Η αδύνατη κοινωνιολογία
Το ίχνος των κειμενικών εγγραφών στην επιφάνεια της πειραματικής εικόνας διανοίγει ένα πεδίο ερωτημάτων σχετικό πάντα με τον ορίζοντα των απευθύνσεών τους. Είναι τα καταγωγικά ίχνη μιας γραφής που διαφυλάσσει την αλήθεια της γυμνότητας της, τη θέση ενός ιχνογραφημένου πεδίου που προηγείται σαφώς της όποιας νοηματοδότησης του. Είναι, όπως θα λεγε ίσως ο Foucault, ερημικά ίχνη, ίχνη που διαχέουν στο άπειρο τις γλωσσικές τους καταλήξεις, τις όποιες απόπειρες μιας κάποιας υποκειμενικής στερέωσης. Καταγωγικά ίχνη, που δεν είναι τόσο φορείς κάποιου λόγου όσο το κενό αυτής της ίδιας της γλώσσας, η Πραγματική της διαύγεια. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με το καθεστώς κάποιας ακραίας γλωσσικής εσωτερίκευσης ή επιστροφής αλλά για το ακριβώς αντίθετό του. Πρόκειται για μια καθαρή γλώσσα που είναι αφιερωμένη στην εξωτερικότητα της, στην αναπαραστατική της αδιαθεσία. Μια γλωσσική εκ-δήλωση που δεν δομεί την αλήθεια του υποκειμένου της αλλά τη λήθη του, τη λήθη όλων των δυνατών του απευθύνσεων. Μια σιωπηλή υπενθύμιση ενός μηδενικού Είναι, αυτού του ίδιου του Είναι της γλώσσας, του Εγώ, και του Άλλου.
Από πού έρχονται και που πηγαίνουν αυτά τα ίχνη; Ποιος διαγράφει την πόρευση τους; Η καταγωγή τους δεν έλκεται από κάποια εγωτική συνείδηση, ούτε απ’ αυτή τη συνείδηση του άλλου. Είναι η ίδια η γυμνότητα της γραφής, οι καταγωγικές απαρχές της. Μια γραφή που δεν δοκιμάζεται από τον ίλιγγο της απουσίας του άλλου ακόμη και αυτού του Ίδιου άλλου της, αλλά είναι μια γραφή που γράφεται σχεδόν μόνη της, υπαγορευμένη από ένα έλλειμμα, το έλλειμμα ενός χεριού, μιας ζώσας, ιδιόχειρης χειρονομίας. Η αποσωματοποιημένη χειρονομία αυτών των ιχνών καθιστά τη γραφή τους μια ελλειπτική γραφή, τον τόπο της, τόπο μιας εγκαθιδρυμένης απουσίας, αυτής της ελλειπτικότητας του άλλου. Οι εικόνες της έτσι δεν θα ναι οι εικόνες του άλλου, ή οι αρνητικές έστω εικόνες της έκλειψης του, όπως στη ρομαντική, για παράδειγμα, γραφή, αλλά η μετά-τροπή των εικόνων αυτού του άλλου, η ψηφαριθμοποίηση τους. Η αναφορά εδώ στην ψηφαριθμική μέθοδο του Ν. Γ. Πεντζίκη είναι σαφής. Ο άλλος εν-τοπίζεται στις αριθμοαναπαραστατικές του αφηγήσεις και όχι στις φαντασιακές του διεγέρσεις. Η μαθηματική έτσι γλώσσα κλείνει και εδώ όλες εκείνες τις τρύπες απ’ όπου κατορθώνει να επανεισάγεται, με την πρώτη ευκαιρία, αυτή η φαντασιακή σαγήνη του αοράτου.
