Quantcast
Channel: λεξήματα
Viewing all articles
Browse latest Browse all 155

Στη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων

$
0
0

            Στις μέρες της καραντίνας του Covid-19, η Λίζη Καλλιγά, αποσύρεται στο ασφαλές της καταφύγιο στις Σπέτσες. Ζει μια αργή κι επιθυμητή ζωή. Διαβάζει, κάνει μοναχικούς περιπάτους με τη Κοκό, φροντίζει το κήπο της, και με τα λουλούδια του στολίζει τα βάζα του σπιτιού. Βάζα που άλλοτε τα φωτογραφίζει κι άλλοτε τα ζωγραφίζει. Πένθιμα βάζα, αφιερωμένα στους ασυντρόφευτους νεκρούς του Covid-19. Ασυντρόφευτους. Στη σκοτεινότητα εκείνων των ημερών αναζητά το ελάχιστο φως που διαγράφει το ανάγλυφο των πραγμάτων, ίσως και μιαν αμυδρή ελπίδα εξόδου. Ονομάζει «Άνθη της πανδημίας» αυτή τη σειρά των έργων, όπου τα πράγματα μόλις κι αχνοφαίνονται στο ελάχιστο της ύπαρξής τους κι υπομένουν το βάρος τους. Μια σκοτεινιασμένη ατμόσφαιρα, αυτή η ατμόσφαιρα του θανάτου, που ιχνηλατεί ένα οικείο περιβάλλον ζωής. Ένας αργός, σχεδόν ακίνητος χρόνος, που αποκαλύπτεται στη καθηλωτική στιγμή μιας αποσβολωτικής  σαγήνης. Έχουν μια τρυφερή ανοικειότητα αυτές οι εικόνες της Καλλιγά, ένα ήμερο πένθος, που αποθέτει την υγρασία του.
          Η περίοδος της πανδημίας είναι μιας τέτοιας ποιότητας χρονικότητα. Εγκαταλείπεσαι σε μια ψευδεπίγραφη διάρκεια και μετεωρίζεσαι σε μια αφιλόδοξη αναμονή. Εγγράφεσαι, ασυνείδητα, στη φασματογραφία των ημερών, κι αποκαλύπτεσαι στη γυμνότητά σου, σε μια γυμνότητα υπαρκτική. Σ’ ένα τέτοιο αποσπασμένο χρόνο εγείρονται κι οι εικόνες μας, στις εξάρσεις των αγωνιωδών μας στιγμών. Σ’ αυτή την εγκατάλειψη, σ’ αυτή την αδυναμία του νου, αποκαλύπτεται κι η θέση του πράγματος, το συμβάν της μετουσίωσής του, που ’ναι κι η στιγμή της εν-τύπωσής του, της βαθιάς του χάραξης. Η τομή αυτή, είναι κι η λύση της συνέχειάς μας, η τραυματική συνθήκη του Είναι μας. Οι εικόνες έτσι είναι η μυστική μας εμπειρία, μια εμπειρία που μας δοκιμάζει.

Ένα βάζο με λουλούδια λοιπόν, που ’ναι, εν τέλει, και μια πράξη ποιητική, μια πράξη μεταστοιχείωσης. Τα άνθη ήταν πάντα γλωσσικά σινιάλα μιας εκλέπτυνσης υλικής που πραγματώνει μέσα στο κόσμο την αϋλότητα της ιδέας της. Ήταν, συνεχίζουν να είναι, το ιδεατό ενός πραγματικού, ένας ποιητικός τύπος μέσα στο πεδίο της εγκοσμιότητάς μας, κι έτσι σημεία μιας μετάβασης, μιας υπέρβασης ψυχικής. Τα άνθη που ’ναι κι ένα αγαπημένο θέμα μέσα στη δουλειά της Καλλιγά, αλλά που εδώ όμως, σ’ αυτή τη σειρά,  επανέρχονται μ’ έναν τρόπο εμμονικό. Η προσήλωσή της, στο ίδιο βάζο, πολλές φορές, ένα δίπτυχο, ένα τετράπτυχο, οι πολλαπλές εκδοχές του, ο χρόνος του, μια πένθιμη ακολουθία. Εικόνες που συντίθενται στο δίπολο μιας χειρονομίας συνθετικής κι αφηρημένης μαζί. Είναι σ’ αυτόν τον μετεωρισμό που τα πράγματα ανακτούν και την αναπαραστατική, αγωνιούσα μορφή τους, όχι στην κατακτημένη γλώσσα μιας τεχνικής, αλλά σε μια αδύναμη χειρονομία που εγείρει τα πράγματα και τα διαγράφει μαζί. «Ξυπνούσα τα βράδια», θα εκμυστηρευθεί η Λίζη, «και κατέβαινα στο εργαστήριο για να βρω το σωστό χρώμα». Οι εικόνες, μαζί κι οι ψηφιακές, είναι το παλίμψηστο του εαυτού τους,αυτό το ξανά και ξανά της εκδίπλωσής τους.

