Quantcast
Channel: λεξήματα
Viewing all articles
Browse latest Browse all 155

Η μαρτυρία του τραγικού

$
0
0


Το τραγικό εγείρει την απόγνωση, τη σκηνή της απόγνωσης. Μια υπερέκθεση στο ανυπέρβλητο μιας αδιάθετης ε(κ)σωτερικότητας που θεωρείται. Αυτή η υπέρ όραση του Hölderlin, που ακτινοβολεί το υποκείμενο της, που τ’ ακτινοβολεί έως θανάτου. Ένα αστραποβόλημα που συσκοτίζει τη διάνοια και την αφιερώνει στην εμπειρία μιας αλλότητας. Το τραγικό, όπως αυτό έχει παρασταθεί, κι ας δώσουμε σ’ αυτή την έννοια της παραστατικότητας όλο το εύρος της αλήθειάς της, είναι η έλξη μιας δαιμονικής διαφοράς και η μανία της τελείωσής της. Μια μυστικιστική έξ-άρση που τανύζει τον άνθρωπο, τον καταλαμβάνει, τον εγκαταλείπει στη δαιμονοληψία του, στη τραγική μοίρα που αυτή του εγείρει. Υπάρχει μια απανθρωπιά σ’ αυτή τη κλήση, μια επιστροφή του ονόματος, και πάλι στην απειρία αυτής της κλήτευσης υπάρχει και μια δυνατότητα, μια διάνοιξη, η διάνοιξη της εμπειρίας, το πεπερασμένο που διαρρηγνύεται, κι αναλαμβάνει τη μεθοριακότητά του, την υπερβαίνει και τη διασώζει. Η στάση είναι εκ-στατική, ένα ακίνητο σημείο, καθηλωμένο, αποσβολωμένο απ’ αυτή τη σαγήνη, απ’ αυτή τη φρικώδης θέα του Έξω. Το τραγικό είναι η πρόσβαση σ’ αυτό τον αδιάθετο χώρο, στο ανείπωτο της γλώσσας, όπου η γλώσσα υπομένει το πανωλεθρίαμβό της, το θρίαμβο όλων των σιωπών. Η σιωπή, που συνεχώς εκφωνείται μέσα στις τραγωδίες, και είναι κι η δεξίωσή της γλώσσας, η τελείωσή της, εκεί όπου στοχεύει το τραγικό, στη μηδενική της εκφορά, στην τελική της διατύπωση. Αυτή είναι κι η εμπειρία του, η γλωσσική αδυναμία του σώματος, όπως αυτό τανύζεται μες τις σιωπές του, στο μέγεθος που αυτές του εγείρουν, όπως αποδίδεται στο ανήκουστο των φρικωδών του τελέσεων, σ’ ένα κάτι, που ονομάστηκε ιερό, και παραστέκει, παραστέκει τον άνθρωπο, στο σπαραγμό του. Ό,τι παραστέκει τον άνθρωπο είναι κι ό,τι τον απολύει μαζί, αυτή η μαρτυρία της θανατοληψίας του μόνο, η θεϊκή του αρπαγή, μιαν απαραμείωτη διαφορά κι ένα αδιαφοροποίητο Εν.  

Η εμπειρία αυτή, μιαν ορισμένη στιγμή, φιλοτέχνησε και τη σκηνή της αναπαράστασής της. Το κοίλο μιας νύχτας, της θεατρικής νύχτας, που ’ναι μια καταγωγική σκηνή που ριζικοποιεί διαρκώς τα ίχνη της, που τα θεωρεί και τα κατονομάζει. Ένας λόγος, που παραστέκει στις απορίες του και στις σιωπές του. Σε συμβάντα, που δεν είναι το άλλο του λόγου, αλλά το καταγωγικό του θεμέλιο, το πυρηνικό του εδραίωμα. Η διαλεκτική αυτή είναι μια αρνητική διαλεκτική, είναι το συμβάν του θανάτου, η επαλήθευση του στο σάρκωμα του λόγου. Αυτό το μηδενικό σημείο που επιφύλασσε στον τραγικό ήρωα, ο Hölderlin, το αρνητικό της ίδιας της ύπαρξης, η φυσική της αδυναμία.  Η σκηνή του τραγικού θεάτρου είναι έτσι ένας τόπος αποκαλυψιακός, ένα μεταφυσικό τοπίο, όπως υποστήριζε ο Nietzsche, μια θρησκευτική εμπειρία. Μια παράσταση που δεν εκπίπτει σε καμιά αναπαράσταση, αλλά μας διανοίγει σ’ ένα δοκιμαζόμενο πεδίο, σ’ ένα αμφιλεγόμενο ήθος, που δεν εκ-δηλώνεται. Ο πυρήνας της ύπαρξης, όπως ιχνογραφείται εδώ, δεν εξεικονίζεται, γιατί είναι μια διαρρηγμένη εσωτερικότητα, από-καλυπτόμενη σε αμφιλεγόμενα σημεία, σε σινιάλα που δεν αρμόζουν. Το τραγικό θέατρο εκφράζει έτσι μιαν ανείπωτη εμπειρία, μια εμπειρία που δεν την οικειοποιείται επί σκηνής, αλλά την οικειώνεται, τη δεξιώνεται, αφήνεται στη διαστροφή της, στον ανοίκειο λόγο της, στην ειμαρμένη που αυτός φιλοτεχνεί. Στη φιλοτέχνηση μιας ακίνητης εικόνας που ενοικεί στα βύθια και δεν ησυχάζει. Μια εικόνα που ’ναι και το αρνητικό όλων των εικόνων, η αντιστροφή όλων των μορφών, όπως θεωρούνται στην απομάκρυνσή τους, στην απόσταση που μας εγείρουν. Σ’ αυτό το εν εκστάσει μεσοδιάστημα που εκδηλώνεται κι η ποιητική εμπειρία, η ιχνογράφηση των εικόνων της, εικόνες, που ενώ μαρτυρούν την αδυναμία τους και τον αρνητικό τους χαρακτήρα, συνιστούν εν τούτοις και μία ύβρη, μια παραβίαση ορίων. Κι άλλες πάλι φορές να υποχωρούν σε μια λανθάνουσα ανάγνωση, όταν αυτές κάτι θυμίζουν, το ανάγλυφο μιας προφάνειας, που αν και διαμορφώθηκε από εσωτερικές, ρηξιγενείς αντιδράσεις, δεν καταφέρνει να εκθέσει και το διεγερμένο του πυρήνα. Επιφανειακά μόνο συμπτώματα και τυχαίες απολήξεις. Αλλά το τραγικό όμως δεν ενδίδει στις διαθέσεις του υποκειμένου του. Το τραγικό είναι, η ανοικτότητά του, το υπερέχον ίχνος, μια ποιητική του αρνητικού.  