Η λετριστική αφήγηση, είναι έτσι μια αφήγηση κατακερματισμένη, διασαλευμένη, διαθέσιμη μόνο στα κειμενικά της σημεία, ακόμη περισσότερο στα καταγωγικά τους ίχνη. Εγκαταλελειμμένες εικόνες, κειμενικές ενθέσεις, αποκαλυπτικές σιωπές, ιδιόχειρες διαγραφήσεις, που εκθέτουν ένα αποκαλυπτικό υλικό, ασαγήνευτο, από την φαντασμαγορία του άλλου. Δεν είναι η σημασία των λέξεων εδώ, αλλά οι ίδιες οι λέξεις, η ηχητικότητά τους, το ακουστικό τους συμβάν που διατίθεται στη γυμνότητα του. Είναι το ίχνος του γράμματος, αυτό το γενέθλιο ίχνος του λετρισμού, που αποκαλύπτει την μοναδικότητα του, την υλικότητα της αποκαλυπτικής του στιγμής. Οι κειμενικές αυτές αναδύσεις δεν προσιδιάζουν στη θετικότητα μιας επικοινωνίας όσο στην παρασιτική της από-κάλυψη. Μια κειμενικότητα που ενθέτει μέσα στη κινηματογραφική εικόνα την αρνητικότητα των μυστικών της πτυχώσεων, ένα χώρο σιωπής ή θορύβου, που είναι όμως το ίδιο και το αυτό. Τις λέξεις εδώ δεν τις εγείρει πια κάποια πνοή αλλά ο θόρυβος του κόσμου, η ροή μιας κίνησης χωρίς καμιά σαφή απαρχή και κατάληξη. Δεν είναι ο ρυθμός μιας εσωτερικότητας που διαγράφει και το ρυθμό τους αλλά η διασπορά του Έξω και η σαγήνη της λήθης. Γι αυτό και οι λέξεις που αστραποβολούνε σ’ αυτή τη ροή των εικόνων είναι ίχνη εν εγρηγόρσει, αστραπές, ηλεκτρικές κενώσεις, σ’ αυτή την αιωνιότητα του σκότους. Δεν φωτίζουν με το αστραποβόλημά τους, όσο συσκοτίζουν, έτη περαιτέρω, αυτό το σκότος του άλλου.
Η σαγήνη της τεχνικότητας αυτών των εικόνων είναι και το απαύγασμα του εξαντλημένου, του τελευταίου, όπως θα λεγε ο Νίτσε, Ανθρώπου. Στο λυκόφως αυτής της μεταφυσικής του τελείωσης μια «επιφανειακή» μορφή επαναδιατυπώνει, πέραν απ’ τη «φυσικότητα» των πρότερων μεταφυσικών γλωσσών, όλον τον ορίζοντα των νοημάτων. Το γλωσσικό έτσι ίχνος, πάντοτε αυτό ακατοίκητο, όπως ελπίζω να φανεί και πιο κάτω, εγκαταλείπεται στη γλωσσική κατασκευή του, στον τόπο δηλαδή της μυστικής του αλήθειας. Δια-γράφει το υπόλειμμα ενός Πραγματικού, ως το μόνο ίχνος που εν τέλει διασώζεται απ’ αυτό τον όλεθρο της φαντασιακής κατά-γραφής. Οι λέξεις, αυτά τα υπολείμματα του λόγου, τα ξέφτια του, οι βαθιές από-γοητεύσεις του, αφηγούνται την ποιητική τώρα, της ιστορικής τους εν-τύπωσης. Κατατεθειμένα, ορατά ίχνη, ένας κειμενογραφικός κώδικας, που δεν διανοίγεται στην φαντασιακή δεξίωση του άλλου, αλλά εκθέτει μόνο την πυρηνική του γυμνότητα, την καθαρότητα της εμπειρικής του υπομονής. Οι λέξεις έτσι δεν είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του μεγάλου άλλου, όπως τις αντιλαμβάνονταν οι ρομαντικοί αλλά εικόνα και ομοίωση αυτού του ίδιου του εαυτού τους, σκηνές αυτές της πυρηνικής τους απορίας. Μια γυμνότητα που αποκαλύπτει την ίχνο-γραφική της διάσταση, τις ιχνογραφικές καταγωγές της γραφής, την τοπική της καθαρής και εγκαταλελειμμένης εγγραφής της. Ένα αντι-κείμενο-ποιημένο περιβάλλον που δεν εγγράφεται στον μεταφυσικό ορίζοντα του άλλου, αλλά στην κατασκευαστική φύση της αλήθειάς του, σ’ αυτή τη «μικροφυσική» των ιχνών του. Ο εντοπισμός της γραφής στην εναποτεθειμένη ιχνογραφία της, αποκλειόμενης μάλιστα και απ’ τον ορίζοντα της φαντασιακής διαφυγής της, περί-γράφει τώρα και το μόνο Πραγματικό αυτής της ύποπτης εξ αρχής υπόθεσης, το Πραγματικό των εγγεγραμμένων ιχνών. Ο Kittler μάλιστα υπενθυμίζει διαρκώς, μέσα από τεχνολογικά παραδείγματα, όπως αυτό της γραφομηχανής ή του φωνογράφου, ότι