Ownership is the most intimate relationship that you can have to objects
WalterBenjamin
Ο Freud στο βιενέζικο γραφείο του και παντού γύρω του η συλλογή των αρχαίων γλυπτών του, saxa loquuntur, οι πέτρες αυτές του μιλούν. Ο Breton θέλει να φωτογραφίζεται μπροστά απ’ τη συλλογή του με τα αφρικάνικα ξυλόγλυπτα, τελετουργικές μάσκες και ξόανα που γεμίζουν τους τοίχους του παρισινού του διαμερίσματος, κάτι αυτά του μεταδίδουν. Ο Porchia μένει στη ξύλινη καλύβα του, σε μια παραγκούπολη του Μπουένος Άιρες, απ τις χαραμάδες της μπαίνει παγωμένος αέρας, κι όμως αρνείται να αποχωριστεί, πουλώντας, έργα τέχνης που του είχαν χαρίσει φίλοι του για να ζήσει λίγο καλύτερα, μεταξύ αυτών και πίνακες του Μοντιλιάνι και του Πικάσο. Τρεις περιπτώσεις collectionneurs manqués αφοσιωμένων στο κατακλυσμιαίο και φετιχιστικό περιβάλλον των συλλογών τους.
Τα αντικείμενα είναι το βίωμα τους, η εσωτερίκευσή τους. Μια μυστική απόλαυση, πέραν του κόσμου και των εκλογικεύσεών του, που μας εμβυθίζουν σε μία μέθεξη, σε μια εκστατική καθήλωση του νου. Είναι αντικείμενα πραγματικά κι ονειρικά μαζί, μια διανοιγόμενη, εξερχόμενη υλικότητα, που ιχνογραφείται στις εκλάμψεις της. Ιχνογραφούνται εντός μας, ως παρουσία και ως απουσία, ως μια διττή οντότητα, που μας σαγηνεύει και μας απομυζά εγκλωβισμένους στο δίχτυ της. Είναι αντί-κείμενα μιας αναγνωστικής πρόκλησης, αστερισμοί μιας ενατένισης φιλοσοφικής, γλωσσικά σινιάλα που εκ-δηλώνονται στις αναφορές τους, αλλά και στις γλωσσικές τους αποκλίσεις. Τα αντικείμενα δεν εξαντλούνται στη φαινομενική τους βουβότητα, αλλά στην εκφραστική τους δεινότητα, καθώς διαγράφουν τις τροχιές των ονομάτων τους στο ερεβώδες μιας καταδικής μας μοναξιάς. Σ’ αυτή τη νύχτα, στη νύχτα του Είναι, τα αντικείμενα πυκνώνουν γύρω μας και μας υπνωτίζουν. Είναι αντικείμενα μιας ακατανίκητης παραμυθίας, γιατί ενώ υπό-στηρίζουν την ιστορικότητά τους, εν τούτοις αληθεύουν στην υπεριστορική τους τροχιά, στην άχρονη χρονικότητά τους. Διαγράφουν πάνω στο σώμα της ύπαρξης μας, τις βαθιές τους χαράξεις και διεγείρουν την κοσμική μας μνήμη, το εύρος των ψυχικών κι αισθητικών μας εμπειριών.
Τα αντικείμενα είναι φυσικά, ακόμη καλύτερα φυσικοποιημένα. Ο ιστορικός χρόνος είναι το περιβάλλον του ανθρώπου, ο μοναδικός του βιότοπος. Ένα περιβάλλον προσδοκιών και απωλειών που διαμορφώνει και το ανάγλυφο της συγκίνησής του. Ιστορικά απολιθώματα, εμβλήματα μιας περιδίνησης του πνεύματος, που συγκροτούν και τις γενεαλογίες του, την αρχαιολόγησή του στο σχήμα των καιρών. Μια αντικειμενοποιημένη μνήμη του κόσμου καθώς ιχνογραφείται στην παλίρροια των εικόνων του, στο αλλεπάλληλο των μορφογενέσεών του. Ένα εφήμερο ίχνος πάνω σ’ ένα άλλο ίχνος. Αυτή η αμφισημία του ιστορικού τοπίου, τα τεχνουργήματα της αφάνειάς του, που όσο αποσύρονται, τόσο συσσωρεύονται, στις προθήκες του συλλέκτη και στο πανόραμα του ιστορικού. Τα αντικείμενα του παρελθόντος, απόβλητα αυτά μιας εξέλιξης, δεν είναι ένα άχρηστο υλικό απόθεμα, αλλά εκδραματίσεις μιας αλήθειας, το εφήμερο ίχνος ενός νοήματος, η απώλειά του κι η επανεμφάνισή του στο πεδίο ενός άλλου ενδιαφέροντος, στον τόπο μιας άλλης συγκίνησης, κι όπως πάντα μοναδικής.
