Το 1965, ο TheodorAdorno, καλείται, από τον Σύνδεσμο Γερμανών Επιτηδευματιών, να δώσει μια διάλεξη για τη αρχιτεκτονική. Η ομιλία του θα ξεκινήσει μ’ έναν δισταγμό. Πως μπορεί ένας φιλόσοφος να μιλήσει για υλικές κατασκευές μπροστά σ’ ένα εξειδικευμένο κοινό και μάλιστα της Νέας Αντικειμενικότητας [NeueSachlichkeit], που καθόριζε ένα αυστηρό τεχνικό πλαίσιο στο σχεδιασμό των αντικειμένων, αποβάλλοντας κάθε αφηρημένη ιδέα περί αισθητικής; Ξεπερνώντας τον αρχικό δισταγμό του, που τον υπαγόρευε περισσότερο η ευγένεια, θα επιχειρήσει να εκθέσει τις αντοχές αυτού του νοήματος, μαζί με την έντονη δυσφορία του για «το στυλ της γερμανικής ανοικοδόμησης», όπως ένας άλλος φιλόσοφος, ο Martin Heidegger, που το 1951, θα εκφωνήσει στο Darmstadt, πάλι σ’ ένα κοινό αρχιτεκτόνων, την περίφημη ομιλία του Κτίζειν Κατοικείν Σκέπτεσθαι, εκφράζοντας κι αυτός, από μιαν άλλη βέβαια θέση, τη δυσανεξία του στο τεχνοποιημένο περιβάλλον της εποχής του. Η υλικότητα, στην αντίληψη της Νέας Αντικειμενικότητας, έχει τη δική της αλήθεια και οτιδήποτε επικάθεται πάνω της τη συσκοτίζει και τη διαστρέφει. Απαξίωνε έτσι κάθε διάκοσμο που φλυαρούσε πάνω στη σκοποθεσία των αντικειμένων που δεν ήταν άλλη απ’ τη χρηστικότητα και λειτουργικότητά τους. Μεγάλες σχολές, αισθητικές, εν τέλει, όπως θα καταδείξει κι ο Adorno, θα στηθούν πάνω σ’ αυτόν τον ασκητισμό. Ο φονξιοναλισμός, το Μπαουχάους, κι ο Μινιμαλισμός αργότερα, θα διαγράψουν, με διαφορετικές εντάσεις το καθένα, το περιβάλλον μιας νέας αντικειμενικότητας, που θα υπηρετεί με μια μηχανιστική προσέγγιση, τη ζωή του ανθρώπου.
Στην ομιλία του ο Adorno επικρίνει με σφοδρότητα τις πολεμικές, αντί-διακοσμητικές θέσεις του Adolph Loos, που ήθελε η σχεδιαστική χειρονομία να αναφέρεται μόνο στην τεχνική καινοτομία. Η διαλεκτική του περιττού και του αναγκαίου, συνέθεταν στη σκέψη τουLoos, την ένταση ενός ανήσυχου προβληματισμού. Μια αναστοχαστική ετοιμότητα που αυτοέλεγχε, λογοκρίνοντας, τη σχεδιαστική χειρονομία. Τα πρόσφορα μουσικά παραδείγματα που κομίζει ο Adorno, αλλά και οι φιλοσοφικές του αναφορές, εκθέτουν ένα καθιερωμένο, στιλιστικό παράδειγμα ακριβείας που απέκλειε κάθε τι περιττό. «Όταν μετά την πρεμιέρα της Απαγωγής, ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας τον επέκρινε χαμηλόφωνα, παρατηρώντας «Πάρα πολλές νότες, όμως, αγαπητέ Μότσαρτ», ο συνθέτης, όντας ο ίδιος ταυτόχρονα πραγματικός φορέας και κριτικός εκτελεστής μιας μεγάλης παράδοσης, απάντησε: «Ούτε μια παραπάνω απ’ ό,τι είναι απαραίτητο, εξοχότατε». Το περιττό και το αναγκαίο όμως, είναι τιμές που μεταβάλλονται μέσα στην «ιστορική δυναμική» των πραγμάτων. Και ό,τι εκπίπτει από την καθιερωμένη του λειτουργικότητα, εντοπίζεται, αισθητικοποιημένο, σε μια νέα οργανικότητα. Ένα νοσταλγημένο, γλωσσικό ίχνος που ανακτά την απολεσθείσα του αλήθεια στον τόπο της αναμνημόνευσής του.
