Ο Διονύσιος Σολωμός είναι η αγωνιούσα αναμονή αυτού του έργου, η επίμονη εκζήτησή των λέξεών του, οι παραλλαγές των στίχων του, η κυκλοφορία τους από ποίημα σε ποίημα, κάτι πρωτοφανές στην ποιητική παραγωγή. Είναι το παλίμψηστο της αγωνίας του, αυτό το κάτι που πρέπει να ειπωθεί, ξανά και ξανά, αναζητώντας τη μορφή του. Όχι την τελική του μορφή στο αποθησαύρισμα κάποιων απάντων, αλλά τη μορφή που αχνοφαίνεται μέσα στη νύχτα. Μια μορφή που αρνείται το ξέφωτο της τελικής της διατύπωσης και προτιμά να χάνεται στο πιο σκιερό μέρος της γλώσσας, στην απειρία της, όπου το μελάνι της διαγράφει συνεχώς λέξεις παρά γράφει, τις διαστρέφει, τις αποδίδει στην απαρχή τους. Το σολωμικό έργο είναι ένα έργο εγκαταλελειμμένο σ’ αυτή την νυχτερινή διασάλευση της γλώσσας, στο ατέρμονο των αναδύσεών της, στις στιγμιαίες της αποκαλύψεις, που μαρτυρούν και το μετεωρισμό της, το απολεσμένο της σημείο. Η λέξη είναι αυτή η απειρία των εκφορών της, οι ρυθμικές της εξάρσεις, οι στιγμιαίες της εμψυχώσεις, οι συγκινήσεις της. Ο Σολωμός το ξέρει! Δεν διακόπτει αυτό τ’ ατέρμονο. Εγκαταλείπεται μόνο. Αφήνει το έργο του ανοικτό κι ατελές. Δεν κλείνει τίποτε, δεν παραδίδει τίποτε, δεν εκδίδει, σχεδόν, τίποτε, τον Ύμνο, μόνο, εις την Ελευθερίαν, ένα μικρό απόσπασμα του Λάμπρου, και τη Φαρμακωμένη. Ο Πολυλάς θ’ απογοητευτεί απ’ τα Ευρισκόμενατου. Μια μετέωρη μόνο χειρονομία, εγκαταλελειμμένη στο πάθος της. Μια γραφή που εξελισσόταν, που διασυρόταν στους στίχους της, στο φαρμάκι τους, καθαρό οινόπνευμα που ’πινε στο τέλος της ζωής του ο ποιητής. «Ο Λάμπρος θα μείνει απόσπασμα», θα σημειώσει ο Σολωμός, κι όχι μόνον ο Λάμπρος. Μια ρηξικέλευθη απόφαση που διαμορφώνει κι έναν ορίζοντα προσδοκίας μέσα στον οποίον καλείται να δοκιμαστεί όχι μόνο ο ίδιος ο ποιητής, αλλά κι ο αναγνώστης. Ένα αισθητικό πεδίο που διαγράφει την κατασκευή του μέσα στη δίνη μιας αέναης εργασίας, όπου η μορφή της αδυνατεί στις τελέσεις της, στη προσδοκία της τελείωσής της. Το έργο έτσι παραμένει γυμνό, διαγραμμένο, εν εξελίξει. Η αποσπασματικότητά του, δεν μαρτυρά τόσο μια αδυναμία του ποιητή, όσο την αδυναμία της ίδιας της ποιητικής μορφής να σχηματοποιήσει, στη στρεβλή χειρονομία της γλώσσας, την απολεσμένη ενότητα του πνεύματος. Αυτό που πάντα μένει είναι η αίσθηση μόνο μιας ματαιότητας κι ενός μετεωρισμού, που χαρακτηρίζει βέβαια το ρομαντικό πνεύμα, αλλά όχι μόνο. Σε μιαν άλλη εποχή ο Francis Ponge θα γράψει: «Θεία ανάγκη της ατέλειας, θεία παρουσία του ατελούς, της ελαττωματικής φύσης και του θανάτου στο γραπτό λόγο, συνδράμετέ με. Η ακυριολεξία ας δημιουργήσει μια νέα αντίληψη του ανθρώπινου μέσα από σύμβολα τόσο ψυχρά, συρρικνωμένα, γεμάτα επιτήδευση και κομπασμό. Κι όλες οι λογικές αφαιρέσεις ας διαβρωθούν εσωτερικά κι ας λειώσουν στη μυστική θέρμη του πάθους, που την γεννάει ο χρόνος, ο θάνατος, και οι αδυναμίες του πνεύματος». Ο Λάμπρος μένει απόσπασμα, κι αυτό δεν συνιστά μιαν από-γοήτευση του ποιητή του, αλλά ακριβώς τ’ ανυπέρβλητο της γοήτευσής του. Η σαγήνη του αοράτου, που αδυνατεί να αποτυπωθεί ευκρινώς στο πεδίο του ορατού. Το έργο έτσι μένει απόσπασμα, η χειρονομία μετέωρη, η γραφίδα εκκρεμής, αλλά το όραμα ακέραιο κι ολόφωτο.
