Quantcast
Channel: λεξήματα
Viewing all articles
Browse latest Browse all 155

Η νύχτα του έργου

$
0
0

Το έργο είναι πάντα επερχόμενο, στον τόπο ενός Πραγματικού, που εκ-δηλώνεται στην υλικότητά του και θεωρείται στον αστερισμό των σημείων του. Ένα κατατεθειμένο υλικό που συγκροτείται στο συμβάν της γλωσσικής του εξαίρεσης, ενός μυστικού λόγου που εγείρει την τάξη των πραγμάτων και τον ορίζοντα των γλωσσικών τους εκτροπών. Πως γίνεται διαχειρίσιμη όμως η πολυσημία αυτού του υλικού; πως ελέγχεται το ασαφές και αχαρτογράφητο της εκφραστικότητάς του; και που εμπλέκεται η δημιουργική πρόθεση; η τάξη του εργαστηρίου; οι χειρονομίες του; Ο δημιουργός είναι ο αντιπρόσωπος αυτής της τάξης αλλά συγχρόνως κι αυτής της αταξίας. Ένα μεταϊχμιακό όριο που παραδίδεται στη νοητική εργασία αλλά και στην αποκαλυπτική του υλικού, στη σκοτεινή του προέλευση, στη νύχτα που το δοκιμάζει. Το καθεστώς της δημιουργίας δοκιμάζεται πάντα στις αξιώσεις που εγείρει πάνω σ'αυτό το υλικό, αλλά και στις συνακόλουθες αποτυχίες τους. Γιατί το Πραγματικό του υλικού είναι αυτό που εξαντλεί την πρόθεση του δημιουργού, εκτρέποντάς την στη φορά της μοναδικής του αλήθειας. Το υλικό μιλάει πάντα αφ'εαυτού, δηλαδή μιλά μια γλώσσα που είναι έξω απ'τη προοπτική του έργου, όταν το έργο είναι η καθήλωση του υλικού, η δομική και μορφική του εκ-ζήτηση.

