Το ιδιόλεκτο του Άλλου, η ιδιορρυθμία του, εκ-δηλώνεται στο περιβάλλον μιας αδυναμίας, μιας αδύνατης θέσης. Αυτό που του διανοίγεται, είναι κι αυτό που διασχίζεται, η διάσχιση μιας δομής, η εσωτερική ερημιά της, η δομική της εξάντληση. Γιατί η θέση του Ίδιου, είναι μια θέση αρνητική, μια κατοπτρική ατοπία, κάτι που μόλις διαφαίνεται, κι όσο διαφαίνεται τόσο διασαλεύεται κι ο ορίζοντας της απεύθυνσής του. Βρισκόμαστε ήδη στη μεθόριο μιας παρέκκλισης, μιας αλύσωσης παρεκκλίσεων, σ’ αυτή τη μεθόριο του Έξω, στις επιστροφές του, ξανά και ξανά.
Που διαγράφεται όμως αυτή η ιδιορρυθμία; προς ποια κατεύθυνση; και προς τι; Στον ορίζοντα αυτών των διερωτήσεων αυτό που ιχνογραφείται δεν είναι τόσο το αντίκρισμα της προσδοκίας, όσο το ανιχνεύσιμο σημείο της εκδήλωσής της. Γιατί το Ίδιον αναγνωρίζεται καθώς αποσπάται κι εσωτερικεύεται μόνο. Η καταγωγή έτσι επιφυλάσσεται, διαθέτει τα χαρακτηριστικά της σημεία στο χείλος της υπερεκχείλισής της, εκβάλλοντάς τα σε ομοιώσεις κι αναμορφωτικές προβολές. Παρεκκλίσεις που ’ναι μαζί και εκκλήσεις. Εκλύομαι κι ελκύομαι στο αναπόδραστο μιας έλλειψής μου καταστατικής. Κάτι που μου διατίθεται απομακρυσμένο και μου διαφεύγει στη σπαρακτική του εγγύτητα. «Έλα πιο μακριά, φύγε πιο κοντά (Heiner Müller). Μια αντιστροφή που μου διανοίγει και το πεδίο των εσωτερικών μου αντηχήσεων, αυτών των μοναδικών μου αναμονών.
Το Άλλο μού αποκαλύπτεται στη σκοτία του ονόματός του, με εγγράφει στο ανεγγράψιμο αυτού του ονόματος, με εκθέτει στην επιτελεστικότητα της δικής του σκηνής, με υποβάλει στο μη ανήκειν, σε μια φασματική επιφάνεια που εξαχνώνεται σε όλες τις χειρονομίες μου και παρ’ όλα αυτά τις εγείρει. Βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα παλίμψηστο εγγραφών, των εγγραφών μιας αδιάλειπτης βουής, μιας φωνής που ’ρχεται απ’ Έξω - ça parle - ακόμη κι όταν μοιάζει αυτή να σωπαίνει. Ένα παράσιτο στ’ αυτί, και με τα ιλιγγιώδη επεισόδια των καθηλώσεών μας, συμπτωμικά κι ανεξίτηλα, αυτή η ανησυχαστική μας στάση απέναντι στο Άλλο που διαρκώς μας εγείρει την παρουσία του, αλλά ποτέ και την αυτοπρόσωπη αλήθειά του.