το ίχνος της τεχνολογικοποιημένης εγγραφής προηγείται σαφώς της γραφής και συνιστά πάντως το απροϋπόθετο, καταγωγικό, και αναστοχαστικό της θεμέλιο. Μια αφετηριακή, αποσωματοποιημένη χειρονομία που εγκαθιστά τη διαφωρά της, τη διαφωρά της εξ-αίρεσης του άλλου απ’ το εγγράμματο και ορατό ίχνος του. Ένας ορίζοντας ψυχικών εκπομπών που διαθέτει το μήνυμα της επικοινωνίας όχι στο φαντασιακό της ολοκλήρωσης ή διάψευσης του αλλά στην τεχνικότητα και υλικότητα των καταγωγικών του χειρονομιών. Χειρονομίες που απογοητεύουν τον ορίζοντα των φαντασιακών προσδοκιών, καθώς η τεχνοϋλοποιησιμότητα της απεύθυνσης τους ενέχει μια θέση αποφασιστικής σημασίας. Η φωτογραφική ή η κινηματογραφική εγγραφή προδιαγράφουν μια καινοφανή μετά-ανθρωπολογική συνθήκη, όπως κατέδειξε και ο Flusser. Στον κινηματογραφικό ορίζοντα για παράδειγμα, είναι αυτό το ίδιο το μέσο που καθιερώνει και την οπτική του θεώρηση. Γίνεται η αφήγηση της μοναδικής, κατασκευαστικής του αρχής, της σταδιακής του συνάρθρωσης, της επανακατανομής και επανασυγκρότησης των μερών του. Αποσπασματικές εγγραφές, που συναρθρώνονται στο λετριστικό φιλμ, σ’ έναν λόγο διαφορετικόν απ’ αυτόν που τις υπαγόρευσε αρχικά. Στο φιλμ δεν αποτυπώνεται έτσι η φαντασιακή προσδοκία του βλέμματος, η ολικοποίηση και επαναμάγευση του Πραγματικού, αλλά η απόσυρση του, ακόμη καλύτερα η εκτροπή όλων των δυνατών του προσδοκιών. Το τέλος του αθώου βλέμματος, που πάνω του η Sontag θα διαβάσει και το θάνατο της σινεφιλίας, γίνεται στην πραγματικότητα αυτό ακριβώς το ανθρωπολογικό συμβάν της μετατόπισης σ’ ένα άλλο πεδίο γλώσσας, σε μια άλλη τοπολογική εκτροπή.
Στο λετριστικό κινηματογραφικό παράδειγμα, όπως αντίστοιχα και στα λογοτεχνικά σύγχρονα του, αυτά της προσήλωσης στα σημεία της γλώσσας, αυτό που διατρανώνεται είναι η πίστη στην υλικότητα της κειμενικής ανάπτυξης. Μια πίστη που καθιστά αδύνατη τη σαγήνη του νοήματος μπροστά στο μέγεθος των Πραγματικών του ελλειμμάτων. Το καλλιτεχνικό έργο, απογυμνωμένο από την υπερβατικότητα που από αιώνες το περιέβαλλε, εγκαταλείπεται στην καταγωγικότητα των σημείων του. Πρόκειται για το Πραγματικό μιας καταστροφής, για ένα συμβάν που εκτρέπει ριζικά όλη την υπόσχεση της ειδυλλιακής μυθοπλασίας. Δεν είναι εδώ ο θυελλώδης ορίζοντας του ψυχισμού αλλά τα μετέωρα αποσπάσματα ενός σύμπαντος κόσμου που εκθέτουν τώρα την αλήθεια της μοναδικότητάς τους. Μια διασκορπισμένη σκηνή που διατίθεται στην επαναψηφιοποίηση του κατακερματισμένου της ειδώλου. Η συνείδηση μέσα σ’ αυτό το καθεστώς της απώλειας εν-τοπίζεται στον εκ-τοπισμό της από το φαντασιακό κοσμοείδωλο της ολικής της εικόνας. Αυτή η εκπραγμάτιση του Άλλου στα διασαλευμένα του σημεία είναι και η αιώνια δόξα του Πραγματικού, η ενδεχομενική-αποκαλυψιακή του διάσταση. Τα θραύσματα της υλικής πραγματικότητας αναδύουν τη δυνατότητα τώρα μιας παροντικής και παροδικής απόλαυσης. Γίνονται κυψέλες όχι μιας ολοποιητικής-φαντασιακής υπόσχεσης αλλά μιας νέας θεώρησης των αντι-κείμενων αποσπασμάτων του κόσμου μας, η γλωσσική αποκαθήλωση του νοητού και η διάρρηξη μαζί του παραπετάσματος της μεταφυσικής του από-κάλυψης. Μια ολόκληρη σειρά επιστημονικών συμβάντων, από το θεώρημα του Gödel και τις ντεριντιανές αποδομήσεις, έως τα λακανικά ψευδώνυμα και τα αρχαιολογικά αρχεία του Φουκώ, όλα μαρτυρούν αυτό το οδυνηρό αλλά και φιλάνθρωπο μαζί εγχείρημα της από-μάγευσης του κόσμου.