Το έργο είναι μια διαστροφή του πράγματος, αλλά το Πραγματικό της υλικότητάς του απειθαρχεί στη διαστροφή του. Η υλικότητα είναι μια εμπειρία γυμνή, το “καθ'αυτόν πράγμα”, όχι ένα αλλού αλλά ένα εδώ και τώρα, μια επιτακτική αμεσότητα που επιβάλλεται στο χώρο και δυσανάλογα παραδίδεται. Μια εσωτερική ενότητα που συγκροτεί και τη μεταφυσική της καθαρότητα, καθώςδύσκολα περι-γράφεται έξω απ'τις συνθήκες που η ίδια εγείρει και διαφυλάττει. Μια ενικότητα που αδιαφορεί στην ιστορικοποίηση / μορφοποίηση της χρονικότητάς της, εμμένοντας στον δικό της ανιστορικό ορίζοντα και απωθώντας κάθε δυνατότητα εννοιολόγησής του. Μια αδιαφανής έτσι ολότητα που εγγράφεται και ως ένα τραύμα μέσα στη γλώσσα, ένα τραύμα που έρχεται να επουλώσει η μεταφορική και μετωνυμική λειτουργία πάνω στο ανάγλυφο σώμα της μετατονισμένης του επιφάνειας. Είμαστε ήδη όμως μέσα στη μεταφυσική της υλικότητας που κομίζει και τη μορφολογική της διαφορά. Μια διαφορά διαθέσιμη στον άλλον, καθώς περιλαμβάνει και τις δικές του χειρονομίες, το δικό του ίχνος, την απέλπιδα προσπάθειά του να εισβάλει στον πυρήνα αυτής της δομής. Η υλικότητα έτσι εκτός από το να διαφυλάσσει την εσωτερικότητά της διανοίγεται και στη νοηματοδότησή της, σε μια επιθυμία που δεν ανήκει στην πρωταρχική της συνείδηση, αλλά είναι μια κίνηση που έρχεται απ'έξω και διεγείρει την εσωτερική δοκιμασία του υλικού. Μια δοκιμασία που το εξαντλεί, φέρνοντάς το στα όριά του, αλλά συγχρόνως και μια πράξη που το αποκαλύπτει, εγγράφοντάς το στην τελικότητα του νοήματός του. Σ'ένα νόημα που δεν ανήκει αλλά που εγγράφεται, αποδίδεται. Η ύλη ως ένα γλωσσικό συμβάν που διαθέτει και διανοίγεται στην ίδια την αδυναμία του. Η χειρονομία αυτή είναι μια χειρονομία τεχνικότητας που αποδίδει το ανάγλυφο του κόσμου στην κατασκευαστική του αλήθεια. Μια πολλαπλασιαστική χειρονομία καθώς επαυξάνει την υλικότητα, προσδίδοντάς της ένα υπερέχων νόημα. Οι εγγραφές αυτές δεν είναι όμως η βία του έργου, αλλά προϋπάρχουν αυτού. Δεν αναλώνουν την υλικότητά του Πραγματικού, τη μοναδική του ακεραιότητα, απλά διανοίγουντον υφολογικό του χαρακτήρα. Μια διάνοιξη που θα μπορούσαμε να την αναγνωρίσουμε και ως μια φυσική δεξίωση του άλλου. Μια ταλάντωση, και με την χεγκελιανή έννοια του όρου, που επεκτείνει τη διάσταση της υλικότητας στο άνισο μέγεθος των ιδεών της. Η ετερότητα έτσι της υλικότητας δεν αναγνωρίζεται μόνον στην ταυτολογική της περίκλειση αλλά και στο ελάχιστο κενό της διάρρηξής της. Μια τραυματική επιφάνεια, όπως άλλωστε και όλες οι ταυτοτικές επιφάνειες, που αναβλύζει μέσα απ'τη λύση της συνέχειάς της, μια επιθυμία γι αυτές τις ιδιόχειρες γραφές του άλλου. Η υλικότητα έτσι, μένοντας στο Ίδιον του τόπου της, διατίθεται στη γλώσσα, στις μεταφορές και στις μετωνυμίες της, σ'αυτό που ο Levinas θα ονομάσει εξωτερικότητα, στο άλλο που περιβάλλει τον τόπο του Ίδιου. Η ετερότητα του υλικού δεν είναι μια μη αναγώγιμη ετερότητα αλλά μια εσωτερικότητα ρηγματωμένη απ'την εργασία του Έξω. Διαφορετικά, θα ήταν μια αδιάθετη ύλη, ένας αβίωτος κόσμος, μια βία πέραν της εμπειρίας, αλλά είναι ένα σώμα που αντιτίθεται και διατίθεται συγχρόνως, μια εσωτερικότητα που διαρραγείται στα όρια του λόγου και της βιωματικής εμπειρίας.