Ο Σολωμός γράφει μέσα στην βαλπούργεια νύχτα, στη κοσμογονία της. Γράφει στο μεταφυσικό εύρος που αυτή του διανοίγει. «Στοχάσου πως είναι νύχτα», παραγγέλλει στον εαυτό του ο Σολωμός. Γιατί η νύχτα δι-εγείρει τις λέξεις, το ρίγος της νύχτας, ό,τι απόκοσμο αυτή κομίζει. Το όραμα του ποιητή γίνεται έτσι αυτή η τυφλότητα της νύχτας, η μυστική της θεώρηση, το γρύλισμα των αναστοχασμών της. Είναι κι η εκδίπλωσή της νύχτας επί χάρτου, η δεξίωσή της. Προϋποθέτει όμως μια διακινδύνευση, ένα μετεωρισμό υπαρκτικό. Η ποίηση είναι μια αδύνατη οικειοποίηση, που υποκειμενοποιεί όμως την εμπειρία της, την αδυνατότητά της. Ο Σολωμός είναι η επιστροφή απ’ αυτή την νύχτα, το πάθημά του σ’ αυτή την περιπλάνηση, η διαθεσιμότητά του στο ίχνος. Γιατί ο ποιητής ιχνογραφεί. Ιχνογραφεί τη δική του γραφή, στις αναφορές του και στα σχεδιάσματά του, στο διασυρμό του στη γλώσσα, που, στην περίπτωση του Σολωμού, ήταν πάντα μια γλώσσα ανοίκεια. Ο Ζαμπέλιος θα τον κατηγορήσει για γερμανοπάθεια, κι ο Ανδρέας Μουστοξύδης θα ισχυριστεί ότι «Η φύσις της ποίησης αυτής δεν είναι ελληνική», όπως κι ο Βαλαωρίτης επίσης, «Οι στίχοι του δεν είναι ελληνικοί και οι εμπνεύσεις του ανήκουν στη Δύση…». Οι μελέτες του, οι αναγνώσεις του, ήταν κι οι ψυχικές του ενοικήσεις, οι καθηλώσεις του μέσα στον χρόνο, όπου κι επέστρεφε, στην πιο ερημική εκδοχή του εαυτού, στη γλώσσα του άλλου. Οι σημειώσεις των αναφορών του είναι και τα ίχνη της απώλειάς του, αλλά και τα ίχνη της επανεύρεσής του. Η φιλανθρωπία του πάθους του κι η δυνατότητα της συντριβής του. Οι στίχοι του, ήταν συγκινήσεις που αλήθευαν στο κατατεθειμένο ίχνος του άλλου. Σ’ αυτή τη νύχτα του άλλου, όπου τα πράγματα ψηλαφιούνται με λέξεις, με λέξεις που έρχονται από αλλού, πάντα οι λέξεις έρχονται από αλλού. Είναι αυτή η ονοματοδοσία του Έξω, που εισακούεται σε πολλές γλώσσες και λανθάνει σ’ όλες της τις εκφορές. Εδώ και το ατελές του σολωμικού έργου, το ανολοκλήρωτο που το δοκιμάζει κι εγγράφει το ίχνος του. Σ’ αυτή τη φρικώδη ονοματοδοσία, που ’ναι μια αντιστροφή της ονοματοδοσίας του Αδάμ, ο Σολωμός, στ’ άκουσμά της, συνταράσσεται, το χέρι του τρέμει, γράφει και διαγράφει λέξεις συνεχώς, δοκιμάζεται, κι αποσύρεται στην πιο βαθιά νύχτα, στη νύχτα του εαυτού. Σ’ έναν κόσμο πνευμάτων που φτερουγίζει πάνω απ’ το κεφάλι του. Σ’ ένα ρίγος που διαπερνά τη γραφίδα του και διατρέχει το χαοτικό εύρος των χειρογράφων του. Κοιμητήρια, αυτοκτονίες, επισκέψεις φαντασμάτων, σκιές στο ωχρό φως της σελήνης, τοπία που χτυπιούνται από κεραυνούς, όλα ρομαντικές κοινοτοπίες που συνθέτουν όμως ένα μοναδικό έργο. Γιατί το όραμα του Σολωμού είναι το ρομαντικό όραμα, κι εδώ τα «Σολωμικά» του Ροζάνη είναι μια μέγιστη συνεισφορά. Ένας αποκαλυψιακός ορίζοντας, που εγκαταλείπει την ύπαρξη στη γυμνότητά της, στην εκθετότητά της στον ουρανό, σ’ αυτό που συνέχει και υπερβαίνει τ’ ανθρώπινο. Μια μοίρα υπεράνθρωπη και γι’ αυτό απάνθρωπη. Μια φλόγωση της καρδιάς που εξαϋλώνει και καθηλώνει τα υποκείμενά της, τα μαγεύει, τα υπονομεύει δολίως. Το ρομαντικό υποκείμενο είναι αυτή η ανοικτότητά του στο περιβάλλον, ενός περιβάλλοντος όμως αποκαλυψιακού, διεγερμένου στις συμβαντικές του στιγμές, σε μια κρίση που το υπερβαίνει. Ο κόσμος γίνεται εδώ μια σκηνή πάθους, δονείται συθέμελα, ρηγματώνεται και διαχέει το μαγματικό του ίμερο. Ένας κόσμος που εκτίθεται στην αιχμηρότητά του, στην αιχμηρότητα μίας διάρρηξης εσωτερικής, όπου κι οι ριζωματικές του απολήξεις. Το ποίημα εγγράφει αυτή την καταγωγή, αυτή την επιστροφή του