Η σκηνή του Άλλου είναι μια σκηνή που επιδεινώνει όλες αυτές τις διακρίσεις. Μια σκηνή που αφομοιώνει αλλά κι ανομοιώνει μαζί, όπως επισημαίνει ο Freud. Μια απροϋπόθετη σκηνή που υπερέχει, οικεία, μαζί κι απροσπέλαστη, που διαθέτει συνεχώς, και σε αφθονία, τον ανταγωνισμό της. Στη φασματική αυτή σκηνή, αν μπορεί να υπάρξει ποτέ άλλης πραγματικότητας δομή, αυτό που διασώζεται είναι κι αυτό που υπονομεύεται. Το Άλλο με σαγηνεύει γιατί προσδιορίζει τ’ απροσδιόριστο της καταγωγικής μου μοναξιάς, εγκαταλείποντας με αναπόδραστα σ’ αυτή. Προσεγγίσεις λοιπόν κι απομακρύνσεις, δισταγμοί κι απροσδόκητες ενθαρρύνσεις. Το Άλλο που ’ναι μια ασύνειδη πρό(σ)κληση, μια σκοτεινή σαγήνη, κι ένα αδύνατο πεπρωμένο. Κι ενώ το Ίδιον πορεύεται, το Άλλο προπορεύεται πάντα, αντιστεκόμενο σ’ όλες τις αναπαραστάσεις του, σ’ όλες τις δυνατές του ομοιώσεις. Κι εν τούτοις πάντα ορατό, όχι στις πρωτότυπες διεμφανίσεις του, αλλά στις ομοιώσεις της γλωσσικής του εκκεντρικότητας, στην αλλότητα του αποδιδόμενου ίχνους του. Είναι μάλιστα σ’ αυτή την απόδοση, σ’ αυτή την εξαρνημένη από-κάλυψή του, που εγείρονται κι οι γραφές του κόσμου. Γράφοντας το ίχνος του Άλλου, γράφεις τη δική σου γραφή, που δεν είναι πλέον μια δική σου γραφή, αλλά αυτή η γραφή του Άλλου, αν κι όχι ακριβώς. Το Ίδιον έτσι, καθώς εξέρχεται, αλλά ποτέ όμως στον τόπο του Έξω, δοκιμάζεται σε μίαν άγνωστη γλώσσα, που δεν είναι η αμίλητη και αμίμητη γλώσσα του Άλλου, αλλά αυτή η ποιητική γλώσσα, μια γλώσσα που ποιεί φαντάσματα μόνο, και το δικό της φάντασμα, που ’ναι το φάσμα του Ίδιου.
Saxa loquuntur, (οι πέτρες μιλούν). Ο Freud κι η μικρή συλλογή των αρχαίων γλυπτών του. Οι πέτρες φέρουν εγγραφές, πολλές φορές τ’ ανεγγράψιμο, τη διαφωρά. Οι πέτρες είναι μια επιστροφή, το απόλυτο άλλο. Ένα όριο που διαφυλάττει τα ίχνη του, ένα αδιαίρετο όλο, που δεν ενδίδει στη σκέψη, δεν γίνεται τ’ αντικείμενό της, αλλά είναι αυτή η ίδια η διάκλειση της σκέψης, ένας, εν τέλει, άρρητος λόγος, ένας αλλόκοτος απόηχός που μένει. Μπροστά σ’ αυτή την απορία, στο θάμβος αυτής της απορίας, φυλάσσεται και το μυστικό μιας γλώσσας που υπομένει τη βάσανο των διερμηνεύσεών της. Μια εννοημένη μορφή που είναι και μια εξαρνημένη μορφή, αυτή η μορφή του αδυνάτου. Η αρχαία Ελλάδα δεν υπάρχει, θα πει καθαρά ο Philippe Lacoue Labarthe, γιατί η αρχαία Ελλάδα δεν αποδίδει μια φερέγγυα ταυτότητα, αλλά το εύρος μόνο της αλλότητάς της, το αδύνατο μιας δυνατής καταγωγής. Το άλλο της αρχαιότητας, αυτό το μεταφυσικό της θεμέλιο, είναι κι αυτό που αντιστέκεται στην ιδιοποίησή του. Είναι ο ορίζοντας μιας απομάκρυνσης, αλλά κι ο ορίζοντας μίας α-δύνατης εγγύτητας. Αυτή είναι και η οικονομία της αυθεντικότητάς της, ο περίκλειστος χαρακτήρας της, κι η διαφύλαξή του.
