Τοπογραφώντας διανοίγω τον Τόπο, εκθέτω τη γεώ-γραφία του κι αφήνομαι σ'αυτό που ήταν πάντα ο Τόπος: η εξιστόρησή του. Ο Τόπος υπάρχει σ'αυτό το εναρκτήριο της γλώσσας, στο αδύνατο της τέλεσής της, στη φασματολογία της. Πραγματώνεται μέσα σε μια διαδικασία αποπραγματοποίησης, σε μια αποφατικότητα όπου η ενέργειά του εκδηλώνεται στη στιγμή της έκλειψής του, μοναδική αυτή στιγμή συγκίνησης. Όσο διά-γράφω την επίκράτειά του, τόσο και εκτίθομαι στην απουσία του και στη δική μου απουσία, στη συν-κίνηση της απώλειάς του. Η μόνη χειρονομία που είναι δυνατή πάνω στον Τόπο είναι η χειρονομία της εγγραφής του, της απόδοσής του στη γλώσσα του ορατού, της κατανόησης και της εκφοράς. Μια χειρονομία που αποδίδει τον Τόπο σ'αυτό που δεν είναι Τόπος, αλλά ανάμνηση τόπου, στην ονειροποίησή του, σ'ένα εκτός, που δίχως να διασαλεύει τη χωροχρονική του συνθήκη, είναι άλλωστε πάντα πέραν αυτής, τον εγγράφει στην ου-τοπία των σημείων του, στο α-τοπικό θεμέλιο του, στη νύχτα που τον εγείρει. Είναι μια εγγραφή που γεωμετρεί την απουσία και την εμπειρία μαζί της στερέωσής της.
Στο βίντεο Scrolling Topographies I, του Θοδωρή Ζαφειρόπουλου, η κάμερα παρακολουθεί και με μια κίνηση που δεν ανήκει στο χειριστή της, τη μεταβλητή ροή του τοπίου των φιόρδ της Νορβηγίας. Κατάφυτες κορυφές που διαχέονται η μία μέσα στην άλλη, σ'έναν αργό καθηλωτικό χρόνο, που εκτυλίσσει αδιάφορα τα εδαφικά τους όριά. Τα όρια του χώρου αλλά και τα όρια του χρόνου, τα όρια, εν τέλει, της ίδιας της αφήγησής τους. Οι απαλές αναταράξεις του πλοιαρίου, που πάνω του είχε στερεωθεί η κάμερα, λειτουργούν και ως ανεπαίσθητοι υπαινιγμοί ενός “ρηγματώδους χρόνου” που διακόπτει τη ροή της σειραϊκής γραφής. Ένα φυσικό παράσιτο που διαστρέφει προς στιγμήν τη γλώσσα, χωρίς όμως και να εκτρέπει το ατέρμονο της καταγραφής της. Στο Scrolling Topographies II,η κάμερα συνθέτει έναν ατέρμονο, καλειδοσκοπικό, ορίζοντα. Ένα απροσδιόριστο περιβάλλον εσωτερικών χώρων, όπου ο ένας διανοίγει τον άλλον, στη ροή μιας εξελισσόμενης διακριτότητας. Σε αντίθεση με το πρώτο έργο, και μιας κι εδώ κατα-γράφεται ένας “τόπος”, η διακριτότητα δεν υποχωρεί στην αλληλενέργεια της κλιμακούμενης αφήγησής της, στην υπνωτική της διαδοχικότητα, αλλά συσσωρεύει απλώς το ατέρμονο των σημείων της. Μια τεχνουργία που δομεί το χώρο και σε μια διάσταση που δεν ανήκει στην πραγματικότητά του. Η τέχνη και στα δύο όμως έργα ένα γλωσσικό γεγονός αναμνημόνευσης της χωρικής μας εμπειρίας.
Η κάμερα που διαβάζει το χώρο και στα δύο έργα δεν ασκείται σε μια παθητική ενατένιση. Το πανοπτικόν της εύρος διακρίνει σχέσεις που μόνον η ίδια παράγει και στον δικό της πάντα χρόνο. Μια υβριδική προοπτική, που όπως και η αναγεννησιακή, προηγείται οποιασδήποτε χωρικής αντίληψης. “Στις κατακόμβες δεν υπάρχει τοπιογραφία”, θα υπενθυμίσει ο Gombrich. Η ανάγνωση έτσι του Τόπου είναι και η επαληθεύσιμη εγγραφή του. Η κάμερα διαβάζει το δικό της κείμενο, τον δικό της αντί-κείμενο κόσμο, ο θεατής παρεισάγει το δικό του και ο Τόπος ανακτά το χαρακτηριστικό του παλίμψηστο, την ιστοριο-γραφία του, την επινοημένη του μνήμη. Μόνον έτσι ο Τόπος γίνεται κατανοήσιμος όταν έχει γίνει ήδη αφηγήσιμος. Ένας Τόπος εξαντλημένος στην εργασία του βλέμματος και στην τεχνουργία της απόλαυσής του.
Η τέχνη είναι ένα τέχνημα αποξήλωσης αυτού του “κειμενολογικού ιστού”, η σημειακή προοπτική του, η ανιχνευσιμότητά του. Αυτή είναι άλλωστε και η ξ-ενικότητα του Τόπου, το extraterrestrialτων σημείων του, ό, τι εξέχει αυτού, η εκκεντρικότητά του. Μια χωρικότητα που κάνει τον Τόπο να είναι πάντα “ο τόπος του άλλου”, όπως έλεγε ο M. de Certeau. Μια σκοτεινή εμπειρία, μια συγκίνηση, μια διέγερση ψυχική. Η τέχνη απέδιδε πάντα τον κόσμο σ'αυτή την μεταφορική του διάνοιξη, είναι η ίδια μια μεταφορά του, η εξωγενής καταγωγή του, η πιο βαθιά του ανάμνηση.