Τα αντικείμενα μορφοποιούνται στον ιστορικό χρόνο και προσλαμβάνονται στη μετουσίωσή τους. Στο συμβάν μιας εσωτερίκευσης που εκδιπλώνει τις πτυχώσεις τους και διαφυλάττει τη θέρμη των εκζητήσεών τους. Στη διάρκεια αυτής της σύντομης, αλλά μαζί και άπειρης ζωής τους, τα αντικείμενα διαθλούν το χρόνο. Ο χρόνος πάνω τους και γύρω τους απολύει τη γραμμικότητα της καταισχύνης του κι αναλαμβάνει όλη την απειρία των επιστροφών του. Αυτή η ρευστή αντικειμενικότητα των πραγμάτων, η διαρρηγμένη ιστορικότητά τους, η σαγήνη τους, όπως αναδύεται στα διάκενα της ιστορίας, στους κόμβους μιας σπειροειδούς χρονικότητας, με συμβαντικές διεγέρσεις και φασματικές ακολουθίες. Μια διεστραμμένη εξέλιξη που προσομοιάζει περισσότερο στο φυσικό της πρότυπο, παρά στον προοδευτισμό ενός ιστορικοπολιτικού πεπρωμένου. Τα αντικείμενα είναι αντικείμενα του κόσμου, αλλά και αντικείμενα που ανήκουν στον αστερισμό μιας άλλης ακολουθίας, σ’ έναν άλλο περίγυρο, σε μιαν άλλη φύση. Η συγκίνηση της θεώρησής τους τα ταυτοποιεί και στον ορίζοντα μιας άλλης προσδοκίας, στο συμβάν μιας πρόσληψης μυστικής. Κι είναι ακριβώς αυτό το ολίσθημα τους που διεγείρει τη συγκίνηση μας και το περιβάλλον της εκδήλωσής της.
Τα αντικείμενα ανήκουν στις προθήκες τους, ιδανικά μόνο το βλέμμα και το χέρι του συλλέκτη τους μπορεί να τα θωπεύσει. Είναι εκθέματα απρόσιτα, εκτεθειμένα μόνο στις μυστικές απολαύσεις του κατόχου τους. Ακόμη κι όταν εκτίθενται στις προθήκες ενός μουσείου, στην πραγματικότητα μόνον την εικόνα τους κοινωνούν, μένουν πάλι ανέγγιχτα. Σ’ αυτή την απόκοσμη σιωπή τους αναλαμβάνουν και την από-καλυπτική τους θέση. Είναι αντικείμενα ενός ιδιαίτερου πάθους, ένα καταραμένο απόθεμα, αντεστραμμένα είδωλα που εξέρχονται μιας καθιερωμένης σημασιολογίας, εκπεπτωκότες γλώσσες, πολύτιμα ενθύμια ενός κόσμου ήδη αποσυρμένου. Η παθιασμένη σχόλη πάνω σ’ αυτά είναι μια ανόητη δραστηριότητα, αφοσίωση σε μια ανάδρομη ισχύ. Η παιδαριώδης εξάρτηση του συλλέκτη τους, διαστρέφει την κλίμακα τουςστο κοίλο μιας ιδιωτικής φαντασμαγορίας. Βρισκόμαστε σε μια φασματική σκηνή, σε προθήκες φαντασμάτων. Ήδη απ’ την εποχή των cabinet de curiosites ένας περίκλειστος χώρος, σκοτεινός, μακριά απ’ το φως της ημέρας που καταστρέφει τα αντικείμενα, δεξιώνεται μοναδικά συγκινησιακά συμβάντα, μορφικά σημεία που διεγείρουν τις αισθήσεις. Ένας «υποχθόνιος κόσμος», ορατός, και αόρατος στα μάτια των άλλων, ψηλαφητός και ανέγγιχτος, που αναβιώνει τις μυθικές του εξάρσεις, τις αρχαϊκές του μορφές. Εκεί ακριβώς εκδηλώνεται κι η φαντασμαγορία του, στον τρόπο που αυτό το σκοτάδι, ή το ημίφως, διεγείρει τις μορφές και καθιερώνει τη νεωτερικότητά τους. Μ’ ένα κερί έδειχνε η Gertrude Stein τη συλλογή των πινάκων της στους εκλεκτούς της καλεσμένους. Σ’ αυτό το χθόνιο περιβάλλον τα αντικείμενα του πόθου αναλαμβάνουν την αιώνια νιότη τους, το διαρκές τους παρόν, κι αυτό σε μια διαστροφική τους στιγμή, στη στιγμή ενός αναμορφωτικού ορίζοντα, που ’ναι ο ορίζοντας μιας επιθυμίας, της επιθυμίας του βλέμματος, αυτού του βλέμματος του συλλέκτη.
