Η φωτογραφία δεν υπάρχει. Αυτό που υπάρχει είναι το βλέμμα της συγκίνησης. Όταν και όπου αυτό το βλέμμα εστιάζει, ακόμα και δίχως τη δική του συγκατάθεση. Είναι τα πράγματα που αποσπούνε το βλέμμα, το έλκουν, το εγκαταλείπουν. Ένα αδύναμο πάντα βλέμμα, ασύνειδο, έρμαιο των γεγονότων που κυριαρχούνε πάνω του και γι αυτό ένα βλέμμα που έχει ανάγκη τη διαμεσολάβηση του μέσου για να καθιερώσει την όρασή του, τις φασματικές του εικόνες. Και πάλι αυτό το πεδίο να μένει ακάλυπτο, αφερέγγυο, στερημένο νοήματος. Τίποτε δεν μπορεί να οικοδομηθεί πάνω στο βλέμμα. Καμιά δομική καταγωγικότητα και προοπτική. Και βέβαια ούτε ίχνος αντικειμενικότητας. Μόνον αυτή η φαινομενολογία της ερημιάς του.
Όταν ο Χρήστος Χρυσόπουλος επισκέπτεται το πατρικό του διαμέρισμα και φωτογραφίζει τους χώρους του, αυτό που κάνει στην πραγματικότητα είναι να εκθέτει το ψυχισμό του στην τοπική μιας μοναδικής και κατάδικής του συγκίνησης, να εκτίθεται σε μια δια-στροφή που εκτρέπει το βλέμμα σε σημεία που μένουν ανεντόπιστα στην όραση. Μια γενετική επιστροφή σ'αυτό που ο Fregeθα ονομάσει “αναιμικό φάσμα”, μια υπερβατική και αδιάθετη, δηλαδή, αναφορικότητα που δεν είναι άλλη απ'τη μυστική περιοχή της καρδιάς. Εκεί όπου το πράγμα απολύει το υλικό του ίχνος και αναδύεται εμψυχωμένο στις μνημοτεχνικές του ανακτήσεις, στις ανεικόνιστες και ανεκπλήρωτες επικλήσεις μας μέσα στη νύχτα.
Οι φωτογραφίες που ακολουθούν δεν είναι παρά μια ύστερη απόπειρα “κατανόησης” αυτής της ψυχικής μας αποπλάνησης. Η κατανόηση όμως είναι αδύνατη, οι εικόνες αδιάθετες και η “εσωτερικότητα” του οφθαλμού ένα θεμελιώδες επέκεινα που ριζικοποιεί τον ορίζοντα των αντιληπτικών μας προσδοκιών. Μια “εσωτερικότητα” που δεν αναγνωρίζεται σε ψυχολογισμούς ή σε οντολογίες κάποιων απισχνασμένων εμπειρικών δομών, αλλά στη δι-αφάνεια των ίδιων των εικόνων, στο αδιάθετο “Πραγματικό” των εγγραφών τους. Αδιάθετο·γιατί η υλικότητα των εγγραφών είναι πάντα πέραν του νοήματος, μια μη αναφορησιακή συνθήκη που συγκροτεί στη καταφατικότητά της, τον τόπο του εμπειρικού. Η εικόνα άλλωστε είναι ο αντίκτυπος ενός ερεθίσματος, πριν αυτό ανακτήσει τη συνείδηση του αναφόρου του. Μια ετερότητα που ενοικεί εντός μας και μας αφιερώνει σ'έναν κόσμο πέραν κάθε μορφής και πέραν κάθε νοήματος.
Η άκρη ενός επίπλου, το θαμπό φως ενός πορτατίφ, η στιλπνότητα μιας πορσελάνης, το σερβίτσιο του λικέρ, δυο μήλα σε μια φρουτιέρα, το φαρμακείο της ηλικιωμένης μητέρας, η καδραρισμένη της φωτογραφία σε νεαρότερη ηλικία, αυτός ο ακίνητος χρόνος της σιωπής της, όλα βουβοί μάρτυρες μιας συναισθηματικής εμπλοκής που καθηλώνει το υποκείμενό της στο συγκείμενο που το περιβάλλει. Είναι οι χειρονομίες οι δικές μας και των άλλων που εντυπώνονται πάνω στα πράγματα, η αύρα μας που τα ζωοποιεί, οι φωνές που τα εγείρουν, αυτή η αποκαλυπτική στιγμή όπου ο κόσμος των πραγμάτων διανοίγεται ανυπεράσπιστος στο βλέμμα του άλλου, εκεί που απολύει και την πραγμότητά του και μεταμορφώνεται σ'ένα απογυμνωμένο, ενεργειακό, σινιάλο, σε μία ύπαρξη φασματική, όπως ο Πύργος του Ντουίνο, ένας κόμβος συναισθηματικών εμπλοκών. Μόνον ο φωτογραφικός φακός μπορεί να σχηματοποιήσει την ύπαρξη αυτού του κόσμου, να αναδείξει την αντικειμενική του πλευρά, όταν το βλέμμα αρκείται μόνο στην τοπολογική του κατακρήμνιση, στο σημειακό του αφανισμό.
Στη φωτογραφική ενότητα “My mother’s silence”του Χρυσόπουλου ο θεατής αναγνωρίζει αυτές τις μαύρες τρύπες της συγκίνησης, το ανάγλυφό τους. Αγκυροβόλια μιας κάθειρξης ψυχικής, μιας αμετάκλητης δέσμευσης σ'αυτό που ήταν και θα 'ναι πάντα η βιωτή του ανθρώπου: μια καθαρή και αναπαράστατη εμπειρία μοναξιάς.
Χρήστος Χρυσόπουλος, “My mother's silence”, Έκθεση φωτογραφίας, The Symptom Projects, Άμφισσα, Οκτώβριος 2014