Το αντικείμενο της αρχαιότητας, αυτό το αρχαίο κατάλοιπο, ό,τι αναγνωρίζεται, περιοριστικά σήμερα, ως έργο της τέχνης της, διαφυλάττει μιαν αξία που δεν του ανήκει, μιαν αλήθεια του κόσμου που είναι πέραν του κόσμου, το ιερό ανάγλυφο μιας αδιάθετης εξωτερικότητας. Μάρτυρας μιας μαρτυρίας ανεκλάλητης, ένας μυστικός σύνδεσμος, μια έγερση τοτεμική, εκτεθειμένη στη συχνότητα του Έξω, και γι αυτό ένα εξέχον αντικείμενο που φέρει τον όλεθρο και δονείται απ’ αυτόν. Ο μικρός τελεσφόρος του Αρχαιολογικού Μουσείου της Άμφισσας, κεκαλυμμένος κι απογυμνωμένος, εκτεθειμένος στην πυρηνική του καθετότητα, στις ενδόμυχες ταλαντεύσεις του, διαρρηγμένος και διανοιγμένος στο θανατόληπτο φως που τον κατακλύζει. «Σκότος ημέτερον φάος», η ταλάντωσή του, κι οι τρομερές του εικόνες. Η εικονοποιία της αρχαιότητας αναδύεται μέσα σ’ ένα περιβάλλον ενύπαρξης. Το φως της διαγράφεται μέσα στο ζόφο του θανάτου, όπου το ένα καθιστά ορατό-δυνατό το άλλο. Μια ποιητική έξαρση μοναδικής εμβέλειας, που κατέλυε την εμπειρία της ζωής στο συμβάν της τελικότητάς της, στη τροχιά μιας ισχυρής μετά-τόπισης. Μια άλλη τοπική, αυτή η τοπική του θανάτου, αντικείμενο μελέτης της αρχαίας φιλοσοφίας, που συνέταζε και ρυθμοποιούσε το περιβάλλον της ζωής. Περάσματα, διαπερατά όρια και μυστικές επικοινωνίες. Κι όταν αυτή η κυκλοφορία, απ’ το ίδιον της ζωής στο άλλο του θανάτου και ξανά στη ζωή, εκλείψει, τα περάσματα κλείνουν και το περιβάλλον των φρικωδών αντικειμένων αποσύρεται στη λήθη. Τίποτε πλέον δεν πνει παρά μόνον μια ξέπνοη δραστηριότητα φιλοσοφικών και αισθητικών νοηματοδοτήσεων.
Πως επανεγγράφονται όμως όλα αυτά σ’ αυτή τη νέα Λογική; Το έργο τέχνης στην εποχή της νεωτερικότητας θεωρείται ένα παραδειγματικό, αποκαλυπτικό συμβάν. Μια απομακρυσμένη εγγύτητα, αποσπασμένη απ’ τη προφάνεια της γλώσσας, που αναλίσκεται στην αρνητική διαλεκτική του. Η βουβότητα, όπως θα πει ο Adorno, κι η τυφλότητα αυτού του έργου, διαγράφουν τη σκοποθεσία του, τη σκοτεινή του ειμαρμένη. Η κρίση του, με τη διττή έννοια του όρου, διασώζει το ον, αλλά ένα ον όμως παραδομένο στη στιγμή του θανάτου του, αποστερημένο απ’ το Είναι του, (Blanchot), και γι αυτό μια ύπαρξη φασματική. Ένα θανατόληπτο έργο που συγκρατεί τη ζωή διαυγάζοντάς τη στο σκοτεινιασμένο του φως. Αυτή είναι κι η διαφορά του έργου στη διαφάνεια του κόσμου, το ορμέμφυτο που διασώζει και διαχέει. Η σκηνή που διανοίγει είναι αυτό το διά-βημα του θανάτου, το