κόσμου, την αποστέρηση της εκλογίκευσής του. Εγγράφει τις σκιές των πραγμάτων, τη μετάβασή τους στη σκοτεινή περιοχή, το αρνητικό τους είδωλο. Το κοσμικό πεδίο, σ’ αυτή την αποκαλυπτική του έγερση, καταλαμβάνει το πεδίο του νοητού, το διαρρηγνύει, κι υπαγορεύει έναν ετοιμόρροπο ψυχισμό, μια διαφάνεια, αυτή τη διαφάνεια του θανάτου, που ιχνογραφεί όλο το ανάγλυφο της ζωής. Η θανατοφιλία του ρομαντικού υποκειμένου δεν είναι παρά η ζωική του εκ-δήλωση, η ενσάρκωσή του στο φθίνον της ζωής. Το ποίημα καταγράφει αυτή την απώλεια, αυτή την απόσυρση του κόσμου, την καταβύθισή του στη λήθη. Η απαραμείωτη μελαγχολία του είναι για ό,τι απομακρύνεται, αργά, στην απέναντι κι απρόσιτη όχθη, εκεί όπου αχνοφαίνεται κι ο κόσμος, στην άλλη μορφή του, στην αλλότητά του. Οραματικές εκφορές που τανύζουν τη γλώσσα, διανοίγοντάς τη σε συνδέσεις που την καθηλώνουν στην αλαλία και στα αισθητικά της αδιέξοδα. Εκφορές μιας τυφλότητας κι ενός παραδομού, όπου το υποκείμενο παίρνει τη θέση του νεκρού, ενός αλλιώς-είναι-μέσα-στον-κόσμο που διαπλάθει τη ζωή και τη γλώσσα του, όπως τα φαντάσματα που περιδιαβαίνουν τη ζωή, όντας μετά τη ζωή. Οι λέξεις φέρουν κάτι το απόκοσμο ανήκοντας όμως στο κόσμο. Το ανοίκειο που φέρουν είναι ένα μήνυμα που ’ρχεται απ’ Έξω και τις αποδίδει στη σιωπή. Στη σιωπή όχι του μηνύματος αλλά στη σιωπή του ονόματός τους, στην αδυναμία τους. Αυτό παθαίνει κι ο Σολωμός στις οραματικές του στιγμές, παθαίνει την αδυναμία της γλώσσας να μεταδώσει τ’ αμετάδοτο, την αποκαλυπτικότητα που τη δοκιμάζει. Το Έξω υπάρχει, λέει ο Foucault, αλλά κανείς δεν είναι Έξω, κανείς δεν μπορεί να είναι εντελώς Έξω, καίγεται αυτοστιγμής. Τα αποκαλυπτικά έτσι οράματα του ποιητή αδυνατούν να καταγραφούν, πάντα κάτι περισσεύει, κι αυτό το κάτι να ’ναι το όντως αληθινό.
Ο Σολωμός είναι λοιπόν η ρομαντική καταγωγή του, η θανατοφιλία του, οι δαιμονικές υπάρξεις του έργου του, οι αγγελικές του ενσαρκώσεις, τα τοπία των ερειπιώνων του κι οι φουρτουνιασμένες του θάλασσες. «Ο ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος». Οραματικές καθηλώσεις, που συγκροτούν έναν πυρήναποιητικό, μια μαρτυρία, μια ύψιστη αγωνία, αυτή την αγωνία του Ουρανού. Η Γυναίκα της Ζάκυθος, είναι ένα τέτοιο όραμα, μοναδικό μάλιστα μέσα στην ελληνική γραμματεία. Μια λογοτεχνική κορύφωση που υπερβαίνει τη λογοτεχνία και διανοίγεται στο μυστικό ορίζοντα του γράμματος. Ο Ιερομόναχος Διονύσιος, «εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου», γυρνούσε από μιαν επίσκεψή του στον Άγιο Διονύσιο όπου είχε πάει «για κάτι υπόθεσες ψυχικές». Στην επιστροφή του αυτή κοντοστέκεται σ’ ένα πηγάδι μελαγχολικός απ’ τις σκέψεις του πάνω στην κακότητα των ανθρώπων. Η πρώτη μορφή που του ’ρχεται στο νου, εκεί στο φιλιατρό του πηγαδιού, είναι της Γυναίκας της Ζάκυθος. Μια δαιμονισμένη που στρεφόταν κατά της ελεύθερης Ελλάδας. Επιστρέφοντας στο κελί του, επιχειρεί να συντάξει και το πορτρέτο αυτής της Γυναίκας. Μιλά για το φρικτό παρουσιαστικό της και για τις επιθέσεις της σε φτωχές Μεσολογγίτισσες που είχαν καταφύγει στη Ζάκυνθο και ζητιάνευαν. Κατόπιν βρίσκουμε τον Ιερομόναχο μέσα στο σπίτι της Γυναίκας, κι από εκεί, εν εκστάσει, στο Μεσολόγγι. Το άγγιγμα της Γυναίκας θα τον επαναφέρει. Φιλώντας του το χέρι διαπιστώνει ότι «είναι κρύο σαν παγωμένο». Ο Ιερομόναχος, ωσεὶ νεκρός, ήταν ήδη αλλού. Απ’ αυτό το αλλού που θα ’ρθουν και τα δυο φαντάσματα των γονιών της Γυναίκας, και που η παρουσία τους δεν αντικατοπτριζόταν στο καθρέπτη του δωματίου, κάτι που θα υποψιάσει τον