Ο Adorno υπενθυμίζει έτσι τον καταλυτικό χαρακτήρα της αισθητικής που δεν είναι άλλος απ’ την άρση αυτών των διαφορών. Η παραγόμενη υλικότητα, υποστηρίζει, φέρει πάνω της ίχνη μιας παραμυθητικής απόλαυσης που της ανήκει και δεν της ανήκει. Μια γλωσσική απόλαυση που ανιχνεύεται κι εκεί απ’ όπου υποτίθεται ότι έχει εξοβελιστεί. Αυτή η καταστατική συνθήκη των πραγμάτων που τεχνουργεί και στηρίζει τη μορφική τους ακολουθία. Πάνω λοιπόν στις μεσσιανικές υποσχέσεις του Loos: «έχουμε υπερβεί τον διάκοσμο, έχουμε καταφέρει να κατακτήσουμε την απουσία του διάκοσμου. Δείτε, ο καιρός πλησιάζει, η εκπλήρωση έρχεται. Σύντομα οι δρόμοι των πόλεων θα αστράφτουν σαν λευκά τείχη. Όπως η Σιών, η Αγία Πόλη, η πρωτεύουσα των ουρανών. Τότε θα έχει έλθει η εκπλήρωση», ο Adorno θα διαβάζει μόνο έναν βίο αβίωτο, τα ίχνη μιας βαρβαρότητας: «σαδιστικές δονήσεις που δημιουργούν οι οξείες ακμές, τα γυμνά δωμάτια, οι σκάλες και άλλα παρόμοια. Σχεδόν κάθε καταναλωτής θα έχει νιώσει με επώδυνο τρόπο πάνω του την έλλειψη πρακτικότητας στο ανελέητα πρακτικό», «η ανεπάρκεια των καθαρά σκόπιμων μορφών κατάντησε στις μέρες μας να αντιπροσωπεύει το μονότονο, το πενιχρό, το στενόμυαλα πρακτικό».
Απέναντι στην απανθρωπιά αυτής της αντικειμενικότητας ο Adorno θα διερευνήσει το περιθώριο μιας δυνατότητας πέρα απ’ τη κρίση αυτών των ασυμφιλίωτων διαφορών. Θα την εντοπίσει στη θέση της μπενγιαμινικής φαντασίας, που γίνεται αντιληπτή ως μια «ικανότητα παρεμβολής στο ελάχιστο». Μια δυνατότητα που εντοπίζει την τοπική της στο χώρο των πραγμάτων κι αυτό το ελάχιστο το διευρύνει πέραν των «φυσικών δεδομένων» της. Είναι εγγραφές που έχουν χαραχτεί πάνω στην υλικότητα και στις ασύνειδες προθέσεις του κατασκευαστή. «Μέσα τους», λέει ο Adorno, «έχει εγγραφεί ιστορία, και μέσω αυτής και πνεύμα». Η καλλιτεχνική χειρονομία διεγείρει αυτές τις εγγραφές. Τις ενεργοποιεί, διανοίγοντας και διαπλάθοντας τη δική της εμβέλεια. Μια χειρονομία, πέραν της χειρωναξίας, που καινοτομεί πάνω στην υλικότητα και στις αισθητηριακές της αντιλήψεις. Υπάρχει κάτι μέσα στην υλικότητα του κόσμου που υπερβαίνει την υλικότητα. Μια υπερεκχείλιση νοήματος που συλλαμβάνει το χώρο στις διανοίξεις και διαφυγές του. Δεν είναι αυτά για τον Adorno τόσο επινοητικά σχήματα, όσο εκδηλώσεις περιεχομένου κι εκφραστικές δυνατότητες. Μυθικές εκδιπλώσεις μιας μυστικής καταγωγής που αναλαμβάνει το περιβάλλον των αντικειμένων, τη χρησιμότητα και πρακτικότητά τους. Μια απολεσμένη και ανευρεθείσα συμφιλίωση. Μια επανεύρεση των πραγμάτων πέραν της πραγμοποίησής τους. Η αρχιτεκτονική εμπειρία, στη σφαίρα αυτής της διάνοιξης, καθίσταται μια αληθινή εμπειρία. Μια εμπειρία που αληθεύει τις μορφές της, διαρρηγνύοντας τη δομικότητά τους. Μιαν άλλη αντίληψη χώρου που βρίσκεται όμως, εν υπνώσει, μέσα στον χώρο. Μια μορφική ένταση που εκδηλώνεται σε μία κλήτευση προσωπική, σε μια κλήση, εν τέλει, του βιώματος.
Theodor W. Adorno, Ο φονξιοναλισμός σήμερα, Εκδόσεις Πλέθρον
Φωτογραφία: Η Villa Moller του Adolf loos