αρνητικό του ιδίωμα, που ’ναι και η μυστική σύνδεση του έργου με την απολεσθείσα πνευματικότητα του κόσμου, μ’ αυτές τις μυθολογικές του απαρχές. Μια αφήγηση που γίνεται μια υποχώρηση, μια κατάβαση, μια νέκυια, μια ακόμη επιστροφή, ένα πέρασμα, ένα δρασκέλισμα στο πέραν, όπου αρχίζει κι η συνομιλία, πέραν του ορατού, δίχως τίποτε σταθερό, τίποτε μετρήσιμο, μία παράδοση στο αόρατο, μια ιδιωματική κίνηση στο εσωτερικό μίας πυρηνικής κατάβασης, μία ασύνειδη εκφορά, που διεγείρει τη πνοή μιας γλώσσας μυστικής, μια συμπτωμική ανάδυση, μια ανάδυση που, όπως λέει κι η Kristeva, μπορεί να σ’ αφήσει στον τόπο, μια συμβαντική λοιπόν ανάδυση. Δεν πρόκειται εδώ περί μιας διαίσθησης, όσο για έναν παραδομό. Αυτή η σκοτεινή σαγήνη του αντικειμένου, κι η αδιάφορη κλίση μας προς αυτό, κι οι απεικονιστικές μας αντιλήψεις, όταν αυτές αχνοφαίνονται. Η ενορατική εργασία της τέχνης, η ποιητική της γλώσσα, διαγράφει μια συνθήκη αληθείας, ανάδυσης εικόνων, όχι πρωτότυπων διεμφανίσεων, αλλά σκιαγραφήσεων αυτής της καθ’ αυτό αδυνατότητας του Πράγματος. Ακολουθεί ένα παλίμψηστο εγγραφών, μία παλίρροια εικόνων, που διαυγάζουν, σ’ αυτό το καθεστώς της λήθης, τον αχνό ορίζοντα μιας δυνατότητας, μιας αληθούς δυνατότητας, μιας δυνατότητας, λοιπόν, γλωσσικής.
Saxa loquuntur, (οι πέτρες μιλούν). Ο Freud κι η μικρή συλλογή των αρχαίων γλυπτών του. Οι πέτρες φέρουν εγγραφές, πολλές φορές τ’ ανεγγράψιμο, τη διαφωρά. Οι πέτρες είναι μια επιστροφή, το απόλυτο άλλο. Ένα όριο που διαφυλάττει τα ίχνη του, ένα αδιαίρετο όλο, που δεν ενδίδει στη σκέψη, δεν γίνεται τ’ αντικείμενό της, αλλά είναι αυτή η ίδια η διάκλειση της σκέψης, ένας, εν τέλει, άρρητος λόγος, ένας αλλόκοτος απόηχός που μένει. Μπροστά σ’ αυτή την απορία, στο θάμβος αυτής της απορίας, φυλάσσεται και το μυστικό μιας γλώσσας που υπομένει τη βάσανο των διερμηνεύσεών της. Μια εννοημένη μορφή που είναι και μια εξαρνημένη μορφή, αυτή η μορφή του αδυνάτου. Η αρχαία Ελλάδα δεν υπάρχει, θα πει καθαρά ο Philippe Lacoue Labarthe, γιατί η αρχαία Ελλάδα δεν αποδίδει μια φερέγγυα ταυτότητα, αλλά το εύρος μόνο της αλλότητάς της, το αδύνατο μιας δυνατής καταγωγής. Το άλλο της αρχαιότητας, αυτό το μεταφυσικό της θεμέλιο, είναι κι αυτό που αντιστέκεται στην ιδιοποίησή του. Είναι ο ορίζοντας μιας απομάκρυνσης, αλλά κι ο ορίζοντας μίας α-δύνατης εγγύτητας. Αυτή είναι και η οικονομία της αυθεντικότητάς της, ο περίκλειστος χαρακτήρας της, κι η διαφύλαξή του.