Ιερομόναχο. Και θα φύγουν. Και θα εμφανιστεί ένα άλλο φάντασμα, της αδελφής της Γυναίκας αυτή τη φορά. Και θα φύγει κι αυτό και θα μείνει μόνο το κρεμασμένο σώμα της Γυναίκας απ’ το δοκάρι της στέγης. ««Και εσηκώθηκα από τη δέηση και άκουσα το ίδιο γέλιο και αντιβούιζε η κάμαρα. Και πήγα πίσω από τον καθρέπτη και είδα τη γυναίκα της Ζάκυθος που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε, και είδα καθισμένο το διπλοπόδι έναν νάνο που εμίμιζε απαράλλαχτα εκείνο το γέλιο». Αυτή η αλύσωση, λοιπόν, δεν θα χει τέλος. Ακόμη μια σειρά τερατομορφιών θ’ αρχίσει, κάτω απ’ το κρεμασμένο σώμα της Γυναίκας, να διανοίγεται. Όλες απ’ την περιοχή των σκιών. Και η μια μορφή να εισάγει στην άλλη. Και ο Ιερομόναχος να υποχωρεί συνεχώς σ’ αυτή την ακολουθία, μέχρι το κατακλυσμιαίο της θάμβος να κατακλύσει και τη δική του ψυχή. Ο Ιερομόναχος υπομένει αυτό το όραμα, το υπομένει αδύναμος, καθηλωμένος. Είναι ο παραδομός του σ’ αυτή τη συμβαντική ακολουθία που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του. Μένει εκεί υπό το χρέος της αφήγησης, προεικονίζει έτσι τη θέση του ποιητή. Ο Ιερομόναχος καταγράφει, κι ο ποιητής, υποτίθεται, στηρίζεται στα κατάλοιπα του Ιερομονάχου. Η γραφή μόνο, που εγκαταλείπεται στους αναδιπλασιασμούς της, στις αντηχήσεις των αφηγήσεών της. Βρισκόμαστε μέσα στο περίκλειστο δώμα της, στην ερεβώδη σιωπή της. Η Γυναίκα της Ζάκυθος βγαίνει από ένα πηγάδι στοχασμών, εκεί φιλοτεχνείται κι η έξοδος της στον κόσμο, η τερατομορφία της. Ο ποιητής είναι ο δαίμονάς της γιατί κυριαρχείται κι αυτός απ’ τον δαίμονα της γραφής του. Ο Ιερομόναχος καταγράφει τ’ όραμά του, αλλά και τ’ όραμα καταγράφει τον Ιερομόναχο, τον αποδίδει, τον ενσωματώνει. Ο ρομαντικός ποιητής υπο-φέρει και υπο-μένει αυτό το αποκαλυπτικό τοπίο, το οικειοποιείται, και γίνεται ο τόπος της διασποράς του. Το φέρει μέσα του αυτό το πάθος, το καλλιεργεί, το γιγαντώνει και το κάνει ένα αυταπόδεικτο σχήμα. Σ’ αυτό το τοπίο που εγείρεται και το κρεμασμένο σώμα της Γυναίκας, ως μοναδικό φλάμπουρο μίας αντίστασης υπαρκτικής.
«Κόλαση; Την πιστεύω•είναι τή•αυξάνει / Κι όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου», θα ακουστεί στο Λάμπρο, μιαν κατεξοχήν βυρωνική μορφή του αρνητικού στο έργο του Σολωμού. Μια μορφή που υπομένει το ατομικό της πεπρωμένο και τη πλήρωσή του. Ο Λάμπρος, που «Του εαυτού του είναι Θεός», βιώνει τη μοναξιά του υποκειμένου, αναλαμβάνει τη μοίρα του και στροβιλίζεται στις φυγόκεντρες τροχιές του. Η καθετότητα του Ουρανού δίνει την θέση της τώρα στην οριζοντιότητα της επιθυμίας. Χωρίς να το γνωρίζει θα συνευρεθεί με την χαμένη του κόρη και θα την αφήσει να αφανισθεί στα νερά της λίμνης. Ο Λάμπρος έκτοτε θα μείνει εκτεθειμένος σ’ ένα ανεξέλεγκτο φασματικό περιβάλλον, πολύβουο, απόκοσμων και οικείων φωνών, αυτών των νεκρών του παιδιών που θα επιστρέφουν. Οι επισκέψεις των νεκρών, κάτι σύνηθες στη ρομαντική λογοτεχνία, κάτι αναγγέλλουν στο Λάμπρο, αλλά και κάτι αποδίδουν αναπόδραστα στη σιωπή. Ο Λάμπρος αναλαμβάνει την αγωνία του, την ακραία δοκιμασία μιας εγγύτητας οριακής. Η γυναίκα του Μαρία θα αυτοκτονήσει μετά απ’ όλα αυτά στα νερά της λίμνης και το μόνο που θα μείνει απ’ αυτή την τραγωδία θα ’ναι ο ήσυχος αντικατοπτρισμός της φύσης πάνω στα νερά. Σε μια παραλλαγή του τέλους του ποιήματος ο Σολωμός θα κεραυνοβολήσει αυτή την ησυχία: «Και δεν έμεινε μήτε ένα κλωνάρι, / φιλέρημο πουλάκι να καθίσει, / το βράδυ, την αυγή να κιλαϊδήσει». Τίποτε, εν τέλει, δεν θα μείνει όρθιο σ’ αυτόν τον αφανισμό.
