
Αυτή η μη θέση του γεγονότος δεν συνιστά κατ’ ανάγκην και την ανυπαρξία του αλλά την μυστική του διάσταση, αυτή την αναμένουσα μορφή του. Η χειρονομία έτσι της τέχνης μέσα σ’ αυτή την αναμονή του κόσμου είναι μια χειρονομία από-καλυπτική. Μια χειρονομία που διασώζει, ως μια βωβή υπενθύμιση, το συμβάν των νεκρών, που το διεγείρει, καθώς εγείρει την έγερση αυτού του ανώνυμου άλλου, ενός άλλου που θα είναι όμως πάντα, πέραν κάθε διαλεκτικής προοπτικής. «Μετά το Άουσβιτς δεν μπορεί να γράφεται ποίηση», υποστήριζε ο Adorno, αλλά ακριβώς όμως μετά το Άουσβιτς η ποίηση μπορεί να γράφεται. Η τέχνη έλκει τη δυνατότητα της απ’ αυτή ακριβώς την αδυναμία, την αδυναμία της εγγραφής, του σβησμένου ίχνους, της αδύνατης αναπαράστασης, γίνεται έτσι η ίδια αυτή η αδύνατη μαρτυρία, το ανεικονικό και ανείπωτο ίχνος του άλλου. Μια αρνητική εργασία που της υπαγορεύεται απ’ αυτή την ίδια την αδυνατότητα του άλλου, από την ανεντόπιστη θέση του μέσα στον κόσμο μας. Όσο η εικόνα του υποχωρεί, τόσο εξέλκεται το Πραγματικό της μέγεθος, όσο το νόημα του αποδυναμώνεται, τόσο και αποκαθίσταται το γλωσσικό του εύρος. Η τέχνη αφιερώνεται στην απουσία, χάριν αυτής της πραγματικότητας του άλλου, της Πραγματικής του απουσίας. Το υποκείμενο άλλωστε αναδύεται μόνο στον ορίζοντα της απουσίας του άλλου και ποτέ στην κοινωνία της παρουσίας του. Η αδιαφάνεια έτσι αυτού του σκοτεινού συμβάντος του 20ου αιώνα μπορεί να δεξιωθεί το ίδιο το συμβάν της τέχνης. Η τέχνη είναι η σιωπή του κόσμου, η επιστροφή του, η επιστροφή της εικόνας του στο καταγωγικό της μηδέν. Οι ονοματοδοσίες της δεν αναγγέλλουν, δεν μαρτυρούν, από-καλύπτουν μόνο. Το ιστορικό, μέσω της συμβολικής και της φαντασιακής του ακύρωσης, ανακτά το Πραγματικό του μέγεθος, την τελικότητα της πραγμάτωσης του. Εδώ τα σημαίνοντα της ιστορίας υποχωρούν, αποσύρονται από την ιστορική τους σκηνή, και ανακτούν το πυρηνικό τους πεπρωμένο. Γίνονται μέσω της απουσίας τους, μυστικά σύμβολα, σκοτεινές προσδοκίες.
Στη σχετική εικονοποιεία του Christian Boltanski τα πρόσωπα των μαρτύρων δεν ανακτούν την μαρτυρία τους αλλά τη σιωπή της μαρτυρίας τους. Δεν μεταφέρουν τίποτε στο φως. Υπομένουν μόνο. Τη διάρκεια της σιωπής και της απορίας τους. Μετεωρίζονται, σ’ αυτό το καθεστώς της εξαφάνισης που αφήνει πίσω του μόνο στάχτες. Γι αυτό και η μαρτυρία τους είναι μια μοναδική μαρτυρία, ακριβώς επειδή δεν κομίζει τίποτε, δεν αφηγείται το συμβάν, αλλά γίνεται η ίδια ένα μυστικό και αδιόρατο συμβάν, ένα αδιάθετο άλλο. Αυτό που έλαβε χώρα μέσα στη σιωπή και στο ανομολόγητο της φρίκης του, δεν συντάσσεται στον ορίζοντα της γλώσσας, αλλά στην αντιστροφή της γλώσσας. Γι αυτό και οι μάρτυρες μένουν στο τέλος χωρίς φωνή, γιατί μόνο έτσι μπορούν να μαρτυρήσουν το ανείπωτο, αυτή την παραγωγή της στάχτης.

Δίχως να διαρρηγνύει τη σιωπή του συμβάντος, το έργο της τέχνης έρχεται μέσα στη δική του πάλι σιωπή, για να δείξει προς την άρρητη περιοχή, να διανοίξει, σ’ αυτό το καθεστώς της απώλειας, τη δυνατότητα μιας άλλης σκηνής, μια φασματοποιεία όπου η εικόνα δεν αναπαριστά αλλά ενεστωτοποιεί αυτό το αδύνατο και αποσυρόμενο άλλο, την αδύνατη ομοίωση του. Μια εικόνα που είναι έτσι πάντα πέραν της κατανόησης, ένα καινό σημαίνον, έτοιμο όμως να δεξιωθεί όλες τις αντανακλάσεις αυτού του ανώνυμου άλλου. Ένα έργο που υποστασιώνεται το ακατάληπτο της πρωταρχικής του αιτίας, τροποποιώντας, προς την κατεύθυνση της απώλειας, και αυτή την ίδια την αιτία του, καθιστώντας το καταγωγικό του συμβάν, ένα ξένο συμβάν, ξένο και προς αυτόν τον ίδιο τον εαυτό του. Γιατί το συμβάν είναι, ακόμη και με αυτή την αρνητική, αντιμπαντιουανή του εκδοχή, ένα αδιάγνωστο Είναι, ένα Είναι πέραν κάθε δέσμευσης. Μια ενικότητα απελπισμένη, μιαν απεύθυνση που δεν προσκρούει πουθενά. Γι αυτό και γίνεται μια αναμονή, αυτή η ίδια η αναμονή του κόσμου, το κενό σημείο του φλογισμένου πυρήνα του. Στο κενό αυτού του σημείου το έργο έρχεται με όλη την αποθησαυρισμένη του αδυναμία. Δεν είναι έτσι το έργο που αναπαριστά το συμβάν αλλά το συμβάν που ταυτίζεται με το έργο, η μοναδική εκφραστική του οδός, απ’ αυτόν τον κόσμο της σιωπής. Το έργο όμως δεν θα επιβεβαιώσει ποτέ την καταγωγή του, θα την βυθίσει μάλιστα σε μια πιο μεγάλη σιωπή. «Η αληθινή γλώσσα της τέχνης», έλεγε ο Adorno, «είναι βουβή, το βουβό της στοιχείο έχει την προτεραιότητα έναντι της δηλωτικής-σημασιοδοτικής της γλώσσας». Η αναπαραστατική αδυναμία έτσι του συμβάντος ανταποκρίνεται στην αναπαραστατική αδιαθεσία αυτού του ίδιου του έργου της τέχνης, διανοίγεται, σ’ αυτό το αδιανόητο έξω που το υπαγόρευσε και συνεχίζει αδιαλείπτως να το περιβάλλει.
Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε για τον κατάλογο της έκθεσης «Αναφορά / Αναπαράσταση», που πραγματοποιείται στο Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης, έως 15 Νοεμβρίου 2011, στα πλαίσια της 3ης Μπιενάλε Θεσσαλονίκης. Ο κατάλογος κυκλοφορεί απ' τις εκδόσεις Futura.
Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν εδώ το κείμενο είναι έργων του Christian Boltanski.