Quantcast
Channel: λεξήματα
Viewing all articles
Browse latest Browse all 155

Νεκρός χρόνος

$
0
0

Στο τοπίο της ερήμωσης οι μορφές δεν αναγνωρίζονται παρά στην καθήλωση μόνο της κατάδικής τους νοσταλγίας. Μια επιστροφή συγκίνησης που αποκαλύπτει όλα τα τοπία της μνήμης στην αχλή της απορίας τους. Μια υπόγεια κίνηση νερού που αποθαρρύνει κάθε αναπαραστατική δομή, κάθε ίχνος αυτοκυριαρχίας. Ένα ζοφερό νερό που δεν αναζωογονεί το τοπίο, αλλά τ’ απογυμνώνει. Το εξαντλεί. Τ'απομυζεί. Το ρευστοποιεί εν τέλει, συγχωνεύοντάς το με τη θάλασσα. Αυτή που υπάρχει κάτω από τις ρίζες αυτών των ετοιμοθάνατων δέντρων. Η ερήμωση του τοπίου. Η μέθη του. Η απογύμνωσή του. Η ολική του διαθεσιμότητα, σ’ αυτή την αιχμηρότητα που το διαγράφει. Μια υποχθόνια κίνηση νερού, κάτω από τις ρίζες. Όπου αυτές δεν κολυμπάνε, παρά διατίθενται μόνο, σ’ αυτό το σκοτεινό νερό. Μια ενδόμυχη περιοχή θανάτου. Μια σκοτεινή κοιλότητα που επεκτείνεται. Δρα υπογείως. Συγχωνεύει τη ζωή, διαβρώνοντάς τη. Ένας πέτρινος χρόνος που αντιστέκεται, αλλά και διατίθεται συγχρόνως, στη ρευστοποίησή του. Στην κατακρήμνισή του. Σ’ αυτή τη κοσμική θάλασσα της λήθης. Μια θαμπή και αγέρωχη μέρα που διαγράφει την απογύμνωση του. Τις ακίνητες και αδιόρατες σκιές του. Το ίχνος της ακινησίας του. Αυτή η ακίνητη ώρα της μέρας που είναι πιο τρομερή απ’ οποιαδήποτε νύχτα. Γιατί συμβαίνει κι αυτό στις ερημιές του κόσμου.

Η ερημιά, είναι το σούρουπο που διαρκεί, είπες. Η μοναδικότητα του. Η καθήλωσή του σ’ αυτό το κενό του χρόνου. Στην ιδέα αυτού του κενού. Μια ατέρμονη προσμονή της νύχτας και γι αυτό μια αγρύπνια που διαρκεί. Η ανύσταχτη ώρα ενός αδιάγνωστου πόνου και ξαφνικά οι πέτρες, η αιχμηρότητά τους, όπου αρχίζουν να ξεπροβάλλουν σαν μαχαίρια απ’ το καρβουνιασμένο έδαφος. Να το χαράσσουν. Να κάνουν τα βήματα όλο και πιο προσεκτικά σ’ αυτή την αιχμηρότητα που υψωνόταν. Χιλιοστό, χιλιοστό. Αργά αλλά σταθερά. Οψιανός που έσκιζε το χώμα. Μέχρις εκεί που έφθανε το βλέμμα. Σε όλη τα έκταση της απέναντι πλαγιάς. Κι όσο το βλέμμα σου επέμενε σ’ αυτή την ενατένιση, τόσο και η σκέψη σου αδυνατούσε να εντοπίσει το μέγεθος αυτής της συντέλειας. Μια κίνηση διπλή, όπου το ένα απ’ τα δύο σκέλη βραχυκύκλωνε την δύναμη του άλλου, σαν το ίχνος αυτού του τέλους να εξαντλούσε και τη σκέψη την ίδια στο καθεστώς της αδιαφορίας του.