Στον Κρητικό, η Φεγγαροντυμένη είναι το θεϊκό απαύγασμα στο κοίλο της θλιβερής του ψυχής. «Εκοίταξε τ’ αστέρια, κι’ εκείνα αγαλλιάσαν, / Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν». Μια ονειροφαντασίωση που διατρέχει το κόσμο του και θεραπεύει την αγωνία του. Στη φουρτουνιασμένη θάλασσα του νου, το σκαρί του ήρωα κινδυνεύει να καταποντιστεί. Η θύελλα χαώνει τον κόσμο του, αλλά η φασματική της μορφή ηρεμεί την ψυχή του. Μια θεϊκή μορφή που ενσαρκώνει το απολεσμένο κάλος του κόσμου, τη χαμένη έδρα της ομορφιάς, αυτή που επαναφέρει τον κόσμο στην ηρεμία και στη τελείωση. Η ξανθή Φεγγαροντυμένη που εκστασιάζει τον Κρητικό είναι σύμφωνα με τον Ερατοσθένη Καψωμένο μια «θεία επιφάνεια στη φύση», μια θεοφάνεια, γι αυτό και η στεριά που φθάνει καραβοτσακισμένος ο Κρητικός είναι μια στεριά απεθεωμένη, χαριτωμένη. Το σκοτεινό πεπρωμένο όμως του ήρωα είναι ήδη προδιαγεγραμμένο, κι η θύελλα θα ’ναι μια θύελλα αφανισμού. Στα τρικυμισμένα νερά της η μορφή της φεγγαροντυμένης θα αφανισθεί και το ναυάγιο θα συντελεστεί. «Και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη, / Την απιθώνω με χαρά, κι’ ήτανε πεθαμένη». Ακόμη ένας θρίαμβος, λοιπόν, του αρνητικού.
Στην ποίηση του Σολωμού εκδηλώνονται δύο φαινομενικά αντιφατικές κινήσεις. Από τη μια, μία χιμαιρική περιδίνηση σ’ ένα φασματικό περιβάλλον που τανύζει την ύπαρξη στις νοσταλγικές της εκφορές, και απ’ την άλλη, η εγκοσμιότητα ενός ιστορικού πεπρωμένου που κορυφώνεται πραξιακά και προκαλεί την ανταπόκριση του ποιητή. «Δεν θέλω να περάσει από το μυαλό κανενός, πως την ώρα που νικούν οι δικοί μας στο Μαραθώνα, εγώ κάθομαι και τραγουδώ για ένα βοσκόπουλο ξαπλωμένο στο νεκροκρέβατο», θα γράψει ο Σολωμός σε μια επιστολή του προς τον Δε Ρώσση. Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι έτσι, ή κι ο Κρητικός ακόμη, είναι έργα που επιχειρούν να ανταποκριθούν σ’ αυτό το ιστορικό κάλεσμα. Στον κόσμο μιας ιστορικής συνείδησης που επικαιροποιεί διαρκώς το νόημά της στη σφαίρα μιας γεγονοτολογίας. Σε μια μορφική ακολουθία, άλλην όμως απ’ αυτή που εξελισσόταν στο πηγάδι της Γυναίκας της Ζάκυθος, και που δε διανοίγει το χρόνο στις ακρώρειες των διαφυγών του, αλλά τον εκθέτει στις ιστορικές του κορυφώσεις, που ακόμη κι αν αυτές εγγράφονται ως συμβάντα στο ρου της Ιστορίας, εν τούτοις δεν καταφέρνουν και να διαστρέψουν την εγκοσμιότητά τους, να υπερβούν δηλαδή την αλήθειά τους. Τα ποιήματα έτσι, κι όχι μόνο του Σολωμού, που συντονίζονται σ’ αυτή την εμπράγματη συγκίνηση, αναλίσκονται συγχρόνως και σ’ ένα αδιέξοδο πεπρωμένο. Γιατί το πραξιακό γεγονός είναι μιας άλλης κατηγορίας αγωνία απ’ το πνευματικό συμβάν του ποιήματος. Οι Ουσιώδεις Στιγμές της Πράξης, όπως τις ονομάζει ο Σολωμός, είναι εκείνες οι αποκαλυπτικές στιγμές της καθημερινότητας που την διανοίγουν στην απολυτότητα των προτύπων της. Στιγμές του καθημερινού όπου το ιστορικό απαντά στο υπεριστορικό, το φυσικό στο υπερφυσικό, κι η υλικότητα στην πνευματικότητά της. Σημειώνει ο Σ. Ροζάνης στα Σολωμικά του: «Ο Σολωμός αγωνίζεται να θεμελιώσει της «Πλέον Ουσιώδεις Στιγμές