Το αντικείμενο της αρχαιότητας, αυτό το αρχαίο κατάλοιπο, ό,τι αναγνωρίζεται, περιοριστικά σήμερα, ως έργο της τέχνης της, διαφυλάττει μιαν αξία που δεν του ανήκει, μιαν αλήθεια του κόσμου που είναι πέραν του κόσμου, το ιερό ανάγλυφο μιας αδιάθετης εξωτερικότητας. Μάρτυρας μιας μαρτυρίας ανεκλάλητης, ένας μυστικός σύνδεσμος, μια έγερση τοτεμική, εκτεθειμένη στη συχνότητα του Έξω, και γι αυτό ένα εξέχον αντικείμενο που φέρει τον όλεθρο και δονείται απ’ αυτόν. Ο μικρός τελεσφόρος του Αρχαιολογικού Μουσείου της Άμφισσας, κεκαλυμμένος κι απογυμνωμένος, εκτεθειμένος στην πυρηνική του καθετότητα, στις ενδόμυχες ταλαντεύσεις του, διαρρηγμένος και διανοιγμένος στο θανατόληπτο φως που τον κατακλύζει. «Σκότος ημέτερον φάος», η ταλάντωσή του, κι οι τρομερές του εικόνες. Η εικονοποιία της αρχαιότητας αναδύεται μέσα σ’ ένα περιβάλλον ενύπαρξης. Το φως της διαγράφεται μέσα στο ζόφο του θανάτου, όπου το ένα καθιστά ορατό-δυνατό το άλλο. Μια ποιητική έξαρση μοναδικής εμβέλειας, που κατέλυε την εμπειρία της ζωής στο συμβάν της τελικότητάς της, στη τροχιά μιας ισχυρής μετά-τόπισης. Μια άλλη τοπική, αυτή η τοπική του θανάτου, αντικείμενο μελέτης της αρχαίας φιλοσοφίας, που συνέταζε και ρυθμοποιούσε το περιβάλλον της ζωής. Περάσματα, διαπερατά όρια και μυστικές επικοινωνίες. Κι όταν αυτή η κυκλοφορία, απ’ το ίδιον της ζωής στο άλλο του θανάτου και ξανά στη ζωή, εκλείψει, τα περάσματα κλείνουν και το περιβάλλον των φρικωδών αντικειμένων αποσύρεται στη λήθη. Τίποτε πλέον δεν πνει παρά μόνον μια ξέπνοη δραστηριότητα φιλοσοφικών και αισθητικών νοηματοδοτήσεων.
Πως επανεγγράφονται όμως όλα αυτά σ’ αυτή τη νέα Λογική; Το έργο τέχνης στην εποχή της νεωτερικότητας θεωρείται ένα παραδειγματικό, αποκαλυπτικό συμβάν. Μια απομακρυσμένη εγγύτητα, αποσπασμένη απ’ τη προφάνεια της γλώσσας, που αναλίσκεται στην αρνητική διαλεκτική του. Η βουβότητα, όπως θα πει ο Adorno, κι η τυφλότητα αυτού του έργου, διαγράφουν τη σκοποθεσία του, τη σκοτεινή του ειμαρμένη. Η κρίση του, με τη διττή έννοια του όρου, διασώζει το ον, αλλά ένα ον όμως παραδομένο στη στιγμή του θανάτου του, αποστερημένο απ’ το Είναι του, (Blanchot), και γι αυτό μια ύπαρξη φασματική. Ένα θανατόληπτο έργο που συγκρατεί τη ζωή διαυγάζοντάς τη στο σκοτεινιασμένο του φως. Αυτή είναι κι η διαφορά του έργου στη διαφάνεια του κόσμου, το ορμέμφυτο που διασώζει και διαχέει. Η σκηνή που διανοίγει είναι αυτό το διά-βημα του θανάτου, το αρνητικό του ιδίωμα, που ’ναι και η μυστική σύνδεση του έργου με την απολεσθείσα πνευματικότητα του κόσμου, μ’ αυτές τις μυθολογικές του απαρχές. Μια αφήγηση που γίνεται μια υποχώρηση, μια κατάβαση, μια νέκυια, μια ακόμη