Το σώμα εγκαταλείπεται στην υγρασία της αναμονής του. Απ’ όλους τους πόρους του ένα δυσώδες υγρό και μακράν του τα μονοπάτια ενός αφανισμένου δάσους, θαμμένα κάτω από την τέφρα του αφανισμού τους. Μια τέφρα που έσβησε όλα τα ίχνη του δάσους, τώρα και τα δικά του πάνω σ’ αυτά τα μονοπάτια. Απ'το στόμα του δεν βγαίνουν λέξεις, παρά χαμηλόφωνα μόνο, κάποιες αόριστες συλλαβές. Απομακρυνόταν, μ’ έναν αργό και ήσυχο ρυθμό από την γλώσσα. Όχι απ’ το λεξιλόγιο της, αλλά απ’ τις λέξεις του. Σ’ ένα διαφορετικό τώρα στρατήγημα θανάτου. Όπου ο χρόνος διανοίγεται όχι στην προοπτική της αφήγησής του, αλλά στη σιωπή της απορίας του. Σ’ αυτό το ίχνος της αναμονής του. Ένας βραδύς χρόνος που επέστρεφε. Μαζί με το ανείπωτο των λέξεων του. Ίσως οι λέξεις να μην ακούονταν ποτέ. Ίσως αυτός ο βασανιστικός, υπόκωφος ρυθμός των σιωπών τους. Αυτή η τέφρα ίσως. Αυτή μόνο.

Στη σιωπή της μέρας, αυτής της ακύμαντης αναμονής, το άυπνο σώμα δεν καθεύδει. Στο ανύσταχτο κοίλο του ματιού διαγράφεται το ανονείρευτο μιας διάρκειας, όταν η ύπαρξη εξαντλημένη τανίζεται σ’ αυτό το θάμβος, στην ευθραυστότητα που την κατέχει. Είναι η στιγμή, είναι οι στιγμές όλες, σ’ αυτό το ημίφως του κόσμου, όπου το βλέμμα δεν διακρίνει παρά την πυκνότητα μόνο της απουσίας. Όταν αυτό εγκαταλείπεται. Όταν εγκαταλείπεται μόνο. Μ’ αυτά τα κλαδιά απέναντι του που αχνίζουν. Η ακινησία τους μόνο. Η καθήλωση τους, σ’ ένα σημείο που φαντάζει ανυπέρβλητο. Που δεν φαντάζει. Τίποτε πλέον δεν φαντάζει σ’ αυτό το θάμβος. Σκιές όλα των ομοιώσεων τους. Είδωλα ενός αδύνατου φωτός, που αιωρείται. Που αιωρείται απέναντι. Σ’ αυτό το απέναντι, είπες, του κόσμου.

Το κείμενο είναι το φάντασμα του κόσμου. Η απομακρυσμένη του σκιά. Η ενσωμάτωση των λέξεων του. Η διάχυση τους. Η διασπορά της ανωνυμίας τους. Μία αργή, εκστατική εξαΰλωση, που δουλεύει σε βάθος, φέρνοντας το φως, αυτό το αρρωστημένο και ανύσταχτο φως, τη θαμπή μέρα των λέξεων. Την ανονείρευτη μέρα. Γιατί οι λέξεις δεν αποδίδουν το όνειρο. Οι λέξεις αποδίδουν τη ζωή. Την αποδίδουν στο θάνατό της. Στη γλωσσική της καταβύθιση. Σ’ αυτό το δώμα, όπου οι λέξεις έμειναν μόνες. Η ηχώ τους. Μια ηχώ που κάνει το χώρο απροσπέλαστο και το χρόνο έναν νεκρό χρόνο. Γιατί αυτό είναι ο χρόνος. Αυτό ήταν πάντα. Το απροσπέλαστο. Η μοναξιά της αναμονής του. Μια μοναξιά που επιστρέφει τις λέξεις. Την ηχώ τους. Λέξεις που συγχέονται η μια πάνω στην άλλη. Σ’ ένα αόρατο ιστό διασυνδέσεων, που μεγαλώνει. Καταλαμβάνει το χώρο σου. Γίνεται το θάμβος τώρα κι αυτού του δωματίου. Να τα γυμνά κλαδιά του! Κρατάνε αυτόν τον ιστό. Τη διάρκεια του. Γιατί κι εδώ. Που αλλού; Η διάρκεια είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα. Ένας ακίνητος, πυκνός χρόνος. Η ήττα του. Η ύστατη στιγμή της αλήθειάς του.


Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό a glimpse of #1

Viewing all articles
Browse latest Browse all 155

Trending Articles