της Πράξεως» αρνούμενος τον χρόνο, δουλεύοντας μέσα στο πνεύμα και όχι στην εγκοσμιότητα, αποζητώντας μια πνευματική ολότητα της ενότητας του χρόνου και της πράξης που υποβαθμίζει την εμπειρία, τη μεταλλάσει σε γεγονός του πνεύματος και αρνείται κάθε δικαίωμα ύπαρξης έξω από την πνευματική σφαίρα της εσωτερικής μεταστοιχείωσης του κόσμου σε ιδεατή ζωή, σε ιδεώδες ονείρου…». Κι ο Βάρναλης, επίσης, στα δικά του Σολωμικά, θα εντοπίσει αυτή την ουτοπική θέση του ποιητή όταν επιχειρεί να συνθέσει επί του πραγματικού: «Ο Σολωμός αγνοεί και περιφρονεί ίσως ως εξωτερικά στοιχεία αυτούς τους απαραίτητους όρους κάθε ζωντανής ύπαρξης και πράξης. Κανένας δεν αναγνωρίζει (στους Ελεύθερους Πολιορκημένους) πως είμαστε στο Μεσολόγγι του 1826. Μονάχα η ώρα του έτους, η άνοιξη, αναφέρεται όχι με σκοπό να μας κατατοπίσει, μα γιατί του χρειαζότανε ως μια έντονη εξωτερική δύναμη φυσικής τάξης, που προκαλεί αγώνα του πνεύματος, ως πειρασμός. Είμαστε λοιπόν έξω τόπου και χρόνου. Στην Ουτοπία. Και καθένας ξέρει αν με τέτοια υλική ανυπαρξία μπορεί να γίνει δραματικό ή επικό ποίημα». Η εκδραμάτιση των πραγμάτων, ό,τι ο Σολωμός ονομάζει «είδησες του κόσμου», στοιχειώνει έναν κόσμο που μένει αμετάφραστος κι αδιάθετος στην ποιητική εργασία. Μια ρομαντική, κατά βάσιν, αποτυχία, όταν κάθε φορά η εγγύτητα του κόσμου διασύρει την ποιητική έμπνευση. Το κοσμικό που γίνεται απόκοσμο κι ευθύς η πραγματικότητα τ’ ακυρώνει, εκθέτοντάς το. Στους Ελεύθερους πολιορκημένους έτσι, τους όποιους αυτούς, μιας και στην πραγματικότητα πρόκειται για κάποια σχεδιάσματα και διόλου για ένα ολοκληρωμένο έργο, ο Σολωμός δεν κάνει τίποτε άλλο απ’ αυτό που μπορεί να κάνει ένας ρομαντικός ποιητής: να συμβολοποιεί διαρκώς το φυσικό κόσμο και να τον πνευματοποιεί. Η ανοιξιάτικη φύση, το ξερό χορτάρι, το πέταγμα μιας πεταλούδας από ένα κρινάκι του αγρού, οι αντικατοπτρισμοί των άστρων στη λιμνοθάλασσα, η νύχτα, πάντα η νύχτα. «Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!». Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου στέκονται σ’ αυτό το σκηνικό σαν σιωπηλά φαντάσματα, figures, όπως τα ψιλόλιγνα κυπαρίσσια που παραστέκουν στο τοπίο. «Στο περιβόλι της ψυχής το μοσχαναθρεμμένο», οι είδησες του κόσμου δεν είναι παρά μιαν ανερμήνευτη βουή, μιαν ακόμη αδύνατη γλώσσα.
Ο Σολωμός είναι ό,τι διέσωσε ο Πολυλάς, αλλά κυρίως όμως ό,τι δεν διέσωσε, ό,τι διέφυγε απ’ αυτόν κι έμεινε κρύφιο, οι ονειρικές του εικόνες που μόλις και βγουν στο φως εξαχνώνονται, ενθύμια μιας νύχτας, μίας απόσυρσης υπαρκτικής. Γιατί ο ποιητής, όπως προείπαμε, είναι οι λέξεις του, αλλά κυρίως όμως είναι η συγκίνηση που υπαγόρευσε αυτές τις λέξεις. Κι αυτή αχνοφαίνεται μόνο. Ο Σολωμός είναι η μοναδική του απώλεια, το σβησμένο του ίχνος στο χάος των αυτογράφων του, οι ανομολόγητες φαντασιώσεις του, οι γλωσσικές του μετοικήσεις, τα όποια ελληνικά του. Ονίραταόλα, που αδυνατούν να σκιαγραφήσουν κάτι, να συγκροτήσουν μια πλήρης εργογραφία, ένα παραδομένο έργο. Οι φιλόλογοι θα χουν πάντα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, πολύ δουλειά.