επιστροφή, ένα πέρασμα, ένα δρασκέλισμα στο πέραν, όπου αρχίζει κι η συνομιλία, πέραν του ορατού, δίχως τίποτε σταθερό, τίποτε μετρήσιμο, μία παράδοση στο αόρατο, μια ιδιωματική κίνηση στο εσωτερικό μίας πυρηνικής κατάβασης, μία ασύνειδη εκφορά, που διεγείρει τη πνοή μιας γλώσσας μυστικής, μια συμπτωμική ανάδυση, μια ανάδυση που, όπως λέει κι η Kristeva, μπορεί να σ’ αφήσει στον τόπο, μια συμβαντική λοιπόν ανάδυση. Δεν πρόκειται εδώ περί μιας διαίσθησης, όσο για έναν παραδομό. Αυτή η σκοτεινή σαγήνη του αντικειμένου, κι η αδιάφορη κλίση μας προς αυτό, κι οι απεικονιστικές μας αντιλήψεις, όταν αυτές αχνοφαίνονται. Η ενορατική εργασία της τέχνης, η ποιητική της γλώσσα, διαγράφει μια συνθήκη αληθείας, ανάδυσης εικόνων, όχι πρωτότυπων διεμφανίσεων, αλλά σκιαγραφήσεων αυτής της καθ’ αυτό αδυνατότητας του Πράγματος. Ακολουθεί ένα παλίμψηστο εγγραφών, μία παλίρροια εικόνων, που διαυγάζουν, σ’ αυτό το καθεστώς της λήθης, τον αχνό ορίζοντα μιας δυνατότητας, μιας αληθούς δυνατότητας, μιας δυνατότητας, λοιπόν, γλωσσικής.
Η έκθεση του Γιώργου Τσεριώνη στο Αρχαιολογικό Μουσείο
της Άμφισσας, ενέχει έτσι τη θέση μιας κρυπτωνυμίας. Μια χειρονομία εγγραφής, που δεν κομίζει κάποιο νόημα πάνω στο ανέγγιχτο corpusαυτών των αρχαίων αντικειμένων, παρά μόνο το fort/daτης δικής της έκκλησης, του δικού της αποχαιρετισμού. Αυτό που εγκαλείται, σ’ αυτή τη χειρονομία, είναι κι αυτό που αποχαιρετάται, αυτό που απομακρύνεται διαρκώς, εγκαταλείποντάς μας στη φευγαλέα του εικόνα. Στην αστροφεγγιά αυτών των εικόνων λοιπόν, τα έργα του Γιώργου Τσεριώνη μαρτυρούν αυτή την αδυνατότητα. Αλλά περί αυτού πρόκειται μόνο; Ή πρέπει σ’ αυτήν ακριβώς την αδυνατότητα να δούμε και κάτι που μόλις διαφαίνεται, μια δυνατότητα αίφνης, τη δυνατότητα μιας νέας αναπλήρωσης; Η εξαίρεση του έργου τέχνης, λόγω αυτής της εξαιρετικής του θέσης, γίνεται πράγματι μια παραμυθητική τεχνουργία αναπλήρωσης, τόσο έγκυρης κι αποτελεσματικής, που καμιά ολοποιητική, ακαδημαϊκή προσέγγιση δεν θα μπορούσε να κατορθώσει. Είναι η ποιητική μέθοδος, στη συνθήκη του καταγωγικού της τραύματος, που εγγράφει πάνω σ’ αυτή την έ(κ)λειψη μια νέα αναλογική δομή, μια νέα αναντικατάστατη προσθήκη. Υπάρχουν βεβαίως δεσμεύσεις, εναρκτήριες εκφορές, εκεί που τείνει η χειρονομία, η προσδοκία μιας ανταπόκρισης, μια όξυνση αισθητηριακή. Υπάρχει κάτι που παραβιάζεται, μια μυστική περιοχή που εκθέτει τα διαρρηγμένα της σημεία, την ίδια τη διάρρηξή της, και πάλι τίποτε να μην διατίθεται. Σημεία μόνο, τα ίχνη αυτής της διάνοιξης, η υπόσχεσή τους. Η οικονομία της έκθεσης φέρνει στην επιφάνεια αυτά τα ανοικονόμητα σημεία, τα εκθέτει, τα δοκιμάζει, όχι σε μια