Στη νέα της ατομική έκθεση με τίτλο Waltzing Matilda*, η Αλίκη Παλάσκα
δημιουργεί ένα ζωγραφικό περιβάλλον που πλαισιώνει μια νέα σειρά γλυπτικών της
έργων. Αυτοσχέδιοι σκελετοί που ενδύονται από χιλιάδες υφασμάτινα κουρέλια. Ανθρωπόμορφες
φιγούρες, που άλλες έρχονται απ’ την ιστορία της τέχνης, όπως η δεσποινίδα επί
των τιμών που παραστέκεται στη νεαρή πριγκίπισσα, απ’ το πίνακα Las Meninas,
του Velázquez, κι άλλες απ’ την popκουλτούρα, όπως ο κλώνος ήρωας απ’ το StarWars, ή αυτή η φιγούρα μιας γκέισας, σταθερό
σύμβολο ενός ανθεκτικού εξωτισμού.
Τα ζωγραφικά, όπως και τα
γλυπτικά έργα της Παλάσκα, προδίδουν έναν τόνο απολαυσιακό. Ένα delirioπάθους
που διεγείρει τη δημιουργική χειρονομία και τη δοκιμάζει στο ατέρμονο των εκδηλώσεών
της. Υπάρχει μια καθήλωση εδώ, μια αποσβολωτική στιγμή που διανοίγεται μέσα στον
χρόνο. Ένα ξανά και ξανά, κάτι που προστίθεται, που προσδιορίζει τη διάρκειά
του. Μια μέθεξη, που παράγει νόημα, ή μη νόημα, απαραιτήτως όμως απόλαυση. Αυτή
η πολλαπλότητα του κόσμου που ιχνογραφείται εδώ, στην επαναληπτικότητα των
σημείων του. Ό, τι προστίθεται πάνω σ’ αυτά τα έργα της Παλάσκα είναι κι ό, τι
αφαιρείται απ’ αυτή την πολλαπλότητα, υπάρχει μόνο ένα πεδίο του ορατού, μία
εικόνα, καμιά εικόνα, μόνον αυτό το κέντημα του χρόνου, η υπομονή του, που λένε
κι οι Πατέρες, μια ενέργεια πένθους, πάθους θέλω να πω, όπου η χειρονομία
εγκαταλείπεται, κι ένα κουρέλι δένεται μ’ ένα άλλο κουρέλι, κι ακόμη ένα, μια
αλύσωση πάθους, πένθους θέλω να πω. Αυτό το πολλαπλό του κόσμου, το ασύστατο
από αιώνων, που αποκαλύπτει και τη συνεκτικότητά του, που ’ναι κι αυτή η
απόλυσή του, ένα παιγνίδισμα μόνο, σ’ αυτή την επιφάνεια των εικόνων, επιφάνεια,
που διαθέτει όμως τις μορφές της, κάποιες φορές και τη χάρη τους.
Ο αργός χρόνος αυτών των έργων κι η χειρονομία της χειροτεχνίας. Τα κουρελάκια της Παλάσκα φέρουν μια εργασία που αποκαλύπτει το υποκείμενό της σ’ έναν αργό, σχεδόν αμετακίνητο χρόνο, σ’ έναν χρόνο πέραν της κρίσης, όπως αποδείχτηκαν οι μοντέρνοι καιροί μας. Έτσι όπως συναρθρώνονται μεταξύ τους, στη μόνωση του εργαστηρίου, δεμένα το ένα με τ’ άλλο, κι υποστηρίζοντας την κατασκευή τους, εγγράφονται σε μια κουλτούρα που εμφανίστηκε τελευταία και επιχειρεί να βιώσει το μυστικό νόημα των παραδοσιακών χειροτεχνιών μέσα απ’ τη σύγχρονη εμπειρία, μια εμπειρία δοκιμασίας, αλλά και πολλών αντοχών. Τα γλυπτά αυτά μοιάζουν με σωρούς υφασμάτων, όπως «Η Αφροδίτη των κουρελιών», του Pistoletto, σχήματα εφήμερα, μεταβαλλόμενα. Η ταπεινή τους προσέλευση, από secondhandρούχα που η Παλάσκα μάζευε εμμονικά κατά της διάρκεια της καραντίνας κι αυτοσχεδίαζε με τους σωρούς τους στο εργαστήριό της, είναι κι ένα σχόλιο πάνω σ’ αυτό το αχαλίνωτο καταναλωτικό πάθος των ημερών μας, που συσσωρεύει πάνω στον εξαντλημένο πλανήτη μαςσκουπίδια. Υφάσματα και χρώματα που στο εργαστήριο της Παλάσκα άλλαζαν διαρκώς φόρμα και σχηματοποιούσαν αυτή την ίδια τη ζωή του εργαστηρίου και τις ανοικονόμητες μεταβολές του. Οι χειρονομίες αυτών των έργων, οι αμήχανες και τολμηρές τους προσεγγίσεις, οι αυτοσχέδιοι σκελετοί που τα υποστηρίζουν, ιχνογραφούσαν, μ’ ένα τρόπο μυστικό, τις μεταβολές των ημερών, το εφήμερο ίχνος των πραγμάτων, τη τυχαιότητα των μορφικών τους εκδηλώσεων, όπως ο άνεμος που σκορπίζει και σωρεύει τα φύλλα εδώ κι εκεί, ή ο αέναος σχηματισμός των συννέφων. Η έμπνευση άλλωστε έχει πάντα μιαν αέρινη καταγωγή, και γι’ αυτό τα έργα της αφήνονται στους αέναους μεταβολισμούς τους, στη μεταμορφωτική τους δαπάνη, κι εγκαταλείπονται αδύναμα.