Τα βάζα και τ’ άνθη τους, εικόνες που επιστρέφουν, μια επιστροφή όμως, που, όπως θα ’λεγε κι ο Deleuze, δεν είναι η επιστροφή του ίδιου. Αυτό που επιστρέφει σ’ αυτές τις εικόνες, στις ζωγραφικές και στις φωτογραφίες της Καλλιγά, δεν είναι άλλο απ’ τη δυνατότητα της διαφοράς τους, τη διαφορά της συγκίνησης που γράφει και τη χειρονομία στη μοναδικότητα της στιγμής της. Η Καλλιγά καθημερινά αναλίσκεται σ’ αυτή την εργασία, φωτογραφίζει και ζωγραφίζει, στα ίδια βάζα νέα άνθη, καθημερινές εγγραφές σ’ ένα ημερολόγιο πένθους. Υπάρχει μια εκφραστική συνθήκη εδώ, που όπως θα φανεί κι αργότερα με τους «σελιδοδείκτες» της, το έργο εκδηλώνεται σ’ ένα μυστικό μεσοδιάστημα που είναι μετά το υποκείμενο και πριν το έργο, ακριβώς εκεί όπου κι η συγκίνηση εγείρει και τα δύο, μαζί και την ηθική τους.


Στη σειρά «dark» με τα φωτογραφικά έργα εκείνης της περιόδου, το βλέμμα συλλαμβάνει τον κόσμο όχι σε μία άπλετη φωτοχυσία, αλλά στις διακρίσεις της σκοτεινότητάς του. Είναι η σκοτεινότητα του βλέμματος που διακρίνει τα πράγματα κι αποδίδει τις αναπαραστάσεις τους. Αυτό που αναπαριστάται είναι κι αυτό που αποδόθηκε στις σκιές του, στο ημίφως της α-λήθειάς του. Η φωτογραφία αληθεύει το πράγμα σ’ αυτή τη μοναδική του απώλεια, στο συμβάν της απόσυρσής του, ο Lacan θα ’λεγε: της μετουσίωσής του. Είναι η νυχτερινή ώρα, όπως αυτή διασώθηκε στη ρομαντική δημιουργία, αυτό το λυκόφως του κόσμου. Αν κάτι συλλαμβάνουν αυτές οι φωτογραφίες, αν κάτι συλλαμβάνει, εν τέλει, η ίδια η φωτογραφία, είναι αυτός ο μακρινός απόηχος που μένει, το αποσυρόμενο ίχνος του κόσμου, ακόμη καλύτερα το ίχνος του αποσυρόμενου, το ίχνος της ίδιας της απόσυρσης.