επιφανειακή αναστάτωση, αλλά σ’ αυτή την αληθή τους προσδοκία. Η αλλότητα του Ιερού και η αλλότητα του έργου τέχνης, κι αυτή η μεταξύ τους αφερεγγυότητα, κι ο α-δύνατος τόπος τους. Στην αδυνατότητα αυτή όλα αναλαμβάνουν τον μετεωρισμό τους, την εναέρια δέσμισή τους, αλλά και την αφηγηματική τους εκφορά. Η καθετότητα του μικρού τελεσφόρου, η διαθεσιμότητά του, κι η καλλιτεχνική του αρπαγή, αυτός ο αντίκτυπος της αλήθειάς του, και χωρίς καμιά πρόσβαση ποτέ σ’ αυτή. Επιτελέσεις μόνο μιας χειρονομίας που εγκαταλείπεται απευθυνόμενη διαρκώς.
της Άμφισσας, ενέχει έτσι τη θέση μιας κρυπτωνυμίας. Μια χειρονομία εγγραφής, που δεν κομίζει κάποιο νόημα πάνω στο ανέγγιχτο corpusαυτών των αρχαίων αντικειμένων, παρά μόνο το fort/daτης δικής της έκκλησης, του δικού της αποχαιρετισμού. Αυτό που εγκαλείται, σ’ αυτή τη χειρονομία, είναι κι αυτό που αποχαιρετάται, αυτό που απομακρύνεται διαρκώς, εγκαταλείποντάς μας στη φευγαλέα του εικόνα. Στην αστροφεγγιά αυτών των εικόνων λοιπόν, τα έργα του Γιώργου Τσεριώνη μαρτυρούν αυτή την αδυνατότητα. Αλλά περί αυτού πρόκειται μόνο; Ή πρέπει σ’ αυτήν ακριβώς την αδυνατότητα να δούμε και κάτι που μόλις διαφαίνεται, μια δυνατότητα αίφνης, τη δυνατότητα μιας νέας αναπλήρωσης; Η εξαίρεση του έργου τέχνης, λόγω αυτής της εξαιρετικής του θέσης, γίνεται πράγματι μια παραμυθητική τεχνουργία αναπλήρωσης, τόσο έγκυρης κι αποτελεσματικής, που καμιά ολοποιητική, ακαδημαϊκή προσέγγιση δεν θα μπορούσε να κατορθώσει. Είναι η ποιητική μέθοδος, στη συνθήκη του καταγωγικού της τραύματος, που εγγράφει πάνω σ’ αυτή την έ(κ)λειψη μια νέα αναλογική δομή, μια νέα αναντικατάστατη προσθήκη. Υπάρχουν βεβαίως δεσμεύσεις, εναρκτήριες εκφορές, εκεί που τείνει η χειρονομία, η προσδοκία μιας ανταπόκρισης, μια όξυνση αισθητηριακή. Υπάρχει κάτι που παραβιάζεται, μια μυστική περιοχή που εκθέτει τα διαρρηγμένα της σημεία, την ίδια τη διάρρηξή της, και πάλι τίποτε να μην διατίθεται. Σημεία μόνο, τα ίχνη αυτής της διάνοιξης, η υπόσχεσή τους. Η οικονομία της έκθεσης φέρνει στην επιφάνεια αυτά τα ανοικονόμητα σημεία, τα εκθέτει, τα δοκιμάζει, όχι σε μια επιφανειακή αναστάτωση, αλλά σ’ αυτή την αληθή τους προσδοκία. Η αλλότητα του Ιερού και η αλλότητα του έργου τέχνης, κι αυτή η μεταξύ τους αφερεγγυότητα, κι ο α-δύνατος τόπος τους. Στην αδυνατότητα αυτή όλα αναλαμβάνουν τον μετεωρισμό τους, την εναέρια δέσμισή τους, αλλά και την αφηγηματική τους εκφορά. Η καθετότητα του μικρού τελεσφόρου, η διαθεσιμότητά του, κι η καλλιτεχνική του αρπαγή, αυτός ο αντίκτυπος της αλήθειάς του, και χωρίς καμιά πρόσβαση ποτέ σ’ αυτή. Επιτελέσεις μόνο μιας χειρονομίας που εγκαταλείπεται απευθυνόμενη διαρκώς.