Τα έργα της Παλάσκα υπομένουν αυτή την έλλειψη. Το ίδιο το έργο άλλωστε είναι μια έλλειψη, ως έργο μιας γλωσσικής διαταραχής. Μια διαφορά μέσα στη γλώσσα του κόσμου, μια αρνητική παρουσία, που διανοίγει όμως, μέσα απ’ αυτή την αρνητικότητά του, και τη δυνατότητα μίας φανέρωσης πραγματικής. Στη πρακτική της Παλάσκα, η διαφορά αυτή, εγγράφεται, όχι μόνο μέσα στο σύνολο του έργου της, αλλά και μέσα στην ιστορία του κάθε έργου της ξεχωριστά, στις συνεχείς του απογοητεύσεις κι εξαρνήσεις. Μέχρι αυτό να φύγει απ’ τα χέρια της, βρίσκεται σ’ ένα καθεστώς συνεχούς μορφικής διαταραχής, που πολλές φορές τ’ αποσύρει στη λήθη του, στην οριστική του αποδόμηση, συνεπές έτσι πάντα στη διαφορά του. Το έργο που διασώζεται εν τέλει, είναι και το έργο που απώλεσε τη δύναμη αυτής της αδυναμίας, τη δύναμη της μοναδικής του απόσυρσης μέσα στο κόσμο. Το έργο βέβαια, αν και μαρτυρία του αοράτου, δεν είναι αόρατο, το έργο είναι ορατό, μιας ορατότητας όμως εκτεθειμένης στην ευθραυστότητα των ιχνών της, στη θεώρηση του ελαχίστου, αυτού, εν τέλει, του μηδενός.
Η αδυναμία αυτή είναι
κι η σκηνή του έργου τέχνης, μια μάλιστα παραδειγματική σκηνή, όπου το
υποκείμενο της δημιουργίας κυκλοφορεί σ’ όλο το εύρος αυτής της σκηνής
φαντασματικά, δηλαδή ως ένα απρόσβλητο ενδιάμεσο αυτού που έρχεται απ’ Έξω. Ένα
ενδιάμεσο που κομίζει μια γλώσσα, μιαν άλλη γλώσσα μέσα στη γλώσσα. Η
μορφο-ποίηση της Τέχνης είναι εν τέλει μια ποιητική της αδυναμίας, και γι αυτό
η ποιητική μιας καινοφανούς δυνατότητας. Το αναπαράστατο έτσι, στη ζωγραφική
της Παλάσκα, οι παιγνιώδεις χειρονομίες της, και σ’ όλο το εύρος της δουλειάς
της, μαρτυρούν όχι τόσο μια κατοχυρωμένη γνώση ενός εικονογραφικού πεδίου, όσο αδύνατες
στιγμές αυτού που υπερέχει και μας εγκαταλείπει όλους, σαγηνευμένους κι
απορημένους, στον αρνητικό του ορίζοντα. Κάτι εκλείπει εδώ, κάτι στις γλωσσικές
αναπαραστάσεις μας πάντα θα εκλείπει, πάντα κάτι θα μας διαφεύγει, κάτι
κρίσιμο, που ο Lacanθα ονομάσει βλέμμα. Μια έλλειψη που το έργο της Τέχνης τη φέρει μέσα του, την
εγείρει, και γίνεται ο άξονας του ίδιου του διασυρμού του.
* WaltzingMatilda,
από ένα στίχο του TomWaits,
που σημαίνει να ταξιδεύεις με τον βίο σου κρεμασμένο στη πλάτη σου. Οι
κατασκευές κουρελιών της Αλίκης Παλάσκα, παραπέμπουν και σ’ αυτόν τον
αυτοσχέδιο βίο και στους αέναους μετασχηματισμούς του.
Το
κείμενο γράφτηκε με αφορμή την ατομική έκθεση της Αλίκης Παλάσκα στην γκαλερί
Ζουμπουλάκη, από 10 Οκτωβρίου – 2 Νοεμβρίου 2024.
Φωτογραφίες
έργων Γιάννης Μπουρνιάς.