Η αμυνόμενη ενδοτικότητα του υλικού εγκαθιδρύει ένα περιβάλλον σχέσεων και εργασίας που δεν ορίζει καμιά κυριαρχία παρά μόνον μιαν ανελέητη διαλεκτική. Μια δισυμμετρία σημείων που αναγνωρίζονται στην απωθημένη τους θέση και στην επανέναρξή τους μπροστά στο κατώφλι του άλλου. Η απώλεια της κυριαρχίας μέσα σ'αυτό το καθεστώς της απώθησης εγείρει και μια σειρά συμβάντων που λοξοδρομούν την δημιουργική πρόθεση και εκτρέπουν το λόγο της. Σε κάθε δομή καιροφυλακτεί εντός της ένα συμβάν που μένει ανεντόπιστο ακόμη και σ'αυτή την ακαριαία και απρόσμενη στιγμή της εκδήλωσής του. Μια ρηξιγενής στιγμή που διασαλεύει την κανονικότητα και το εδραιωμένο της νόημα. Το κέντρο που συνήθως πλήττεται είναι η εκφραστικότητα της υλικότητάς, η καθιερωμένη της στοιχειοθεσία. Μια παγιωμένη αντίληψη που προδιαγράφει και τον ορίζοντα των χειρονομιών μας. Αυτών των χειρονομιών του έργου που έρχονται όχι τόσο για να εμβολίσουν την πυρηνική δομικότητα της υλικότητας όσο για να διανοίξουν τη φυσικότητά της, στη δυνατότητα μιας άλλης εκ-κεντρικότητας, μιας άλλης σημειακής αναφοράς. Η καθαρότητα του έργου αναμετράται με τις θεωρήσεις του αισθητού και του φανταστικού. Αισθητηριακές προσεγγίσεις που οφείλουν να ανιχνεύουν ένα πεδίο που συγκροτεί την αμφιβολία, που είναι ο ίδιος ο πυρήνα της αμφιβολίας. Αυτή η παρασιτική φύση του πράγματος που εκτρέπει τη γλώσσα σε όλο και πιο απίθανες καταστάσεις. Ένα σφάλμα που εγγράφεται ακέραιο στον τόπο της αφήγησης και στη σκηνή του ποιητικού. Το υλικό έτσι, “γίνεται” έργο απ'τη στιγμή που απαντάται στο λόγο του δημιουργού του. Πιο πριν είναι το ανερμήνευτο, το κενό σημείο της δημιουργίας, το αδύνατο θεμέλιο του αναστοχασμού της. Η δημιουργική διαδικασία εξελίσσεται όταν η σιωπή αυτού του υλικού αφήνεται στη διαφωτιστική αρχή του δημιουργού, όταν εγγράφεται στη σκηνή του νοήματος και εκδιπλώνεται στις ιστορικές της δομές. Το περίκλειστο της υλικότητας όμως δεν επιτρέπει στον καλλιτέχνη να έχει την καθολική εποπτεία του πράγματος και γι αυτό η καλλιτεχνική πρόθεση είναι μια χειρονομία τυφλή, ένα παιγνίδι με την σκοτεινή ύλη του κόσμου, με το αδιάθετο νόημα του. Στον άκυρο αυτόν ορίζοντα τα σημεία της τέχνης είναι σημεία που εκθέτουν τη γυμνότητά τους, τη σημασιολογική τους αδυναμία και γι αυτό σημεία μιας απαρχής, μιας καταγωγικής, εναρκτήριας και γι αυτό αδύνατης συνείδησης. Τα πάντα τότε γίνονται γλώσσα, διαθέσιμα στη γλώσσα, σημειακές παρεκτροπές, μορφολογικές αδυναμίες, προϊόντα όλα αυτής της συμβαντικής κρίσης που είναι το έργο και με τη διπλή έννοια της λέξης κρίση. Το έργο είναι το νόημα αυτής της κρίσης, η εμφάνειά της, τα σημεία της, το σημειολογικό της βάθος. Εξ ου και το αδιανόητο του νοήματός του και η ετερότητα της έκφρασής του. Γιατί είναι το έργο ενός οριακού παιγνιδιού, το νόημα του μη νοήματος, η έκφραση του ανέκφραστου, ο λόγος μιας φυσικής διάρκειας που σιωπά και εν τούτοις εκφέρει το λόγο, τον περισσευούμενο λόγο του έργου, έναν λόγο που υπερέχει, που δεν είναι του κόσμου τούτου και γι αυτό μαρτυρά για τον κόσμο, εκθέτει τη σιωπή του, που δεν είναι πια σιωπή, αλλά μια εσωτερική εμπειρία, μια άλλη γλώσσα, μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα και γι αυτό ένα κορυφαίο στρατήγημα, μια μυστική αναγγελία ομοιώσεων. Όσο αντιστέκεται το υλικό τόσο και η εκφραστική γλώσσα του έργου βαθαίνει, γιατί συσσωρεύει ένα σημείο πάνω σ'ένα άλλο σημείο, μια υπέρ(εξ)άντληση εκεί όπου η χάραξη βαθαίνει και το ίχνος του πράγματος γίνεται ένα δυσανάγνωστο ίχνος. Εκεί όπου το έργο όμως απολύει εξαίφνης και τη δύναμή του και γίνεται μια εκλεπτυσμένη μορφή της απώλειας, μια λήθη του καταγωγικού της πεδίου, που της επιτρέπει και να διανοίγεται στη μορφικότητά της και να αναλαμβάνει την παρουσία της, έστω κι αν αυτή η παρουσία δεν είναι εν τέλει τίποτε άλλο απ'το πιο αδύνατο ίχνος της απόσυρσής της.