«Κόλαση; Την πιστεύω•είναι τή•αυξάνει / Κι όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου», θα ακουστεί στο Λάμπρο, μιαν κατεξοχήν βυρωνική μορφή του αρνητικού στο έργο του Σολωμού. Μια μορφή που υπομένει το ατομικό της πεπρωμένο και τη πλήρωσή του. Ο Λάμπρος, που «Του εαυτού του είναι Θεός», βιώνει τη μοναξιά του υποκειμένου, αναλαμβάνει τη μοίρα του και στροβιλίζεται στις φυγόκεντρες τροχιές του. Η καθετότητα του Ουρανού δίνει την θέση της τώρα στην οριζοντιότητα της επιθυμίας. Χωρίς να το γνωρίζει θα συνευρεθεί με την χαμένη του κόρη και θα την αφήσει να αφανισθεί στα νερά της λίμνης. Ο Λάμπρος έκτοτε θα μείνει εκτεθειμένος σ’ ένα ανεξέλεγκτο φασματικό περιβάλλον, πολύβουο, απόκοσμων και οικείων φωνών, αυτών των νεκρών του παιδιών που θα επιστρέφουν. Οι επισκέψεις των νεκρών, κάτι σύνηθες στη ρομαντική λογοτεχνία, κάτι αναγγέλλουν στο Λάμπρο, αλλά και κάτι αποδίδουν αναπόδραστα στη σιωπή. Ο Λάμπρος αναλαμβάνει την αγωνία του, την ακραία δοκιμασία μιας εγγύτητας οριακής. Η γυναίκα του Μαρία θα αυτοκτονήσει μετά απ’ όλα αυτά στα νερά της λίμνης και το μόνο που θα μείνει απ’ αυτή την τραγωδία θα ’ναι ο ήσυχος αντικατοπτρισμός της φύσης πάνω στα νερά. Σε μια παραλλαγή του τέλους του ποιήματος ο Σολωμός θα κεραυνοβολήσει αυτή την ησυχία: «Και δεν έμεινε μήτε ένα κλωνάρι, / φιλέρημο πουλάκι να καθίσει, / το βράδυ, την αυγή να κιλαϊδήσει». Τίποτε, εν τέλει, δεν θα μείνει όρθιο σ’ αυτόν τον αφανισμό.
Στον Κρητικό, η Φεγγαροντυμένη είναι το θεϊκό απαύγασμα στο κοίλο της θλιβερής του ψυχής. «Εκοίταξε τ’ αστέρια, κι’ εκείνα αγαλλιάσαν, / Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν». Μια ονειροφαντασίωση που διατρέχει το κόσμο του και θεραπεύει την αγωνία του. Στη φουρτουνιασμένη θάλασσα του νου, το σκαρί του ήρωα κινδυνεύει να καταποντιστεί. Η θύελλα χαώνει τον κόσμο του, αλλά η φασματική της μορφή ηρεμεί την ψυχή του. Μια θεϊκή μορφή που ενσαρκώνει το απολεσμένο κάλος του κόσμου, τη χαμένη έδρα της ομορφιάς, αυτή που επαναφέρει τον κόσμο στην ηρεμία και στη τελείωση. Η ξανθή Φεγγαροντυμένη που εκστασιάζει τον Κρητικό είναι σύμφωνα με τον Ερατοσθένη Καψωμένο μια «θεία επιφάνεια στη φύση», μια θεοφάνεια, γι αυτό και η στεριά που φθάνει καραβοτσακισμένος ο Κρητικός είναι μια στεριά απεθεωμένη, χαριτωμένη. Το σκοτεινό πεπρωμένο όμως του ήρωα είναι ήδη προδιαγεγραμμένο, κι η θύελλα θα ’ναι μια θύελλα αφανισμού. Στα τρικυμισμένα νερά της η μορφή της φεγγαροντυμένης θα αφανισθεί και το ναυάγιο θα συντελεστεί. «Και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη, / Την απιθώνω με χαρά, κι’ ήτανε πεθαμένη». Ακόμη ένας θρίαμβος, λοιπόν, του αρνητικού.
Στην ποίηση του Σολωμού εκδηλώνονται δύο φαινομενικά αντιφατικές κινήσεις. Από τη μια, μία χιμαιρική περιδίνηση σ’ ένα φασματικό περιβάλλον που τανύζει την ύπαρξη στις νοσταλγικές της εκφορές, και απ’ την άλλη, η εγκοσμιότητα ενός ιστορικού πεπρωμένου που κορυφώνεται πραξιακά και προκαλεί την ανταπόκριση του ποιητή. «Δεν θέλω να περάσει από το μυαλό κανενός, πως την ώρα που νικούν οι δικοί μας στο Μαραθώνα, εγώ κάθομαι και τραγουδώ για ένα βοσκόπουλο ξαπλωμένο στο νεκροκρέβατο», θα γράψει ο Σολωμός σε μια επιστολή του προς τον Δε Ρώσση. Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι έτσι, ή κι ο Κρητικός ακόμη, είναι έργα που επιχειρούν να ανταποκριθούν σ’ αυτό το ιστορικό κάλεσμα. Στον κόσμο μιας ιστορικής συνείδησης που επικαιροποιεί διαρκώς το νόημά της στη σφαίρα μιας γεγονοτολογίας. Σε μια μορφική ακολουθία, άλλην όμως απ’ αυτή που εξελισσόταν στο πηγάδι της Γυναίκας της Ζάκυθος, και που δε διανοίγει το χρόνο στις ακρώρειες των διαφυγών του, αλλά τον εκθέτει στις ιστορικές του κορυφώσεις, που ακόμη κι αν αυτές εγγράφονται ως συμβάντα στο ρου της Ιστορίας, εν τούτοις δεν καταφέρνουν και να διαστρέψουν την