Ο χώρος της συλλογής υπομένει έναν ακίνητο χρόνο. Η μόνη κίνηση είναι της σκόνης που επικάθεται πάνω τους. Υπάρχει μια σκηνή στο Passagen werk όπου ο Walter Benjamin αναφέρεται στη σκόνη του Παρισιού, που επικαθόταν στις βιτρίνες των στοών, στα εμπορεύματα, αλλά και στα βελούδα των κυριών, σε κάθε κίνηση τους σηκωνόταν ένα σύννεφο σκόνης. Μια σκόνη που πύκνωνε πάνω στα πράγματα και την αναγνώριζε ως το έδαφος μιας νεωτερικής αρχαιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση όμως έχουμε να κάνουμε με μια αρχαιολόγηση που δεν υπηρετεί έναν τυπικό ακαδημαϊκό κανόνα, αλλά καθοδηγείται απ’ αυτή τη διεστραμμένη, απολαυσιακή αντίληψη του συλλέκτη. Η επιλογή κι η χωροθεσία των αντικειμένων της συλλογής του, μαρτυρά μια ιδιαίτερη κατανόηση του κόσμου, μια προσωπική, συναισθηματική θέαση, που καθηλώνει τα αντικείμενα σε μια ομιχλώδη, μυθική ακινησία. Την ίδια θέση αναλαμβάνει ανάμεσα τους κι ο ίδιος ο συλλέκτης, όταν εντοπίζεται καθηλωμένος στη μοναδική τους σαγήνη. Ο Θάνος Βελούδιος φωτογραφίζεται με τα αντικείμενα της συλλογής του, κάθεται σε μια καρέκλα μπροστά απ’ αυτά, με σταυρωμένα χέρια, σχεδόν ανέκφραστος, έχει ήδη αντικειμενοποιηθεί, ανήκει στο χρόνο τους, στη στιγμή ενός ακόμη θανάτου του.
Ο συλλέκτης είναι καταλαμβανόμενος απ’ τις επιθυμητικές του εικόνες, που δεν είναι τόσο οι αληθείς εικόνες των πραγμάτων όσο οι σκιές που αφήνουν πάνω του. Στην εποχή των cabinet de curiosites τα εκθέματα συσσωρεύονταν το ένα πάνω στο άλλο, το ένα μέσα στο άλλο, διαμορφώνοντας μια υβριδική οργανική φόρμα, μια compact ονειρική εικόνα που αποκαλυπτόταν στα σημεία της. Ψυχολογικές κατηγοριοποιήσεις που εξέθεταν τα αντικείμενα σε μετασχηματιστικούς μεταβολισμούς. Η συλλογή είναι μια τέτοια μηχανή προβολής, μια μάλιστα χειραφετημένη μηχανή που αποδίδει το αντικείμενο του παρελθόντος στη μυθική του διάσταση, στο ανεκπλήρωτο της αλήθειάς του. Οι ανακλήσεις απ’ το παρελθόν είναι επικλήσεις του μέλλοντός, αλλά μέσω μιας μεταβολής, που αποδίδει και τις νέες συγκινήσεις του, τις νέες αισθητικές του αποκαλύψεις. Η κυπριακή έτσι κούζα, έχοντας απολέσει τον μαρτυρικό της βίο, μαρτυρά στη νέα της θέση, στη γωνιά της βιβλιοθήκης μου, την ιστορική της πάντα εξέλιξη, αλλά τώρα πλέον μέσω μιας τομής, μιας αποφασιστικής χειρονομίας που την εξαίρεσε απ’ το περιθώριο της ιστορίας. Η χειρονομία αυτή, εξαίρεσης και επανανοηματοδότησης, είναι μια αυτόματη χειρονομία, που πραγματώνει ακαριαία το σκοπό της και συσσωρεύει στα πόδια του συλλέκτη, όπως και στον Άγγελο της Ιστορίας, ερείπια, απογυμνωμένα από ζωή αντικείμενα. Σ’ αυτή ακριβώς την απογύμνωση τα αντικείμενα αναλαμβάνουν και τη μυθική τους διάσταση, επειδή βρίσκονται ερειπωμένα, εγκαταλελειμμένα στο σιωπηλό τόνο της ύπαρξης τους, παραδομένα σ’ αυτή τη βουβότητα, όπως συμβαίνει και με τα έργα τέχνης, εκεί που ανακτούν και τις ποιητικές τους εκλάμψεις, την αλήθεια μιας άλλης καταγωγής τους, πέραν της χρήσης του κόσμου. Πολιτισμικά απολιθώματα που παίρνουν τη θέση των φυσικών απολιθωμάτων των cabinet de curiosites, και που αφηγούνται τώρα, αυτά τα βουβά αντικείμενα, μιαν άλλη φυσική ιστορία, μιαν άλλη σκηνή του εφήμερου, την αναμορφωτική σκηνή του ερειπιώνα του Πραγματικού.