Το έργο αναλαμβάνοντας το υλικό του φέρει μέσα του και το ίδιο το υλικό, αλλά ενθηκεύει και σ'αυτό την ετερότητα της ιδέας του. Είναι η τέλεση μιας αμοιβαιότητας, καθόλα δύσκολης, που διατρυπά τις δύο δομές, της δημιουργικής πρόθεσης και του υλικού, συγκροτώντας στο κενό αυτής της οπής, το παράδειγμα ενός ενδιάμεσου, μιας, εν κενώ, μορφής του κενού. Αυτή η υβριδική σκεπτομορφή του έργου, μια μορφή μεταξύ ουρανού και γης, όπως θα έλεγε ο Heidegger, που αισθητοποιεί το ρηξικέλευθο της γενετικής του χειρονομίας. Απ'τις αρχές ήδη του 20ου αιώνα ο κόσμος της τέχνης αναλαμβάνει αυτό που ο Claude Levi-Strauss θα ονομάσει στην Πρωτόγονη σκέψητου “bricolage”. Μια οφθαλμική, κατ'αρχήν, διάνοιξη, που εντοπίζει και αναλαμβάνει και με μια παιγνιώδη διάθεση, τον τεχνικό της περίγυρο. Μια εργαλειακή διαστροφή που διαστρέφει τις χρήσεις των μέσων και επαναχαράσσει τον ορίζοντα των πραγμάτων. Μια κομβική στιγμή όπου ο καλλιτέχνης δεν εκθέτει τόσο, στην πραξιακή του εκδήλωση, την αφετηριακή του πρόθεση, όσο την εύρεση-τεχνία των υλικών του. Ένας δανειζόμενος λόγος που εκ-φέρει τη γλώσσα, τη σημαινόμενη κυκλοφορία της και απολύει την κεντρικότητα της αναφοράς της, το διανοητικό της εδραίωμα. Το έργο, σε όλες αυτές τις συστροφές, αναλαμβάνει και τις ποικιλώνυμες εξάρσεις του. Μετωνυμίες, που δεν αναγνωρίζονται πουθενά παρά στα ίχνη μόνο των καταγωγικών τους ονομάτων. Μια ά-κεντρη εκ-κεντρικότητά που κοινωνεί διαφορετικές πηγές νοήματος και επωμίζεται τη λειτουργία τους. Μια συνθετική χειρονομία που ανασυνθέτει την ενότητα του μυθολογικού και του διανοητικού, καταθέτοντας την μορφική της αδυναμία. Δίχως να απειλείται η πυρηνικότητα της δομής, είναι η γλώσσα, αυτό το εξαίφνης του κόσμου, που διασαλεύει τα όριά της και εκθέτει τις αντοχές τους.