Τα κεραμικά του Γιώργου Τσεριώνη, στις αίθουσες αυτών των αρχαίων γλυπτών, μαρτυρούν έτσι τη θέση του Πράγματος, με τη λακανική έννοια του όρου, την απροσπέλαστη θέση του, τη μη θέση του, που ’ναι κι η μόνη δυνατή. Κομίζουν έτσι ένα αίνιγμα σ’ αυτόν το χώρο, ακόμη ένα, επιδεινώνουν το περιβάλλον του, εκθέτοντας το στις σιωπές του. Είμαστε ήδη στην ετεροτοπία ενός νοήματος μυστικού, στη διασαλευμένη χωρικότητα μιας αφήγησης, στα ίχνη ενός αφηγήματος, στο φορτίο μιας διασύνδεσης που διαγράφει τις τροχιές του, και πυκνώνει τις μορφικές του εξάρσεις. Αυτή η μορφολόγηση του έργου, έξεργο πάντα μίας οδύνης, μια ενέργεια που κυκλοφορεί, και δι-εγείρει τις μορφές, τις προσδένει και τις εγκαταλείπει. Οι αναπαραστάσεις είναι επεισόδια αυτών των μυστικών συνδέσεων κι αποσυνδέσεων, συμβαντικές εγέρσεις που αποσπώνται, κι απελευθερώνονται, κι ύστερα βυθίζονται στη λήθη του ονόματός τους. Κανείς δε μετέχει σ’ αυτή τη μορφογένεση, ούτε ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Το χέρι του καλλιτέχνη είναι η τεχνολογία απλώς αυτής της λειτουργίας, το ενδιάμεσο της τελείωσής της, η ροή μόνο αυτής της ενέργειας, ο αντίκτυπος της στο ανάγλυφο των πραγμάτων, όπου η ανωνυμία του κόσμου υποχωρεί, κι αναλαμβάνουν το ρόλο τους οι φρικώδεις ονοματοδοσίες του, αυτές οι μυστικές του απολαύσεις. Τίποτε δεν εξαϋλώνεται σ’ αυτή την οριακότητα του κόσμου, το ένα διαχέεται μέσα στο άλλο, βυθιζόμενα υποβαστάζουν, «ένα ένθεν κι ένα πέραν κι από ’κει ένα βήμα στο τίποτα», (Derrida). Ιδού· ακόμη ένα όνομα σε παρένθεση, ακόμη ένα, ο ρυθμός της παρέκκλισηςαυτού του κειμένου, που ’ναι κι ο ρυθμός της απεύθυνσής του, ο μοναδικός του ορίζοντας κι η τελείωσή του. Μια ακόμη τελείωση λοιπόν, ακόμη μία, μόλις πριν το τέλος.
Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε για τις ανάγκες της έκθεσης «Saxa loquuntur», του Γιώργου Τσεριώνη, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Άμφισσας, (19 Σεπτεμβρίου έως τις 30 Οκτωβρίου 2020), στα πλαίσια του The Symptom Projects.