Κατέχω τ’ αντικείμενο σημαίνει με κατέχει αναπόδραστα αυτό. Σημαίνει ότι καταβυθίζομαι σε μία χαύνωση, σ’ ένα περιβάλλον ονειροπόλησης, αλλά μαζί και σ’ ένα περιβάλλον αφύπνισης. Η αποσβολωτική σαγήνη του αντικειμένου διασώζει μια δυνατότητα τόσο γι'αυτό, όσο και για την δική μου επιθυμία. Διευρύνει έναν σημασιολογικό ορίζοντα κι ένα ορίζοντα προσδοκίας, όπου τ’ αντικείμενα ανακτούν τη συμβολική τους διάσταση και τη μυθική τους εξάρτηση. Δεν είναι το νέο που σαγηνεύει εδώ, αλλά η ανανέωση μιας παρά-μυθικής λειτουργίας. Ο συλλεκτισμός είναι μια παιγνιώδης δραστηριότητα. Όπως το παιδί, έτσι κι ο συλλέκτης, λανθάνει μέσα στον κόσμο των αντικειμένων κι αφοσιώνεται μαγεμένος, δηλαδή αποσπασμένος, σε μιαν άλλη αντικειμενικότητα, σε μιαν άλλη χρήση του κόσμου. Στο φετιχιστικό αυτό περιβάλλον τα αντικείμενα μοιάζουν να αιωρούνται σ’ ένα μεσοδιάστημα της ιστορίας τους, σε ένα commaόπου και διαφαίνονται. Λίγο πριν υποστούν κι αυτά την ανυπαρξία τους, (όλα κάποτε θα γίνουν σκόνη!), έτσι εξαιρεμένα και εξέχοντα, αναλαμβάνουν την πρωταρχική τους λάμψη, την τελική τους εικόνας. Αυτή είναι άλλωστε κι η δωρεά της σαγήνης, το φλογισμένο παρόν της κι αυτό χωρίς τέλος.
Το περιβάλλον των συλλογών είναι ένα μελαγχολικό περιβάλλον, γιατί είναι ένα περιβάλλον παραδομένων μορφών. Ο Benjamin αναφέρεται σε μια ξυλογραφία του Dürer, τη «Μελαγχολία», και σημειώνει: «σκεύη της καθημερινής ζωής βρίσκονται πεταμένα στο έδαφος, αχρησιμοποίητα, σαν αντικείμενα περισυλλογής». Ο συλλέκτης σε μια μη παραγωγική στάση ζωής εγκαταλείπει το βλέμμα του σ’ αυτό το απονεκρωμένο περιβάλλον, παραδίνεται στην ενατένισή του, δηλαδή στη δική του μοναδική ερήμωση. Τα αντικείμενα που συσσωρεύονται γύρω του, εκκενωμένα από ζωή, γίνονται σινιάλα μιας απόκοσμης γλώσσας, κρυπτογραφήματα, θα ’λεγε ο Adorno, υπαγορεύσεις μιας μυστικής επιθυμίας. Η μελαγχολία του συλλέκτη εκλύεται απ’ αυτή την τομή που επιφέρει στο χρόνο, τη λύση της συνέχειάς του, ένα τραύμα στο οποίο εγγράφεται κι ο ίδιος. Είναι γνώρισμα κι αυτό των νεώτερων χρόνων, τότε που αρχίζουν να εμφανίζονται και τα πρώτα cabinet de curiosites. «Τίποτε καινούργιο δεν θα συμβεί πια», διατείνεται μελαγχολικά ο Nietzsche. Η γραμμική εξέλιξη πλέον δεν υφίσταται, όλα υπομένουν τις επιστροφές τους, το αλλεπάλληλο των ζωών και των θανάτων τους. Ό, τι ο GottfriedKellerθα ονομάσει τόσο ωραία: «παγωμένη ανησυχία».
Στη φωτογραφία ο Θάνος Μούρραης-Βελούδιος, μέσα στο περιβάλλον της συλλογής του, μεταξύ των αντικειμένων της διακρίνονται και τα ζωόμορφα κεραμικά του τσανακαλιώτη κεραμέα Δημήτρη Μυγδαληνού.