Η μιντιακή κατασκευή είναι στην πραγματικότητα μια από-κεκαλυμμένη κατασκευή, μια κατασκευή που δεν διαθέτει τη θέση της. Αναμεταδίδει έναν λόγο χωρίς να υπηρετεί συγχρόνως και τη λογική της κατασκευής του. Μια αδιαφάνεια που διανοίγει και τον ορίζοντα μιας από-καλυπτικής αποκρυψιμότητας. Ενός δημιουργικού που δεν διαθέτει το λογισμικό του παρά μόνο τη στιγμή της παρασιτικής του κατακρήμνισής. Το αναπόφευκτο έτσι του τεχνολογικού το εδραιώνει αυτή η ασυνείδητη αλήθειά του. Μια λανθάνουσα προοπτική που εκτρέπεται μέσω των συμπτωμικών της αποκαλύψεων προς την περιοχή της μη ορατότητας, αυτών των αδιαφανών ιχνογραφικών καταγωγών της. Στο μιντιακό σύμπαν ο αδύνατος άλλος εκπροσωπείται μόνο μέσω της θορυβώδους και παρασιτικής του αποκαλύψεως. Είναι αυτός ο λευκός θόρυβος που αχρηστεύει αλλά και εγκαθιδρύει μαζί κάθε δυνατό ορίζοντα προσδοκίας. Η αδύνατη επικοινωνία καθίσταται πλέον δυνατή χάριν αυτής της γνώσης του άλλου, της απόκοσμης θέσης του. Μια ετεροτοπική, συμβαντική συνθήκη που εγκαθίσταται ακριβώς στη καρδιά όλων των τοπολογικών εγχειρημάτων. Μια γλωσσική άρθρωση που εκτίθεται στο παράσιτο του άλλου, στο θόρυβο της αμφίσημης διεπαφής του. Ένα κενό, το κενό της ίδιας της επικοινωνίας, που εκθέτει το ίχνος του άλλου στο ανεγγράψιμο της προοπτικής του. Είναι μάλιστα ακριβώς σ’ αυτό το περιβάλλον, στο περιβάλλον της αποσωματοποιημένης επικοινωνίας που το διυποκειμενικό φαντάζει ως το απόλυτο άλλο. Η ακυρωμένη έτσι απεύθυνση διαπλάθει και το περιθώριο μιας αδύνατης γλώσσας. Μια εκστατική καθήλωση μπροστά σ’ αυτή τη παγερή σιωπή του άλλου. Αυτή η μέγιστη φιλανθρωπία της τεχνολογικοποιημένης ερήμου: η από-κάλυψη του φασματικού Είναι, αυτού του ισχνού, άμορφου, και ανώνυμου υποκείμενου που βρίσκεται εκτεθειμένο στην απουσία ακόμη και αυτού του ίδιου του Είναι του.
Το παραπάνω κείμενο ήταν εισήγηση σ’ ένα τραπέζι για τον λετρισμό, που επιμελήθηκε η Χριστίνα Σγουρομύτη, στα πλαίσια της έκθεσης Words, Words, Words, Αθήνα, 21/1/12.
Τα έργα εδώ είναι των: Tamarin Norwood, Χριστίνας Σγουρομύτη και Isidore Isou.