτσωμένο στους δείκτες της νοσηλείας σου. Όπου κι οι ανακλήσεις σου. Οι καταμετρημένες αντοχές σου. Τα δέκατα της ανησυχίας σου. Αδύναμο, καταμετρημένο σώμα. Κι ό,τι διαφεύγει το σκοτάδι σου. Οι έμπνοες μόνο σιωπές σου.
Πάθος του σώματος αντεστραμμένο. Όπως θερμαίνει η αντιβίωση τη φλέβα. Φλέβα πρησμένη, οιδηματική. Σώμα που διογκώνεται στις φλέβες του. Με σωληνάκια ν’ ανακυκλώνουν τα υγρά του, τον υδροφόρο του ορίζοντα. Κι η πρώτη νύχτα μες τη νύχτα του. Βουβό κι ακίνητο σώμα. Τίποτε άλλο πέρα απ’ την ερημιά σου. Πέρα απ’ την ερημιά του ονόματός σου. Σώμα που ξέμεινες μόνο σώμα. Σάρκινη κραυγή της γυμνότητάς σου. Κατασπαραγμένο απ’ το είναι σου, ναυάγιο μιας γλώσσας. Η συντέλειά μου είσαι σώμα, η μοναδική μου απόσυρση.
Το σώμα που φεύγει είναι το σώμα που έφυγε. Κι άλλο σώμα, απ’ το σώμα που έφυγε, δεν υπάρχει. Αυτό ήταν. Μια ανάμνηση. Η ανάμνηση των λέξεών του.
Σισμανόγλειο, Αύγουστος 2017
Φωτογραφία: Δέσποινα Μεϊμάρογλου