Η κυριαρχία έτσι του έργου είναι μια κυριαρχία που δεν επιτάσσει τίποτε αλλά και δεν επιτάσσεται όμως. Μια ανεπαίσθητη γραφή που κομίζει τη διαφορά, το διαφέρων και διαφυγών ίχνος του πράγματος, που δεν είναι πια η δική του βούληση, αλλά η αμέλειά του, η ελκτική του φορά. Η αλύσωση αυτών των μετατοπίσεων καταθέτει ένα απόθεμα μορφολογικών συν-κινήσεων που γίνεται και η καταγωγική ζώνη του έργου, η αρχαιολογία του εργαστηρίου του. Όσο αυτό το απόθεμα συσσωρεύεται τόσο και ισχυροποιούνται οι χειρονομίες του έργου. Η λειτουργία αυτή, αχαρτογράφητη και ανερμήνευτη πάντα, συγκροτεί ένα εσωτερικό που συγχωνεύει τις δημιουργικές προθέσεις με τις συμβαντικές εγέρσεις του υλικού. Ένα πεδίο αστραποβόλων ελιγμών που συναρθρώνει νοήματα και σιωπές, απομειώσεις και αναπτύξεις, αναγωγές και επαγωγές. Το περιβάλλον μιας οικονομίας ρήξεων που καινοτομεί μέσα στο σώμα της υλικότητας, κομίζοντας, όχι την απολυτότητα ενός νοήματος, αλλά τη πράξη μόνο της δυνατότητάς του. Σ'αυτό το πραξιακό καθεστώς που η εκηβόλος γραφή του έργου δεν είναι ευθύγραμμη αλλά διέρχεται πολλούς στενωπούς και πολλές στρεβλώσεις. Μια τυφλή γραφή, αλλά εν τούτοις γραφή, που προσκαλείται και διέρχεται στην τελικότητά της. Λόγω τύχης όμως, παρά τεχνικής. Η δημιουργική πρόθεση εδραιώνεται στην υλική της αναφορικότητα όσο ανακτά την απάθειά της, τη δι-αφάνειά της στην επικράτεια των σημείων. Ο κανόνας του παιχνιδιού αποδεικνύεται και εδώ ότι είναι το ίδιο το παιγνίδι. Το απωθημένο επανέρχεται, εν ετέρα μορφή, οι προκλήσεις προσκαλούν κι αποσύρονται, σινιάλα αναδύονται και καταδύονται, σκεπτομορφές προεικονίζονται και διαφεύγουν. Τίποτε όμως δεν διασώζεται στην εξέλιξη αυτής της κοσμοχαλασιάς παρά μόνον η διαθεσιμότητα της μορφής, το πέρασμα της από το ένα στο άλλο, μία ελάχιστη συνείδηση ζωής που δεν καθεύδει, μια περιπλάνηση απ'το νόημα στο μη νόημα και τ'αντίστροφο, εκεί όπου αναγνωρίζεται και το φιλοσοφικό νόημα της τέχνης, το αθεμελίωτο θεμέλιο της, το ανεντόπιστο ίχνος της μέσα στην προφάνεια του κόσμου.

Εν τέλει στον κόσμο δεν μένει τίποτε. Μία παλίμψηστη μόνον, εξαντλημένη, επιφάνεια εγγραφών που ανασυνθέτει και αποξηλώνει το κείμενό του. Και απ'την άλλη αυτό το κείμενο να παραμένει πάντα ένα κείμενο βουβό, δέσμιο των καταγωγικών του καθηλώσεων. Εν τούτοις, ό, τι εκκινεί αυτή την ιστορία, είναι κάτι που κείται πέραν αυτής. Ένα ακατάβλητο επέκεινα που αγρυπνά πάνω απ'όλες τις χειρονομίες του κόσμου κι απ'όλες τις μυστικές του ολότητες. Είναι η στιγμή της δικής του επιθυμίας που γίνεται και η στιγμή της δημιουργίας. Ένα αλλού που εγγράφεται και εκφέρεται στο χωμάτινο ίχνος του. Αυτή η λάξευση πάνω στην πέτρα του P. Celan. Οι χαράξεις, είναι πάντα χαράξεις βαθιές, δέσμιες της επιθυμίας τους και γι αυτό απωλεσμένα σημάδια. Χαράξεις που δε σημαδεύουν, δε κατέχουν, παρά δια-βάλουν μόνο, μεταγγίζουν κενότητα, διολισθαίνουν, αφήνουν τα ίχνη τους. Το ίχνος δεν εκτρέπει, το ίχνος είναι η ίδια η εκτροπή. Μια ακαριαία, αστραποβόλο, στιγμή που διατρέχει το σώμα του Πραγματικού και ενθυλακώνει στην υλικότητά του όλη την ετερότητα του κόσμου.

Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε για τον κατάλογο της έκθεσης Α-στοχία.
Το έργο της φωτογραφίας είναι του Daniel Silver.

Viewing all articles
Browse latest Browse all 155

Trending Articles