Το πεπρωμένο αυτής της έξαρσης φιλοτεχνεί και το καταλαμβανόμενο υποκείμενό του, μια ύπαρξη αφιερωμένη, προσηλωμένη στο ίχνος, και στην απόλαυσή του. Ο προορισμός του είναι κι ο προσδιορισμός του. Ένα διαρρηγμένο κατώφλι. Είμαι αυτό που ακόμη δεν είμαι. Η έξοδός μου, η εκ-στατική κατάσταση της τελείωσής μου. Μια μετάβαση, ένα δρασκέλισμα στο Έξω, με καύσιμο την ιερή μου μανία. Η θεϊκή καταγωγή μου, αλλά κι η χοϊκή μου συνείδηση, μια νέκυια μεταμορφωτική. Η έξοδος αυτή είναι μια περιπλάνηση πάντα πέραν του νοήματος. Καμιά συνείδηση δεν βρίσκει εδώ τόπο και χρόνο να ριζώσει. Μια διαρκής μόνο μεταβολή, προς μια όλο και πιο σκοτεινή περιοχή. Ο τραγικός ήρωας δεν αντιστέκεται σ’ αυτή την απορύθμιση. Υπάρχει βέβαια το παράδειγμα του Οιδίποδα, αλλά κι αυτό θα καταλήξει στη τρέλα. Στο «αρχαίο τραγικό», αυτό που υπάρχει, είναι ο παραδομός, η εσωτερική κατάρρευση στο ξέφωτο μίας θεωρίας. Ο Philippe Lacoue - Labarthe θα την ονομάσει θεοφάνεια. Μια θεοφάνεια που παίρνει το Νου και αποδίδει το σώμα σε μια αναπόδραστη έλξη, στην έλξη του απολύτου. Αυτή η ιερή μέθη των Βακχών, η ένθεη, εκστατική μεταβολή τους. Το υποκείμενο της αρχαίας τραγωδίας, όσο κι αν αντιστέκεται στο σκοτεινό του πεπρωμένο, όπως ο Οιδίποδας, εν τέλει, μένει αδύναμο στα αινίγματα των χρησμών και στο γνόφο της αγνωσίας που αυτά του εγείρουν. Διανοίγεται σε μια περιοχή που εκχέει έναν λόγο μαγματικό, πυρηνικό, το λόγο του τραγικού. Ένα κατακλυσμιαίο συμβάν που στοιχειώνει τον άνθρωπο κι εγείρει τις μυθικές του εγέρσεις, τις δαιμονικές του εκφορές.  Μια «πανική ορμή», όπως θα την ονομάσει ο LacoueLabarthe. Μια έλξη που εκθέτει τον άνθρωπο, και τον εκθέτει ανεπανόρθωτα, τον διαβάλλει, τον εκτρέπει σε μια σκοτεινή περιοχή, σ’ ένα αδιανόητο Έξω, στο Έξω της σκέψης. Ο τραγικός λόγος είναι η σιωπή αυτής της εξόδου, μία εξόδιος εκφορά, που φέρει τ’ απονεκρωμένο ίχνος, το παραλήρημα, τις χορικές τανύσεις του σώματος, ενός σώματος, όχι πνευματοποιημένου, αλλά απολύτως σωματικού. Δεν είναι το πνεύμα μου που φτερουγίζει, αλλά το σώμα μου που οδύρεται, αναλισκόμενο στον κατηγορικό τόνο του θανάτου, που εγγράφει, πάνω μου μια διαφορά, τη μεθόριο της σωματικότητάς μου, τη διαθεσιμότητά της, μία κατάφαση αρνητική κι ένα νόημα μυστικό. Η τρέλα που κυβερνά τον τραγικό ήρωα είναι η τρέλα μιας υπερταύτισης, της ταύτισης του με το θεϊκό, μια ταύτιση που δεν τον αφιερώνει στη ζωή αλλά στην εσχατιά του θανάτου του, ακρότατο όριο αυτή μιας διασάλευσης υπαρκτικής. Η περίφημη κάθαρση της τραγωδίας δεν εγκαθιδρύει έτσι ένα σωτηριολογικό πεδίο, αλλά μια συνθήκη μέσα στην οποία το υποκείμενο εγκαταλείπεται σ’ αυτό που ο Hölderlin θα πει ωραία, κι όπως το παραθέτει ο Lacoue - Labarthe: «επήρεια του στοιχείου».  Από δω και πέρα αρχίζει μιαν άλλη μιμητική ακολουθία που αληθεύει απλώς αυτή την αλλότητα. Μια γραφή επί σκηνής που απολύει την αναπαραστατική της δεινότητα κι αναλαμβάνει τη γυμνότητά της. Ένα διεγερμένο ίχνος που εκθέτει τη στοιχειωμένη του φύση. Η α-δυνατότητα του, η εποπτεία του, η κυκλοφορία του μέσα στον κόσμο, κομίζει στα πράγματα κάτι απ’ την ανοικειότητά του, τ’ αποκαθαίρει, τα διαθέτει στην αναμορφωτική τους σκηνή, που ’ναι κι η σκηνή, εν τέλει, της μοναδικής τους αλήθειας. 

