Έρχεται κάποια στιγμή που οι σκοτεινές ημερομηνίες αρχίζουν να πυκνώνουν γύρω μας, μια σειρά συμβάντων που μας κατακλύζουν και μας ρημάζουν. Ένα πέπλο θλίψης που βαραίνει πάνω μας και κάνει τη ζωή μας αβίωτη. Μοιάζουμε τότε μ’ απονεκρωμένες υπάρξεις που τελούμε αδιάφορα το καθημερινό μας τελετουργικό, σέρνοντας απλώς τα βήματά μας μέχρι αυτή η αργή μέρα να βγει.
Μια τέτοια αλύσωση συμβάντων περιέδεσε τελευταία και τη Λίζη Καλλιγά. Η φωτιά που κατέκαψε το σπίτι της στις Σπέτσες, μαζί κι ένα μέρος του καλλιτεχνικού της έργου, η ανημπόρια της ηλικίας, κάποια οικογενειακά επεισόδια, έκαναν το φορτίο της καθημερινότητάς της να βαρύνει και να την κυριεύσει μια αδιαθεσία ζωής. Έτσι κυλούσαν οι μέρες… Ώσπου ένα πρωί, απ’ τα δύσκολα πρωινά εκείνων των ημερών, η Λίζη αφήνει το βλέμμα της σ’ ένα βάζο με λουλούδια, που ’χε μαζέψει απ'τη χθεσινή της βόλτα με τη Κοκό. Ένα γυάλινο βάζο που έστεκε με τη διαφάνειά του και τις αντανακλάσεις του, δίπλα στο παράθυρο του καθιστικού. Κι αυτό ήταν! Παίρνει το χαρτόκουτο των μπισκότων της Κοκό, που 'χε δίπλα της, κόβει μια πλευρά του, και μ’ ένα Bic στυλό αρχίζει να σχεδιάζει το βάζο. Αμέσως η διάθεσή της αλλάζει κι η μέρα της ανακτά μία ακόμη δυνατή προοπτική.
Καθένας βρίσκει το τρόπο του να γαντζωθεί απ’ τη ζωή κι η Λίζη βρήκε το δικό της· κάθε πρωί θα ζωγραφίζει το βάζο, με τα ίδια, ή με άλλα λουλούδια, στο ίδιο χαρτονένιο πλαίσιο, κι όπου βγει… Θα προκύψει έτσι μια σειρά, μικρών διαστάσεων, έργων, που θα τ’ ονομάσει, λόγω σχήματος, «σελιδοδείκτες», και με μια σφοδρή επιθυμία να τα χαρίσει σε φίλους. Οι σελιδοδείκτες είναι για τη Λίζη χειρονομίες απεύθυνσης, δωρεές, σινιάλα στον άλλον. Σ’ έναν δικό τους χρόνο αυτοί οι σελιδοδείκτες θ’ αλλάξουν χέρια, εν τω μεταξύ, στο διάστημα που γίνονταν, κάποια αγαπημένα πρόσωπα της Λίζης έφυγαν, κι οι σελιδοδείκτες τους έμειναν στη Λίζη, θα τους παραδώσει η ίδια σ’ έναν δικό της μυστικό χρόνο, στην έσχατη μοναδική τους συνάντηση.
Η Λίζη λειτούργησε μέσα στη δυσκολία ενστικτωδώς, κατά τον δαίμονα του εαυτού. Ο Genius, που κυβερνά τη ζωή μας απ’ τη γενέθλια ώρα μας, τη στιγμή της παραίτησής μας, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, μια στιγμή κατακρήμνισης, αναλαμβάνει δράση. Οι καλλιτέχνες το ξέρουν, είναι απ’ αυτούς που το ξέρουν, υπάρχει αυτό το πεπρωμένο. Η κλίση μας, είναι ο δαίμονάς μας, το βαθύτερο είναι μας, κι όταν αφηνόμαστε σ’ αυτόν τον βαθύτερό μας εαυτό, που δεν είναι ακριβώς ένα εξατομικευμένο εγώ, βιώνουμε μια ανείπωτη χαρά, μία απόλαυση μυστική. Όταν η Λίζη λέει ότι δεν είναι «έργα» της οι «σελιδοδείκτες», μιλά αυτή η βαθύτερη φωνή μέσα της. Ο δαίμονας, όπως λέει ο Agamben, δεν έχει ανάγκη το έργο μας, είναι πριν απ’ αυτό.
Η τέχνη είναι ένας τρόπος να φωτισθεί το σκοτάδι. Το τραύμα πρέπει να ειπωθεί, η Kristeva, θα πει, να εξυμνηθεί. Είναι αυτή η δωρεά της μετουσίωσης, που αναλαμβάνει το εφήμερο περιβάλλον της ζωής μας και μας το επιστρέφει στην αιώνια δόξα του, κι εξαίφνης όλα τα πράγματα που μας περιβάλλουν γίνονται παραμυθιακά αντικείμενα, μονάκριβες, αληθινές παρηγοριές, κι αυτό μόνο...