Το έργο της Καλλιγά, και σ’ όλα τα στάδια της εκδήλωσής του, είναι στιγμές εκλάμψεων. Αυτή δεν είναι άλλωστε και η αλήθεια της Φωτογραφίας; Αλλά και τ’ άνθος είναι κι αυτό η στιγμή της ανθοφορίας του. Λίγες στιγμές μετά κι αυτό δεν υπάρχει. Μία εφήμερη ζωή στο φευγαλέο φως που τη διαγράφει. Βρισκόμαστε σ’ αυτό που ο Bachelard θα ονομάσει «στιγμιαία μεταφυσική», μια προνομιακή, μοναδική στιγμή συνείδησης του κόσμου. Μια αποκαλυπτική, και γιατί όχι και αποκαλυψιακή στιγμή, όπου το υποκείμενο διανοίγεται στη διαθεσιμότητά του, στη στιγμή του θανάτου του, σε μια θεώρηση του κόσμου αδύνατη, αλλά κι ακτινοβόλα, στη δωρεά της εικόνας του, μια δωρεά που στερήθηκαν τα θύματα της πανδημίας σ’ αυτό το επτασφράγιστο ξόδι τους. Η στιγμή έχει μια εγρήγορση, αυτό το ανησυχαστικό βλέμμα του φωτογράφου, ένα βλέμμα που δεν καθεύδει ποτέ. Οι εικόνες αυτής της σειράς των φωτογραφιών της Καλλιγά είναι εικόνες μιας εκκωφαντικής σιωπής, γιατί είναι εικόνες μιας ποιητικής στιγμής. Είναι το κλικ της φωτογραφικής μηχανής που το διασώζει, που κάτι τέλος πάντων απ’ αυτό διασώζει. Γι’ αυτό και η φωτογραφική εικόνα έχει κάτι το οικείο κι ανοίκειο μαζί, γιατί καθηλώνει το εφήμερο ίχνος της συγκίνησής μας, τη μνήμη μιας βαθιάς κι απροσπέλαστης πλέον εμπειρίας. Η εμπειρία της στιγμής δεν είναι η στιγμή μιας εμπειρίας, αλλά η ολότητα της συγκίνησής της, όπως εντυπώνεται τώρα και σ’ αυτή την εικόνα, σ’ αυτό το πένθιμο ίχνος, που ’ναι το ίχνος του ίχνους. Αυτή είναι η δωρεά της φωτογραφικής εικόνας, όπως κάνει το χρόνο να διά-φαίνεται, κεραυνοβολημένος απ’ τις εικόνες του, απ’ τις αποκαλυψιακές του στιγμές, μοναδικές στιγμές της απόσυρσής του.

Τα άνθη της Καλλιγά, δείχνουν, μ’ έναν, θα ’λεγα απελπισμένο, τρόπο, αυτό το αδύνατο της επιστροφής, το αδύνατο του νοσταλγημένου χρόνου, τον αποχαιρετισμό του, τον αποχαιρετισμό μίας διαύγειας μοναδικής. Κάτι μαρτυρούν και κάτι μοναδικά αληθεύουν: αυτή την ποιητική ανάκληση του βλέμματος, το αλλιώς είναιτης θεώρησής του. Σ’ αυτή την αντεστραμμένη διέγερση είναι που το βλέμμα εντοπίζει όχι την εντοπιότητα των πραγμάτων, αλλά την απειρία τους. Κι η απειρία του κόσμου είναι αυτή η σκοτεινιασμένη του μορφή, όχι η αποδιδόμενη εικόνα του, αλλά η απόδοση της εικόνας του. Η αποκαλυπτική του βλέμματος είναι η τυφλότητά του, η αορατότητά του, η σκοτεινότητα της θεώρησής του, όταν τα πράγματα δεν θεωρούνται, αλλά αχνοφαίνονται, καθώς αναμένουν την εικόνα τους, την τελική κι εξαρνημένη μορφή τους. Η Καλλιγά, επιδεινώνει το ποιητικό της βλέμμα, το διεγείρει στη σκοτεινότητα του Πραγματικού που την περιβάλλει, εγκαταλείπεται στο πεπρωμένο του, και παραδόξως διασώζεται όλη.

 

Το κείμενο αυτό, μια αρχική εκδοχή του, γράφτηκε τον Ιούνιο του 2020, και αφορούσε κυρίως τη φωτογραφική σειρά των ανθέων της πανδημίας. Στις 20 Μαρτίου του 2022 μια φωτιά, που προκλήθηκε από βραχυκύκλωμα, κατακαίει ολοσχερώς το σπίτι της Καλλιγά στις Σπέτσες, μαζί και τα αρχεία των φωτογραφικών της εικόνων. Διασώθηκαν μόνο τα ζωγραφικά της έργα που βρίσκονταν σ’ ένα παράπλευρο κτίσμα. Διασώθηκε βεβαίως η Λίζη, και η Κοκό, προπάντων αυτές.  

 

Λίζη Καλλιγά, «Τα άνθη της πανδημίας», Γκαλερί Σκουφά, Αθήνα, 21 Σεπτεμβρίου – 14 Οκτωβρίου 2023. 

Επιμέλεια: Αποστόλης Αρτινός

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 155

Trending Articles