Βρισκόμαστε στη δίνη μιας ανθρωπολογικής μεταβολής όπου το απορημένο υποκείμενο αληθεύει τον εαυτό του ακριβώς στη νύχτα της υπαρκτικής του λήθης. Στη νύχτα ενός συμβάντος, όπου ένα καταγωγικό, αποκεκαλυμμένο ίχνος εξέρχεται κι έλκεται συγχρόνως απ’ το Έξω. Το ίχνος αυτό διαγράφει στην αρνητική του τροχιά το ανάγλυφο μιας μορφής που εξαντλείται στη συμβαντική της διέγερση. Ένα αντεστραμμένο παράδειγμα, μέσα στην αληθοφάνεια του κόσμου, που εδραιώνει τη διαφορά του στον άνισο ορίζοντα της απεύθυνσής του. Μια εξαίρεση, μια διάνοιξη των οφθαλμών, αυτή η περίπτωση του Οιδίποδα πάλι, αυτή κυρίως, που διανοίγεται στον ορίζοντα της τυφλότητάς του, σ’ ένα αντεστραμμένο ειδέναι. Η τραγική αυτή μορφή, η μορφή που είδε τόσο έντονα που κατέκαψε τα μάτια της, δεν είναι το εδραίωμα μιας κατακτημένης γνώσης, αλλά το έρμαιο μιας διασποράς, μιας καταγωγικής προδοσίας. Η επικοινωνία με τον Ουρανό είναι αδύνατη κι η έλξη του καταστροφική, αλλά το ίχνος του όμως εγγράφεται, ενσωματώνεται, και που πάλιν δεν συντάσσεται, μένει ανείπωτο, το μηδέποτε ειπωμένο, και γι αυτό η μοναδική του α-δυνατότητα. Μια αδυνατότητα που δοκιμάζει και τα όρια του κόσμου, της πραγματικότητάς του, των χωροχρονικών του αντοχών. Είναι μια δυνατότητα έτσι του ίδιου του κόσμου, ο αρνητικός ορίζοντας της προσδοκίας του, η μυστική και μυστικιστική του μέθεξη, που αποθησαυρίζει και την αναφορικότητά του, τη διαλεκτική του προσήλωση. Η γλώσσα άλλωστε είναι αυτό το μαύρο κουτί των παρασίτων της, οι ανήκουστες απευθύνσεις της στο Έξω που τις δοκιμάζει. Γιατί το Έξω ενώ υπάρχει μένει απροσπέλαστο, «μια θεοφάνεια χωρίς θεοφάνεια» λοιπόν, όπως θα πει πάλι ο Lacoue - Labarthe, μιαν απόσυρση μόνο. Και το τραγικό, η ιχνηλασία αυτής της απόσυρσης, η μαρτυρία του πένθους της. Μια αναχώρηση που υπαγορεύει και τη δραματικότητά της, τη συν-κίνησή της, σ’ αυτό το πεδίο των φρικωδών μεταβάσεων και μεταμορφώσεων. Η τραγική εμπειρία καθίσταται έτσι μια μοναχική εμπειρία, η πιο μοναχική εμπειρία του κόσμου.


Φωτογραφία: Θέατρο ΑΤΤΙΣ, Πέρσες, του Αισχύλου, Βερολίνο 1991, Kunstlerhaus Bethanien, © Johanna Weber.



Viewing all articles
Browse latest Browse all 155

Trending Articles