εγκοσμιότητά τους, να υπερβούν δηλαδή την αλήθειά τους. Τα ποιήματα έτσι, κι όχι μόνο του Σολωμού, που συντονίζονται σ’ αυτή την εμπράγματη συγκίνηση, αναλίσκονται συγχρόνως και σ’ ένα αδιέξοδο πεπρωμένο. Γιατί το πραξιακό γεγονός είναι μιας άλλης κατηγορίας αγωνία απ’ το πνευματικό συμβάν του ποιήματος. Οι Ουσιώδεις Στιγμές της Πράξης, όπως τις ονομάζει ο Σολωμός, είναι εκείνες οι αποκαλυπτικές στιγμές της καθημερινότητας που την διανοίγουν στην απολυτότητα των προτύπων της. Στιγμές του καθημερινού όπου το ιστορικό απαντά στο υπεριστορικό, το φυσικό στο υπερφυσικό, κι η υλικότητα στην πνευματικότητά της. Σημειώνει ο Σ. Ροζάνης στα Σολωμικά του: «Ο Σολωμός αγωνίζεται να θεμελιώσει της «Πλέον Ουσιώδεις Στιγμές της Πράξεως» αρνούμενος τον χρόνο, δουλεύοντας μέσα στο πνεύμα και όχι στην εγκοσμιότητα, αποζητώντας μια πνευματική ολότητα της ενότητας του χρόνου και της πράξης που υποβαθμίζει την εμπειρία, τη μεταλλάσει σε γεγονός του πνεύματος και αρνείται κάθε δικαίωμα ύπαρξης έξω από την πνευματική σφαίρα της εσωτερικής μεταστοιχείωσης του κόσμου σε ιδεατή ζωή, σε ιδεώδες ονείρου…». Κι ο Βάρναλης, επίσης, στα δικά του Σολωμικά, θα εντοπίσει αυτή την ουτοπική θέση του ποιητή όταν επιχειρεί να συνθέσει επί του πραγματικού: «Ο Σολωμός αγνοεί και περιφρονεί ίσως ως εξωτερικά στοιχεία αυτούς τους απαραίτητους όρους κάθε ζωντανής ύπαρξης και πράξης. Κανένας δεν αναγνωρίζει (στους Ελεύθερους Πολιορκημένους) πως είμαστε στο Μεσολόγγι του 1826. Μονάχα η ώρα του έτους, η άνοιξη, αναφέρεται όχι με σκοπό να μας κατατοπίσει, μα γιατί του χρειαζότανε ως μια έντονη εξωτερική δύναμη φυσικής τάξης, που προκαλεί αγώνα του πνεύματος, ως πειρασμός. Είμαστε λοιπόν έξω τόπου και χρόνου. Στην Ουτοπία. Και καθένας ξέρει αν με τέτοια υλική ανυπαρξία μπορεί να γίνει δραματικό ή επικό ποίημα». Η εκδραμάτιση των πραγμάτων, ό,τι ο Σολωμός ονομάζει «είδησες του κόσμου», στοιχειώνει έναν κόσμο που μένει αμετάφραστος κι αδιάθετος στην ποιητική εργασία. Μια ρομαντική, κατά βάσιν, αποτυχία, όταν κάθε φορά η εγγύτητα του κόσμου διασύρει την ποιητική έμπνευση. Το κοσμικό που γίνεται απόκοσμο κι ευθύς η πραγματικότητα τ’ ακυρώνει, εκθέτοντάς το. Στους Ελεύθερους πολιορκημένους έτσι, τους όποιους αυτούς, μιας και στην πραγματικότητα πρόκειται για κάποια σχεδιάσματα και διόλου για ένα ολοκληρωμένο έργο, ο Σολωμός δεν κάνει τίποτε άλλο απ’ αυτό που μπορεί να κάνει ένας ρομαντικός ποιητής: να συμβολοποιεί διαρκώς το φυσικό κόσμο και να τον πνευματοποιεί. Η ανοιξιάτικη φύση, το ξερό χορτάρι, το πέταγμα μιας πεταλούδας από ένα κρινάκι του αγρού, οι αντικατοπτρισμοί των άστρων στη λιμνοθάλασσα, η νύχτα, πάντα η νύχτα. «Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!». Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου στέκονται σ’ αυτό το σκηνικό σαν σιωπηλά φαντάσματα, figures, όπως τα ψιλόλιγνα κυπαρίσσια που παραστέκουν στο τοπίο. «Στο περιβόλι της ψυχής το μοσχαναθρεμμένο», οι είδησες του κόσμου δεν είναι παρά μιαν ανερμήνευτη βουή, μιαν ακόμη αδύνατη γλώσσα.
Ο Σολωμός είναι ό,τι διέσωσε ο Πολυλάς, αλλά κυρίως όμως ό,τι δεν διέσωσε, ό,τι διέφυγε απ’ αυτόν κι έμεινε κρύφιο, οι ονειρικές του εικόνες που μόλις και βγουν στο φως εξαχνώνονται, ενθύμια μιας νύχτας, μίας απόσυρσης υπαρκτικής. Γιατί ο ποιητής, όπως προείπαμε, είναι οι λέξεις του, αλλά κυρίως όμως είναι η συγκίνηση που υπαγόρευσε αυτές τις λέξεις. Κι αυτή αχνοφαίνεται μόνο. Ο Σολωμός είναι η μοναδική του απώλεια, το σβησμένο του ίχνος στο χάος των αυτογράφων του, οι ανομολόγητες φαντασιώσεις του, οι γλωσσικές του μετοικήσεις, τα όποια ελληνικά του. Ονίραταόλα, που αδυνατούν να σκιαγραφήσουν κάτι, να συγκροτήσουν μια πλήρης εργογραφία, ένα παραδομένο έργο. Οι φιλόλογοι θα χουν πάντα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, πολύ δουλειά.